Τρίτη, Οκτωβρίου 29, 2013

To μνημόνιο νίκησε

Έρχεται λοιπόν η στιγμή που ακούς σε μια συζήτηση τη λέξη «μνημόνιο» και σου ακούγεται σχεδόν ξεθυμασμένη, σχεδόν εκτός θέματος· όχι επειδή, όπως έλεγε πριν τις τελευταίες εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας, το μνημόνιο έχει ούτως ή άλλως πεθάνει· όχι επειδή, όπως λέει τώρα η κυβερνητική πλευρά, το μνημόνιο θα αποτελέσει ούτως ή άλλως προσεχώς παρελθόν· αντίθετα -ακριβώς αντίθετα- η λέξη σου ακούγεται σαν να έχει ολοένα και λιγότερο βάρος, επειδή το μνημόνιο όχι μόνο δεν πέθανε αλλά επικράτησε σαρωτικά και έχει ακόμα πάρα πολύ ζωή μπροστά του, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της τυπικής ισχύος του: το τραίνο που ήθελε να βάλει στις ράγες το έβαλε. «Κίνδυνοι» εκτροχιασμού ασφαλώς και υπάρχουν ακόμα, ωστόσο η νέα πραγματικότητα που εγκαθίδρυσε και η μεταβολή των όρων του παιχνιδιού που επέβαλε είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αλλάξουν απλά και μόνο με το να εκλεγεί κάποια στιγμή μια αριστερή κυβέρνηση.
Το μνημόνιο έγινε η νέα κανονικότητα. Σύμφωνοι, δεν κέρδισε αμαχητί, σύμφωνοι, κέρδισε με την καταλυτική βοήθεια της οργιώδους προπαγάνδας και της οργιώδους καταστολής, αλλά συνολικά η υπαρκτή αντίσταση της κοινωνίας κάμφθηκε. Δεν έλειψε η διάθεση να το πολεμήσουμε. Ήταν όμως διάθεση να το πολεμήσουμε μέχρι ενός σημείου. Στρατηγικά επικράτησε κατακερματισμός δυνάμεων, αλλά πριν και πίσω από το στρατηγικό λάθος μάλλον κρυβόταν η έλλειψη αληθινής απόφασης για ολική ρήξη. Πριν ας πούμε αναρωτηθούμε γιατί μια ακόμη απεργία ενός μεμονωμένου κλάδου, όπως αυτού των εκπαιδευτικών, δεν έγινε το εφαλτήριο για κάτι ευρύτερο, ας αναρωτηθούμε γιατί ποτέ δεν μπήκε στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας συνολικής απεργίας διαρκείας.
Και κάπως έτσι η υπόθεση της ΕΡΤ ανδεικνύεται στην πιο χαρακτηριστική της ύστερης μνημονιακής περιόδου. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί σε εμβληματική, σε ένα «ως εδώ», κι όμως αναδεικνύεται τελικά σε εμβληματική της ακριβώς αντίθετης κατάστασης: όχι μόνο της έλλειψης διάθεσης για ολική ρήξη, αλλά επιπλέον και της διάθεσης για ιδιοτελείς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Οκ, βροντοφωνάξαμε για το κλείσιμό της, τώρα ας πάμε να βολευτούμε προσωρινά στο διάδοχο, μεταβατικό της σχήμα. Πόσο πιο κωμικοτραγικά να καθρεφτιστούμε ως κοινωνία; Ας το δούμε ως μια γενικότερη μεταφορά: διαφωνώ με το κλείσιμο της ΕΡΤ αλλά θα υπερασπισθώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά μου να βάλω στην άκρη τις όποιες αρχές και πιστεύω μου και να συνεχίσω να βολεύομαι προσωρινά - διαφωνώ με το πρόσημο των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, διαφωνώ με την αποσάθρωση του εργατικού δικαίου, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας, της παιδείας, των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, διαφωνώ με το ξεπούλημα κερδοφόρων κρατικών οργανισμών και βασικών κρατικών υποδομών, αλλά ως πού ακριβώς να πάω τη ρήξη μου; Έχει και ένα όριο η διαφωνία μου. Πέρα από αυτό ας συνεχίσει η κυβέρνηση το έργο της. Δεν διαφωνώ τόσο πολύ ώστε να ρισκάρω να πληρώσω το κόστος. Ας μου επιβληθεί απ' έξω και από πάνω. Ας μου κάνει το κακό το μνημονιακό κράτος. Εγώ κακό στον εαυτό μου δεν θα κάνω. Έχω και να ζήσω. Για όσο θα έχω.
