Σάββατο, Μαρτίου 31, 2012

Όταν σκοτώνεις



Ι. Όταν σκοτώνεις εσένα τον ίδιο.
Καταστηματάρχης στη γειτονιά αυτοκτόνησε. Κρεμάστηκε μέσα στο μαγαζί του. Τον βρήκαν το επόμενο πρωί. Το κηδειόχαρτο γράφει ότι ήταν σαράντα χρονών. Χρώσταγε, λένε. Σε τοκογλύφους, λένε. Αλλά πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που λένε ισχύει κιόλας; Τις προάλλες διάβαζα στο ίντερνετ για την αυτοκτονία ενός άλλου ανθρώπου. Κάποιοι μίλησαν για την κρίση και αμέσως υπήρχαν άλλοι που τους αποστόμωναν: γιατί σπεύδουμε να βγάζουμε συμπεράσματα; Μπορεί ο άνθρωπος να είχε  οικογενειακά προβλήματα, ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα υγείας, ένα σωρό προβλήματα. Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν χρωστάς ούτε σε τοκογλύφους ούτε πουθενά, μπορείς να έχεις μια ζωή ψυχολογικά προβλήματα, αλλά να είναι ο παράγοντας κρίση εκείνος που γίνεται ο καταλύτης για να αυτοκτονήσεις, να είναι το ευρύτερο περιβάλλον της κρίσης που μετατρέπει μια ενδιάθετη τάση σε πράξη. Μετριέται όμως αυτό; Δεν μετριέται. Οπότε ας μην σπεκουλάρουμε πάνω στους λόγους για τους οποίους αυτοκτονούν οι άνθρωποι. Και σε κάθε περίπτωση η περιπτωσιολογία δεν λέει τίποτα. Οι επίσημες στατιστικές τι λένε; Δείχνουν όντως αύξηση των αυτοκτονιών; Κι αν ναι, άξια λόγου ή τίποτα ψιλά; Κι αν ακόμα είναι άξια λόγου, πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε σε ελληνικά στατιστικά, πώς συλλέγονται τα στοιχεία, πώς καταχωρούνται; Ας περιμένουμε να αναλύσουμε πρώτα όλα αυτά τα στοιχεία με νηφαλιότητα και τότε και μόνο τότε θα νομιμοποιούμαστε ενδεχομένως να μιλήσουμε για κάποιο γενικότερο φαινόμενο. Μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, ας αφήνουμε τους ανθρώπους να αυτοκτονούν, χωρίς να προσπαθούμε να τους κάνουμε όργανο της προπαγάνδας μας. Καθένας δικαιούται να κρεμαστεί στο μαγαζί του ή στο σπίτι του ή όπου αλλού θέλει, και το μόνο που ζητά από εμάς είναι λίγη διακριτικότητα. Είναι σε τελική ανάλυση ένας τρόπος αυτορύθμισης και διόρθωσης της αγοράς αυτός. Είχαμε χτίσει ένα μοντέλο ανάπτυξης που οι μισοί πουλούσαμε στους άλλους μισούς, που οι μισοί διασκεδάζαμε τους άλλους μισούς, που οι μισοί φτιάχναμε καφετέριες όπου άραζαν οι άλλοι μισοί, σε μια ευημερία επίπλαστη και δανεική. Η φούσκα όμως σκάει, καιρός είναι να κλείσουν οι καφετέριες, να εξαλειφθεί το αραλίκι, να πάει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και ο πάγκος για όσους δεν τους αντέχει -βάσει του χειροκροτήματος της αγοράς- η σκηνή, είναι το σκοινί, το οποίο μπορούν να περάσουν γύρω από το λαιμό τους. Σε τελική ανάλυση ίσως είναι και δίκαιο που το περνάνε, πολύ πιο δίκαιο πάντως και πολύ λιγότερο βάρβαρο από τις κραυγές για κρεμάλες στο Σύνταγμα, οι οποίες έχουν το καλό να μην μπορούν να αποδοθούν σε μυστηριώδη αίτια γύρω από τον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά να μπορούν να καταδικασθούν εκ των προτέρων, ευθέως, απερίφραστα και με ανατριχίλα. Ανατριχίλα που κανένας αυτόχειρας δεν θα προκαλέσει, γιατί η ευστάθεια του συστήματός μας δεν στηρίζεται στο ακρέμαστο του λαιμού των έντεκα εκατομμυρίων όλωνμαζίπουταέφαγαν αλλά στο ακρέμαστο λαιμό εκείνων των μερικών εκατοντάδων που λένε πως όλοι μαζί τα φάγαμε και άρα για αυτό τσιμουδιά. 


ΙΙ. Όταν σκοτώνεις τον ξεχωριστό άλλον.


«Έμειναν περίπου έναν χρόνο μαζί, αλλά μετά εκείνη ήθελε να τον χωρίσει επειδή διέκρινε τον βίαιο χαρακτήρα του. Εκείνος δεν το δεχόταν. Την είχε απειλήσει πολλές φορές ότι θα τη σκοτώσει, της έκαψε το αυτοκίνητο, την είχε χτυπήσει τόσο πολύ που την έστειλε στο νοσοκομείο. Είχε καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του, αλλά δεν είχε εκδικαστεί ακόμη. Είχε αναφέρει στην αστυνομία τις απειλές, ενώ είχε υποβάλει και μήνυση, καθώς φοβόταν για τη σωματική της ακεραιότητα». Ο δράστης φέρεται να είναι παντρεμένος, έχει επίσης δύο παιδιά, αλλά βρίσκεται σε διάσταση. Και οι δύο εργάζονταν στο Κέντρο Διανομής των ΕΛΤΑ στο Κερατσίνι. Τον τελευταίο καιρό, η μεταξύ τους ένταση ήταν έκδηλη και στο ταχυδρομείο. «Οι σχέσεις τους ήταν κάκιστες και το πάθος είχε γίνει μίσος», αναφέρουν υπάλληλοι, προσθέτοντας πως η γυναίκα μετατέθηκε από το Κερατσίνι στον Πειραιά -όπου εργαζόταν και παλαιότερα, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες- για να σταματήσουν οι εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις.«Ζήτησε τη μετάθεση για να απαλλαγεί από αυτόν», συμπληρώνει η φίλη του θύματος. Χθες ήταν η πρώτη ημέρα της στο κατάστημα του Πειραιά, μετά από αναρρωτική άδεια. «Εδειχνε ανήσυχη, μίλαγε συνέχεια στο τηλέφωνο και κάπνιζε στο καπνιστήριο», αναφέρει υπάλληλος, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας. Ηταν λίγο μετά τις δέκα το πρωί όταν ο ταχυδρόμος ... μπήκε στο ταχυδρομείο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Φίλωνος και Τσαμαδού στον Πειραιά και μπροστά στα έντρομα μάτια υπαλλήλων και πελατών πυροβόλησε πάνω από δυο φορές τη 42χρονη συνάδελφό του. «Τη γάζωσε», αναφέρουν πληροφορίες από την Αστυνομία, με ένα πιστόλι.
Οι άνθρωποι που φτάνουν σε αυτό το απώτατο άκρο με το οποίο σφραγίζουν μια σχέση, εξορίζοντας την από τα όρια της ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος και μετατρέποντας της σε αμετάκλητο γεγονός,    είναι πιθανότατα άνθρωποι που σκοτώνουν κατά βάση όχι εξαιτίας της σχέσης τους με τον άλλο άνθρωπο, αλλά εξαιτίας της σχέσης τους με τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι δηλαδή πιθανότατα άνθρωποι που δεν κατορθώνουν να εμποδίσουν τον εαυτό τους να αφαιρέσει μια ζωή, όχι επειδή εξελίχθηκε σε τόσο νοσηρή η σχέση τους με τον άλλο, αλλά επειδή είναι νοσηρή η σχέση τους με τον εαυτό τους. Αυτό όμως σημαίνει πως όποιον κι αν ερωτεύονταν και έκανε αυτός κάποια στιγμή να τους αφήσει, εκεί θα κατέληγαν; Μάλλον όχι, μάλλον επί του δεδομένα μη σταθερού δικού σου εδάφους, πρέπει να πέσει και ο ξεχωριστός εκείνος σπόρος ενός έρωτα που η απώλειά του δεν αντέχεται. Στο "Becket", ο Πίτερ O' Τουλ είναι o Eρρίκος ο 2ος, βασιλιάς στην Αγγλία του 12ου αιώνα, πλατωνικά ερωτευμένος με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον που είναι ο Τόμας Μπέκετ, ο καλύτερος του φίλος. Κυνηγάνε μαζί, τρώνε μαζί, κοιμούνται με γυναίκες μαζί. Του δίνει συνεχώς αξιώματα, μέχρι που φτάνει να τον κάνει Αρχιεπίσκοπο. Τότε εκείνος παίρνει το νέο του ρόλο στα σοβαρά, αφιερώνεται στο έργο του, αρχίζει να προτιμά το Θεό από τη φιλία τους, βάζει την Εκκλησία να κοντραριστεί με το Κράτος. Ο βασιλιάς νιώθει τόσο προδομένος, που τελικά διατάζει να τον σκοτώσουν. "Αs long as he's alive, I tremble, I shake". Όταν τον σκοτώνουν, ζητά από τον Πάπα να τον αγιοποιήσει. Και πράγματι το θύμα του έρωτά του αγιοποιείται. Η αγιοποίηση ως το υπέρτατο στάδιο της εξιδανίκευσης. Εξιδανικεύω - δαιμονοποιώ - εξολοθρεύω - αγιοποιώ.

Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2012

Φεστιβάλ

Φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου στο ελculture.

Τρίτη, Μαρτίου 27, 2012

Χρυσοχοϊδική Αυγή


Οι σκέψεις για την απλή απαγόρευση αντιασφυξιογόνων μασκών μυρίζoυν πολύ "αριστερή ιδεολογική ηγεμονία". Να μοιράζουν στον πληθυσμό δακρυγόνα και να καθίσταται υποχρεωτικός ο εκούσιος αυτοψεκασμός. Όποιος πριν από κάθε διαδήλωση δεν αυτοψεκάζεται σε βαθμό λιποθυμικό, θα διαπράττει νέο ιδιώνυμο κακουργηματικού χαρακτήρα και θα οδηγείται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης λαθροημεδαπών, τα οποία θα έχουν ψυχιατρική κατεύθυνση, αφού εκεί θα κλείνονται βασικά παλαβοί αριστεροί. Η θεραπεία τους θα κυμαίνεται μεταξύ της λύσης του "Κουρδιστού Πορτοκαλιού" και αυτής της "Φωλιάς του Κούκου". Για τους αμετανόητους θα παραμένουν πάντα ακροβολισμένοι έξω από κάθε στρατόπεδο ελεύθεροι σκοπευτές, το αγαθοποιό έργο των οποίων θα επαινούν και επικοινωνούν φιλελεύθεροι στοχαστές στη πλατιά μάζα των δημοκρατών πολιτών.
Όταν το Κράτος αποφασίζει να σου πετάξει δακρυγόνα και εσύ έχεις βρει τον τρόπο να τα αντιμετωπίζεις, τότε περιφρονείς έναν από τους πυλώνες διατήρησης της δημόσιας τάξης τις τελευταίες δεκαετίες, τότε με την πράξη σου αυτή κάνεις μια δήλωση προς το Κράτος όπου του λες τι ακριβώς; Ότι αρνούμαι αυτό που εσύ κρίνεις ότι πρέπει να αναπνεύσω; Ότι αρνούμαι το μέσο που εσύ κρίνεις ως πρόσφορο για να με καταστείλεις; Με ποιό δικαίωμα; Τι άλλο υποδηλώνει αυτή η άρνησή σου παρά μια συνολικότερη άρνηση του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος, του ίδιου του πολιτεύματος, του μονοπωλίου της κρατικής βίας, της ευχέρειας της κρατικής βίας να επιλέξει με ποιόν τρόπο θα εξειδικευθεί επάνω σου;
Η ακροδεξιοποίηση της προεκλογικής ατζέντας είναι ο μόνος τρόπος απομνημονιοποίησής της και ο αποτελεσματικότερος τρόπος να χτυπηθεί η Αριστερά, η οποία θα σπεύσει να τσιμπήσει και να επαναλάβει τα δικά της; Πολύ πιθανόν. Αλλά η ακροδεξιοποίηση δεν είναι μόνο ένα τέχνασμα. Είναι και μια υπαρκτή πολιτική αλλαγή, είναι και μια συνειδητή μετατόπιση θέσεων και πρακτικών, είναι η σταδιακή νομιμοποίηση της κρατικής βαρβαρότητας, έτσι ώστε να διαγράψει ολόκληρη τη διαδρομή από το αδιανόητο στο απαράδεκτο, από το απαράδεκτο στο αναγκαίο κακό, από το αναγκαίο κακό στο απόλυτα θεμιτό και από το απόλυτα θεμιτό στο αυτονόητο. 

Aπ' τη σιωπή στο φως

Σε παιδική χαρά. Πιο δίπλα παίζουν κάτι παιδιά, λίγο μεγαλύτερά του. Την ώρα που κάνει να πάει κοντά τους, εκείνα αρχίζουν να κυνηγιούνται. Λίγο μετά με φωνάζει. Έμπλεος σοβαρότητας και σε στυλ μισοσυνωμοτικό, μου ανακοινώνει: «Μπαμπά, θέλω να γίνω μέλος αυτής της ομάδας». Ο (χαζο)μπαμπάς χαίρεται για την σύνταξη της πρότασης, που για κάποιον ηλίθιο λόγο του φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα από το να του έλεγε απλά πως θέλει να παίξει με τα παιδιά. «Ποιάς ομάδας εννοείς;». «Αυτής. Παριστάνουν τους πειρατές». «Ωραία, πήγαινε να γίνεις». «Όχι, πρέπει να έρθεις κι εσύ». «Γιατί;». «Για να τους πεις το όνομά μου». Περίεργο κριτήριο, σκέφτομαι. Πηγαίνουμε. «Να παίξει κι αυτός μαζί σας;». Τότε ο αρχηγός, ας τον πούμε έτσι, ή εν πάση περιπτώσει ο πιο κοινωνικός (υπήρξαν άραγε ποτέ αντικοινωνικοί αρχηγοί;), μου λέει: «Ναι. Αλλά πρέπει να μας πει το όνομά του». Όχι και τόσο ασυνήθιστο κριτήριο τελικά στο συγκεκριμένο τάργκετ γκρουπ, σκέφτομαι. Τους το λέει, απομακρύνομαι, παίζουν για ώρα. Μετά, στο σπίτι, στις τηλεφωνικές αφηγήσεις των περιπετειών του στους παππούδες, εξηγεί ότι στην αρχή τα παιδιά δεν τον έπαιζαν επειδή δεν τον έβλεπαν και ο λόγος που δεν τον έβλεπαν ήταν επειδή δεν ήξεραν το όνομά του.
Το όνομα ταυτίζεται με την ύπαρξη, το όνομα δεν είναι κάτι έξω από εμένα, αλλά είμαι εγώ ο ίδιος. Μάθε το όνομά μου για να με δεις. Μάθε το ώστε να καταλάβεις όχι πως με λένε, αλλά όλα όσα αυτό λέει. Γιατί λέει την ιστορία μου, εξηγεί όλα όσα είμαι. Μάθε το για να με αναγνωρίσεις ως ένα παιδί ακριβώς σαν εσάς, ως ένα παιδί που αξίζει να είναι μέλος της ομάδας σας, αφού έχει μια αυτόνομη και διαφορετική ύπαρξη, η οποία συνοψίζεται σε ένα όνομα. Δεν είμαι ανώνυμος, δεν είμαι αόρατος, είμαι ο Άκης. Το όνομά μου δεν είναι ήχος, το όνομά μου είναι νόημα, όψη, συνολικό αποκαλυπτήριο εαυτού. Είμαι ο Άκης. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Εμένα. Με βλέπεις τώρα; Βγαίνω από τη σιωπή στο φως. Είμαι ο Άκης. Μέλος μιας γλώσσας, τόσο ως όνομα όσο και ως εαυτός.

