Ήμασταν στην παραλία κι είχαμε απλώσει κατά μήκος της δεκάδες ποτήρια ουίσκι. Περιμέναμε υπομονετικά -νύχτες και μέρες, μέρες και νύχτες- να μαζευτούν τα σύννεφα. Αν ψιχάλιζε όλα καλά. Μια δυνατή βροχή όμως θα νέρωνε υπερβολικά τα ποτήρια μας. Κρίμα θα ήταν να χαλούσε τόσο ποτό. Κάποιος πρότεινε να φέρει παγάκια. Απορρίψαμε την πρότασή του, κοιτώντας με πείσμα τον ουρανό. Αυτός μας ανταπέδιδε φαίνεται το πείσμα και παρέμενε καθαρός. Πολλοί τότε έκαναν πίσω, μπήκαν στα αυτοκίνητά τους, γύρισαν στα σπίτια τους και προσποιήθηκαν πως τίποτε από αυτά δεν είχε ποτέ συμβεί. Μερικοί δεν προσποιήθηκαν καν, μερικοί το ξέχασαν στα αλήθεια. Μείναμε έτσι στο τέλος μόνο οι πιο πεισμένοι, μόνο οι πιο πιστοί. Κοιτούσαμε τον ουρανό σαν να μας όφειλε. Και πράγματι, μετά από τόσο καιρό, μας όφειλε. Όταν τα σύννεφα μαζεύτηκαν σηκώσαμε τα χέρια φωνάζοντας αλληλούια. Μετά πέσαμε με την μούρη στην άμμο. Συρθήκαμε με αυτόν τον τρόπο ως τα ποτήρια και περιμέναμε. Η πρώτη αστραπή έδειξε ότι τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν όπως θέλαμε. Την ανησυχία μας επιβεβαίωσε το γεγονός πως άρχισε να βρέχει ουίσκι. Καλύψαμε όσα ποτήρια μπορούσαμε με τα σώματά μας, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα τους άμμος. Για να την βγάλουμε πέσαμε με τα ποτήρια μέσα στη θάλασσα. Για να προλάβουμε να σώσουμε ό,τι σώζεται αρχίσαμε να πίνουμε το νερωμένο με θαλασσινό νερό ποτό. Έβρεχε πια καταρρακτωδώς. Το ουίσκι διαπότιζε τα μαλλιά μας και τους πόρους μας. Κοιταχτήκαμε και σαν συνεννοημένοι είπαμε να βουτήξουμε πολύ βαθιά, να βουτήξουμε μέχρι εκεί που δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Αλλά μάταιος κόπος, όταν πήγαμε όντως να μην πάρουμε ανάσα, ξαναβγήκαμε στην επιφάνεια. Αν η βροχή συνέχιζε έτσι θα γινόμασταν σκνίπα. Και αυτό ήταν κάτι που η αυτοσυγκράτησή μας δεν μας επέτρεπε να επιτρέψουμε. Άρον άρον γυρίσαμε στην παραλία. Σε κάποιο από τα σακκίδια πρέπει να είχαμε τις κουκούλες μας, αυτά τα περίεργα σκουφιά. Τις φορέσαμε και τρέξαμε να κάνουμε οτοστόπ. Κανείς όμως δεν σταματούσε για να πάρει κουκουλοφόρους. Είχαμε την μια κακή ιδέα μετά την άλλη. Ως δια μαγείας σταμάτησε ένα αστυνομικό. Φώναξε κι άλλα, ήρθαν, μας περισυνέλεξαν. Ήταν τόσο φιλικοί που μας έβαλαν να τα οδηγήσουμε. Μας σταμάτησαν όμως για αλκοτέστ και τα επίπεδά μας βρέθηκαν πολύ υψηλά. Πήγαμε αυτόφωρο, κατηγορήσαμε τον ουρανό, ο δικαστής δίκαζε για πέντε λεπτά της ώρας λόγω αποφάσεως του κλάδου του, οπότε δεν είχε χρόνο για πολλά πολλά. Μας καταδίκασε σε τρεις μήνες κοινωνικής εργασίας. Μας ανέθεσε να απλώσουμε