«Ίσως
ψάχναμε τόσο καιρό σε λάθος μέρη. Ίσως η απάντηση κρυβόταν σε ανοικτή
θέα, καμουφλαρισμένη με ασφάλεια πίσω από την προφάνειά της. Ίσως δηλαδή
το μυστήριο του θανάτου έχει τη λύση του στην απαρχή του όλου σκηνικού,
στο μυστήριο της ζωής. Κι αφού ζωή προκύπτει με έναν εντελώς
συγκεκριμένο τρόπο, ίσως δεν είναι τόσο τραβηγμένο να σκεφτούμε πως και
τα όρια της ζωής που προκύπτουν με αυτόν τον εντελώς συγκεκριμένο τρόπο,
κάθε άλλο παρά δεδομένα είναι, αλλά σχετίζονται αιτιωδώς με τα όρια της
σεξουαλικής πράξης. Ίσως δηλαδή οι άνθρωποι δεν κάνουμε τον έρωτα που
θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ίσως ο έρωτας που κάνουμε είναι λίγος,
φοβισμένος, ανεπαρκής, ίσως τρομάζει μπροστά στα ίδια του τα δυνητικά
άκρα και κάνει πίσω πολύ πριν καν τα προσεγγίσει. Ίσως δεν γαμάμε αρκετά
δυνατά, ίσως δεν χύνουμε αρκετά βαθιά, ίσως ως αποτέλεσμα του
μετριασμένου μας γαμησιού να προκύπτει ζωή όχι αρκετά ισχυρή, ζωή
αδύναμη, ζωή με ημερομηνία λήξης, ζωή με ορίζοντα θανάτου. Ίσως λοιπόν
μόνο η ίδια η πράξη που γεννά ζωή να είναι αυτή που μπορεί να καταργήσει
τον θάνατο. Ίσως αυτή να μπορεί να πραγματώσει ό,τι ούτε οι Θεοί δεν
τόλμησαν να υποσχεθούν, αφού κι εκείνοι δεν αμφισβητούν την ύπαρξη του
θάνατου, αλλά ασχολούνται μόνο με το επέκεινα. Ίσως δεν είμαστε εξ
ορισμού θνητοί, ίσως είμαστε θνητοί μόνο ως καρποί ανεπαρκούς έρωτα.
Ίσως αν καταφέρουμε κάποτε να γαμηθούμε όσο δοσμένα γίνεται να
γεννήσουμε ζωή αιώνια».
#
Ήταν
ένα ακόμα ποστ, σαν τόσα άλλα. Και γράφοντάς το προφανώς δεν
κυριολεκτούσε, αλλά ήθελε να προσθέσει στο ρεπερτόριό του μια ακόμη
λυρικίζουσα εξυπνάδα, που θα του προσέφερε μερικούς ακόμη αμέσου καύσεως
επαίνους, με τους οποίους τάιζε χρόνια το εγώ του, σαν τζανκ φουντ της
ματαιοδοξίας. Αλλά το μέσο είναι απρόβλεπτο και το ποστ του έγινε σιγά
σιγά βάιραλ κι απέκτησε μια αντοχή στον χρόνο που τον εξέπληττε. Άρχισε
να μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες -στα αγγλικά πάντως ήταν ο ίδιος που το
είχε μεταφράσει, ψάχνοντας μια πίστα ματαιοδοξίας ευρύτερη- και έτσι
άρχισαν να χάνονται στην μετάφραση πολλά· ιδίως το ημιπαιγνιώδες ύφος
του, που από μετάφραση σε μετάφραση έδινε ολοένα και περισσότερο τη θέση
του στον στόμφο. Και πέρα από αυτό πολλοί χρήστες άρχισαν να προσθέτουν
δικές τους φράσεις και να αφαιρούν άλλες που δεν τους πήγαιναν, με
τελικό αποτέλεσμα τα πιο πάνω εισαγωγικά να είναι παραπλανητικά. Γιατί
δεν γράφτηκε ακριβώς έτσι. Γιατί γράφτηκε βέβαια σε άλλη γλώσσα από τη
δική μας. Όποια γλώσσα κι αν είναι βέβαια η δική μας.
#
Κάποιοι
πίστεψαν τις λέξεις για αληθινές. Ειδικά στη Δύση, με τους ημιθανείς,
ενίοτε και κλινικά νεκρούς, θεούς της, βοηθούσε και η εποχή. Φτιάχτηκαν
σέχτες, μερικές απέκτησαν και νομική προσωπικότητα, δημιουργήθηκε στο
τέλος μια παγκόσμια επίσημη θρησκεία, με τις δογματικές παραλλαγές της
να κατηγορούνται ως αιρέσεις. Ήταν όμως εγχείρημα καταδικασμένο από
γεννησημιού του, αφού δεν κατέφευγαν σε αυτό όσοι έψαχναν μυστικιστικές
εμπειρίες, αλλά μόνο όσοι θεωρούσαν πως εδώ σεξουαλικά τα πράγματα είναι
περισσότερο ενδιαφέροντα. Και τελικά δηλαδή, όχι μόνο ο ίδιος όταν τις
έγραφε, αλλά και κανείς άλλος, ακόμα και οι νεοσχηματισμένοι Αρχιερείς,
ακόμα και οι πιο φανατικοί πιστοί της νεοσύστατης θρησκείας δεν είχαν
πιστέψει τις λέξεις του για εντελώς αληθινές.