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2012

Το ξένο σώμα


Τον βλέπω στην τηλεόραση, ψάχνω να δω αν υπάρχουν οι δηλώσεις πουθενά στο ίντερνετ, τις βρίσκω, τις ανεβάζω, έχω σκοπό να αφήσω το βίντεο σκέτο, χωρίς τίτλο και λόγια, δεν έχει ανάγκη για τίποτα από τα δύο, και πράγματι, όποιος τυχόν μπήκε την ώρα που το πόσταρα, έτσι θα το βρήκε, ολομόναχο. 
Το ξαναβλέπω όμως και όσα διαδραματίζονται στο φόντο του, 
από τον ακροβολισμό του ακατάβλητου Τραγάκη, που σπρώχνοντας τον σωματοφύλακα κατορθώνει να μπει στο κάδρο και να κοιτάξει αγέρωχος μπροστά, 
ως τα μαύρα αυτοκίνητα των επισήμων και της φρουράς τους, στα οποία ανοίγει δρόμο ο τροχονόμος για να φύγουν από αυτήν την δίχως άλλο «θαυμάσια και εντυπωσιακή παρέλαση, με την οποία τιμήσανε τους ήρωες του 1821»,
συμπληρώνουν την εικόνα μιας χώρας όπου οι παρελάσεις είναι πριβέ, όπου ένστολοι  παρελαύνουν ενώπιον ενστόλων και στην μέση το προνομιακό κοινό της παρέλασης -μη εκλεγμένα ρομπότ και εκλεγμένοι γεροκλόουν- για χάρη και προστασία του οποίου το κέντρο της πόλης μετατρέπεται σε σκηνικό παρωδίας δημοκρατικού καθεστώτος.
«Μα τι παρωδία; Έλεος πια με αυτήν την ιστορία, θα γίνουν όπου να 'ναι εκλογές και τότε τι θα λες;». Μην ανησυχείς. Θα λέω πράγματι πως αυτήν την φορά δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για κανέναν ψηφοφόρο. Για κανέναν απολύτως. Και πως -αναλόγως και των αποτελεσμάτων βέβαια- από 'δω και πέρα θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Ωστόσο μέχρι αυτές να γίνουν, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω πως με βάση όσα βλέπουμε και βιώνουμε,  το φαινόμενο να αφήνεις τον πολίτη να πηγαίνει ελεύθερος στην κάλπη να ψηφίζει ό,τι θέλει, χωρίς έναν μπάτσο να του φράζει το δρόμο και ένα καθεστωτικό ΜΜΕ να του φράζει το μυαλό, μοιάζει πια σαν ξένο σώμα με την όλη νοοτροπία του συστήματος, μοιάζει πια σαν ένα ακόμα από εκείνα τα κακόηχα κεκτημένα που δεν ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της εποχής, μοιάζει σαν ένα δωδεκάωρο ελευθερίας που θα μας παραχωρηθεί καταχρηστικά, προτού επιστρέψουμε ξανά από το προσωρινό καθεστώς του πολίτη στο μόνιμο καθεστώς του υπηκόου αστυνομικού κράτους. 

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2012

Δεν σας φταίει η Μέρκελ


Ι. Το Ακάθαρτο Εθνικό Προϊόν.
Αν έγραφε κάποιος για την Τουρκία ή το Ισραήλ:  «Η χώρα αυτή είναι βόθρος! Μια χαβούζα με βοθρολύματα, που ζέχνει εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω και μολύνει όλη την γύρω περιοχή», πώς θα τον χαρακτήριζες;
Χρυσαυγίτη; Απροκάλυπτο ρατσιστή; Αποθρασυμένο φασίστα; Νεάντερνταλ;
Αν το γράψει για την Ελλάδα, όπως ο Νίκος Δήμου, γιατί άραγε είναι τόσο διαφορετικό; Επειδή είναι Έλληνας; Ρατσισμός μπορεί να νοηθεί μόνο εις βάρος άλλων λαών; Όταν αυτού του είδους η "κριτική" και οι αφορισμοί σαφέστατα δεν περιλαμβάνουν εσένα τον ίδιο και δεν συνιστούν αυτοκριτική, αλλά τους μετέρχεσαι ακριβώς για να εκφράσεις τη διαφοροποίηση σου από τη μεγάλη μάζα των συμπατριωτών σου για την οποία έχεις αυτήν την άποψη, γιατί ο λόγος σου δεν είναι ευθέως ρατσιστικός;
«Η χώρα αυτή είναι βόθρος! Μια χαβούζα με βοθρολύματα, που ζέχνει εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω και μολύνει όλη την Ευρώπη»: δεν πρόκειται απλώς για μια -ακραία έστω- καταδίκη νοσηρών φαινομένων, αλλά μπαίνει μαζί της και η διαχωριστική γραμμή. Δεν είμαστε μια μηχανή παραγωγής σκατών σκέτα. Είμαστε μια μηχανή παραγωγής σκατών η οποία μολύνει με το ακάθαρτο εθνικό προϊόν της την αρία Ευρώπη, που διαφθορά και σκατό δεν ξέρει τι σημαίνει. Είναι τόσο προηγμένη, που, ό,τι τρώει, μένει μέσα της και μοσχοβολά, χωρίς να μετατραπεί ποτέ σε περίττωμα. Η δυστυχία να είσαι σε μια χώρα που ο λαός της χέζει.
ΙΙ. Ή να έχεις πελάτες ή να μην έχεις.
«Τα αποκαλυπτόμενα κρούσματα ευρείας διαφθοράς όχι για να σχολιαστούν μόνα τους, αλλά για να χρησιμοποιηθούν ως επιχείρημα "Δεν σας φταίει η Μέρκελ"», μέρος δεύτερο. Μετά το Νίκο Δήμου και ο Φώτης Γεωργελές γράφει -πολύ πιο εμπεριστατωμένα και μερικές κλάσεις καλύτερα, για να είμαστε στοιχειωδώς δίκαιοι- για όσα έρχονται τελευταία στο φως. «Οι αριθμοί είναι ασύλληπτοι. 50.000 walking dead που εισέπρατταν συντάξεις, 40.000 ανάπηροι που δεν εμφανίστηκαν, 50.000 προνοιακά επιδόματα που δεν προσήλθαν προς απογραφή, 17.000 συντάξεις του ΟΓΑ χωρίς δικαιολογητικά. Από τον πρώτο μόλις έλεγχο γίνεται φανερό ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σ’ ένα όργιο λεηλασίας που στοίχιζε πολλά δις στο ελληνικό Δημόσιο». Το άρθρο μιλάει και ξαναμιλάει για τις πελατειακές σχέσεις, το πελατειακό κράτος, την κομματική πελατεία. Στο σκέλος που αναφέρεται στη συστημικότητα του φαινομένου δυσκολεύεσαι να διαφωνήσεις. Ναι, της πουτάνας γινόταν και προφανώς γίνεται ακόμα. Ώρα να καταλογιστεί λοιπόν η ηθική χρεοκοπία για αυτό το πελατειακό κράτος. Ποιός να είναι ο ηθικά υπόλογος για αυτά τα φαινόμενα, ποιός να επέτρεψε να λειτουργεί έτσι το σύστημα, ποιός να ωφελήθηκε από αυτά τα φαινόμενα; Με ένα όχι ευκαταφρόνητο λόγικο άλμα, το όσκαρ της ηθικής χρεοκοπίας παίρνει (ο φάκελος ανοίγει, καρδιοχτύπια στα πλήθη) ... ηηηη..... Αριστερά. Η Αριστερά ακούει το όνομά της με κατάπληξη, σαν αυτή που έχει συνήθως η Μέριλ Στριπ όταν ακούει να βγαίνει από τον φάκελο το δικό της. Δεν το περίμενε με τίποτα. Οι συνυποψήφιοί της χειροκροτούν με ζήλεια, μεταμφιεσμένη σε δέος για το ανυπέρβλητο εκτόπισμά της.

