Υπάρχουν
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Tο «Drive» με αφήνει αμφίθυμο. Πώς να μην μου άρεσε μια τόσο αξιομνημόνευτα σκηνοθετημένη ταινία; Προφανώς και μου άρεσε. Από την άλλη ψάχνω να βρω ένα κομμάτι της ιστορίας ή των χαρακτήρων της για να μπορέσω να κρατηθώ. Και δυσκολεύομαι. Είχε στην πραγματικότητα κάτι να πει αυτή η ταινία, που κέρδισε μάλιστα βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες; Δεν μπορώ να το εντοπίσω. Θα την ξανάβλεπα όμως; Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Αν κάπου εδώ φωλιάζει ένα παράδοξο, αναρωτιέμαι αν το παράδοξο αυτό είναι ίδιον του κινηματογράφου ή απαντάται και σε άλλες τέχνες. Πώς θα κρίναμε π.χ. ένα λογοτεχνικό έργο που θα έσκιζε από στυλ, αλλά που η ουσία του θα ήταν φτωχότατη; Ακόμα κι αν εντυπωσιαζόμαστε από τον τρόπο που ήταν γραμμένο, πάλι δεν θα προβάλλαμε με ένταση την ένσταση της κενότητας του περιεχομένου; Γιατί άραγε στον κινηματογράφο είμαστε τόσο πιο ευεπίφοροι στη σαγήνη της μορφής, γιατί άραγε στον κινηματογράφο είμαστε τόσο πιο έτοιμοι να μεροληπτήσουμε υπέρ της και άρα εις βάρος του περιεχομένου; Μια πρώτη μεροληψία είναι άλλωστε μισοομολογημένη στην θέση που καταλαμβάνουν στην κινηματογραφική ιεραρχία οι σκηνοθέτες συγκριτικά με τους σεναριογράφους. Όχι βέβαια επειδή η σκηνοθεσία είναι μόνο μορφή. Εννοείται πως κατ' εξοχήν είναι και περιεχόμενο. Αλλά επειδή αυτό το σημαντικότατο κομμάτι του περιεχομένου που είναι το σενάριο αντιμετωπίζεται τελικά σαν δευτερεύουσας σημασίας συντελεστής μιας ταινίας.
Παρέλαβε το γενικό δείκτη στις 2.600 μονάδες και τα σπρεντ στις 130 και είναι πλέον κάτι παραπάνω από εφικτός ο στόχος να παραδώσει τον γενικό δείκτη στις 130 μονάδες και τα σπρεντ στις 2.600. Το φράγμα των 902 μονάδων αριστερά στο Χ.Α.Α έσπασε χωρίς να προκληθεί κομμουνιστική επανάσταση όπως πολλοί φοβούνταν, οπότε το τελευταίο σημειολογικό εμπόδιο είναι οι 666 μονάδες του γνωστού νούμερου του κτήνους. Αλλά χρειάζεται να φτάσουμε και σε αυτό, προκειμένου να έρθει στη συνέχεια η Δευτέρα Παρουσία κι η ανάσταση νεκρών.
Ένας Πάπας που λιώνει υπό το βάρος της ευθύνης και φοβάται να αναλάβει τα καθήκοντά του στο «Έχουμε Πάπα», ένας αντισυμβατικός αστυνομικός που φέρνει εις πέρας τα καθήκοντά του με αντισυμβατικούς τρόπους στο «Εκτός Νόμου και Χρόνου». Μια αρχική ιδέα γεμάτη προοπτικές, σε αντιδιαστολή με μια αρχική ιδέα χιλιοχρησιμοποιημένη. Κι όμως: μια αρχική ιδέα που αναπτύσσεται άτσαλα, σε αντιδιαστολή με μια αρχική ιδέα που αναπτύσσεται απολαυστικά. Ο Νάνι Μορέτι θα μπορούσε από τη βάση που ξεκινά να παραδώσει μια σημαντική ταινία, ωστόσο αποτυγχάνει. Ξεκινώντας από πολύ ταπεινότερη βάση ο Τζον Μάικλ ΜακΝτόνα παραδίδει περισσότερα απ' όσα υπόσχεται. Ίσως επειδή ήξερε ακριβώς τι ήθελε να πει και ακριβώς το στυλ με το οποίο θα το έλεγε, την ώρα που η αμηχανία του Μορέτι στο τι ακριβώς ήθελε να πει αντανακλάται και στον τρόπο που το λέει.