Κι όμως.
#
Κι όμως
Ο
πρώτος μη θνητός άνθρωπος που γεννήθηκε με αυτόν τον τρόπο -ένα
κορίτσι- γεννήθηκε από ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει ποτέ τη θεωρία
του, πολύ περισσότερο δεν την είχαν ενστερνιστεί ως θρησκευτική πίστη.
Ελάχιστα χρόνια αργότερα γεννήθηκε κι ένα αγόρι, ξανά από ανθρώπους που
δεν είχαν ακούσει ποτέ τη θεωρία του. Τότε όμως γιατί; Γιατί οι πρώτοι
δυο άνθρωποι που κατάφεραν να γεννηθούν με αυτόν τον τρόπο, γεννήθηκαν
μετά το ποστ του; Ίσως επειδή δεν υπάρχει καμία αληθινή εκδοχή της
πραγματικότητας που να μην έχει καταγραφεί σε κάποιο κείμενο, είτε το
κείμενο γραφτεί πριν η πραγματικότητα συμβεί είτε γραφτεί αφού αυτή
συνέβη. Ίσως δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα το αληθινό και τίποτα το
ψεύτικο, αν δεν έχει πρώτα γραφτεί. Ίσως επειδή ζωή προφανώς κι υπάρχει
κι εκτός γραφής, αλλά για να περάσει κάτι από τη ζωή στην ύπαρξη
χρειάζεται να μεσολαβήσει ο γραπτός λόγος που θα το σημάνει και θα το
νοηματοδοτήσει. Ό,τι δεν γραφτεί, σταδιακά θα ξεχαστεί. Ή -όπως στην
περίπτωσή μας- ό,τι δεν γραφτεί δεν θα μπορέσει ποτέ να συμβεί.
#
Πώς γεννήθηκε το κορίτσι
Της
έκανε έρωτα μέχρι που τελείωσαν οι λέξεις, μέχρι που άδειασαν απ’ το
κεφάλι του οι λέξεις, μέχρι που μέσα στο κεφάλι του δεν υπήρχαν σκέψεις,
μέχρι που όλα βούλιαξαν στο άρρητο, μέχρι το σημείο εξαφανίσεως του
λόγου. Εν αρχή ην ο Λόγος, αλλά όταν τελείωσε μέσα της, τελείωσε μαζί
του και ο Λόγος, και το τελείωμά του ην προς το πέρα από τον Θεό και
προς τον αιώνιο άνθρωπο. Της έκανε έρωτα σαν απόλυτα ερωτευμένος και
ταυτόχρονα σαν να μη σημαίνει τίποτα για αυτόν, σαν να την αγαπούσε
ανεπανάληπτα και ταυτόχρονα να τη σιχαινόταν ως τα σώψυχά του, σαν να
σήμαινε τα πάντα και ταυτόχρονα να μην σημαίνει τίποτα, σαν εδώ να ήταν
όλο το νόημα του κόσμου και σαν ταυτόχρονα εδώ να έκανε κάτι που δεν
είχε το παραμικρό νόημα. Δεν είχε ούτε κάποια ιδιαίτερη τεχνική ούτε
κάποια ένταση άλλη από την ένταση του να είσαι εντελώς εκεί, σαν οι δυο
τους να είναι τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, σαν η αρμονία να προκύπτει
τόσο από το ότι είναι αυτός και αυτή και δεν θα μπορούσε να είναι κανείς
άλλος στη θέση τους, όσο ταυτόχρονα και από το ότι στη θέση τη δική του
και τη θέση τη δική της θα μπορούσαν να ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια
άλλοι. Της έκανε έρωτα σαν απλά να έτυχε και ταυτόχρονα σαν να μην
μπορούσε να γίνει αλλιώς. Προφανώς και δεν μπορούσε να κάνει χωρίς
αυτήν. Ακόμη πιο προφανώς και μπορούσε. Προφανώς και ήθελε οτιδήποτε
άλλο υπήρχε στον κόσμο. Ακόμη πιο προφανώς και δεν ήθελε οτιδήποτε άλλο
στον κόσμο. Ήταν μια επιθυμία για ζωή, κατά την οποία το σεξ ήταν το
μέσο και το όχημα, η απάντηση στον αναχωρητισμό και την ματαιότητα. Δεν
υπήρχε τίποτα μάταιο όταν την γαμούσε. Γιατί δεν υπήρχε και σκοπός. Ο
σκοπός, το τέλος, η αρχή, η αφετηρία, όλα ήταν εκεί, στο πρόσωπό της,
στο κορμί της. Κοιτάζονταν. Και κάτι έβλεπαν ο ένας στον άλλο, που ήταν ο
άλλος, αλλά ο άλλος όπως τον είχαν φανταστεί, ποθήσει και πλάσει. Αυτό
που τους γαμούσε ήταν δικό τους δημιούργημα. Kαι το έκανε με απόλυτη
σιγουριά και ταυτόχρονα απόλυτη αμφιβολία. Σε ένα διαρκές μετέωρο που
δεν αναιρούσε το 100% μέσα και στις δύο φάσεις. Άλλοτε εναλλάξ άλλοτε με
τυχαία σειρά. Ήταν μέσα στον άλλο που σε θέλει και θέλοντάς σε, σε
