I. Σύνδεση με τα προηγούμενα:
Δυο είναι οι βασικές σχολές σκέψεις.
Η πρώτη, ας την πούμε σχολή του Νίκου Δήμου, ταυτίζει τις δυο πρωτιές δια του σνομπισμού και της απαξίωσής τους και αναρωτιέται ποιός είναι ο λόγος να νιώθουμε υπερήφανοι για την επιτυχία άλλων (
http://www.ndimou.gr/newsarticle_gr.asp?news_id=114) .
Η δεύτερη είναι η επικρατούσα στα τηλεοπτικά κανάλια σχολή, βάσει της οποίας η επιτυχία της Έλενας είναι συνέχεια της περσινής ποδοσφαιρικής επιτυχίας και η οποία λίγο πολύ ταυτίζει τις δύο πρωτιές δια του "τραλαλά, τι ωραία τι καλά που περνάνε τα παιδιά".
Υπάρχει και μια τρίτη άποψη, εκείνη που προσπάθησα να εκφράσω κι εγώ με το προηγούμενο post μου περί Euro & Eurovision, όπου υποστήριξα ότι άβυσσος χωρίζει τις δυο επιτυχίες.
Με comment του στο post μου αυτό, ο φίλος μου ο Garine, αφενός με ρώτησε τι άλλαξε στο 105' και αφετέρου υπαινίχθηκε ότι, όντας άντρας και δη ποδοσφαιρόφιλος, τα συμπεράσματά μου είναι υπέρμετρα υποκειμενικά.
Εν συνεχεία κι ενώ είχα υποστηρίξει ότι αν νικήσει η Έλενα ο κόσμος δεν θα βγει στους δρόμους, τα τηλεοπτικά πλάνα με διέψευσαν.
O Crazy Monkey και η Mindstripper συμφώνησαν όμως ότι
ο ψυχικός αντίκτυπος των δυο επιτυχιών διαφέρει και μάλιστα η Μindstripper έγραψε ένα εξαιρετικό post
(http://mindstripper.blogspot.com/2005/05/euro-eurovision.html)
Aφού λοιπόν έχουν μπει τόσα θέματα στο διαδικτυακό τραπέζι ας επεκταθούμε λίγο περισσότερο:
II. Το 105΄:Η Ντόνα Ταρτ στο μυθιστόρημά της με τίτλο "Μυστική Ιστορία" αναφέρεται στα διονυσιακά μυστήρια και κάνει λόγο για το βάρος του εαυτού μας, για τη δυστυχία που μας προκαλεί η συνείδησή μας, για την λαχτάρα μας να βγούμε για λίγο εκτός εαυτού, για την ιδέα της απώλειας του ελέγχου που γοητεύει τους χαλιναγωγημένους ανθρώπους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Λέγοντας το με τα δικά της λόγια: "Το βίωμα της απόλυτης ελευθερίας. Αν έχουμε αρκετή ψυχική δύναμη μπορούμε να σκίσουμε το πέπλο και να αντικρίσουμε κατά πρόσωπο αυτή τη γυμνή τρομακτική ομορφιά. Αφήστε το Θεό να μας κάνει δικούς του, να μας κατασπαράξει, να αποσυναρμολογήσει τα κόκαλά μας και μετά να μας φτύσει ξαναγεννημένους. Αυτή είναι η τρομερή γοητεία των διονυσιακών μυστηρίων, αυτή η φωτιά της καθαρής ύπαρξης".
Όπως η Μindstripper, έτσι κι εγώ βρέθηκα πέρυσι στο στάδιο Ντραγκάο. Βρίσκομαι στο γαλάζιο ύψιλον που σχηματίζουν οι θύρες που έχουν γεμίσει με γαλανόλευκες σημαίες, μπλε μπλούζες και βαμμένα μπλε πρόσωπα, βρίσκομαι στο Καλλιμάρμαρο εκατόν οκτώ χρόνια πριν και ο Σπύρος Λούης τερματίζει πρώτος, βρίσκομαι στο 105', στο τελευταίο λεπτό της παράτασης,
όταν ακούγεται ένα κρακ, και το ύψιλον του Ντραγκάο, η συντεταγμένη αυτή του χωρόχρονου, τουμπάρει τρεις μοίρες προς τα κάτω.
Γκολ.