Είτε αυτοπαρωδείται είτε την παρωδούν, είτε αυτοεξευτελίζεται είτε την εξευτελίζουν, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η Κυβέρνηση της Ελλάδας έχει απωλέσει κάθε έννοια κύρους και αξιοπρέπειας. Είτε παριστάνει το πανικόβλητο ενεργούμενο που του κάνουν διαρκώς γυμνάσια είτε όντως είναι το πανικόβλητο ενεργούμενο που του κάνουν διαρκώς γυμνάσια, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: υποβάλλει τους πολίτες της σε ένα ασταμάτητο ψυχικό βασανιστήριο. Είτε εσκεμμένα είτε αθέλητα, τα πράγματα οδηγούνται στο σημείο που ολοένα και περισσότεροι δίνουν επιτέλους απάντηση στην αρχική ερώτηση ματ, στο περιβόητο «Τι αντιπροτείνεις;»: ε, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Είτε θέλουν να υποδεχτούμε το τελικό κραχ με ανακούφιση είτε όχι, αυτό πάντως έρχεται. Η ακριβής μορφή του απομένει να αποσαφηνισθεί. Αλλά όπως και να 'χει έχουμε ήδη σπάσει. Κι όταν δεν πατάς πια πάνω σε ανθρώπους αλλά σε κομματάκια, το πιθανότερο είναι ότι θα κοπείς.
Όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει η γη με ζωγραφιά. Kι εκείνο το «κολασμένο δίμηνο» ένα συγκεκριμένο κομμάτι της έμοιαζε πολύ με τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος, ίσως επειδή οι κάτοικοί του δεν είχαν συναίσθηση της τάξης μεγεθών, αφού αν το ίδιο ακριβώς διάστημα κοιτούσες από ψηλά τη Σομαλία θα έβλεπες πράγματα που θα έκαναν κάθε Έλληνα που είχε απλώς ξεμείνει από λεφτά, κουράγια και προοπτικές να καταλάβει πως είναι ύβρις το να μιζεριάζει.

Η Τζαστίν νέα κι όμορφη, ο Μάικλ νέος κι όμορφος, εκείνη στο νυφικό της, εκείνος στο γαμπριάτικο φράκο του. Φιλιούνται, γελάνε, διασκεδάζουν, ακόμη κι όταν η τεράστια λιμουζίνα που νοικιάσανε δεν χωράει να στρίψει στο δρομάκι που βγάζει στον πύργο όπου γίνεται η γαμήλια δεξίωση. Η δεξίωση είναι πανάκριβη, αλλά χαλάλι τα έξοδα αρκεί να είσαι ευτυχισμένη, Τζαστίν. Είσαι ευτυχισμένη, Τζαστίν; Θα τη ρωτήσουν και θα την ξαναρωτήσουν. Ναι, φυσικά και είμαι. Χαιρόμαστε που σε βλέπουμε ευτυχισμένη. Εκείνη προσπαθεί να ενστερνιστεί πλήρως τη φωτεινή πλευρά της ζωής, αλλά δεν το 'χει. Καθόλου.