Ύφος και ουσία
Άνδρος, από τα τέλη δεκαετίας του '20 έως αυτά της δεκαετίας του '40. Τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου, οι άντρες λείπουν στη θάλασσα ή σε λιμάνια στην άλλη άκρη της γης, συχνά φεύγουν και δεν επιστρέφει στον τόπο τους ούτε το κουφάρι τους. Γυναίκα καπετάνιου χτίζει διώροφο σπίτι για τις κόρες της, με τα εμβάσματα που εκείνος της στέλνει τακτικότατα, όντας όμως ο ίδιος αδικαιολόγητα απών, χωρίς να γυρνά έστω και για λίγο, έστω και μέχρι το επόμενο ταξίδι. «Δε θα αδικήσω καμιά σας», λέει η μάνα στις κόρες. Ένας όροφος στην καθεμία, όλα κομμένα στα δύο μέχρι τελευταίας δεκάρας. Το μέλλον πρέπει να εξασφαλιστεί με τον καλύτερο τρόπο. Και αφού χτίστηκε το σπίτι, ήρθε η ώρα και των γαμπρών. Και όπως από καταβολής λογοτεχνίας γνωρίζουμε, ο έρωτας και τα συναισθήματα των νέων ανθρώπων κατατροπώνονται μπροστά στον πραγματισμό των γονέων· μπροστά στον πραγματισμό της μάνας εν προκειμένω, που είναι εξ αντικειμένου η μόνη κουμανταδόρος του σπιτιού. Έτσι, όταν νεαρός υποπλοίαρχος στέλνει το θείο του να ζητήσει για λογαριασμό του το χέρι της μεγάλης της κόρης, της Όρσας, με την οποία έχουν σφοδρά ερωτευθεί πριν φύγει ταξίδι, η μάνα αρνείται και την παντρεύει με καπετάνιο. Εκείνη τσινάει λίγο, αλλά -τι να κάνει;- υποτάσσεται. Το πρόβλημα με τον πραγματισμό της μάνας είναι πως ήταν και κακοϋπολογισμένος. Αν είχε λίγο υπομονή, θα έβλεπε ότι το άλογο του υποπλοίαρχου δεν ήταν κουτσό και πως άξιζε να ποντάρει πάνω του. Και έτσι μετά ο υποπλοίαρχος γίνεται καπετάνιος ο ίδιος και ζητά το χέρι της -ανίδεης για το παρελθόν και τη σχέση του με τη μεγάλη- μικρής κόρης, της Μόσχας. Και η μάνα το δίνει, ποιος ξέρει γιατί, ίσως από την αλαζονική μέθη του πραγματισμού που ήδη νίκησε μία φορά το συναίσθημα, ίσως γιατί τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μικροαστική καύλα του να έχεις τους τρεις καπετάνιους του νησιού μέσα στην ίδια οικογένεια. Για τι άλλο ζούμε όλοι μας, αν όχι για ένα στάτους και μια υπεροχή επί των ομολόγων μας; Αρχίζουν να ζουν στο διώροφο όλοι μαζί. Ή μάλλον όχι όλοι μαζί. Γιατί, όπως είπαμε, οι άντρες είναι βασικά απόντες. «Παντρευτήκαμε τις φωτογραφίες τους», λένε οι γυναίκες στις παρέες τους. «Πάμε να ζήσουμε στο δικό μου σπίτι», λέει ο άντρας της μεγάλης κόρης, «μόνοι μας». «Όχι μόνοι μας, μόνη μου», του απαντάει η μεγάλη. Περαστικά φαντάσματα οι άντρες, έρχονται, σπέρνουν νέους καρπούς στις κοιλιές των γυναικών τους και ξαναφεύγουν από αυτό το γυναικόνησο με τη γυναικοκοινωνία.