Εν μέρει βέβαια όλη αυτή η ηττοπάθεια λειτουργεί και ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Περιμένουμε πάντα από κάπου έξω να γίνει ο χαμός για να αρχίσουμε να συμμετέχουμε κι εμείς. Όλοι κοιτάμε προς τα 'κει: ο λαός τις πολιτικές ηγεσίες, οι πολιτικές ηγεσίες το λαό. Και κατεξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε από ένα σημείο και ύστερα το νέο δικό του ρόλο, περιμένοντας την εξουσία να του έρθει στο χέρι. Και σαφώς κάθε άλλο παρά εύκολος θα ήταν ο οποιοσδήποτε άλλος δρόμος, ειδικά σε αυτό το πολιτικό και μιντιακό περιβάλλον της απόλυτης ακροδεξιάς χυδαιότητας και εμφυλιοπολεμικής ρητορικής, αλλά τελικά επέλεξε κι αυτός την ευκολία, είδε προς τα πού πηγαίνει το ρεύμα και αντί να προσπαθήσει να το επηρεάσει πολιτικά, πήγε μαζί του, προσμένοντας υπομονετικά τη σειρά του να κυβερνήσει. 
Και όπως η μεταπολίτευση πρώτα εγκαθιδρύθηκε και μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ εκ του σχετικά ασφαλούς, όταν δεν υπήρχε το δίλημμα των τανκς, όταν είχαν περάσει επτά χρόνια δημοκρατίας και η μεταπολίτευση είχε στεριώσει, έτσι αν και όταν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα έρθει εκ του σχετικά ασφαλούς, με την μνημονιακή Ελλάδα να έχει στεριώσει.
(Kείμενο γραμμένο για το Unfollow #22, που κυκλοφορεί για λίγες ακόμη μέρες)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2013

Επιστημονικό επίπεδο μεσαίωνα - πολιτικό επίπεδο χούντας

Όχι, δεν ζούμε σε καμία δυστοπία, όταν
Όχι, δεν ζούμε σε καμία δυστοπία, όταν
Όχι, δεν ζούμε σε καμία δυστοπία, όταν απομαγνητοφωνημένα κείμενα ολόκληρων τηλεφωνικών συνεντεύξεων και συνδιαλέξεων με δημοσιογράφους ελληνικών και ξένων ΜΜΕ περιλαμβάνει η δικογραφία για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης στις Σκουριές. Οι συνεντεύξεις που δίνονται τηλεφωνικά σε δημοσιογράφους που καλούν τα -κατά την Αστυνομία- μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για να ενημερωθούν για τις εξελίξεις, αποτελούν και αυτές ενοχοποιητικό υλικό
---
Αντιγράφω το στάτους ενός φεϊσμπουκικού φίλου (κι αν τυχόν παρεξηγηθεί ο υπουργούλης και θελήσει να κυνηγήσει δικαστικά κανένα, τότε δεν είναι κανενός φίλου κι έτσι τα λέω και δικό μου είναι):
«Τα πρωινά τις Παρασκευές πηγαινω στο Μητροπολιτικο Κοινωνικο Ιατρειο Ελληνικού οπου κανω εθελοντικη εργασια ως ... (και τα πρωινά τις Τρίτες πηγαινω στην ... ως αμισθος επιστημονικος συνεργατης στην προπτυχιακη κλινικη της ..., αφου πιο πριν περάσω μια βολτα πρωι πρωι απο το κυλικείο και πετάξω στον κάδο ολες τις Athens Voice που μολις έχουνε φέρει, καταπληκτικη αισθηση αν δεν το εχετε κανει καντε το). Μιας και δεν σας ειχα αναφερει το εβδομαδιαίο ωρολόγιο μου πρόγραμμα.