Δεν δίνονται ιδιαίτερες εξηγήσεις γιατί η Τζαστίν είναι έτσι όπως είναι. Βλέπουμε ότι η μητέρα της δεν είναι και τόσο διαφορετική από αυτήν (και άρα ίσως από εδώ να εκπορεύεται ένα ισχυρό κοίτασμα της δικής της ψυχικής κατάστασης), βλέπουμε ακόμα ότι κι ο πατέρας της δεν είναι παρών όταν τον χρειάζεται, αλλά αυτά τα βλέπουμε μάλλον παρεμπιπτόντως. Η «Μελαγχολία» δεν θέλει να αναρωτηθεί γιατί ένας καταθλιπτικός άνθρωπος είναι καταθλιπτικός, η «Μελαγχολία» θέλει να μας δείξει τη δυσοίωνη πλευρά του να θριαμβεύει ακριβώς το βράδυ που θα έπρεπε κατ' εξαίρεση να του φαίνονται όλα ευοίωνα. Η γιορτή βάφεται σταδιακά μαύρη, όχι επειδή συμβαίνει κάτι απρόοπτο, αλλά επειδή η ζωή είναι κατά την Τζαστίν μαύρη. Και μάλλον ο λόγος που δεν θέλει να ψάξει ο Τρίερ τα τι και τα πώς της, είναι επειδή ο ίδιος ο αναφορικά με τη δική του περίπτωση κατάθλιψης τα έχει θεωρητικοποιήσει και εκλογικεύσει. Με την Τζαστίν δεν ξορκίζει από μέσα του τη δυσοίωνη οπτική της ζωής, αλλά αντίθετα της δίνει σάρκα και οστά. Ακόμα κι αν δεν του φαίνονται νορμάλ όλα όσα κάνει, του φαίνονται σίγουρα νορμάλ όλα όσα λέει. Δεν πρόκειται για προσπάθεια να ψάξει τι του συμβαίνει, αλλά για προσπάθεια να δείξει τι του συμβαίνει και εν μέρει να το δικαιώσει.
Αυτό τουλάχιστον το συμπέρασμα βγαίνει από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο επίσημο σάιτ της ταινίας (που πραγματικά αξίζει τον κόπο να τη διαβάσει κανείς). Σε αυτήν ο Τρίερ χρησιμοποιεί και μια πολύ παραστατική μεταφορά: η μελαγχολία αρχίζει να κατεβαίνει σαν κουρτίνα ανάμεσα στη Τζαστίν και όλη αυτήν την μακροσκελή δεξίωση. Την σκιάζουν οι αμφιβολίες: Αξίζουν όλα αυτά; Έχει νόημα η τελετή; Το ερώτημα όμως που μπορεί να αντιγυρίσει κανείς στον Τρίερ είναι γιατί δεν έχει νόημα; Επειδή ο Μάικλ δεν είναι ο κατάλληλος άντρας; Επειδή ούτε η αγάπη δεν έχει νόημα στη ζωή; Η Τζαστίν δεν θέλει το σεξ της εγγύτητας, το σεξ με τον άνθρωπο που την αγαπάει, το σεξ ως σύνδεση με τον άλλο, θέλει το σεξ για να νιώσει περισσότερο μόνη από ποτέ. Και κάπως έτσι η τελετή δεν έχει νόημα, ο γάμος δεν έχει νόημα, το να ξυπνάς δεν έχει νόημα, το να τρως δεν έχει νόημα, το να κάνεις μπάνιο δεν έχει νόημα, το να μπορείς να κουνήσεις τα πόδια σου δεν έχει νόημα. Παραλύεις. Το αγαπημένο σου φαγητό που έχει γεύση στάχτης. Η ύπαρξη έχει γεύση στάχτης.
Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ακόμα και μια τέτοια οπτική για τη ζωή υπάρχουν περιστάσεις που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Λίγες μέρες μετά το γάμο ο πλανήτης Μελαγχολία θα πλησιάσει οριακά στη γη. Η αδελφή της Τζαστίν, η Κλερ, έχει έναν φόβο μήπως η Μελαγχολία πέσει πάνω στον πλανήτη μας και έρθει το τέλος του κόσμου. Ο Τζον, ο άντρας της, την μαλώνει που έχει τέτοιους παράλογους φόβους και της λέει ότι το πέρασμα του πλανήτη δίπλα από τη γη θα είναι το ομορφότερο θέαμα που θα αντικρύσουν ποτέ. Ο Τζόν πιστεύει την επίσημη θέση της επιστημονικής κοινότητας. Η Κλέρ ψάχνει στο ίντερνετ τους προφήτες της καταστροφής. Επιστημονικές ή επιστημονικοφανείς οι εξηγήσεις τους, το ίδιο κάνει. Ο Τζον κι η Κλερ, οι άνθρωποι που πιστεύουν πως όλα θα πάνε καλά κι οι άνθρωποι που φοβούνται πως θα συμβεί το χειρότερο. Η Τζαστίν λοιπόν το ζει το χειρότερο σχεδόν σε όλη της τη ζωή. Χειρότερο πράγμα από την καταστροφή του κόσμου είναι ο ίδιος ο κόσμος, η ύπαρξή του. Έτσι ακόμα κι αν η αδελφή της έχει δίκιο να φοβάται, της εξηγεί ότι εκείνη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Δεν έχει να ελπίζει τίποτα. Είναι άρα ελεύθερη; Όχι, είναι μόνη. Ολομόναχη. Είμαστε ολομόναχοι στο σύμπαν. Δεν υπάρχει ζωή αλλού, δεν υπάρχει ζωή μετά. Μόνο στη γη και όχι για πολύ ακόμα.
Εναρκτήριο λάκτισμα της σεζόν. Πρώτη - πρώτη εικόνα μετά από ένα μήνα μακριά από τις κινηματογραφικές αίθουσες: η κάμερα βρίσκεται στο κάτω μέρος ενός τανκ που σουλατσάρει στο Σαντιάγο. 11η Σεπτεμβρίου όχι του 2001, αλλά του 1973, το πραξικόπημα του Πινοσέτ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά εμείς δεν βλέπουμε τίποτα άλλο παρά την πόλη κάτω από τις ερπύστριες, την πόλη όπως την βλέπουν οι ερπύστριες, την πρωτεύουσα να καταπατάται και να διασχίζεται από ένα όχημα που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κι όμως βρισκόταν εκεί, εκτραπέν από το φυσικό του χώρο και καθ' οδόν για την εκτροπή του πολιτεύματος και την κατάλυση της -υπερβολικά αριστερής για γίνει σεβαστή- δημοκρατίας. Πρώτη - πρώτη εικόνα της χρονιάς, μας θυμιζει ότι (και) αυτό είναι ο κινηματογράφος: ο απροσδόκητος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, η μη συνήθης οπτική, η πρόταση του διαφορετικού βλέμματος.
Κόντευα να κλείσω τα τριάντα, όταν εντελώς αιφνιδιαστικά (και ενόψει του πρότερου ανεπίσκεπτου βίου μου απρόβλεπτα), με επισκέφτηκε από ψηλά η Φωνή / η Κλίση / η Μούσα. Έχεζα. Αλλά δεν φάνηκε να την πειράζει. Ίσως η Φωνή / η Κλίση / η Μούσα δεν μυρίζει μία. Ίσως πάλι δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για κάποια που ερχόταν από ψηλά, αλλά για κάτι που έβγαινε από μέσα μου, οπότε το μυστήριο μπορεί να ενταχθεί στο γενικότερο μεταφυσικό μυστήριο (Τουτέστιν: Με ποιόν ακριβώς τρόπο λειτουργεί η ανθρώπινη μύτη, τι αντισώματα άμυνας αναπτύσσει, ώστε όταν τα κάνουμε να μην μας πιάνει η μπόχα; Μήπως είμαστε ανίκανοι να δούμε την βρώμα αυτού που βγαίνει από μέσα μας; Μήπως είμαστε κατ΄ επέκταση τυφλοί απέναντι στα ελαττώματά μας;. Το ερώτημα γίνεται πιο βασανιστικά σύνθετο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αν βγούμε από την τουαλέτα και ξαναμπούμε μετά από λίγο, τότε μας μυρίζει και μας. Χρειάζεται άραγε μια μικρή αποστασιοποίηση από τον εαυτό μας, μια αντικειμενική παρατήρησή του, μια σύντομη έξοδος από το αποχωρητήριο, για να ανοίξουν τα κλειστά μάτια και ρουθούνια μας και να μας πλημμυρίσει η απαίσια οσμή;).
What's in the box?