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2012

Eις βάρος άλλων ανθρώπων

Πρώτη σκηνή του «Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο», ναυπηγείο στην Μασσαλία, εργάτες συγκεντρωμένοι σε μια προκυμαία, μια κληρωτίδα, ένας άντρας τραβάει από μέσα της μερικά ονόματα. Οι εργάτες αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία τόσο την αναμονή όσο και το άκουσμα του ονόματος τους. Με τόση ψυχραιμία, που δυσκολεύεσαι να καταλάβεις αν η κλήρωση είναι για καλό ή για κακό. Και όμως είναι για ό,τι σημαντικότερο θα μπορούσε να αφορά την επαγγελματική ζωή τους. Θέμα της είναι ποιοί από αυτούς θα απολυθούν. Είκοσι ένας συνολικά. Θα φύγουν προκειμένου η επιχείρηση να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί. Ο άντρας που τραβάει τους κλήρους βγάζει και το δικό του όνομα. «Είσαι τρελός», του λέει ο διπλανός του. Δεν χρειαζόταν να μπει την κλήρωση. Ως μέλος του σωματείου εξαιρούνταν. «Όχι, θα ήταν προνόμιο». Και τέτοιο προνόμιο δεν το ήθελε. «Και πώς θα το πεις στη γυναίκα σου, τώρα;». Της το λέει κι εκείνη του απαντάει κάτι του στυλ πως έχει συνηθίσει πια να ζει με έναν ήρωα. Λίγο καιρό μετά έχουν επέτειο γάμου. Θα γίνει στον χώρο που δούλευε μια ζωή - το κανόνισαν οι πρώην συνάδελφοί του. Εκείνος επέμενε να είναι παρόντες στη γιορτή κι όλοι οι απολυμένοι. Έρχεται η τούρτα, αρχίζουν να τραγουδούν στο ζευγάρι το "Les Neiges du Kilimandjaro". Τα παιδιά τους και οι φίλοι τους έχουν μαζέψει λεφτά. Τους δίνουν ένα κουτί, το ανοίγουν και κάτω από πενηντάευρα βρίσκουν δυο εισιτήρια για μια εβδομάδα στο Κιλιμάντζαρο. Λίγες μέρες μετά την επέτειο, εισβολή στο σπίτι τους, ένοπλη ληστεία, ρωτάνε πού έχουν κρυμμένα τα λεφτά, τα κλέβουν, αδειάζουν και τον τραπεζικό λογαριασμό τους. Όταν ο ένας από τους δύο ληστές απομακρυνθεί από το σπίτι και βγάλει την κουκούλα, θα δούμε ότι είναι ένας από τους απολυμένους, ένας νεαρός. Με μια σεναριακή ψιλοαπιθανότητα ο άντρας τον εντοπίζει. Έλα όμως που ο ληστής έχει τα δύο μικρά του αδέλφια να φροντίσει. Και τώρα τι κάνουμε; Ξανά τον ήρωα;
----
Η απάντηση στις οθόνες. Εδώ ας επιστρέψουμε στον αρχικό του «ηρωισμό». Ένας άνθρωπος λοιπόν που ενώ δεν έχει νομική υποχρέωση, ρισκάρει οικειοθελώς να χάσει τη δουλειά του. Το προσωπικό παράδειγμα, η συνέπεια λόγων και έργων, το να μην μένεις έξω απ' το χορό. Να μην συναινείς δηλαδή στην απόφαση να απολυθούν είκοσι ένας άνθρωποι για να επιζήσει το ναυπηγείο, ενώ γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να είσαι ένας από αυτούς. Γιατί και με την καλύτερη των εκδοχών, με την εκδοχή ότι ειλικρινά και με όλη σου την ψυχή σταθμίζεις πως αυτή είναι η καλύτερη δυνατή λύση για τους ανθρώπους που εκπροσωπείς στο σωματείο σου, όταν δεν παίζει να είσαι ένας από τους δυνάμει απολυόμενους, υπάρχει ένα έλλειμμα στην απόφασή σου. Όταν όμως παίζει, αποφασίζεις και για τη δική σου ζωή, όχι μόνο για τη ζωή των άλλων. Όσο να 'ναι πρόκειται για σημαντική διαφορά. Κι αν αυτό ισχύει σε συνδικαλιστικό επίπεδο μία, σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής εξουσίας θα έπρεπε να ισχύει στο πολλαπλάσιο. Όποιος παίρνει αποφάσεις που καθιστούν αβίωτο τον βίο κάποιων άλλων και όχι τον δικό του, αποφάσεις που θυσιάζουν άλλους και ποτέ τον ίδιο, παίρνει αποφάσεις που έχουν ένα, ίσως όχι τυπικό, αλλά πάντως ουσιαστικότατο νομιμοποιητικό κενό. Οι κοινωνίες χωρίς το προσωπικό παράδειγμα δεν πάνε πουθενά. Πολλώ μάλλον όταν εκείνοι που θα έπρεπε να το δίνουν, όχι μόνο θυσιάζουν χωρίς να θυσιάζονται, αλλά σε καταγγέλλουν κι από πάνω.
----
Ας φύγουμε όμως από τα της Ελλάδας για να επιστρέψουμε στα της ταινίας. Το παράδοξο είναι πως ο άντρας που έδωσε το παράδειγμα, όχι μόνο ληστεύεται, αλλά όταν έρχεται τετ α τετ με τον ληστή του, εκείνος τον κατηγορεί για τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα των απολύσεων. Η διαφορά μαζί του δεν είναι απλά και μόνο διαφορά εσύ είχες λεφτά - εγώ δεν είχα, αλλά είναι και διαφορά ουσίας: «Πήρα την πιο δίκαιη απόφαση». «Όχι, συμβιβάστηκες». «Μα τι πιο δίκαιο από την κλήρωση;» «Ας απολύονταν εκείνοι που είχαν περιουσιακά στοιχεία, εκείνοι που δουλεύουν οι γυναίκες τους, ας μοιραζόμαστε το κόστος, σε τελική ανάλυση αν καμία λύση δεν λειτουργούσε ας καταστρέφαμε την επιχείρηση». Εσύ -του λέει- έχεις ούτως ή άλλως να λαμβάνεις την αποζημίωσή σου και τη συνταξάρα σου. Έχεις ήδη κερδίσει. Έχεις ήδη κερδίσει γιατί πρόλαβες και δούλεψες σε χρόνια διαφορετικά από τα δικά μου. Τι είδους χρόνια ήταν αυτά όμως; Χρόνια που οι οικονομίες και οι επιχειρήσεις ήταν ελέω μη έλευσης της παγκοσμιοποίησης αρκούντως ανταγωνιστικές για να αντέξουν αξιοπρεπείς μισθούς; Ή μήπως χρόνια που πολιτικά ακόμη υπήρχε το κλίμα που δεν επέτρεπε την επίθεση σε μισθούς και δικαιώματα; Μια ευρύτερη οπτική του θέματος δίνει σε ένα εξαιρετικό κείμενό του για την ταινία ο Αντώνης Λιάκος.
-------
Σκανδαλίζει να έχεις και να μην έχω. Να μπορείς και να μην μπορώ. Ακόμα περισσότερο όταν το βλέπω, όταν γίνομαι μάρτυρας του δώρου που σου δίνουν για την επέτειο του γάμου σου, ενώ εγώ έχω δύο αδέλφια που πρέπει να θρέψω. Μου φαίνεται άδικο. Είναι η ορατή αδικία, η αδικία εκείνου που βλέπεις, εκείνου που είναι προσβάσιμος, εκείνου που είναι σαν εσένα, αλλά πρόλαβε και τα κατάφερε καλύτερα από εσένα. Γιατί εκείνον που δεν είναι σαν εσένα, εκείνον που έχει πάρα πολλά περισσότερα από ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, δεν μπορείς καν να τον αγγίξεις. Η αδικία από γενιά σε γενιά, η ανισότητα των βαρών ανάμεσα στην ίδια τάξη. Ο σκηνοθέτης Ρομπέρ Γκεντιγκιάν λέει σεσυνέντευξή του για την ταινία: Για μένα, ένα από τα πιο σοβαρά θέματα στη σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν υπάρχει πια ταξική συνείδηση. Με την έννοια ότι δεν μπορείς πια καν να πεις «εργατική τάξη», γι' αυτό μιλάω για «φτωχούς ανθρώπους». Αλλά, η πραγματική επίγνωση του να είναι κανείς «φτωχός άνθρωπος» δεν υπάρχει. Όπως είναι η κατάσταση, δεν υπάρχουν πια στην Γαλλία αυτές οι τεράστιες βιομηχανικές οντότητες όπου το ΄70 και το ΄80, τρεις χιλιάδες εργάτες θα έβγαιναν από το εργοστάσιο. Η ταξική συνείδηση εκείνον τον καιρό ήταν όχι μόνο πιθανή, αλλά και ευνόητη: την ενσάρκωναν οι χιλιάδες άνθρωποι με τις εργατικές φόρμες, αυτοί οι εργάτες «με τα μπλε κολάρα». Και, φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαζί είχαν κοινά συμφέροντα, ακόμα και όταν είχαν διαφορετικές ταυτότητες. Δεν είναι δύο τύποι πληθυσμών: oι αυτόχθονες, εργαζόμενοι, που ανήκουν σε σωματεία και έχουν σπίτια από την μία, και από την άλλη οι άνεργοι μετανάστες, οι εγκληματίες από το κέντρο της πόλης ή τα φτωχά προάστια. Η πολιτική και το σινεμά μπορούν να ξεσκεπάσουν αυτή την διανοητική απάτη.
Από την άλλη αυτή ακριβώς η επίθεση από έναν συνάδελφό του, από έναν άνθρωπο που υπερασπιζόταν μέσω του σωματείου του, από έναν άνθρωπο της τάξης του είναι που σοκάρει διπλά το θύμα. Λέει στη γυναίκα του. «Είμαστε στη βεράντα μας, πίνουμε τα ποτά μας. Πώς θα βλέπαμε τους εαυτούς μας με την ματιά που είχαμε όταν είμαστε εικοσάρηδες; Σαν μπουρζουάδες;» «Όχι», του απαντάει εκείνη. «Θα σκεφτόμαστε ότι αφού αυτοί οι δυο άνθρωποι φαίνονται ευτυχισμένοι δεν γίνεται να απέκτησαν ό,τι απέκτησαν εις βάρος άλλων ανθρώπων, δεν γίνεται να στηρίζουν την ευτυχία τους εις βάρος άλλων ανθρώπων». Κι ίσως αυτή είναι η μεγαλύτερη παγίδα: μέχρι τώρα ήξερες πως αν εργάζεσαι τίμια και παίρνεις το μισθό σου, δεν απέκτησες τίποτα εις βάρος κανενός. Τώρα αρχίζει να διαχέεται το ιδεολόγημα, πως φυσικά και απέκτησες ό,τι απέκτησες εις βάρος κάποιων, το απέκτησες εις βάρος των νεότερων γενιών, καθώς η οικονομία κατέρρευσε επειδή είχες δυσβάσταχτα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα .
----
Στο «Lady Jane» ο Γκεντιγκιάν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την προβληματική για το αδιέξοδο της εκδίκησης, για το αν μπορεί να μπει κάπου τέλος στον φαύλο κύκλο της. Η απόσταση από την δυσανάλογη κατανομή των εισοδημάτων και των αγαθών ως το έγκλημα δεν είναι και τόσο μεγάλη. Ιδιαίτερα δεν είναι και τόσο μεγάλη όταν το δικό σου ποσοστό από την κατανομή δεν σου επιτρέπει να τα βγάζεις πέρα. Η απόσταση από την εκδίκηση για το έγκλημα (εκδίκηση που μπορεί να έχει και την μορφή της επιδίωξης της νόμιμης τιμωρίας του δραστή) ως την κατανόηση για τις αιτίες που το προκάλεσαν και την αλληλεγγύη είναι πολύ μεγαλύτερη, αν όμως καλυφθεί, τότε έχει επιτευχθεί κάτι αξιοθαύμαστο.
-----
Μια μάνα που αδιαφορεί σε βαθμό σοκαριστικό για τα μικρά παιδιά της, που όχι μόνο τα εγκαταλείπει απροστάτευτα, αλλά που πραγματικά δεν δείχνει να της καίγεται καρφί με ποιόν τρόπο θα ζήσουν, ακόμα και αν μπορούν θα ζήσουν. Όταν της ζητάνε το λόγο, αντιδρά ωρυόμενη. Οι άντρες της ήθελαν παιδιά - όχι εκείνη. Οι άντρες της που την εγκατέλειψαν κι αυτήν και τα παιδιά της. Για ένα διάστημα τα μεγάλωνε μόνη της. Αλλά πόσο να συνέχιζε έτσι; Δεν είναι ακόμα ούτε σαράντα. Γυμνή την περνούν και για τριάντα, παρότι έχει κάνει τρια παιδιά. Τα λέει αυτά φωνάζοντας, τα λέει και την πνίγει το δίκιο. Δεν είναι ναρκομανής, δεν είναι αλκοολική, έχει δουλειά, απλά αδιαφορεί για τα παιδιά της και ενδιαφέρεται για την ίδια. Η συνείδηση είναι παράξενο πράγμα. Κάποιους μπορεί να τους βασανίζει ακόμα κι όταν τους ληστεύουν, κάποιους να τους επιτρέπει να παρατούν τα παιδιά τους στο έλεος της τύχης. 
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2012