κάνει να τον θέλεις ακόμη περισσότερο και θέλοντάς τον ακόμη
περισσότερο, τον κάνεις να σε θέλει ακόμη περισσότερο, σε μια σπείρα
δίχως τελειωμό. Δεν τους ένωνε η μοίρα, δεν τους ένωνε η τύχη, δεν τους
ένωνε η επιθυμία τους, δεν τους ένωναν οι τρόμοι τους, τους ένωναν όλα
αυτά μαζί και ταυτόχρονα τίποτα απ’ όλα αυτά. Κι η φορά που γέννησαν το
κορίτσι δεν ήταν καν η φορά που είχαν κάνει το πιο απόλυτο μεταξύ τους
σεξ. Ξεπέρασαν το όριο αγνοώντας την ύπαρξή του, αδιαφορώντας για την
ύπαρξή του, αδιαφορώντας για το πού έφταναν, αδιαφορώντας για οτιδήποτε
άλλο πέρα από τον άνθρωπο τον οποίο είχαν αγκαλιάσει σφιχτά, μέχρι το
σημείο που ο ιδρώτας του κι ο ιδρώτας της να αποτελούν τμήματα ενός
γενικότερου υγρού τοπίου, που θα μπορούσε να ήταν θάλασσα και μέσα της
οι δυο τους να κολυμπάνε προσπαθώντας να πνιγούν και να πνιγούν βαθύτερα
και βαθύτερα, μέχρι όλα να μυρίζουν τη μυρωδιά του δέρματός της, δηλαδή
του δέρματός του, δηλαδή του δέρματός της, σε ένα αλυσσιδωτό «δηλαδή»
δίχως ορατό τέλος και αρχή, αλλά ούτε και αόρατο, σε ένα «δηλαδή» πέρα
από την τρέλα και τη λογική, πέρα κι από τον ίδιον τον έρωτα, που ήταν
μια ακόμα λέξη, που δεν μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε τότε, αφού όλες
οι λέξεις είχαν φύγει από το μυαλό τους, αφού εν αρχή ην ο Λόγος, αλλά
όταν τελείωσε μέσα της τελείωσε και ο Λόγος, και το τελείωμά του ην προς
το πέρα από τον Θεό, προς τον αιώνιο άνθρωπο.
#
Πώς γεννήθηκε το αγόρι.
Γεννήθηκε
επειδή δεν μπορεί να υπάρξει κορίτσι χωρίς αγόρι. Ή κορίτσι χωρίς
κορίτσι. Ή αγόρι χωρίς αγόρι. Και μολονότι υπάρχει μια ιστορία για το
πώς γεννήθηκε, πιθανότατα πιο ενδιαφέρουσα από την ιστορία του
κοριτσιού, είναι τελικά δευτερεύουσα. Όπως θα ήταν δευτερεύουσα και αυτή
του κοριτσιού, αν τύχαινε να ειπωθεί πρώτα το πώς της γέννησης της
αγοριού. Επειδή δεν μπορεί να υπάρξει αγόρι χωρίς κορίτσι. Ή κορίτσι
χωρίς κορίτσι. Ή αγόρι χωρίς αγόρι.
#
To
κορίτσι και το αγόρι εξωτερικά ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους.
Αλλά μεταξύ τους μπορούσαν να αναγνωριστούν. Κι όταν γνωρίστηκαν τυχαία,
το σοκ έδωσε τη θέση του στη συγκίνηση, αυτή στην ακραία ελπίδα κι αυτή
στον τεράστιο φόβο· τα ένιωσαν διαδοχικά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα,
αλλά το σίγουρο ήταν πως δεν είχαν ούτε άλλη επιλογή ούτε προφανώς
οποιαδήποτε άλλη επιθυμία από το να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Άρχισαν
να βγαίνουν μαζί, μετά από λίγο άρχισαν να ζουν και μαζί. Είχαν τόσα να
μοιραστούν. Και τόσα που τους χώριζαν από όλους τους άλλους. Και το
προσπάθησαν πολύ. Αλλά δεν είχαν χημεία. Έκαναν ένα και δύο και τρία
παιδιά. Από αίσθηση καθήκοντος, από αίσθηση μιας μοίρας που τους
ξεπερνά. Αλλά τα παιδιά δεν είχαν την δική τους ιδιαιτερότητα. Το
αντιλήφθηκαν από την πρώτη στιγμή που τα κράτησαν στα χέρια τους.
Αναπόφευκτα χώρισαν. Κι ενώ όσο ζούσαν μαζί κι έκαναν παιδιά ο χρόνος
είχε σταματήσει και για τους δύο, λίγο μετά τον χωρισμό συνειδητοποίησαν
και οι δύο με τρόμο πως μεγαλώνουν. Θα γερνούσαν λοιπόν. Ήταν άρα
καταδικασμένοι σε αιώνια γηρατειά. Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια μέσα σε
αυτά ξαναβρήκαν αληθινά ο ένας τον άλλο στην κηδεία του τελευταίου τους
παιδιού, που είχε έρθει η σειρά του να πεθάνει από βαθύτατο γήρας.