Βγαίνω από τον εαυτό μου, χάνω την ατομικότητά μου, χαμένος στο ύψιλον δεν είμαι ο εαυτός μου, το όνομά μου και η ηλικία μου, οι προσδοκίες μου και οι φόβοι μου, οι προκαταλήψεις μου και οι ενοχές μου, τα φωτεινά και τα μαύρα σημεία της ψυχής μου, είμαι ολόιδιος με τον διπλανό μου που αγκαλιάζω, είμαι ο διπλανός μου που κλαίει και με φιλάει, είμαι μια κουκίδα του γαλάζιου, μια μπλε μπλούζα ακόμη που χοροπηδά, μια φωνή ακόμη που κραυγάζει, κραυγή μεσ' τις κραυγές, αγκαλιά μεσ' τις αγκαλιές, δάκρυ μεσ' τα δάκρυα, έκσταση μεσ' τις εκστάσεις, είμαι πανηγυρισμός, είμαι ένας απ' όλους, είμαι έξι σειρές πιο κάτω, είμαι τρεις θύρες πιο πέρα, δεν είμαι εγώ, είμαι κάπου αλλού, σε έναν χώρο παράπλευρο του συνειδητού, ελεύθερος επιτέλους από μένα και τα βαρίδια μου, ολόγυμνη ευτυχία,
απροστάτευτος αλαλαγμός, άνθρωπος που αξιώθηκε στη ζωή του να δει κατάφατσα το Απόλυτο και το θέαμα του κλόνισε το νου και τον κατέλαβε, μετατρέποντάς τον σε παροξυσμένο θύμα του, δύσπιστο πιστό του και άναρθρο υμνωδό του.Ρωτάω λοιπόν: ένιωσα μια τέτοια εμπειρία επειδή ήμουν μέσα στο γήπεδο; Εσύ Garine στην μακρινή αλλοδαπή και όλοι οι υπόλοιποι μπροστά στις τηλεοράσεις τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό δεν βγήκατε από τον εαυτό σας τη στιγμή εκείνου του συγκεκριμένου γκολ; Πόσες φορές στη διάρκεια της ζωής μας βγαίνουμε εντελώς από τον εαυτό μας; Είναι αυτή μια εμπειρία συνήθης; Πολύ περισσότερο, υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος, η μαμά της Έλενας, η ίδια η Έλενα, που να ένιωσε έτσι προχθές; Δεν μιλάω για ευτυχία, δεν αμφισβητώ την ευτυχία τους, μιλάω για έκσταση.
ΙΙΙ. Άλλαξε κάτι;
O Garine επισημαίνει ότι και μετά το Euro οι θεσμοί του ελληνικού ποδοσφαίρου παραμένουν το ίδιο ανυπόληπτοι. Άλλοι επισημαίνουν ότι τέτοιες επιτυχίες δεν αλλάζουν την καθημερινή μας ζωή. Σωστά όλα αυτά. Κατά τη γνώμη μου όμως, πέραν της εμπειρίας των ημερών εκείνων (που θα ήταν από μόνη της υπεραρκετή), από πέρυσι το καλοκαίρι κερδίσαμε επιπρόσθετα και τη δυνατότητα ενός άλλου τρόπου θεώρησης των πραγμάτων. Εκείνο που μπορεί να κερδηθεί από όσα συνέβησαν πέρυσι, μπορεί να κερδηθεί όχι μόνον από έναν Έλληνα, αλλά από οποιονδήποτε έχει τα μάτια του ανοικτά και τη διάνοιά του ανήσυχη. Δεν νομιμοποιούμαστε πλέον να λέμε ότι κάτι δε γίνεται, ότι υπάρχουν απραγματοποίητα όνειρα. Ό,τι είναι θεωρητικά δυνατό, είναι και πρακτικά δυνατό. Δεν μιλάω για την πίστη που μετακινεί βουνά, δεν μιλάω για υπέρβαση φυσικών νόμων, δεν μιλάω μεταφυσικά. Εννοώ πως ό,τι μπορεί να συμβεί με βάση τους νόμους της φύσης, μπορεί τελικά να συμβεί, όσο στατιστικά απίθανο και αδιανόητο κι αν φαίνεται. Δε νομιμοποιούμαστε να πούμε "Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ". Θα μπορούσε να αλλάξει αν το θέλαμε αρκετά, αν το προσπαθούσαμε αρκετά. Ότι όλα μα όλα μπορούν να γίνουν, είναι το πρώτο δίδαγμα. Ότι όλα μπορεί να γίνουν, αλλά δεν θα γίνουν από μόνα τους, με χαζή αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, είναι το δεύτερο. Τόνοι ιδρώτα