Unfollow #4: The White Album


21 Μαρτίου 2012, πρώτη ημέρα της Άνοιξης, το τέταρτο τεύχος του Unfollow, με λευκό εξώφυλλο, αφήνει πίσω την μαυρίλα τριων δύσκολων χειμωνιάτικων μηνών και μετά την επιτυχή εκπλήρωση όλων των στόχων που έβαλε η κυβέρνηση Παπαδήμου, ατενίζει το μέλλον, πώς αλλιώς; Αισιόδοξα και φωτεινά.
21 Μαρτίου 2012, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, και οι Έλληνες ποιητές βγαίνουν στο δρόμο: Η μικρή ή μεγάλη πομπή που δεν θέλει να διακόψει εντελώς την κυκλοφορία - «δεν θέλουμε να εμποδίσουμε τη ζωή της πόλης» λέει στα «ΝΕΑ» ο ποιητής Ντίνος Σιώτης- θα πραγματοποιηθεί από το πεζοδρόμιο και μία λωρίδα του δρόμου. Θα κατέβει ανάποδα τη Σταδίου προς την Κοραή, από εκεί θα πάει στην Πανεπιστημίου και θα κάνει μια πρώτη στάση στην Εθνική Βιβλιοθήκη όπου θα απαγγελθεί Σεφέρης και Βαξεβάνης (και συγκεκριμένα το ρεπορτάζ του για την υποβρύχια διαδρομή στις μίζες και το περισκόπιο του Ευάγγελου Βενιζέλου).
Στο Πανεπιστήμιο, αμέσως μετά, δεύτερη στάση για απαγγελία Σολωμού και της συνέντευξης του Στέφανου Μάνου στον Λευτέρη Χαραλαμπόπουλο και στον Πιτσιρίκο (όπου ο λαοφιλής Πρόεδρος της Δράσης εξηγεί ανάμεσα σε άλλα ότι δεν είναι και τόσο κακό να κατεβαίνει ο στρατός στους δρόμους για να επιβάλει την τάξη), στην Ακαδημία τρίτη στάση για απαγγελία Ελύτη και του ρεπορτάζ της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου για τα γενόσημα και μετά στην Ομήρου για απαγγελία - τι άλλο;- μιας ραψωδίας του Ομήρου και του άρθρου του Λεωνίδα Βατικιώτη «PSI: Στοιχηματίζοντας στην εξαθλίωση ενός λαού».
Η πορεία αυτή που θα καταλήξει στο Σύνταγμα θα έχει πλακάτ με στίχους και λάβαρα με εικαστικά έργα, καθώς και του ρεπορτάζ του Γιώργου Λαουτάρη για το τσιμεντένιο όραμα του Ελληνικού. Θα υπάρχουν μουσικοί με πνευστά ενώ δεν θα λείψουν και οι ξυλοπόδαροι που θα διαβάσουν το άρθρο του Άρη Χατζηστεφάνου με τίτλο «Όχι άλλο σώσιμο».
Στο σιντριβάνι της Πλατείας Συντάγματος θα γίνουν απαγγελίες μη ζώντων ελλήνων ποιητών και του άρθρου της Κατερίνας Κιτίδη για τους "Πειρατές" της ελληνικής ναυτιλίας και σε ένα σημείο που θα επιλεγεί θα ιδρυθεί το «Αόρατο μνημείο του άγνωστου ποιητή», όπου θα εναποτεθεί και η προσωπογραφία του Γιώργου Κουρή από τον Λευτέρη Χαραλαμπόπουλο.  
Διευκρινίζεται ότι η ποιητική διαδήλωση γίνεται «εναντίον της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος. Εναντίον της ανικανότητας που μας οδήγησε στην κρίση, ηθική, πολιτιστική, οικονομική. Εναντίον του λαϊκισμού. Εναντίον της βίας και των βανδαλισμών. Εναντίον όσων σπάνε μάρμαρα. Εναντίον όσων καίνε νεοκλασικά. Εναντίον όσων σπάνε βιβλιοπωλεία. Εναντίον όσων καλλιεργούν τον φόβο στην πόλη και τη ζωή των ανθρώπων» ... «Η καλύτερη ποίηση γράφεται σε εποχές κρίσης. Σε τέτοιες εποχές έγραψαν ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παστερνάκ, ο Πάουντ, η Αχμάτοβα». 
Σε τέτοιες εποχές βγαίνουν και τα καλύτερα περιοδικά. 
Aγοράστε το νέο Unfοllow, το περιοδικό που πρωτοστατεί στην μάχη εναντίον του λαϊκισμού και της βίας, το περιοδικό που αντιτίθεται όσο κανένα στη θραύση μαρμάρων, το περιοδικό που αγαπά όσο κανένα τα νεοκλασικά και τα βιβλιοπωλεία, το περιοδικό που κάθε σελίδα του είναι πιουρ φάκιν πόετρι.