Με πάνω από 60.000 θεατές κατά το πρώτο τετραήμερο της προβολής της, η «Mικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, σε σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη πάνω στο ομώνυμο μυθιστόρημά της, είναι μια ταινία για το πλατύ κοινό, όχι με την κακή έννοια του όρου, αλλά όχι και με την εντελώς ανεπίληπτη. Ο Βούλγαρης φτιάχνει ένα έργο λαϊκό και προσβάσιμο. Κάνει μια σεβαστή επιλογή, την υποστηρίζει, δικαιώνεται από την αποδοχή και τον αντίκτυπο, κάνει μια απόλυτα τίμια ταινία, μια ταινία που δεν προσποιείται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι και δεν κοροϊδεύει κανέναν. Αυτό που έχει στο μυαλό του το παραδίδει, απλά αυτό που παραδίδει θα μπορούσε να είναι 4 σαραντάλεπτα επεισόδια αξιοπρεπέστατης τηλεόρασης. Από το θεατή δεν έχει καμία απαίτηση, έχει μια ιστορία να αφηγηθεί και του την αφηγείται, προσφέροντάς του όλα στο πιάτο. Ενίοτε χάνεται το μέτρο, ακόμα και σε αυτήν την προσφορά. Δύο περιπτώσεις που έρχονται στο μυαλό: Η πρώτη όταν ο μπαμπάς καπετάνιος που έχει επιτέλους επιστρέψει στην Άνδρο, κατηγορεί τη γυναίκα του για το πώς συμπεριφέρθηκε: «Τι γυναίκα είσαι εσύ; Τι μάνα είσαι εσύ;» και διάφορα τέτοια. Ακολουθεί μια μικρή παύση που δίνει στο θεατή το χρόνο να πει από μέσα του, γύρνα τώρα να του απαντήσεις: «Εγώ τι μάνα είμαι; Σε μένα το λες αυτό;». Και πράγματι γυρνάει και του λέει ακριβώς αυτό, γυρνάει και του λέει ακριβώς αυτό που περιμένεις να του πει, με τον τρόπο που περιμένεις να το πει, κι ο θεατής είναι ευτυχισμένος από τη δικαίωση που νιώθει, που τα λέει μαζί της, που η ηρωίδα λειτουργεί σαν εγγαστρίμυθος των προσδοκιών του. Εδώ δηλαδή η ταινία κατεβαίνει ένα σκαλί πιο κάτω, όχι απλά προσφέροντας στο θεατή εικόνες και καταστάσεις οικείες, εικόνες και καταστάσεις που δε θα τον ξαφνιάσουν, όχι μόνο μην όντας πιο μπροστά από το θεατή, αλλά όντας πίσω του, ακολουθώντας τον και κολακεύοντάς τον. Η δεύτερη σκηνή είναι όταν ένας από τους πρωταγωνιστές βλέπει έναν άλλο μετά από χρόνια και ο ένας έχει γεράσει απότομα. Πρώτα έχουμε την εικόνα -η οποία από μόνη της λόγω υπερβολικού μακιγιάζ είναι οριακή- και μετά τη μικρή παύση όπου ο ήρωας έχει δει μαζί μας το μακιγιάζ στον άλλο ήρωα ακολουθεί η ατάκα «Μα πως έγινες έτσι;», που μετατρέπει τη σκηνή από βαθιά δραματική σε αθέλητα αστεία.
Η «Μικρά Αγγλία» έχει όμως επίσης μια σκηνή που όχι μόνο αποτελεί το κέντρο βάρους της, αλλά δεν είναι και υπερβολή να την πεις συγκλονιστική. Πρόκειται για μια σκηνή που από από μόνη της αρκεί για να δικαιώσει την ταινία, μια σκηνή που δίνει στην ταινία πανίσχυρο λόγο ύπαρξης. Ακόμη κι αν απορρίψεις ένα σωρό άλλα πράγματα στο έργο, η σκηνή και όσα κουβαλά μαζί της μένει μέσα σου. Από την άλλη, θα μπορούσε ίσως να έχει δομηθεί μια ταινία που η συγκεκριμένη σκηνή δε θα ήταν η μύγα μέσα στο γάλα, αλλά θα αποτελούσε την κορύφωση ενός ταιριαστού με αυτή αισθητικού συνόλου. Πολλοί λένε ότι η ταινία θα μπορούσε να είναι είκοσι λεπτά μικρότερη. Νομίζω ότι θα μπορούσε και μία ώρα μικρότερη και παραπάνω από μία ώρα μικρότερη, προκειμένου να έχει άλλο ρυθμό, άλλη στόχευση, άλλο τρόπο, άλλη επικέντρωση.
Και μετά τη «Μικρά Αγγλία» βλέπεις το εκθειασμένο από κριτικές παγκοσμίως «Behind the Candelabra» του Στίβεν Σόντερμπεργκ για να δεις υποτίθεται το αντίθετο, για να δεις αντί για κινηματογράφο που θα μπορούσε να είναι τηλεόραση, τηλεόραση (το γύρισε για το HBO) που είναι κινηματογράφος, αλλά η σύγκριση λειτουργεί καταλυτικά υπέρ της ταινίας του Βούλγαρη. Ό,τι κι αν καταλογίσεις στη «Μικρά Αγγλία» είναι μια ταινία που έχει κάτι να πει. Μολονότι το σενάριο του «Behind the Candelabra» είναι του πολύ Richard La Gravenese (του Fisher King και πολλών άλλων), βλέπουμε επί δύο ώρες την απόλυτη μπαναλιτέ. Προσπαθείς να βγάλεις λίγη ουσία από αυτό το πράγμα και αδυνατείς. Η αναπαράσταση για την αναπαράσταση, να 'χαμε να λέγαμε για τον Μάικλ Ντάγκλας μεταμορφωμένο σε Λιμπεράτσε και τον Ματ Ντέιμον στον πολλές δεκαετίες νεότερο εραστή του. Ο Σόντερμπεργκ έχει δηλώσει ότι θα αποσυρθεί από τη σκηνοθεσία και πως αυτή ήταν η τελευταία του δουλειά. Είναι βέβαια πολύ νέος και θα είναι όντως κρίμα να μην αναθεωρήσει. Αν βάλει να ξαναδεί όμως κανείς σήμερα την πρώτη του ταινία, το «Σεξ, ψέμματα και βιντεοκασέτες», θα δει ένα σινεμά που μπορεί ο Σόντερμπεργκ να μην είχε βρει ακόμα την ιδιαίτερη γλώσσα του και την προσωπική σκηνοθετική του σφραγία, αλλά θα δει και ένα σινεμά απόλυτα καίριο. Ο Σόντερμπεργκ μολονότι σκηνοθέτησε πάρα πολλές ταινίες, στην πορεία επικέντρωσε πάρα πολύ στο ύφος και η ουσία του διέφευγε ολοένα και περισσότερο. Η αναπαράσταση βλάπτει σοβαρά την ουσία όταν η αναπαράσταση γίνεται όλη η ουσία, κι από την μπανάλ ιστορία του Λιμπεράτσε και του φίλου του, χίλιες φορές η ιστορία της Όρσας και της Μόσχας.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)
4 Comments:
Ποια είναι η σκηνή που θεωρείτε ότι δικαιώνει την ταινία ? Μήπως η κραυγή της Ορσας κάτι σαν του Μπαρδέμ ενα πράγμα? Pls. let us know...