Άλλες επαφές δεν είχαν όλον αυτόν τον καιρό, ενώ στις προηγούμενες δύο
κηδείες είχαν περιοριστεί σε τυπικό χαιρετισμό και αμοιβαία συλλυπητήρια
γεμάτα αμοιβαίες ενοχές. Το βράδυ μετά την κηδεία του τρίτου τους
παιδιού έκαναν έρωτα με απόλυτη απόγνωση. Η γυναίκα έμεινε έγκυος, αλλά
δεν χρειαζόταν να τον ενημερώσει με κάποιο τρόπο. Γιατί ζούσαν ξανά μαζί
κι έκαναν έρωτα κάθε μέρα, ενίοτε και πολλές φορές την μέρα, ακόμη και
στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης. Ίσως μάλιστα τότε περισσότερο παρά
ποτέ. Όταν κράτησαν το μωρό στα χέρια τους, είδαν πως, σε αντίθεση με
τα προηγούμενα, ήταν σαν αυτούς. Αλλά όχι ακριβώς σαν αυτούς. Το παιδί
τους δεν θα γερνούσε. Φοβισμένοι από τη δική τους εμπειρία περίμεναν να
περάσουν πολλά χρόνια που έμεινε νέος, ώσπου να βεβαιωθούν ότι δεν
επρόκειτο για αυθυποβολή. Όταν βεβαιώθηκαν κι αυτοί κι αυτό, κατάλαβαν
πως το παιδί ένιωθε μόνο. Ως γονείς κατάλαβαν και πως είχαν υποχρέωση να
βρουν όμοιο του. Από αίσθηση καθήκοντος, από αίσθηση μιας μοίρας που
τους ξεπερνά. Θα μπορούσαν να του κάνουν αδέλφια, αλλά οι κίνδυνοι μιας
αιμομιξίας που θα διαρκούσε στο διηνεκές θα συνιστούσαν την απόλυτη
ύβρη. Πήραν λοιπόν από κοινού την απόφαση και προσέγγισαν γέρους
ανθρώπους. Και τους έκαναν έρωτα με την ίδια απόγνωση που είχαν κάνει
έρωτα μεταξύ τους μετά την κηδεία. Υποσχέθηκαν όμως ότι θα γυρίσουν ο
ένας στον άλλο και θα γαμιούνται ως την αιωνιότητα. Ήταν ευλογημένοι σε
αιώνια γηρατειά.
#
Η
συνειδητοποίηση του θανάτου των παιδιών τους έδωσε τη θέση της στη
συνειδητοποίηση του επερχόμενου θανάτου των εφήμερων ταιριών τους.
Έκαναν έρωτα ακριβώς πάνω στην φθορά και την κατάπτωση των σωμάτων,
ακυρώνοντας την με τη λαγνεία. Πεσμένα βυζιά, ξεραμένα δέρματα, αδύναμα
πέη. Όλα λειτουργούσαν ως το έσχατο αφροδισιακό. Τα ευγνώμονα ταίρια
τους τους ξεπερνούσαν σε απεγνωσμένη λαγνεία. Μην μπορώντας να
ερωτευθούν έναν απευθείας γέρο ή γριά, μάντευαν τις εκδοχές της ακμής
του. Τις έβλεπαν στις φωτογραφίες και τα βίντεο. Αλλά κυρίως πάνω στο
πρόσωπο του εραστή ή της ερωμένης έβλεπαν ζωγραφισμένα τόσο το πρόσωπο
που υπήρχε κάποτε όσο και το πρόσωπο που υπάρχει τώρα.
#
Όταν
μαθεύτηκε πως το μυστικό για να φτάσεις στον έρωτα που θα γεννήσει την
ζωή όχι μόνο χωρίς τέλος αλλά και χωρίς φθορά ήταν η απελπισία για τη
φθορά, γέροι και γριές άρχισαν να κάνουν και μεταξύ τους παιδιά, χωρίς
τη δική τους μεσολάβηση. Και σύντομα ο κόσμος άρχισε να γεμίζει με αυτήν
την κατηγορία ανθρώπων. Ο κόσμος σταμάτησε να κάνουν παιδιά νέος.
Κατάλαβε πως δεν είχε νόημα και περίμενε να γεράσει. Σε αυτό το
μεσοδιάστημα της ιστορίας υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι θνητοί,
οι αθάνατοι νέοι και το ζευγάρι των αθάνατων γέρων. Οι αθάνατοι νέοι,
μην θέλοντας να κάνουν παιδιά αλλά και μην μπορώντας να γεράσουν,
μαράζωναν περνώντας την ατέλειωτη ζωή τους σε αναμονή της ουδέποτε
ερχόμενης δικής τους φθοράς. Απέκτησαν ένα σωρό ψυχικά προβλήματα και σε
αυτό έπαιξε ενδεχομένως ρόλο το γεγονός ότι μεγάλωναν ορφανοί, αφού οι
γονείς των περισσοτέρων πέθαιναν από βαθιά γηρατειά όταν ήταν ακόμη
παιδιά.
#
Οι
προσδοκίες και οι πεποιθήσεις ανατράπηκαν. Οι μη θνητοί όχι μόνο δεν
σήμαναν το τέλος των θρησκειών, αλλά την αναζωπύρωσή τους. Ήταν πιστοί
με έναν φανατισμό που σε τρόμαζε. Δεν πάλευαν την αιωνιότητα χωρίς την
προσδοκία του τέλους της ζωής. Δημιουργήθηκαν νέες θρησκείες, ενώ οι
παλιές προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, επισημαίνοντας χωρία από τις
γραφές που προφήτευαν τις εξελίξεις.