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2012

Δύο τόσο διαφορετικά πρωτοσέλιδα

Διαφορετικού ύφους, διαφορετικού ήθους, διαφορετικής προσέγγισης της πραγματικότητας,  διαφορετικής δεοντολογίας, διαφορετικής εγκυρότητας, διαφορετικά σε όλα τους. Αν ο αθλητικός Τύπος μπορούσε να πάρει παράδειγμα από τον πολιτικό, θα είχαμε ένα άλλο ποδόσφαιρο, θα είχαμε ένα ποδοσφαιρικό πολιτισμό που δεν θα ντρεπόταν να σταθεί δίπλα στον πολιτικό, θα είχαμε ένα ποδοσφαιρικό σύστημα που δεν θα ντρεπόταν να σταθεί δίπλα στο πολιτικό, γιατί ντρέπεται, όπως ντρέπεται και ο νεαρός που πήγε χθες στο ΟΑΚΑ διατεθειμένος εκ των προτέρων να τα κάνει ψιλοκόλαση αν στραβώσει το αποτέλεσμα ή και ανεξάρτητα αυτού, ντρέπεται να σταθεί δίπλα στον συνταξιούχο που πήγε χθες στις κάλπες διατεθειμένος να εκδηλώσει για μια ακόμη φορά την παντοτινή του αφοσίωση, όσο κι αν στράβωσε το αποτέλεσμα την τελευταία διετία. Ανάμεσα στους δύο η ελπίδα κατοικοεδρεύει στον συνταξιούχο και μέσα του είναι που θα πεθάνει τελευταία. Ο συνταξιούχος τα βάζει κάτω, σου λέει επτά οι βαθμοί της διαφοράς και τρεις της αφαίρεσης δέκα. Υπάρχουν ακόμα πέντε παιχνίδια, δεκαπέντε βαθμοί. Δεν τελείωσε τίποτα, τώρα με τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο στο τιμόνι μπορεί η μεγάλη δημοκρατική παράταξη να ξαναδώσει ώθηση στις συντάξεις μας και να πετύχει το νταμπλ κρατώντας τη χώρα στην Ευρώπη και τους πολίτες της στη ζωή.

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2012

Σαν χαρτάκι

Eίχα κατεβάσει κι έβλεπα τον τρίτο κύκλο του "Ιn Treatment" κι έβρισκα κάτι να με μαγνητίζει στο πρόσωπο της Έιμι Ράιαν, ένιωθα -χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω- κάτι το πολύ οικείο. Δεν αναζήτησα καμία μυστηριώδη εξήγηση, έμεινα στην πιο προφανή: μου άρεσε ως γυναίκα. Από την άλλη, όχι, δεν μου άρεσε και τόσο πολύ. Τότε γιατί; Να έπαιζε κανένα ρόλο ότι έπαιζε την ψυχαναλύτρια, δηλαδή να ελκυόταν βασικά ο εσωτερικός μου κόσμος από την ιδέα μιας ψυχανάλυσης, μεταθέτοντας με τρικ την έλξη και τη γαλήνη στα της εξωτερικής εμφάνισης; Να σου πω την αλήθεια, αυτές οι απορίες θα έμεναν για πάντα αδιατύπωτες σε γραπτό λόγο και το όλο θέμα ήταν έτοιμο να παραδοθεί και στη δική μου λήθη, όταν ξαφνικά και απροσδόκητα πριν από λίγο θυμήθηκα.  Θυμήθηκα τι μου θυμίζει, εντόπισα την καταγωγή της οικειότητας, ερμήνευσα το γρίφο της γαλήνης. 
Κάπου από τα ντιπ βάθη της μνήμης μου ανασύρθηκε η εικόνα της. Σε σίριαλ για το διάστημα έπαιζε, αυτό το θυμόμουν. Πώς το έλεγαν όμως; Με γκουγκλ βρήκα ότι το έλεγαν «Διάστημα 1999». Tέλη δεκαετίας του 70, το 1999 ήταν μακρινό μέλλον ακόμη. Το έβλεπα; Δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα από την υπόθεσή του. Αλλά, ναι, η εικόνα καθαρίζει: τη θυμόμουν σαν χαρτάκι. Figurine Panini. Tην ξαναβλέπω τώρα. Δεν μου αρέσει. Αλλά ήταν το μυαλό εντελώς παιδικό και εντελώς άγραφο ακόμη και το αυτοκόλλητό της πρέπει να κόλλησε εντονότατα μέσα του, καταλαμβάνοντας ένα χώρο κενό. Τόσο παιδικό, που μάλλον μου εντυπώθηκε και ως θηλυκή και ως μητρική φιγούρα, μια φιγούρα μαμάς όμως διαφορετική από τη δική μου, μια φιγούρα επιτρεπόμενα γοητευτικής μαμάς. Κι έτσι, με τρόπο αρκούντως ειρωνικό, αυτό το μεταγεγραμμένο οιδιπόδειο, κοντά τριάντα πέντε χρόνια αργότερα βγήκε με κόπι πέιστ στη φιγούρα μιας γυναίκας που υποδυόταν την ψυχαναλύτρια. 
Μου είχαν πει κάποτε ότι θα αρκούσε μια, αν όχι και μισή, συνεδρία με ψυχαναλυτή για να βγω απ' αυτήν κομμάτια. Δίκιο είχαν βέβαια, αλλά κι άδικο μαζί, με την έννοια πως κομμάτια θα είχα μπει κιόλας.
Αν ήμουν άραγε συναρμολογημένος θα έγραφα αρτιότερα και πιο ολοκληρωμένα πράγματα από ποστ ή ακριβώς στο ότι είμαι παγίως κομμάτια οφείλεται πως έχω βρει ένα ζωτικό χώρο σε αυτό το κομματιασμένο είδος γραφής;
Πότε και πώς οριστικοποιείται η συναρμολόγησή μας; Προχθές κόλλαγα αυτοκόλλητα με τον γιο μου. Θα ζήσει μια ζωή συναρμολογημένη; Μια ζωή κατακερματισμένη;
Γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο πολύπλοκα πλάσματα; Γιατί η ψυχή είναι τέτοιο μυστήριο; Δεν ήταν κι απαραίτητο ξέρεις. Αρκούσαν και περίσσευαν τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Αλλά πήγαμε και τους προσθέσαμε και τα του εαυτού μας.
Είχαμε πάει πριν μερικές βδομάδες στον ζωολογικό κήπο. Κάποια στιγμή η μία από τις δύο καμηλοπαρδάλεις ακινητοποιείται και κοιτάζει στο βάθος του ορίζοντα σαν μαστουρωμένη για ώρα πολλή. Ζήλεψα τη νιρβάνα της, ζήλεψα το απόλυτο της βλακείας της, ζήλεψα το απόλυτο της σοφίας της, της σοφίας που έχουν τα ζώα να μη βασανίζουν τον εαυτό τους.
Οι μόνες στιγμές που είμαι όμορφος είναι όταν μιλάω κάπως -κάπως- ειλικρινά.
Αλλά ίσως αυτή η κάπως ειλικρίνεια να μην είναι γενναιότητα, αλλά μια μορφή αυτοδιασυρμού, μια μορφή τιμωρίας από την οποία να αντλώ μια μυστική ηδονή.
Θέλω να πω, σχεδόν όλα τα πράγματα μπορείς να τα δεις και έτσι και αλλιώς.
Εκτός κι αν είσαι καμηλοπάρδαλη και καρφώνεις το βλέμμα σου εκεί μπροστά.