Tο Ιατρείο αυτό είναι μια κοινωνική δομή αλληλεγγύης με τεράστια σημασία εν καιρώ κρίσης που στηριζει τους μη προνομιούχους και με ακόμα πιο τεράστια σημασία σε ενδεχόμενη Κυβέρνηση της Αριστεράς, ειδικά τον πρώτο καιρό ανασύνταξης του χάους στο οποίο μας εχουνε φτάσει.
Θα μπορούσε κάποιος να πει λοιπόν οτι η τωρινή κυβέρνηση φοβάται πλέον ακόμα και την αλληλεγγύη προς όλους (ενω τα μοιράσματα σε άρειους απο τους χρυσαυγίτες ήταν μια χαρά) και γι αυτο μπούκαρε σήμερα στο Ιατρειο με τους μπάτσους (λογω ΑΝΩΝΥΜΗΣ καταγγελίας για ναρκωτικά, ναι οτι οι γιατροι δινουν ναρκωτικά σε ναρκομανείς, επιστημονικο επιπεδο μεσαίωνα, πολιτικό επίπεδο χούντας).
Δεν είναι καν αυτό παιδιά. Ειναι τόσο ηλίθιοι και επικίνδυνοι που ο Υπουργός Υγείας Αδωνης Γεωργιαδης (φανταζοσασταν ποτε 4-5 χρονια πριν οτι θα λεγατε μαζι αυτες τις 4 λεξεις? ουτε εγω) αποφάσισε να κανει ντου επειδη την Δευτέρα στον Χατζηνικολαου στριμωχτηκε απο μια ερωτηση Γιατρου του Μητροπολιτικού Ιατρείου. Σου λέει ετσι είσαι, τσάκω ενα ντου τωρα να μαθεις να εισαι σούζα στον υπουργούλη
Τακτικές μαφίας, τακτικές ρεβανσισμού, όμοιο με αυτόν που ανερυθρίαστα παραδεχτηκε ο Αδωνης οταν κλείνανε την ΕΡΤ (δεν μας φερόσασταν καλά, μας κρίνατε παραπανω απο οσο επιτρέπουμε, τωρα σας κλεινουμε ας προσέχατε) - ειχα ποσταρει τοτε και σχετικό βιντεάκι, για οποιον το επιθυμεί.
Και αυτό που ακούω συχνά να λέγεται αν δεν ήταν τόσο αστείοι θα ήταν επικίνδυνοι ή αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνοι θα ηταν αστείοι...
Ε δεν είναι πια αστείο.
Να τελειώνουμε με αυτούς οσο το δυνατόν συντομότερα
».

Τετάρτη, Οκτωβρίου 23, 2013

To κασκόλ και η μαντίλα

Οι αμέσως προηγούμενες ταινίες του Ιρανού Ασγκάρ Φαραντί και του Καναδού Ντενί Βιλνέβ, το «Ένας Χωρισμός» και το «Μέσα από τις Φλόγες» αντίστοιχα, συγκαταλέγονται στις πιο δυνατές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων ετών και, εννοείται, συστήνονται ενθουσιωδώς σε όποιον δεν τις έχει ακόμα δει. Η πρώτη βραβεύτηκε απόλυτα δίκαια με το ξενόγλωσσο όσκαρ, ενώ η δεύτερη απόλυτα άδικα δεν βραβεύτηκε φτάνοντας μόνο ως την πεντάδα των υποψηφίων. Μετά την αίσθηση λοιπόν που προκάλεσαν, ο Φαραντί μετακομίζει στη Γαλλία δίνοντας μας «Το παρελθόν» και ο Βιλνέβ στις ΗΠΑ δίνοντάς μας το Prisoners”. Ώρα να δούμε πώς λειτούργησε αυτή η αλλαγή τόπου.
