Είχαμε στο Λύκειο αυτόν τον θρησκευτικό, τον σύμφωνα με όλα τα κλισέ των φωτισμένων ορθοδόξων φωτισμένο, και το γούσταρα το φως του, το εισέπραττα το φως του, έχω περάσει και μερικές -ελάχιστες αλλά ίσως και για αυτό ξεχωριστές- στιγμές στην εκκλησία που έψελνε, όπου η θρησκεία είχε ένα αληθινό νόημα, όπου σε κάτι τροπάρια Μεγάλης Τρίτης μπορούσε για πρώτη φορά μέσα σου η σχέση με τον Θεό να μετατραπεί από σχέση προσωπικής ενοχικής συνομιλίας σε σχέση συλλογικής πνευματικότητας, όπου δηλαδή δεν ήσουν εσύ και ο Θεός που σε κρίνει, αλλά πολλοί μαζί ως ένα σώμα που απευθύνεται στο θείο ως κάτι άυλο αλλά ταυτόχρονα και απτό.
Κι όταν τον είχα ρωτήσει σε ένα διάλειμμα, καλά, κάποιος που γεννήθηκε σε άλλο μέρος δηλαδή και είναι σχεδόν απίθανο λόγω των συνθηκών να γίνει Χριστιανός και δη Ορθόδοξος, αυτός τι, αυτός δεν σώνεται τόσο εύκολα όσο εμείς, αυτός δεν την παλεύει αν δεν βαφτιστεί κλπ,
και περίμενα να μου απαντήσει, μα φυσικά, σημασία έχει να έχεις καθαρή την καρδούλα σου and all that jazz, εκείνος αντίθετα ψιλοστράβωσε, ψιλοϋπεξέφυγε, εκείνος αντίθετα δεν μου απάντησε αυτό που περίμενα να μου απαντήσει.
Ας πρόσεχε λοιπόν όποιος δεν έτυχε να γεννηθεί σε ελλαδορωσίες και λοιπούς κατιμάδες και να ενστερνιστεί το σωστό δόγμα, ας πρόσεχαν όμως και τα δόγματα και οι φωτισμένοι τους εκπρόσωποι κι όλες αυτές οι μαλακίες που αραδιάζουν για να μείνουν συνεπείς σε ό,τι μπορούσε να έχει πέραση σε πολύ παλιότερους αιώνες.
Στο Βερολίνο λοιπόν, στην καρδιά του ναζισμού και του μερκελισμού, στην καρδιά της νέας γερμανικής Ευρώπης, η παγκοσμιοποίηση χτυπάει με ένα ακόμη χυδαιότερο τρόπο προσπαθώντας να εξευτελίσει τις θρησκείες, προσπαθώντας να ενώσει τρεις ναούς σε ένα, πάνε να κάνουν σούπερ μάρκετ και τη θρησκεία, πάνε να αλώσουν τα άγια των αγίων, πάνε να μας στερήσουν την ιδιοσυστασία μας, αφού έχουμε παντού τις ίδιες αλυσίδες πολυεθνικών να γκρεμίσουμε και τους ναούς μας και να έχουμε παντού κοινούς ναούς για τα παγκοσμιοποιημένα πρόβατα, πρώτα πέρασαν τα τρία εξάρια στα μπαρ κόουντ, μετά άφηναν τα μπαρ ανοιχτά ως το πρωί να τυφλώνουν με μπόμπες τα παιδιά μας, τα παιδιά μας τυφλώθηκαν, με αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να καταναλώνουν περισσότερα από ό,τι παρήγαγαν, να το ρίξουν στις φούσκες των δανείων, στα εορτοδάνεια και τις πιστωτικές, η οικονομία κατέρρευσε, η χώρα καταρρέει, βάζουν επίτροπους στις τράπεζες μας, ιμάμηδες κι οβριούς στις εκκλησιές μας. Να σε ρωτήσω κάτι, γιαγιά; Τώρα στο Χυτήριο βγήκες να διαμαρτυρηθείς για την παράσταση. Όταν σου έκοβαν τη σύνταξη βγήκες; Δεν παίρνω σύνταξη παιδί μου, έχω να την πάρω μήνες, αρνούμαι να την πάρω από τότε που την δίνουν με την κάρτα που έχει το χάραγμα του αντίχριστου.
Κι αν τραγουδάει ο τραγόπαπας το Bella Ciao στην εκκλησία, γιατί να μην τραγουδήσει κι ο Παναγιώταρος ένα δικό του; Αν δεν τα καταδικάσουμε αυτά από την αρχή από οπουδήποτε κι αν προέρχονται, θα τα βρούμε εμπρός μας σαν την βία.