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2012

Την Κυριακή

Την Κυριακή δεν θα πάω στο γήπεδο. Χρόνια έχω να μην πάω σε ντέρμπι Παναθηναϊκού - Ολυμπιακού, αλλά δεν βρίσκω το νόημα. Το νόημα όμως που δεν βρίσκω είναι υποκειμενικό: αφενός δεν είμαι Aεκτζής να με καλύπτει η ομάδα μου να κερδίζει στα ντέρμπι κι ας είναι πενήντα βαθμούς πίσω, δεν έχω μικρύνει τόσο πολύ ως μέγεθος, και αφετέρου όλα τα γεγονότα της φετινής χρονιάς από τη στάση πληρωμών ως το ιατρικό σκηνικό με τον Λέτο, αυτό ακριβώς μοιάζει να σηματοδοτούν, την μετάβαση του Παναθηναϊκού σε μέγεθος ΑΕΚ, την διαφοροποίησή του πλέον ως μέγεθος από τον Ολυμπιακό. Που και το μέγεθος ΑΕΚ δηλαδή, δεν ήταν τόσο μικρό πριν μερικά χρόνια. Μίκρυνε σταδιακά. Ας γίνει λοιπόν οριστικά δύο κατηγοριών το ελληνικό ποδόσφαιρο, ας υπάρχει ο Ολυμπιακός με τα φράγκα και οι υπόλοιποι οι ζήτουλες, ούτως ή άλλως και όταν είχε η "οικογένεια" τα φράγκα, πάλι είχε αφήσει σε επίπεδο τίτλων και παρασκηνίου την άλωση του τοπίου και την αφύσικη μονοκρατορία.
Παραταύτα αντικειμενικό νόημα στο παιχνίδι της Κυριακής υπάρχει. Ας σκεφτούμε στη θέση του ένα παιχνίδι ούτε καν φιλικό, ένα παιχνίδι που θα κατέβαινε μόνο η μία από τις δύο ομάδες. Θα ήταν κάτι διαφορετικό και από παρωδία, θα ήταν ένας μη ποδοσφαιρικός αγώνας, θα ήταν το αντίστροφο ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Το εντελώς αντίστοιχο είναι οι εκλογές της Κυριακής στο ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι καν παρωδία εκλογών, είναι η αναίρεση της φύσης των εκλογών, είναι μη εκλογές. Η εκλογή προέδρου έχει ήδη συντελεσθεί, και δικαίωμά τους προφανώς, το θέμα δεν είναι ότι συντελέσθηκε η εκλογή, το θέμα είναι πως μετά την εκλογή στήνεις κάλπες, καλώντας τους πολίτες- τους ψηφοφόρους σου έστω- να μετατραπούν από εκλογείς σε χαχόλοι. Υπό άλλες ομαλότερες συνθήκες θα ήταν απλώς γελοίο, στο σημερινό σκηνικό είναι μάλλον ένδειξη παντελούς έλλειψης συναίσθησης της κατάστασης και των ευθυνών τους για αυτήν. Οι άνθρωποι το γλεντάνε ακόμα, θεωρούν ότι έχουν ακόμα την πολυτέλεια να ακκίζονται και να μαλακίζονται δημοσίως.
Είναι επίσης απορίας άξιον πώς έχει γίνει τόση και τόση συζήτηση για το φόβο επεισοδίων την Κυριακή 25 Μαρτίου και δεν έχει γίνει καμία συζήτηση για το φόβο επεισοδίων την Κυριακή 18 Μαρτίου, με εκατοντάδες πασοκικά εκλογικά κέντρα ανοικτά σε όλη τη χώρα. Εκτός κι αν αυτό είναι μια από τις τελευταίες ελπίδες τους να γίνει αληθινό ή προβοκατόρικο μπάχαλο, ώστε να υπάρξει η πολυπόθητη αναταραχή που θα επαναφέρει τις σκέψεις βάσει των οποίων η διεξαγωγή τον επόμενο μήνα των κανονικών και αληθινών εκλογών θα συνιστά «έγκλημα».