 
Ένας άντρας και μια γυναίκα που η σχέση τους έχει προ πολλού λήξει και τώρα η λήξη της θα επικυρωθεί και τυπικά, η γυναίκα που ξαναχτίζει τη ζωή της με έναν νέο άντρα, ο άντρας που παραμένει όμως ακόμα παντρεμένος, κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις αλληλοσυμπλεκόμενες σχέσεις, τρία παιδιά. 
Η χώρα ως αιτία χωρισμού: Το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις. Κι αφού ο Φαραντί στον «Χωρισμό» μας μίλησε για ένα ζευγάρι που δεν είχε τόσο δυσεπίλυτα θέματα μεταξύ του, αλλά ο λόγος για τον οποίο η γυναίκα ζητούσε το διαζύγιο ήταν η επιθυμία της να φύγουν με την κόρη της (και ακόμα καλύτερα όλοι μαζί οικογενειακώς) από το Ιράν, τώρα στο «Παρελθόν» μάς μιλά για ένα ζευγάρι που επίσης δεν φαίνεται να είχε τόσο δυσεπίλυτα θέματα μεταξύ του, αλλά το μεταξύ τους πρόβλημα που προκάλεσε τελικά τον χωρισμό τους ήταν η σε βαθμό κατάθλιψης νοσταλγία του άντρα για την πατρίδα του, η επιθυμία του να φύγει από τη Γαλλία και να επιστρέψει στο Ιράν. Μια πατρίδα που σε κάνει να ασφυκτιάς – η ίδια πατρίδα που δεν μπορείς να ζήσεις μακριά της. Από την άλλη πιθανώς να μην έχουμε να κάνουμε με δύο όψεις, αλλά ξανά με την ίδια. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή ότι αναφορικά με τη συγκεκριμένη πατρίδα είναι η γυναίκα που θέλει να φύγει και ο άντρας που θέλει να γυρίσει. 
Το κασκόλ και η μαντίλα: Όταν η Μπερενίς Μπεζό βγαίνει στο δρόμο με ένα μακρύ μαύρο κασκόλ να κρέμεται, έρχονται αυτόματα στο μυαλό οι παλιότερες ηρωίδες του Φαραντί που βγαίνουν στο δρόμο και φτιάχνουν τις μαντίλες τους, οι οποίες κρέμονται από το λαιμό τους στο ίδιο περίπου ύψος με το κασκόλ. Μια τόσο μικρή και τόσο μεγάλη ταυτόχρονα διαφορά, μια τόσο ανεπαίσθητη και τόσο αισθητή ταυτόχρονα διαφορά. 
Το τέχνασμα: Όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, ο Φαραντί είναι ένας ιδιοφυής σεναριογράφος που ακτινογραφούσε ως τώρα την ιρανική κοινωνία μέσα από ένα τέχνασμα. Το σασπένς είναι η παγίδα που στήνει για να κερδίσει το πλήρες ενδιαφέρον μας, ώστε να αναδείξει πτυχές της ζωής στη χώρα του. Αντί να μας δείξει σε πρώτο πλάνο τα κοινωνικά θέματα, μας δείχνει σε πρώτο πλάνο το μυστήριο και μας εντυπώνονται μέσω αυτού καλύτερα. Όχι ως «κατηγορώ», αλλά ως κλειδιά της λύσης του μυστηρίου, ως αιτίες που οδήγησαν σε αυτό. Και που δεν θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε αυτό σε άλλες κοινωνίες, γιατί όταν ξετυλίγεται το κουβάρι, στη βάση του βρίσκονται συμπεριφορές που συνιστούν σκάνδαλο σύμφωνα με τα ιρανικά ήθη, καθώς και η προσπάθεια αποφυγής τους δια της πλαγίας οδού, δια αποκρύψεων, δια τεχνασμάτων. Σκανδαλίζοντάς μας με ένα μυστήριο, μάς οδηγεί στην πηγή του σκανδάλου. Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του λοιπόν, έτσι και στο «Παρελθόν», διανύουμε σημαντικό τμήμα του έργου χωρίς να έχουμε ψυλλιαστεί πού το πάει και πού θα οδηγήσει η ως εκείνο το σημείο μη επεισοδιακή καταγραφή της πραγματικότητας. Τότε εγκαθιδρύεται ένα -σχεδόν αστυνομικού τύπου- μυστήριο και ο θεατής αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της λύσης του.