κατά μήκος της παραλίας δεκάδες ποτήρια ουίσκι. «Και μετά;», ρώτησε ο δικηγόρος μας. Αλλά ο χρόνος του δικαστή είχε λήξει. Δεν πρόλαβε να μας εξηγήσει. Οι αστυνομικοί μας συνόδεψαν στην παραλία, μας άνοιξαν λίγα μπουκάλια, έλεγξαν αν ρίξαμε το περιεχόμενό τους στα ποτήρια κι αν τα είχαμε αραδιάσει καλά. Μετά σήκωσαν τους ώμους τους κι αποχώρησαν. Εμείς μείναμε να κοιταζόμαστε αμήχανοι, αφού δεν ήμασταν σίγουροι τι έπρεπε να κάνουμε. Ο κίνδυνος να μην μπορέσουμε άθελά μας να πειθαρχήσουμε στη δικαστική απόφαση ήταν έτσι αντικειμενικά μεγάλος. Στη σαστιμάρα μας τη λύση έδωσε η δύναμη της συνήθειας. Αρχίσαμε να κοιτάζουμε με ένταση τον ουρανό. Εκεί βλέπαμε την μεν ημέρα ήλιο, τη δε νύχτα άστρα και το φεγγάρι. Μια στις τόσες είχε και πανσέληνο. Οι τρεις μήνες κόντευαν να τελειώσουν όταν μαζεύτηκαν και πάλι σύννεφα. Τα κοιτάξαμε με αγωνία. Το χρέος μας είχε όντως να κάνει με αυτά; Αυτή τη φορά έβρεξε κανονική βροχή. Μαζέψαμε τα ποτήρια με ταχύτητα και επιμέλεια. Κάποια ήταν οκ, κάποια άλλα πρόλαβαν και νέρωσαν. Φωνάξαμε το εκατό. Ήρθαν, ήπιαν, έδειξαν σχετικά ικανοποιημένοι, συνέταξαν την έκθεση αυτοψίας τους, αποχώρησαν. Νιώσαμε ανακούφιση και πέσαμε αποκαμωμένοι για ύπνο στην παραλία. Ξυπνήσαμε στο τέλος του τριμήνου ακριβώς. Κάναμε να αποχωρήσουμε όταν κάποιοι ήρθαν από μακριά και μας γάζωσαν με αυτόματα. Γιατί άραγε; Δεν ήταν σε κάθε περίπτωση υπερβολικό; Όπως και να έχει, διαπιστώσαμε με ευχάριστη έκπληξη ότι τελικά υπήρχε μετά θάνατον ζωή. Ήμασταν όπως πριν μας γαζώσουν, μόνο που αυτήν την φορά βρισκόμασταν σε ένα σκούρο μπλε τοπίο. Είχαμε ακόμη προβλήματα προσανατολισμού, ωστόσο ήταν σαφές ότι ζούσαμε. Μια φωνή από κάποιο μεγάφωνο μας είπε να ξαπλώσουμε και να ξεκουραστούμε, γιατί πολύ σύντομα μας περίμενε δουλειά. Ξυπνώντας μπορέσαμε να προσανατολιστούμε λίγο καλύτερα. Κάποιος πρωτοκοίταξε κάτω. Κάτω, πολύ πιο κάτω από εκεί που βρισκόμασταν, διέκρινε κάτι που έμοιαζε με παραλία. Όταν τα μάτια μας άρχισαν να προσαρμόζονται, καταφέραμε να δούμε κάτι μικροσκοπικά κεφάλια που ήταν στραμμένα προς εμάς. Όταν τα μάτια μας προσαρμόστηκαν εντελώς, διέκριναν ότι τα κεφάλια στην άμμο μας κοιτούσαν έντονα. Πήγαμε να μαζέψουμε σύννεφα. Η δουλειά έμοιαζε κοπιαστική. Όπως όλα έδειχναν θα μας έπαιρνε λίγο καιρό.
4 Comments:
Old, έχεις σκεφτεί να γράφεις αυτά τα σουρεάλ ποστ στα αγγλικά; Τα μεταφράζω σε μερικούς φίλους μου και αρέσουν πολύ.
Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο.
(άντε όμως να τους πείσεις)
Billie the Kido
Και αυτό το κείμενο μ΄αρέσει πολύ.
LOST
Δημοσίευση σχολίου
<< Home