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2012

Oικογένεια εναντίον Οικογένειας


Ρωσία του σήμερα, διαμέρισμα μοντέρνα διακοσμημένο και ακριβά εξοπλισμένο, ένα ζευγάρι, ο άντρας μάλλον πάνω από τα 60, η γυναίκα -η Έλενα- κάποια χρόνια πιο κάτω. Κοιμούνται χωριστά, ο άντρας στο καλό υπνοδωμάτιο με τη θέα, η γυναίκα σε ένα εσωτερικό. Παραταύτα δεν μοιάζουν αποξενωμένοι. Φιλιούνται για καλημέρα, μιλάνε ευγενικά ο ένας στον άλλο, ένα πρωί κάνουν και έρωτα. Ένα σημείο τριβής έχουν όπου ανεβαίνουν κάπως οι τόνοι, αλλά κι από τον τρόπο που αντιδικούν δυο άνθρωποι μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα για το είδος της σχέσης τους, και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι μάλλον θετικό. Το σημείο τριβής αφορά τα παιδιά τους. Όχι τα κοινά παιδιά τους, αφού δεν έχουν παιδιά μαζί. Η γυναίκα έχει ένα γιο κι ο άντρας μια κόρη από προηγούμενους γάμους. Στην πορεία της ταινίας θα μάθουμε ότι μεταξύ τους γνωρίζονται δέκα χρόνια και είναι παντρεμένοι τα δύο. Γνωρίστηκαν στο νοσοκομείο, εκείνη ήταν νοσοκόμα του. Εκείνος είναι πλούσιος (και μάλιστα πολύ), εκείνη δεν ήταν ποτέ. Εκείνη δίνει τη σύνταξή της στο γιο της, εκείνος του είχε δανείσει κάποτε ένα ποσό που δεν του το επέστρεψε. Εκείνη του ζητά τώρα να βοηθήσει κι άλλο, να δώσει χρήματα ώστε να γραφτεί ο εγγονός της σε Πανεπιστήμιο, ειδάλλως θα τον πάρουν στον στρατό και ο στρατός μπορεί να σημαίνει Τσετσενία και γενικά ζόρικες καταστάσεις. Εκείνος δυσανασχετεί. Γιατί πρέπει να φροντίζω εγώ την οικογένειά σου; Μαζί σου ζω, όχι με αυτούς. Κι έπειτα είναι και θέμα αρχών, ισχυρίζεται. Κατηγορεί δηλαδή το γιο της ότι δεν κάνει τίποτα για να αναλάβει τα βάρη της οικογένειάς του και πως αν τους δώσει πάλι χρήματα θα είναι σαν να τον επιβραβεύει. Εκείνη του απαντά ότι δεν δείχνει την ίδια αυστηρότητα με την δική του κόρη, ότι τα κριτήριά του μαζί της είναι διαφορετικά, καθώς ζει πολυτελώς από τα χρήματα που της δίνει.
Όταν συναντάμε το γιο της αντιλαμβανόμαστε πως πράγματι είναι μυθικός κοπρίτης. Περνάει τις μέρες του μασουλώντας φιστίκια και πίνοντας μπύρες. Όχι μόνο δεν έχει δουλειά, όχι μόνο δεν ψάχνει, αλλά ούτε καν τον απασχολεί να ψάξει. Ο εγγονός είναι φωτοτυπία του γιου και στο σουλούπι και σε συμπεριφορά. Μέχρι που ρίχνει από το μπαλκόνι ροχάλες ακριβώς σαν τον μπαμπά. Διαψεύδοντας τις προκαταλήψεις μας, δεν είναι η φτωχή οικογένεια του γιου της Έλενα, αλλά η πλούσια χαϊδεμένη κόρη του άντρα της, εκείνη που παρά το κυνικό προσωπείο της μοιάζει να διατηρεί κάποιες ευαισθησίες. Επιλέγει -όπως δηλώνει στον πατέρα της τουλάχιστον- να μην κάνει παιδιά, οι λόγοι της επιλογής της υποδηλώνουν έλλειψη ιδανικών και υπαρξιακό πόνο, η επιλογή της ωστόσο είναι συνειδητοποιημένη. Αντίθετα ο γιος και η νύφη της Έλενα μολονότι βρίσκονται σε άσχημη οικονομική κατάσταση, μολονότι έχουν ήδη εκτός από τον μεγάλο τους γιο κι ένα μωρό που προήλθε από «ατύχημα», ανακοινώνουν ότι περιμένουν κι άλλο παιδί.
Μπορεί να διακρίνει κανείς μια διαφορά ανάμεσα στις γενιές. Η Έλενα και ο άντρας της δεν είναι απλώς η πηγή εσόδων των παιδιών τους. Είναι γενικότερα οι ενεργητικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας, κινούν τα νήματα, ενώ τα παιδιά δέχονται παθητικά τις εξελίξεις όπως έρχονται. Στην «Επιστροφή», ο Αντρέι Ζβιανγκίτσεφ μας έδειχνε έναν πατέρα που μετά την μακροχρόνια εξαφάνισή του επέλεγε να σκληραγωγήσει τα μικρά παιδιά του με τρόπο ακραίο. Στην «Elena» τα παιδιά είναι ενήλικοι, μέχρι και το εγγόνι κοντεύει να ενηλικiωθεί, αλλά είμαστε στο άλλο άκρο, που οι γονείς τα κακομαθαίνουν, που τους τα δίνουν όλα χωρίς αντιστάσεις. Θέλει μήπως ο σκηνοθέτης να μας πει πως η νεότερη μετακομμουνιστική ρωσική γενιά παραδίδεται στον υλισμό και την απάθεια; Δεν ξέρω – δεν απαντώ. Σίγουρα πάντως η διαβρωτική επίδραση του χρήματος παίζει κεντρικό ρόλο στον προβληματισμό του. Ο άντρας της Έλενα κυνήγησε και έβγαλε πολλά λεφτά στη ζωή του, με αποτέλεσμα η ζωή η δική του αλλά και όλων των υπολοίπων επηρεάζεται καταλυτικά από το γεγονός πως έχει βγάλει αρκετά λεφτά για όλους.
-----
Το μέγεθος “οικογένεια” μπορεί να παρουσιάζεται πάντα ως ο στυλοβάτης και ο ηθικός φάρος των κοινωνιών, ωστόσο οι οικογένειες είναι κάτι σαν αξιακές υπερδυνάμεις: σε κάθε περίπτωση που υπάρχει σύγκρουση, πόσοι άραγε βάζουν γενικές αρχές δικαίου ή το ευρύτερο κοινωνικό καλό πάνω από την προστασία των συμφερόντων των παιδιών τους; Αν όμως ο παράγοντας οικογένεια δεν χάνει σε άλλες συγκρούσεις, τι συμβαίνει όταν μέσα σε μια οικογένεια συγκρούονται δυο άλλες; Αν δηλαδή η επιβίωση και η πρόοδος της οικογένειας σου αποτελεί συχνότατα το τελικό ηθικό κριτήριο με τον οποίο κινείσαι στην κοινωνία και κάνεις τις επιλογές της ζωής σου, τι γίνεται αν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε δύο οικογένειες; Πού να είναι η Έλενα αφοσιωμένη, όταν δυσκολεύεται να πετύχει το ευκταίο, να στρέψει δηλαδή τη νέα της οικογένεια με τρόπο τέτοιο που να ευεργετεί την παλιά; Ποιά είναι τα κριτήρια που επικρατούν όταν οι δύο υπερδυνάμεις δεν συμβιβάζονται, όταν υπάρχει εκ των πραγμάτων μια σύγκρουση στα θέλω και τις ανάγκες των μελών της μίας και της άλλης;
Ο Ζβιάνγκιτσεφ παρουσιάζει την Έλενα να κάνει μια ξεκάθαρη και αποφασιστική επιλογή. Πρόκειται για μια επιλογή που μπορεί να γεννήσει πολλές γόνιμες συζητήσεις, αλλά αντ' αυτών θα προτιμήσω τον άγονο δρόμο της μη αποκάλυψης μυστικών της πλοκής. Όχι ότι αυτό δεν είναι ψιλοπάγιο πρόβλημα κι όχι επίσης ότι δεν επανέρχομαι κάθε τόσο στο ίδιο αδιέξοδο. Γιατί στη δημοκρατία μπορεί καθώς λένε να μην υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά στον τρόπο που προσπαθείς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα όταν μιλάς για μια ταινία σε όσους δεν την έχουν ακόμα δει, υπάρχουν και παραϋπάρχουν.
-----
Ο άντρας της Έλενα μπαίνει στο υπόγειο γκαράζ και πλησιάζει στο πολυτελές μαύρο αμάξι του. Όπως η κάμερα κινείται απαλά πάνω από το αυτοκίνητο θυμίζει διαφήμιση. Θυμίζει, αλλά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από διαφήμιση. Είναι το σημείο που διαχωρίζεται ο διαφημιστικός - εγκωμιαστικός λόγος από τον καλλιτεχνικό - κριτικό. Εκεί δηλαδή που στη διαφήμιση το αυτοκίνητο είναι σύμβολο επιτυχίας και μόνο, σύμβολο καταξίωσης και μόνο, αντικείμενο απόλαυσης και χλιδής, εδώ η κάμερα καθώς αναδεικνύει την αστραφτερή επιφάνεια του τελευταίου μοντέλου δεν αποθεώνει, αλλά έχει και κριτική χροιά. Μέσα σε μια διαφήμιση το αυτοκίνητο παρουσιάζεται ως αντικείμενο του πόθου σκέτα, δεν υπάρχουν τα συμφραζόμενα, δεν υπάρχει η σύγκριση, το όλο περιβάλλον είναι αποστειρωμένο, ο κόσμος που θα δούμε μέσα στο διαφημιστικό σποτ είναι ασορτί με το αυτοκίνητο, είναι μια τούρτα στην οποία το αυτοκίνητο αναδεικνύεται ως το κερασάκι. Είσαι πετυχημένος μέσα σε έναν πετυχημένο κόσμο. Στη διαφήμιση ο τροπαιούχος οδηγός δεν θα χαμογελάσει θριαμβευτικά σε αυτόν που του πουλά χαρτομάντηλα στο φανάρι, δεν θα χαμογελάσει περνώντας μπροστά από πεζοδρόμια με αστέγους. Αυτοί δεν υφίστανται ποτέ στον κόσμο της. Θα χαμογελά καθώς πατάει το γκάζι σε ένα άδειο αυτοκινητόδρομο ή μπροστά από εντυπωσιακά κτίρια μιας πεντακάθαρης πόλης. Γιατί στη διαφήμιση ναι μεν ξεχωρίζεις, αλλά οι ταξικές και γενικά οι οικονομικές διαφορές έχουν αποσιωπηθεί.
Στο σημείο της ταινίας που βλέπουμε τον ηλικιωμένο άντρα να μπαίνει στο υπέροχο αυτοκίνητό του, έχει ήδη προηγηθεί η κατάβαση της Έλενα από το πλούσιο προάστιο τους στη γειτονιά που μένει η οικογένεια του γιου, σε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα σε εργοστάσια, έχουμε δει πόσο μικρό είναι το σπίτι, πόσο διαφορετικό απ' το δικό τους, έχει προηγηθεί η επιφύλαξη του άνδρα για το αν θα βοηθήσει οικονομικά το γιο ή όχι. Στη διαφήμιση το ακριβό αυτοκίνητο είναι το ποθητό έπαθλο για τον κάθε ένα που την βλέπει. Στη σκηνή της ταινίας το έπαθλο είναι για εκείνον στον οποίο ανήκει και σε αντιδιαστολή δεν είναι για όλους εκείνους στους οποίους δεν ανήκει. Και στην διαφήμιση και στην ταινία το αυτοκίνητο είναι αυτό που κατάφερες να αποκτήσεις, ωστόσο στον κόσμο της διαφήμισης επικράτησες μα δεν αδίκησες, κέρδισες μα δεν έχασε κανείς.
Βέβαια μόλις ο άντρας της Έλενα μπει μέσα και αρχίσει να οδηγεί, το σήμα της Αudiεμφανίζεται καθαρά στο τιμόνι, οπότε μάλλον πρόκειται εκτός των άλλων και για γκρίζα διαφήμιση, οπότε εκτός από διαφορά μεταξύ καλλιτεχνικής και διαφημιστικής εικόνας, έχουμε και τη συναίρεσή τους. Δεν θα αφήσω όμως ένα παλιοσήμα να μου χαλάσει τη θεωρία. Το βλέπω και σφυρίζω δήθεν αδιάφορα.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)