Κι αν κάτι στα αλήθεια θέλω να πω, είναι πως δεν πάνε να με κατηγορούν στα σχόλια του προηγούμενου ποστ, υπάρχει φαίνεται μια περίεργη αντίληψη που ορίζει πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία δεν χάλασε κι ο κόσμος αν αντί να μιλήσουμε για την κτηνωδία μιλάμε για ράτσες και φυλές ανθρώπων, πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία είναι νορμάλ να γίνεσαι κι εσύ κτήνος και να περνιέσαι για καλύτερος και διαφορετικός, πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία είναι νορμάλ να εξοργίζεσαι περισσότερο επειδή ο βιαστής είναι σκούρος και κοντός και αηδίας ενώ εσύ είσαι κάτι άλλο, πως όταν συμβαίνει μια κτηνωδία από μετανάστη η ατζέντα μπορεί να γίνεται αυτομάτως ο μετανάστης, ενώ όταν συμβαίνει μια κτηνωδία από Έλληνα η ατζέντα δεν μπορεί να είναι ο Έλληνας. Ε, λάθος. Όταν γίνεται μια κτηνωδία το θέμα είναι η κτηνωδία. Αφού λοιπόν στην μία περίπτωση παύει να είναι η κτηνωδία το θέμα και γίνεται ο ρατσισμός, θεωρώ πως, αν κάτι έχω να πω εκείνη την ώρα, είναι όχι αν και πόσο φρίττω με το έγκλημα, αλλά πόσο βαθιά χυδαίο είναι να μην περιορίζουμε τη φρίκη στη φρίκη, αλλά να χρησιμοποιούμε τη φρίκη ως άλλοθι για να ξεράσουμε ρατσισμό. Κι όποιος συμψηφίζει το ρατσιστικό με το αντιρατσιστικό επιχείρημα, όποιος λέει πως είμαι ίδιος με τους χρυσαυγίτες -αν και στο ποστ για νοικοκυραίους μίλησα- ας ανήκει σε αυτούς που ανήκει, στο εκτός των άκρων δημοκρατικό κέντρο που το προστατεύουν τα ΜΑΤ και το καθοδηγούν τα ΜΜΕ των πέντε καναλαρχών.
Και αν κάτι στα αλήθεια θέλω να πω, είναι πως στο μυαλό μου όλα είναι ώρες ώρες ένας γλυκός πολτός, πως το Bella Ciao στην εκκλησία μου θυμίζει τραγούδι σε ποδοσφαιρική εξέδρα, πως οι άνθρωποι που τραγουδούν μαζί, από τα τροπάρια της Κασσιανής ως το Bella Ciao και τo «δώσε μου λίγο για να πιω, και να φωνάξω στον Θεό», έρχονται όσο πιο κοντά γίνεται στην μέθεξη.
Κι αν κάτι στα αλήθεια θέλω να πω, είναι πως για κάποιον ανεξήγητο λόγο φαίνεται πως δεν γίνεται, αλλά ωραία θα ήταν να γινόταν και να μπορούσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί.
Και να τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, έστω και μια φορά.
Και να αγαπιόμασταν. Όλοι. Ή έστω οι περισσότεροι.
Και να μην μας είχαν γαμήσει τα τελευταία χρόνια.
Και να μην έτρεμε ο κόσμος τον χρόνο που θα μπει.
Και να μην είμαστε άρρωστοι, να μην μισούσαμε τον βιαστή επειδή είναι κοντός και σκούρος.
Να τον μισούσαμε μόνο επειδή είναι βιαστής. Να μισούσαμε την πράξη και το κακό που έκανε, ενδεχομένως ούτε καν τον ίδιο.
Δεν γίνεται να τραγουδάμε όλοι οι άνθρωποι μαζί. Αλλά μια θρησκεία που θα βασιζόταν στο κοινό των ανθρώπων τραγούδι, θα ήταν μια θρησκεία την οποία θα έβρισκα πειστικότερη, γιατί θα μπορούσε να γίνει αυτόματα μέλος της ο οποιοσδήποτε είχε γεννηθεί οπουδήποτε.
Δεν γίνεται να αγαπιόμαστε όλοι. Το να τους αγαπάς όλους πονάει μέρος των όλων, ίσως και όλους.
Κι ο παπάς στο τέλος λέει νομίζω «Αmate».
Αmate, ρε μουνιά. Αγαπήστε. Αμαρτία να ζεις και να πεθαίνεις αναγάπητος και μη αγαπώντας.