Το συμβολικό μίνιμουμ
Κόντευα να κλείσω τα τριάντα, όταν εντελώς αιφνιδιαστικά (και ενόψει του πρότερου ανεπίσκεπτου βίου μου απρόβλεπτα), με επισκέφτηκε από ψηλά η Φωνή / η Κλίση / η Μούσα. Έχεζα. Αλλά δεν φάνηκε να την πειράζει. Ίσως η Φωνή / η Κλίση / η Μούσα δεν μυρίζει μία. Ίσως πάλι δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για κάποια που ερχόταν από ψηλά, αλλά για κάτι που έβγαινε από μέσα μου, οπότε το μυστήριο μπορεί να ενταχθεί στο γενικότερο μεταφυσικό μυστήριο (Τουτέστιν: Με ποιόν ακριβώς τρόπο λειτουργεί η ανθρώπινη μύτη, τι αντισώματα άμυνας αναπτύσσει, ώστε όταν τα κάνουμε να μην μας πιάνει η μπόχα; Μήπως είμαστε ανίκανοι να δούμε την βρώμα αυτού που βγαίνει από μέσα μας; Μήπως είμαστε κατ΄ επέκταση τυφλοί απέναντι στα ελαττώματά μας;. Το ερώτημα γίνεται πιο βασανιστικά σύνθετο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αν βγούμε από την τουαλέτα και ξαναμπούμε μετά από λίγο, τότε μας μυρίζει και μας. Χρειάζεται άραγε μια μικρή αποστασιοποίηση από τον εαυτό μας, μια αντικειμενική παρατήρησή του, μια σύντομη έξοδος από το αποχωρητήριο, για να ανοίξουν τα κλειστά μάτια και ρουθούνια μας και να μας πλημμυρίσει η απαίσια οσμή;).
Εν πάση περιπτώσει, από όπου κι αν ερχόταν κι ό,τι κι αν ήταν εκείνο που ξύπνησε μέσα μου το λυρικό κτήνος, η αφορμή ήταν μια παλιά φωτογραφία της Κατερίνας Θάνου σε σταυρόλεξο εφημερίδας, την οποία ξεφύλλιζα πάνω από τα γυμνά μου, για τις ανάγκες της αφόδευσης, μπούτια. Σου αντιγράφω: (Και ξαφνικά ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της εφημερίδας, η φωτογραφία του σταυρόλεξου πάγωσε το χρόνο, διέκοψε τη λήθη και κραύγασε σιωπηλά: Έτσι ήμουν κάποτε. Όλα αυτά τα χρόνια που το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι άλλαζε και ξαναάλλαζε, η φωτογραφία του αρχείου παρέμεινε αναλλοίωτη, φυλακίζοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, όπως τότε ήταν. Ανάμεσα σε οριζόντια και κάθετα ζητούμενα, εκεί, στη γωνιά του σταυρολέξου, μας εγκαλεί το παλιό, νεανικό, τρυφερό, όμορφο, αθώο, κοριτσίστικο βλέμμα της πρωταθλήτριας μας).
Η αρχή είχε γίνει, η φλέβα έτρεχε αίμα, λίγες μέρες μετά ήταν η εικόνα της μικροκαμωμένης Γαλλίδας γυναίκας του Αλέξανδου Γιωτόπουλου στην πρώτη επίσκεψή της στις φυλακές, με μια πλαστική σακούλα στα χέρια της γεμάτη καθημερινά πράγματα που ήθελε να του δώσει, η οποία κάτι μου έκανε. Ωστόσο για εκείνη και την πλαστική σακούλα της δεν ξαναέγραψα ποτέ, ενώ για την Θάνου και τον Κεντέρη έχω γράψει δεκάδες φορές από τότε, γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι: γιατί έχω φάει τέτοιο κόλλημα;
Και γιατί τώρα, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ψάχνεις να βρεις τι στέκεται ακόμη στη θέση του και όπου αν τυχόν το βρεις βάζεις κάτω να δεις για πόσο ακόμα θα αντέχει να στέκεται στη θέση του, βρίσκω τόσο σημαδιακά και ολότελα απελπιστικό γεγονός την αθώωση στο Εφετείο; Δεν ξέρω. Ίσως είναι απλά κόλλημα. Το κόλλημα ενός ανθρώπου που με τη Θάνου συνάντησε τη Φωνή / Κλίση / Μούσα του και στη Θάνου αυτή εξαντλείται. Ίσως πάλι στα ζητήματα που δεν άπτονται άμεσα οικονομικών επιλογών και πολιτικών κατευθύνσεων, στα ζητήματα που δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και υπερπολύπλοκες λύσεις, είναι εντυπωσιακότερη η απουσία ενός συμβολικού μίνιμουμ που να δείχνει ότι η κοινωνία βρίσκεται μεν υπό πολυδιάστατη κατάρρευση, αλλά πάντως την ενδιαφέρει ακόμα (ή τουλάχιστον προσποιείται ότι την ενδιαφέρει) το κοινό περί δικαίου αίσθημα, κάποιες στοιχειώδεις συγκολλητικές αρχές.
Αν αυτές απουσιάζουν, αν αυτό το συμβολικό μίνιμουμ απουσιάζει, τότε η κοινωνία δεν είναι κοινωνία, τότε νομιμοποιείται ο καθένας από εμάς να είναι μόνος του και όλοι σας.