#
Σταδιακά
οι θνητοί έγιναν είδος προς εξαφάνιση. Όλοι περίμεναν τα γηρατειά για
να γαμηθούν όπως πρέπει. Έτσι όταν τελικά έμειναν εν ζωή μόνο οι
αθάνατοι νέοι και το γερασμένο ζευγάρι, έπαψαν να γεννιούνται παιδιά.
Δεν θα μπορούσαν οι νέοι να κάνουν σεξ με τον τρόπο που γεννήθηκε το
αρχικό κορίτσι και το αρχικό αγόρι; Πιθανώς και να μπορούσαν. Αλλά δεν
ήθελαν να διακινδυνεύσουν άλλη θνητότητα. Η θνητότητα ανήκε στο παρελθόν
της ανθρωπότητας. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν αντισύλληψη. Παιδιά
που γεννιούνταν χωρίς την ιδιαιτερότητα σκοτώνονταν αμέσως μετά τη
γέννηση. Ήταν μια εποχή ντροπής, μια εποχή τόσο σκοτεινή που γρήγορα
πέρασε στη λήθη. Επειδή οι γονείς ήθελαν να κρατήσουν τα παιδιά τους και
δεν θα αντιστέκονταν στον πειρασμό, τα μωρά σκοτώνονταν από ειδικές
επιτροπές. Όλα τελικά είχαν οδηγήσει στο σημείο όπου θα κατοικούσαν την
γη για πάντα αυτά τα συγκεκριμένα δισεκατομμύρια αθάνατων νέων. Μέχρι
που μια μέρα, αιώνες αργότερα, δύο από αυτούς έκαναν έρωτα με την
απόγνωση εκείνου που δεν θα γεράσει και δεν θα πεθάνει ποτέ. Κι από την
ένωση αυτή γέννησαν παιδιά που θα έμεναν για πάντα παιδιά.
#
Κάποτε
από δυο αθάνατους ανθρώπους γεννήθηκε κι ένα ζώο. Ποιός το γέννησε; Από
τι είδους συνεύρεση προήλθε; Την πιο ανίερη ή την πιο ιερή; Την πιο
ανίερη αν σκεφτούμε ότι και οι δυο γονείς του ήταν ακόμη παιδιά. Την πιο
ιερή αν σκεφτούμε πως τα παιδιά, έχοντας το μικρότερο απόθεμα δυστυχίας
από όλους τους ανθρώπους, κατόρθωσαν να γεννήσουν τα πιο ευτυχή των
πλασμάτων, κατόρθωσαν να εξολοθρεύσουν την ανθρώπινη δυστυχία στη ρίζα
της. Πολλοί είπαν πως ήρθε το Κτήνος, το οποίο τόσες παλιές θρησκείες
είχαν προφητέψει. Όχι, είμαστε άνθρωποι, οφείλουμε τουλάχιστον να
διαφυλάξουμε αυτήν την κληρονομιά, έλεγαν. Πολλοί θέλησαν να
αυτοκτονήσουν, αλλά όντας αθάνατοι δεν μπορούσαν να το κάνουν. Kι έτσι
σύντομα όλα τα αθάνατα παιδιά έκαναν έρωτα μεταξύ τους, μέχρι που
γεννήθηκε ένα ζευγάρι ζώα από κάθε είδος.
#
Αναπόφευκτα
ξαναήρθε τότε ο κατακλυσμός. Σώθηκαν μόνο τα ζώα τα γεννημένα από
ανθρώπους και το ζευγάρι των αθάνατων γέρων. Τα αθάνατα παιδιά
εξαιρέθηκαν του κατακλυσμού και βρίσκονται τώρα μόνα τους σε έναν χώρο
στεγνό και ασφαλή. Είναι σαν παιδότοπος, σαν παράδεισος, πολύ όμορφα
είναι. Τους λείπουν όμως οι γονείς τους. Τα παιδιά είναι δυστυχισμένα
εκεί. Οι αθάνατοι νέοι δεν μπορούσαν να πεθάνουν κι όμως πέθαναν.
Υπάρχει φυσικά η μάλλον βάσιμη ερμηνεία πως μην αντέχοντας άλλο, μην
αντέχοντας να έχουν χάσει τα παιδιά τους και μην αντέχοντας γενικότερα
το φαινόμενο ζωή, προσποιούνται τους νεκρούς, πως κρατάνε τα μάτια τους
πεισματικά κλειστά, σε έναν κόσμο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.
Στο γέρικο ζευγάρι δεν πέρασε καν από το μυαλό αυτή η επιλογή. Είχαν
τόσο έρωτα να κάνουν μπροστά τους.
#
Xρόνια
μετά, όσοι δεν άντεξαν να έχουν άλλο τα μάτια τους κλειστά άρχισαν να
σηκώνονται. Περιφέρονταν σαν ζόμπι. Η γη ήταν πια σαν ζούγκλα. Τα ζώα
περνούσαν δίπλα τους και δεν τους κατασπάραζαν, χωρίς να ξέρουν το
γιατί, χωρίς να ξέρουν πως δεν το έκαναν επειδή αυτοί δεν μπορούσαν να
πεθάνουν, χωρίς να ξέρουν τίποτα. Και ζούσαν τη ζωή τους απόλυτα
ευτυχισμένα, πιο ευτυχισμένα κι από τους γέρους. Που όταν δεν έκαναν
έρωτα η ζωή τους φαινόταν διπλά πιο αβάσταχτη. Το σεξ ήταν πια σαν
ναρκωτικό για αυτούς. Ας κάνουμε ένα τελευταίο παιδί είπαν.
