Παρασκευή, Μαΐου 13, 2005

Μου αρένανε ν' ακώ κουβέντες.

"Το 1909 με βρίσκει πέντε χρονώ παιδάκι. Ήμουνα από τότε κιμπάρης. Σφιχτοδεμένος. Είχα πρώτη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα μάτια μου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού. Έστηνα τ' αυτί κι άκουγα, εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μασώ τη γλώσσα. Μου αρένανε ν' ακώ κουβέντες. Όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ότι λέγανε το κράτηγα. Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά. Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξημέρωμα μ' έβρισκε στο πόδι. Από ρουχαλάκια, δεν είχαμε, μπαλωμένα φορήγαμε. Παπούτσια ούτε για δείγμα. Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι. Και μονοφόρι. Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το 'ραβα με κερωμένο γκιούλι για να μη σπάει. Εχανόμουνε στα χωράφια ξιπολησιάς. Και τα κανιά μου γεμάτα σημάδια. Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε μπόρα, δεν μ' απάνταγε. Τα 'βαζα με τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα μια βάρκα και κονταριζόμουνα με τα κύματα. Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή μου. Εκαθόμουνα με τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα μονίμως μια φούντωση. Έτσι ενθυμούμαι. Πέντε χρονώ, μ΄έστειλε ο πατέρας σχολείο. Από το υστέρημά του μ' αγόρασε ποδιά. Ετότες φορήγαμε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια. Κι ήμαστε όλα τα παιδιά μια κοψιά. Λόγω στολής. Τα γράμματα τ' αγάπησα, τα 'παιρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας. Κιμωλίες με το δελτίο, πιο ακριβές κι απ' το γαρούφαλλο. Βιβλία δεν είχαμε. Το μάθημα τ' αρπάζαμε στο στόμα του δασκάλου. Μόλις τελείωνα με τη διδασκαλία, ξαμολιόμουνα στα χωράφια κι έλεγα μεγαλοφώνως τι άκουσα. Το 'λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόμουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα τα δικά μου μέσα. Ό,τι μου 'ρχόντανε. Το μεγάλωνα. Άμα μου άρεσε μια λέξη, μια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν με σήκωνε στο μάθημα, του ξηγιόμουνα αβέρτα. Εκεί όμως που πάθαινα μεγάλη ζημιά ήταν με τον Πάρι και την Ωραία Ελένη. Τον Αγαμέμνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου στεκόμουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα ομπρός μου. Και τις ναυμαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στη Σαλαμίνα. Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ με συγκίνησαν. Ταίριαξαν με την ψυχή μου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόνταν μέσα μου και με είχε περί πολλού. Ήμαστε ζόρικοι. Αλλά σ' εμένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράμματα. Τους άλλους τους μούρλαινε στις φάπες. Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και με τη βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έμαθα την άλφα βήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τί δεν θα 'δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που 'γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από τη φούντωση. Τα γράμματα μου ΄παιρναν τη στεναχωριά. Από μικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα μου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το χωμί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η μάνα μου μαρτύρησε να μας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράμματα. Κι όταν φτάσαμε σε κείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζημιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα 'παιρνα απ' το δάσκαλο και τα 'φερνα στον ύπνο. Συντροφιά. Ξαγρύπναγα και τα 'βλεπα. Κοιμόμανε και 'ρχοσανε στα όνειρα. Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόμουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τις νύχτες, μπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόμουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράμματα. Πριν τελειώσω την τετάρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάμε με τη μάνα μου σε δουλειά. Τρία μωρά στο σβέρκο. Εμένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο. Ήμανε ο μεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονομάμε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα και εφημεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζε τα μεγάλα γράμματα. Τους τίτλους. Κι εμάθαινα τα γραμματάκια. Και τα καλλιεργούσα όπως όπως."
Μάρκος Βαμβακάρης