Μετάβαση: Στην μετάβαση που κάνει από την ιρανική κοινωνία στη γαλλική, εξ αντικειμένου το κρεμμύδι που ξεφλουδίζεται έχει λιγότερα στρώματα και μέσα από το σασπένς έχουν να αποκαλυφθούν λιγότερο σύνθετα πράγματα. Ο Φαραντί ήταν ως τώρα οικουμενικός επειδή ήταν βαθιά ριζωμένος στον τόπο του, τώρα καλείται να είναι οικουμενικός μιλώντας μας για οικουμενικά θέματα. Ωστόσο επειδή είναι πάρα πολύ μεγάλου βεληνεκούς καλλιτέχνης για να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αφενός σκηνοθετεί τη Γαλλία συγκρατημένα, επικεντρώνοντας το βλέμμα του στους ήρωές του κι αποφεύγοντας τον σκόπελο της τουριστικής ματιάς και αφετέρου δεν περιορίζει την ματιά του μόνο σε θέματα διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά το πηγαίνει και παραπέρα. Γιατί πρώτον ο Φαραντί σε όλες τις ταινίες του μιλούσε και για την ταξική διάσταση του Ιράν, με ανθρώπους της εργατικής τάξης να συμπλέκονται με μεσοαστούς, και έτσι κι εδώ η ταξική διάσταση γίνεται σταδιακά σημαντικός παράγοντας εξέλιξης σε όσα αποκαλύπτει η εξερεύνηση του αστυνομικού τύπου μυστηρίου. Και δεύτερον, ενώ στην καρδιά του όλου θέματος υπάρχει η προσβολή της ιδιωτικής σφαίρας και η αποκάλυψη ενός ιδιωτικού μυστικού, αυτοί που φέρουν το ένοχο μυστικό φέρονται να σκανδαλίζονται από την δημοσιοποίηση του και την προσβολή της ιδιωτικής σφαίρας τους και μόνο και να μην τους απασχολεί αυτό καθαυτό το μυστικό. Και ίσως το γεγονός πως αυτή την αντίφαση την επισημαίνει με μια ατάκα του ο Ιρανός ήρωας της ταινίας, να λέει κάτι πολιτισμικά.