#
Το
παιδί που έκαναν θα έμενε για πάντα παιδί, αφού τώρα έκαναν έρωτα με
την απόγνωση της μη θνητότητας. Το ζευγάρι άρχισε να παραμελεί το
ερωτικό σκέλος και να αφοσιώνεται στο παιδί του που είχε έτσι ανάγκη για
αιώνια φροντίδα. Αυτή τη στιγμή είναι νύχτα και κάνουν έρωτα. Με έναν
τρόπο που δεν έχουν ξανακάνει ποτέ. Το παιδί κοιμάται βαθιά. Αν
ξυπνήσει, αν τους ακούσει και τους δει, θα ταραχτεί και η αιώνια
ανεμελιά του θα σκιαχτεί με περίεργες σκέψεις. Το παιδί διατρέχει έναν
κίνδυνο. Τα ζώα κανέναν. Δεν είναι ο θάνατος το θέμα, δεν είναι η
θνητότητα, δεν είναι η φθορά. Είναι η συνείδηση, είναι η νόηση, είναι ο
εαυτός.
#
Ένα
βράδυ το παιδί ξύπνησε ακούγοντας το κλάμα των υπολοίπων παιδιών από
την παραδεισένια εξορία τους. Σηκώθηκε και πέτυχε τους γονείς του πάνω
στο σεξ. Αυτή η εικόνα μπλέχτηκε στο μυαλό του απαράλλαχτα με το κλάμα,
αλλά ταυτόχρονα εκείνη την ώρα σβήστηκε. Έπρεπε να βρουν τα υπόλοιπα
παιδιά. Αλλά το να ακούς κάποιον, δεν σημαίνει και ότι μπορείς να τον
δεις.
#
Τα
παιδιά στον δικό τους χώρο, το ζευγάρι με το παιδί τους να τους ψάχνει,
ενώ οι αθάνατοι νέοι περιφέρονταν σαν ζόμπι ανάμεσά τους. Όταν όλοι
τους αντιλήφθηκαν πως ο μη θάνατος είναι η μοίρα τους και πως διέξοδος
δεν υπάρχει, κατάλαβαν πως μια μόνο λύση τους απομένει. Μπορεί ως
άνθρωποι να ήταν αθάνατοι, αλλά ως ήρωες μέσα σε μια αφήγηση το σώμα
τους σχηματιζόταν από λέξεις. Κι αν δεν πέθαινε το ανθρώπινο σώμα τους,
μπορούσε να εξαφανιστεί αυτό που τους σήμαινε. Ναι, προφανώς και ήταν
άνθρωποι, αλλά σε αυτό εδώ το κείμενο ήταν πρώτα απ’ όλα λέξεις.
Παύοντας να υπάρχουν ως λέξεις εντός αυτής της αφήγησης, η οποιαδήποτε
άλλη υπόστασή τους θα καταντούσε εκτός θέματος. Σε ό,τι αφορά την
αντίληψη του αναγνώστη αυτής της ιστορίας, αν δεν υπάρχουν οι λέξεις που
τους σημαίνουν, δεν υπάρχουν και οι ίδιοι. Σβήστηκαν λοιπόν. Πρώτα οι
αθάνατοι νέοι που περιφέρονταν. Μετά τα παιδιά που γλίτωσαν από τον
κατακλυσμό. Μετά το παιδί του ζευγαριού. Το θρήνησαν με ένα τελευταίο
γαμήσι. Πιο εκρηκτικό από ποτέ. Η γυναίκα συνέλαβε και οπωσδήποτε θα
γεννούσε κάτι εκρηκτικό. Αλλά ήταν η σειρά τους να σβηστούν. Κι έτσι δεν
υπάρχουν πια. Δεν υπάρχουν για εμένα που γράφω αυτές τις λέξεις και για
σένα που τις διαβάζεις. Δεν υπάρχουν πια σε αυτήν την αφήγηση.
Δραπέτευσαν από την αθανασία δια της εξαφάνισης της σήμανσής τους. Αν σε
εννιά μήνες γεννηθεί κάτι τόσο πολύ εκρηκτικό που θα βγει από τα όρια
αυτής της ιστορίας, τότε ίσως θα ακουστεί. Αν δεν ακουστεί, είναι επειδή
αυτή η ιστορία δεν άξιζε τον κόπο.
#
Τουλάχιστον
εγώ που την γράφω οφείλω να έχω τα αυτιά μου ανοικτά. Να προσδοκώ
μακρινές εκρήξεις. Να ονειρεύομαι κοσμογονίες που θα ξεπερνούνε
φράγματα. Να διαψευστώ και να χάσω. Ένα παιχνίδι που όρισα τους κανόνες
του με τρόπο τέτοιο ώστε να χάσω.
#
Έμειναν
μόνο τα ζώα. Χωρίς συνείδηση, χωρίς λέξεις, τι να σβήσουν; Κι έμειναν
κι οι νέοι εκείνοι που είχαν επιμείνει να κρατάνε τα μάτια τους κλειστά.