5 Comments:
Συμφωνώ με την ουσία του ποστ, όμως το επίθετο "συμβολικό" μου χτύπησε καμπανάκι και θυμήθηκα κάτι νομικοειδές που είχα διαβάσει προ καιρού περί του απευκταίου μιας δικαιοσύνης συμβολικής. Μια υπόθεση μπορεί να έχει ειδικό βάρος ή διάσταση συμβολική αλλά ο δικαστής δεν πρέπει ποτέ να δικάζει παίρνοντας υπόψη αυτή τη διάσταση.
Κατά τα άλλα πιθανολογώ ότι η αθώωση ήταν εξ αρχής δορομολογημένη, όπως και η πρωτόδικη καταδίκη -ορίστε, έβγαλα το συνωμοσιολογικό μου.
Ναι, είναι σωστή η παρατήρηση ως προς τη λέξη «συμβολικό» και καλό είναι να τη διευκρινίσω. Τη χρησιμοποιώ προς την αντίθετη κατεύθυνση, όχι δηλαδή ισχυριζόμενος πως θα έπρεπε να κριθούν ένοχοι για το ατύχημα για λόγους συμβολικούς, αλλά ότι κρινόμενοι αθώοι για το ατύχημα η απόφαση αποκτά συμβολικές διαστάσεις, διαστάσεις συμβολικής ατιμωρησίας, συμβολικής αδιαφορίας για το κοινό περί δικαίου αίσθημα και την κοινή λογική. Αυτά τα δύο «κοινά» πράγματα είναι διαφορετικά από την κοινή γνώμη που όντως δεν πρέπει να δικάζει.
Για να το πω με ένα άλλο παράδειγμα, αναφορικά με τους κανονισμούς περί ντόπινγκ, μπορεί πράγματι ο καθένας να έχει τη γνώμη του για το αν ένας αθλητής ντοπάρεται ή όχι, ωστόσο το πότε υπάρχει «non show» και πότε όχι, είναι όντως τεχνικό ζήτημα, είναι ζήτημα που νομικά μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση διαφορετική από αυτή που θα ήθελε η κοινή γνώμη. Ως προς το ατύχημα όμως δυσκολεύομαι αληθινά να κατανοήσω το πώς οδηγήθηκε το Εφετείο στην απόφασή του κι ας μην ήμουν στην ακροαματική διαδικασία κι ας μην έχω μελετήσει το αποδεικτικό υλικό με την ιδιότητα του παράγοντα της δίκης ή του ακροατή της δίκης.
Μια πρόσθετη παρατήρηση: ενώ φυσικά και δεν πρέπει να αποδίδεται η δικαιοσύνη για συμβολικούς λόγους, τα τελευταία χρόνια ολοένα και συχνότερα πιάνω τον εαυτό μου να πέφτει στην λούμπα να ζητά κάτι συμβολικό σε αυτό το επίπεδο, όσο κι αν ξέρω ότι είναι λάθος.
Από εκεί και πέρα για τα συνωμοσιολογικά θα προτιμήσω να μη συμφωνήσω. Μακάρι να μην είμαι αφελής και να μην έχω άδικο.
Ti ntropi, ti aisxos, ti oneidos.
Kati tetoies meres tha ithela na exo gennithei Tourkos.
Νομίζω πως αυτές οι “στοιχειώδεις συγκολλητικές αρχές” δεν υπάρχουν πια εδώ και καιρό. Γι’ αυτό και καταδικαστική να ήταν η απόφαση μέσα μου θα σκεφτόμουν ε καλά, τελικά θα τη βγάλουν καθαρή. Δε θα λειτουργούσε δηλαδή ούτε και τότε όπως και τώρα, σαν “συμβολικό μίνιμουμ” αλλά σαν μία από τα ίδια. Σαπίλα παντού. Συζητάω με νέους είκοσι και τριάντα χρονών οι οποίοι κατακεραυνώνουν την κοινωνία για τη σαπίλα της και πάνω που λέω να, εδώ είναι η ελπίδα, παρατηρώ πως άμα τους πετάξεις μια θεσούλα στο δημόσιο, τούμπα τα κάστανα. Όλα καλά και ωραία.
Σχετικά με τη δίκη, με αφορμή “το κοινό περί δικαίου αίσθημα” που αναφέρεις και τη σχέση του με τη θεσμοθετημένη έννοια του δικαίου, θυμάμαι από τη φτωχή εμπειρία μου δύο χαρακτηριστικές δίκες που έχω παρακολουθήσει. Στη μία οι δικαστές προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να βγάλουν απόφαση που να συμφωνεί με “το κοινό περί δικαίου αίσθημα” και δεν το κατάφεραν γιατί δεν είχαν στοιχεία στα χέρια τους και στην άλλη, οι δικαστές προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να βγάλουν απόφαση αντίθετη με “το κοινό περί δικαίου αίσθημα” και τα κατάφεραν, γιατί είχαν στοιχεία. Και στις δύο όμως παρατήρησα πως τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι δικαστές, στην ουσία δεν είχαν καμία δυνατότητα να ελέγξουν αν πράγματι ήταν αληθινά. Οπότε…
Δημοσίευση σχολίου
<< Home