χρειάζονται για να επιτευχθεί αυτό που λέγεται θαύμα. Ίσως δεν πρέπει καν να ελπίζουμε, τουλάχιστον στην αρχή, πρέπει απλώς να αρνούμαστε να πεθάνουμε, να προσπαθούμε με αίμα αλιγάτορα να μείνουμε ζωντανοί στο ματς, στιγμή με τη στιγμή, φάση με την φάση, διεκδίκηση της μπάλλας με διεκδίκηση της μπάλλας και το όποιο όνειρό μας, ας είναι αρχικά εσωτερικό και ανομολόγητο, κι όσο το προσεγγίζουμε -γύρο με τον γύρο, αποκλεισμό με τον αποκλεισμό- όσο έρχεται πιο κοντά μας, τότε ας αρχίζει επιτέλους να μας φωτίζει και να τυφλώνει τους αντιπάλους. Από τον Ιούλιο του 2004 όλα γίνονται, όλα είναι πλέον δυνατά, όλα παίζουν, όλα είναι εφικτά, το "αδύνατον" πέθανε, το "αδύνατον" δεν είναι πια μαζί μας, πέρασε ξυστά άουτ πέντε-έξι φορές από την εστία του Νικοπολίδη, μπήκε με κεφαλιά στα δίκτυα του Μπαρτέζ, του Τσεχ και του Ρικάρντο, σηκώθηκε το γαμημένο το "αδύνατον" και, όταν μέσα στα χέρια του αρχηγού αντίκρισε τον ουρανό, έγινε για πάντα, στον αιώνα τον άπαντα, δυνατόν. Σβήστε τη λέξη "αδύνατον" από τα λεξικά.
IV. Γιατί να χαιρόμαστε;
Γράφει ο Νίκος Δήμου: "Ας το ξεκαθαρίσουμε. Στην Πορτογαλία δεν νίκησε «η Ελλάδα», αλλά μερικοί ποδοσφαιριστές και ο προπονητής τους (και τους αξίζει ο μέγιστος έπαινος)". Ωστόσο, ως τι αγωνίστηκαν οι ποδοσφαιριστές αυτοί; Ως Θοδωρής, Γιώργος, Άγγελος κλπ; Ως η ομάδα της ΕΠΟ; Δεν αγωνίστηκαν ως το αντιπροσωπευτικό ποδοσφαιρικό συγκρότημα του συνόλου των Ελλήνων ποδοσφαιριστών; Δεν είχαν ένα εθνόσημο στις φανέλλες τους; Δεν ακούγονταν εθνικοί ύμνοι πριν αρχίσουν οι αγώνες; Αν η "ελληνική ψυχή" είναι ένα όμορφο παραμύθι, οι παίκτες πιστεύοντας σε αυτό το παραμύθι το έκαναν πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η "ελληνική ψυχή" υφίσταται όχι αυτοτελώς, όχι γονιδιακά, αλλά όταν πιστέψουμε στο μύθο της και ενεργήσουμε ωσάν να υπήρχε αυτοτελώς. Η κορυφή ανήκει συνήθως στους Ζιντάν, τους Ραούλ, τους Νέτβεντ και τους Φίγκο αυτού του κόσμου δηλαδή σε αυτούς που προίκισε η φύση. Οι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές όμως, προίκισαν τον εαυτό τους με την ψυχή, την πίστη, τη λύσσα, το φρόνημα, το πείσμα, το καθαρό μυαλό, το θάρρος, την ομαδικότητα, την υπακοή στο σύστημα και την αυταπάρνηση και ένιωσαν ότι αυτό που ήταν κολλημένο στο στήθος τους δεν εκπροσωπεί την Ελλάδα που γνώρισαν στο άθλιο επαγγελματικό τους περιβάλλον, αλλά την άλλη (την άλλη που ίσως ψυχανεμίστηκαν στην τρίτη δημοτικού από το δάσκαλο τους ή όταν έβλεπαν την Βούλα Πατουλίδου ντυμένη με τη σημαία στην Βαρκελώνη- κι ας ήταν φουλ στη ντόπα) παίρνοντας έτσι δύναμη από αυτό που ήταν κολλημένο στο στήθος τους, προσδίδοντάς του ένα νέο νόημα, φορτίζοντάς το ξανά, εμπλουτίζοντάς το με το δικό τους περίσσευμα, με αποτέλεσμα να αφυπνήσουν ένα λαό που ήρθε στην Πορτογαλία και τους έσπρωξε εκεί που είχαν κουραστεί και δεν άντεχαν άλλο και με τελικό αποτέλεσμα την κατάκτηση της κορυφής. Αυτό λοιπόν κέρδισε στην Πορτογαλία και αυτό που κέρδισε είναι όντως "Ελλάδα", μια εκδοχή της "Ελλάδας", μια από τις πιο κολακευτικές της εκδοχές.