Δεν ήξεραν πια αν ονειρεύονταν ή αν είχαν πεθάνει. Το πρόβλημα ήταν πως
θα έμεναν έτσι ως την αιωνιότητα. Ο εγκέφαλός τους φλίπαρε και άπαντες
τρελάθηκαν. Μερικοί τρελάθηκαν μέσα στον ύπνο τους. Νόμιζαν πως
περιφέρονταν ανάμεσα σε ζώα, αλλά ίσως το έβλεπαν στον ύπνο τους. Άλλοι
έβλεπαν στον ύπνο τους πως σε λίγο θα κοιμηθούν. Ξύπνησαν κι άρχισαν να
αγκαλιάζουν τα ζώα. Άλλοι χόρευαν με λιοντάρια, άλλοι συζητούσαν
μονομερώς με φίδια, άλλοι ζωγράφιζαν σκυλιά. Όταν τα ζώα έπεφταν να
κοιμηθούν οι τρελοί αποτρελαίνονταν, φτάνοντας σε εκείνο το σημείο
τρέλας που σταδιακά κάθε αναφορά στον εαυτό χανόταν. Πάρα πολύν καιρό
μετά, στον πλανήτη επικρατούσε ευτυχία που διακοπτόταν μόνο από
σποραδικά ξεσπάσματα πόνου αναγόμενα σε φρικτά υπολείμματα υποψιών
εαυτού.
#
Όταν
εξαφανίστηκαν κι αυτά, νοήμονα όντα από άλλο πλανήτη ήρθαν στη γη.
Εντυπωσιάστηκαν από τους ανθρώπους. Μελέτησαν τους εγκεφάλους τους και
απόρησαν που δεν είχαν αναπτύξει νόηση και πολιτισμό. Πήραν μαζί τους
για μελέτη ένα ζευγάρι από όλα τα ζώα (που ειχαν στο μεταξύ
πολλαπλασιαστεί) κι ένα ζευγάρι ανθρώπους. Και μετά από μακρόχρονα
πειράματα άρχισε να φεύγει η τρέλα και να επανέρχεται η νόησή τους. Στην
αρχή θεώρησαν ότι έβλεπαν όνειρο. Για την ακρίβεια τους πήρε πολύ καιρό
για να σκεφτούν πως δεν έβλεπαν. Όταν άρχισαν να νιώθουν δυστυχισμένοι,
οι εξωγήινοι προσπάθησαν να τους εξηγήσουν ότι δεν είναι απαραίτητο,
πως νόηση και εαυτός κάθε άλλο παρά συνεπάγονται τη δυστυχία. Τους
έδειξαν τη θεωρία, τους έδειξαν το βίωμα, αλλά οι άνθρωποι εκεί. Τα όντα
από τον άλλο πλανήτη άρχισαν να μελετούν πάλι τον εγκέφαλό τους για να
ανακαλύψουν το λόγο.
#
Ένα
βράδυ το ζευγάρι των ανθρώπων έκανε έρωτα. Μάλλον ανέμπνευστα. Και πάλι
όμως, με έναν τρόπο που δεν είχε κάνει κανείς ποτέ σε αυτόν τον πλανήτη
που τώρα βρίσκονταν. Ένας πολιτισμός εκατομμυρίων ετών άρχισε να
ξεπέφτει στη δυστυχία. Η παρακμή του ξεκίνησε από εκεί. Όλοι έπεσαν πάνω
στον άντρα και τη γυναίκα. Τους χρησιμοποίησαν για τη σεξουαλική τους
συνεύρεση. Ο άντρας και η γυναίκα θα είχαν πεθάνει από την εξάντληση αν
δεν ήταν αθάνατοι. Γεννήθηκε ένα νέο είδος, μεικτό. Κατέβηκε στη γη.
Συνάντησε ζώα, εναπομείναντες αθάνατους - τρελούς, τους θνητούς
απογόνους τους που οι αθάνατοι τρελοί είχαν γεννήσει μηχανικά και οι
οποίοι έχοντας μείνει χωρίς γλώσσα από τη γέννησή τους έκαναν ακόμα
στοιχειώδη βήματα άρθρωσης λόγου. Και φυσικά είδε και άλλα που δεν
μπορούν να γραφτούν εδώ, επειδή σβήστηκαν οι λέξεις που τα συγκροτούσαν.
Όσο για το άλλο, εκείνο που έμελλε να γεννηθεί, αυτό θα μπορούσε να το
είχε δει. Οπότε βρίσκεται και δεν βρίσκεται σε αυτήν την αφήγηση.
Προσπαθώ να το δω. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Οι άλλοι που σβήστηκαν
παραμένουν εντελώς αόρατοι. Αν υποθέσουμε βάσιμα πως ακόμα ζουν, είναι
επειδή έτσι είναι η φύση τους, έτσι γεννήθηκαν. Αυτό όμως εκπέμπει κάτι
πισω από τις λέξεις, κάτι που ξεπερνά το ίδιο του το συστατικό όριο,
ακριβώς γιατί προβλέφθηκε στην αφήγηση η καταστατική του ιδιομορφία.