Η κραυγή, ναι. Και το δίλεπτο που την ακολουθεί. Αλλά βασικά το γέλιο που εξελίσσεται σε κραυγή και ό,τι αυτή σημαίνει για το ως τότε και για το μετά, για το φαίνεσθαι και το είναι.
πραγματικά φοβερή αυτή η κραυγή και η πάλη που ακολούθησε. Κοίταξα κλεφτά γύρω μου στην αίθουσα που το παρακολούθησα και όλοι κοιτούσαν παγωμένοι, σχεδόν σοκαρισμένοι, την οθόνη σε εκείνο το σημείο. Μπράβο στις ηθοποιούς για τις ερμηνείες τους. Για τα αδύνατα σημεία συμφωνώ μαζί σου αλλά συνολικά το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό..
Είδα την ταινία λίγο καθυστερημένα και επομένως καθυστερημένο και το σχόλιο.
Δίκαιο το σχόλιο για τον Βούλγαρη. Το ίδιο πιάτο σέρβιρε και στο "Ψυχή βαθεία" για το οποίο είχα μεγάλες προσδοκείες λόγω θεματολογίας.
Όμως αυτή τη φορά υπήρχε κάτι διαφορετικό για το οποίο μάλλον ευθύνεται περισσότερο η Καρυστιάνη και λιγότερο ο Βούλγαρης.
Προσωπικά, μέχρι την εν λόγω σκηνή θεωρούσα κι εγώ την στάση του Σπύρου εκδικητική. Αποδείχθηκε όμως πως δεν ήταν έτσι. Ή τουλάχιστον πως εξελίχθηκε διαφορετικά. Ζώντας πλάι στην Μόσχα ζούσε παράλληλα πλάι σε αυτήν που πάντα αγαπούσε και η εξιστόρηση της μοναδικής συνάντησής του με την Όρσα δείχνει πως μάλλον ποτέ δεν έχασε την πίστη του σε αυτή.
Την στροφή αυτή και την κρυφή πίστη που αποκαλύφθηκε την βίωσα πολύ πιο δυνατά και ξεκάθαρα ακόμα και από την πίστη των πρωταγωνιστών του Μαρκές στο "Έρωτας στα χρόνια της χολέρας".
Βέβαια εκείνο δεν το έχω δει σε ταινία και την Καρυστάνη δεν την έχω διαβάσει ποτέ και το μέσον, όπως και να έχει παίζει τον ρόλο του, όπως και οι εμπειρίες που μεσολάβησαν μεταξύ της ανάγνωσης του πρώτου και της θέασης του δεύτερου.
Βρήκα κι εγώ την ταινία μεγαλύτερη από όσο χρειαζόταν, όμως είμαι σίγουρος πως το ευρύ κοινό στο οποίο και απευθύνεται ο Βούλγαρης δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί με τους ήρωες σε τέσσερα σαραντάλεπτα. Η διάρκεια - όπως και το "σερβίρισμα"- βοηθάει στο να "κοιμίσει" τα συναισθήματα του θεατή μέχρι την σκηνή της κραυγής.
Το ίδιο ακριβώς, σε μικρότερο βαθμό, έγινε και στο "Ψυχή βαθεία" όπου όσο υποψιασμένος κι αν ήσουν, όσο γλυκανάλατο και ρηχό κι αν ήταν, δύσκολα δεν σε σόκαρε η σκηνή με το καμμένο κοριτσάκι και το αθώο ψέμα "νικήσαμε". Ακόμα πιο συγκλονιστικοί ήταν οι τίτλοι τέλους όπου ένας ένας περνάνε οι ήρωες -και όχι οι ηθοποιοί- και βλέπεις πως κι οι δυο πλευρές τις ίδιες φάτσες έχουν. Τα ίδια χαμόγελα και τις ίδιες ελπίδες. Μια σκηνή αρκετά εύστοχη στο να αναδείξει την ματαιότητα του πολέμου, πέρα από κριτικές για το δίκαιο αυτού.
Καλή συνέχεια. Ευχαριστούμε για το βήμα.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home