Γιατί να νιώθουμε υπερήφανοι για κάτι που πέτυχαν άλλοι, αναρωτιέται ο Νίκος Δήμου. Έχει βρεθεί ομορφότερος στίβος ειρηνικής και φιλικής αναμέτρησης των λαών από τον αθλητισμό; Στον αθλητισμό δεν αναμετρώνται οι εκλεκτότεροι του κάθε λαού και δεν συγκρίνουν τις επιδεξιότητές τους; ΄Οταν οι δικοί μου εκπρόσωποι, οι δικοί μου εκλεκτοί αναδεικνύονται οι κορυφαίοι, χρειάζεται άλλος λόγος για να πανηγυρίσω ; Αν εγώ θεωρώ το Νίκο Δήμου φιλόσοφο ισάξιο του Πλάτωνα δικαιούμαι να νιώθω περήφανος που είναι Έλληνας κι αυτός όπως κι εγώ; Στον κόσμο αυτό ζούμε ως άτομα εντελώς ξεκομμένα από τους άλλους; Δεν είμαστε ενταγμένοι σε μικρότερες και μεγαλύτερες ομάδες, κοινωνίες, κράτη κλπ; Δικαιούμαστε να νιώθουμε υπερήφανοι μόνον για ότι επιτύχουμε εμείς ή μόνον για όσα έχουμε συμβάλλει κι εμείς; Είναι συναισθηματική υγεία αυτό; Αν η αδελφή μου αύριο πετύχει κάτι σπουδαίο, δικαιούμαι να νιώσω υπερήφανος γι' αυτήν; Ή πρέπει πρώτα να εξετάσω αν είχα κάποια συμβολή στην επιτυχία της, κι αν τυχόν δεν είχα μερίδιο, τότε να αδιαφορήσω πλήρως, να μη συγκινηθώ, γιατί δικιά της επιτυχία είναι και μένα δεν μου αναγνωρίζεται δικαίωμα χαράς και υπερηφάνειας; Δικαιούμαι να νιώσω υπερήφανος για τα έργα τέχνης που αγάπησα; Δικαιούμαι να νοιώθω ότι όπως ανήκω στα βιβλία του Κούντερα και στις ταινίες του Κόππολα, μπορώ να ανήκω και στις τούμπες του Καραγκούνη; Είναι κακό πράγμα η αίσθηση του ανήκειν; Μόνο ο εαυτός μας είμαστε; Όχι όσα πιστέψαμε, όχι όσα αγαπήσαμε; Μόνο για τις δικές μας επιτυχίες επιτρέπεται να χαιρόμαστε;
Ο Νίκος Δήμου κάνει ένα λογικό άλμα κι εκεί που δεν βρίσκει λογική βάση για να νιώσει υπερήφανος για μια επιτυχία που δεν είναι δική του, βρίσκει λογική βάση για να διαμαρτυρηθεί για πράξεις, παραλείψεις και νοοτροπίες της ελληνικής πολιτείας και της ελληνικής κοινωνίας. Μα γιατί; Δικές του πράξεις, παραλείψεις και νοοτροπίες είναι; Γιατί στεναχωριέται; Γιατί είναι πάγια δυστυχισμένος επειδή είναι Έλληνας; Δεν θα έπρεπε να είναι δυστυχισμένος που είναι Έλληνας, γιατί με τον χαρακτηρισμό "Έλληνας" αναγνωρίζει ότι συνδέεται με κοινά χαρακτηριστικά -νομικά έστω χαρακτηριστικά- με κάποια άλλα εκατομμύρια συνελλήνων. Αν ήθελε να είναι συνεπής με την επιχειρηματολογία του, θα έπρεπε να αρκείται στην πάγια ευτυχία του να είναι ο Νίκος Δήμου.