#
Ίσως
αν απαρνηθώ κι εγώ τις λέξεις, αν απαρνηθώ κι εγώ το Λόγο, να μπορέσω
να το δω καλύτερα. Ίσως μια λύση είναι ο έρωτας. Να το δω όταν θα
αδειάσω από λέξεις. Να το δω τη στιγμή της έκρηξης. Να τελειώσω και μαζί
του και η ιστορία. Να με επισκεφτεί σαν όραμα. Να μου πει, είμαι εδώ,
υπάρχω, αξίζω τον κόπο. Να μου πει, πάψε να ζηλεύεις τα ζώα, πάψε να
ζηλεύεις την ευτυχία τους. Να μου πει, προτίμησε να ξέρεις κι ας πονάς.
Να του απαντήσω, όχι, εδώ είναι η μεγάλη παγίδα, τι να την κάνω τη γνώση
και την αυτογνωσία και την αλήθεια; Τι να μου πει η αλήθεια μπροστά
στην ευτυχία; Γαλήνη; Είμαι άνθρωπος· πώς να ζήσω σε γαλήνη; Να μου πει
πως άλλο να αδειάζεις και άλλο να είσαι εξ ορισμού κενός. Να μου πει πως
αυτές εδώ οι λέξεις είναι ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, αυτές εδώ οι
λέξεις είναι που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε τι μας γίνεται, να
αμφισβητούμε τα συστατικά μας, να γνωρίζουμε πως γνωρίζουμε μόνο ένα
μικρό μέρος, και πως ακόμη κι αν δεν μπορούμε να δούμε ολόκληρη την
εικόνα, ακόμη κι αν δεν υπάρχει η πλήρης εικόνα, υπάρχει πάντως η
επίγνωση ότι η εικόνα που έχουμε είναι ημιτελής. Πως έχουμε τουλάχιστον
αυτήν την επίγνωση. Και λέξεις για να λένε το ίδιο πράγμα διαρκώς με
άλλα λόγια. Και έρωτες για να κάνουμε τον ίδιο έρωτα διαρκώς με άλλα
σώματα· που μπορεί κάλλιστα να είναι σε ενικό αριθμό: ένας έρωτας και
ένα σώμα. Αλλά ακόμα και στον ενικό ο έρωτας είναι πάντα στον
πληθυντικό. Και με ένα πρόσωπο δεν είναι ποτέ ο ίδιος έρωτας. Ο έρωτας
είναι η αφορμή, και αν στον δίνει το ίδιο πρόσωπο, τότε είναι οι
δεκάδες, oι εκατοντάδες, οι χιλιάδες έρωτες μαζί του. Και το να κάνεις
έρωτα με τις διάφορες εκδοχές του σώματός του· που δεν υπονοεί τίποτα
άλλο, παρά το ίδιο του το σώμα και τους τρόπους που εσύ του δίνεσαι.
Αλλιώς χθες, αλλιώς σήμερα, αλλιώς σε έναν χρόνο. Μεσολαβεί η ζωή και η
αφήγηση. Και η ιστορία σας.
#
Γράφει
κανείς ψάχνοντας το νόημα ή την ομορφιά ή την αλήθεια ή την αποτύπωση
ενός πόνου. Γράφοντας γεμίζουμε με έναν εαυτό γεμάτο σκέψεις και λέξεις.
Στον αντίποδα ο έρωτας σε αδειάζει από λέξεις, καθιστά τις λέξεις
περιττές. Κι όμως. Ακόμη κι αν ο άνθρωπος σαν ζώο γαμούσε πολύ πιο
άγρια, σηκωνόταν πάντα στους άντρες, έχυναν πάντα οι γυναίκες, έχει
ανάγκη τον εγκέφαλο για να κάνει έρωτα με τρόπο γεμάτο νόημα. Συμβολικά
γαμάμε. Κάνουμε έρωτα πρωτίστως με την εικόνα ενός ανθρώπου, με ό,τι
συμβολίζει στο μυαλό μας, και δευτερευόντως με τη σωματικότητά του. Όταν
κάνουμε σεξ βρισκόμαστε πάντα μέσα σε μια αφήγηση. Σε ένα επεισόδιο
μιας ιστορίας. Ακόμη κι αν πρόκειται για ουάν νάιτ σταντ ή για πρόσωπο
που ψώνισες σε μπαρ τύφλα ή για επ’ αμοιβή έρωτα. Πάντα όταν υπάρχει
άλλο πρόσωπο παρών, γαμάμε μέσα σε μια ιστορία. Και ο αυνανισμός είναι η
προσομοίωση της ιστορίας. Σπανίως υπάρχουν ιστορίες στον αυνανισμό. Οι
μαλακίες μοιάζουν μεταξύ τους, το σεξ ποτέ.
#
Το
παλαντζάρισμα ανάμεσα στην ματαιότητα εξερεύνησης των πραγμάτων και στο
ανελέητο στύψιμό τους. Η αέναη ερωτική επιθυμία του πνεύματος κι η
αέναη παραίτησή του. Πάνω στη γραφή έρχονται και ακουμπάνε και τα δύο
ένστικτα, και του έρωτα και του θανάτου. Γράφεις για να θρηνήσεις και
γράφεις για να γιορτάσεις. Γράφεις για να πεις πως όλα είναι χαμένα και
γράφεις για να πεις πως ακόμη κι αν είναι όλα χαμένα υπάρχουν στο μεταξύ
λέξεις να γραφτούν και από λέξεις να αδειάσεις.
Μέχρι να αδειάσεις από
ζωή.