Η αμφιβολία: Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που ο Φαραντί παίζει γενικότερα με τις προσδοκίες και τις υποψίες μας, ο τρόπος που αποκαλύπτει σταδιακά τις πληροφορίες. Αρχικά ας πούμε θα εικάσουμε ότι τα παιδιά για τα οποία μιλάει ο άντρας με την γυναίκα από την οποία ετοιμάζεται να πάρει διαζύγιο είναι κοινά. Ύστερα θα καταλάβουμε ότι το αγοράκι είναι του νέου φίλου της. Ύστερα θα καταλάβουμε ότι και τα δυο κορίτσια είναι από προηγούμενη σχέση της. Και η ταινία είναι εν τέλει μια ωδή στην αμφιβολία. Στο τέλος θα αποκαλυφθεί ότι η τελική αλήθεια για το τι τελικά συνέβη και οδήγησε σε ένα τραγικό γεγονός παραμένει εκκρεμής και μετέωρη. Μπορεί να οδήγησε στην απόφαση για το τραγικό γεγονός το ένα γεγονός ή το άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε. Ένα email που μπορεί να διαβάστηκε ή να μην διαβάστηκε, αμυχές στην κοιλιά που μπορεί να έγιναν συνειδητά ή μη, ένας λεκές που μπορεί να έγινε κατά λάθος ή όχι: στον κόσμο του «Παρελθόντος» τόσα πολλά καθοριστικής γεγονότα παραμένουν αμφίβολα. Αλλά ακόμα και όταν δεν είναι, έχει απόλυτη σημασία πού κοιτάς και πού έχεις την προσοχή σου. Κοιτάς ολόκληρη την εικόνα ή ένα μέρος της; Μπορείς να διακρίνεις το δάκρυ στο πλάι ή δεν μπορείς, ή μήπως δεν θες, θες απλά να ξεμπερδεύεις τυπικά; Μήπως προτιμάς να ζητάς το χέρι να σε σφίξει, μήπως ζητάς μια απόδειξη, ένα δάκτυλο στον τύπο των ήλων και έχεις πάψει να κοιτάς το πρόσωπο και έχεις πάψει να πιστεύεις στην θαυματουργή του δύναμη;
Σε αντίθεση με τις ταινίες του Φαραντί, στο “Prisoners” έχουμε ένα αμιγές αστυνομικό μυστήριο. Ενώ η μετάβαση στη Γαλλία στερεί κάτι από τη δύναμη του Φαραντί, ο Βιλνέβ έχει την ικανότητα να μετατρέπει τον τόπο όπου διαδραματίζεται η πλοκή σε βασικό πλεονέκτημα, με την καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας να είναι συνολικά -εξωτερικά τοπία κι εσωτερικοί χώροι- αξιοθαύμαστη. Κι αν πράγματι οι διαφορές μεταξύ Καναδά και Πενσυλβάνια δεν είναι τόσο μεγάλες όσο μεταξύ Ιράν και Γαλλίας, στο «Μέσα από τις Φλόγες» σκηνοθετούσε και την Μέση Ανατολή εντελώς πειστικά. Βρισκόμαστε στην Πενσυλβάνια λοιπόν. Ίσως και να μην υπάρχει ούτε μια σκηνή με ήλιο. Ο ουρανός ή θα είναι μουντός ή θα βρέχει διαρκώς. Ο Χιου Τζάκμαν έχει μια τετραμελή οικογένεια, ο γείτονάς του Τέρενς Χάουαρντ τη δική του, τα παιδιά τους είναι στην ίδια ηλικία, δυο μικρά, δυο μεγάλα, οι δυο οικογένειες περνάνε την μέρα των Ευχαριστιών μαζί. Ο Τζάκμαν είναι πρώην αλκοολικός, έντονα Χριστιανός, έχει τη θεωρία ότι πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για το χειρότερο, πως όταν ξεσπάσει το χειρότερο ο κάθε άνθρωπος θα προσπαθήσει να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του αν είναι να σωθεί. Είναι survivalist, έχει υπόγειο κελάρι με ένα σωρό προμήθειες. Αλλά στη ζωή ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις τα πάντα, ζωή είναι ακριβώς το απρόβλεπτο. Κι έτσι την ημέρα των Ευχαριστιών τα μικρά κοριτσάκια των δυο οικογενειών εξαφανίζονται. Βασικός ύποπτος ένας νεαρός σε τροχόσπιτο που έχει την αντιληπτική ικανότητα δεκάχρονου (ο συνήθως αντιπαθητικός Πολ Ντέινο, εδώ σε ένα ρόλο με απειροελάχιστα λόγια και αρκετά βλέμματα είναι ανατριχιαστικός). Η τοπική αστυνομία (με τον Τζέικ Γκίλενχααλ εξαιρετικό, σε έναν ρόλο λιγότερο εξωστρεφή από αυτόν του Τζάκμαν, αλλά εξίσου δυνατό) δεν εχει στοιχεία να τον κρατήσει.
Όπως και στο «Μέσα από τις Φλόγες» έτσι και σε αυτή την ταινία του Βιλνέβ οι ιδιότητες του ενόχου και του θύματος μπλέκονται, οι ταυτότητες καθορίζονται δραματικά από το τραυματικό παρελθόν, ο κύκλος της αρρώστιας μοιάζει να διαιωνίζεται. Η ταινία προτιμά να μην σε ταϊσει με μερικές εξόχως συναισθηματικές κι αβανταδόρικες σκηνές. Θα ήταν ίσως λιγότερο καλή και πιο συμβατική, πιο κλισαρισμένη ταινία αν μας σέρβιρε στο τέλος τις σκηνές αυτές και το ξεκάθαρο μήνυμά τους. Είναι μια επιλογή αξιέπαινη κινηματογραφικά μεν, αλλά με τον σε δεύτερη σκέψη όχι αμελητέο ηθικό κίνδυνο μεγάλο κομμάτι του κοινού, με μικρότερη εγρήγορση και επιθυμία να σκεφτεί πάνω στην ταινία που μόλις παρακολούθησε, να μένει μόνο σε αυτά που είδε και όχι σε αυτά που του εξηγούνται μεν στο τέλος, αλλά πάντως δεν τα είδε ποτέ. Και μάλλον η κινηματογραφική μνήμη είναι μια μνήμη εικόνων. Η επιλογή αυτή σε καλεί να σκεφτείς και να αξιολογήσεις μόνος σου όσα έβλεπες, ακόμη και να κριτικάρεις την ως τότε στάση σου, τα ως τότε ελαφρυντικά που ίσως έδινες. Ηθικά όμως ελλοχεύει έτσι ο κίνδυνος να αφήσει ένα μήνυμα γκρίζο. Δεν ισχυρίζομαι ότι η ταινία έχει κάποια ηθική αμφισημία. Ισχυρίζομαι όμως ότι η κινηματογραφικά ενδιαφέρουσα επιλογή της να μην καταδείξει και με εικόνες αυτό που εξηγεί με λόγια, πιθανώς να λειτουργεί τελικά με τρόπο αμφιλεγόμενο.
Το «Prisoners» δεν ξεφεύγει μεν από την ταινία είδους, είναι όμως μια εξαιρετική ταινία είδους. Αυτά τα όρια τα αναζωογονεί μεν, άλλά δεν παύουν να είναι όρια που δεν της επιτρέπουν να φτάσει σε κάτι ακόμη σημαντικότερο και καλλιτεχνικότερο. Είναι από αυτές τις ταινίες που γουστάρεις να επισκέπτεσαι και να χάνεσαι στην ατμόσφαιρά τους, όπου μεγαλύτερη σημασία κι από την πλοκή έχει ό,τι την περιβάλλει, οι δρόμοι, οι ανάσες, η βροχή, τα τοπία, η μέσα Αμερική, αυτό που δεν υπάρχει στο σενάριο, η εικόνα, η αλήθεια, η τοποθέτηση των γραμμένων λέξεων και της ιστορίας των ηρώων σε ένα εικαστικό περιβάλλον, ο τρόπος που η μια σκηνή δίνει την θέση της στην επόμενη Δυομιση ώρες που κυλούν ακούραστα, η επιλογή των δυο μοντέρ του Κλιντ Ίστγουντ, του Τζόελ Κοξ και του Γκάρι Ρόουτς, ασφαλώς και δεν έτυχε και εξίσου ασφαλώς πέτυχε, η ταινία είναι σαν καλός Κλιντ Ίστγουντ και σαν καλός Ντέιβιντ Φίντσερ, χωρίς να είναι καλύτερη από τις καλύτερες ταινίες των δυο τους, αλλά έχοντας σίγουρα τη δυνατότητα να σταθεί αντάξια δίπλα τους.
---
Εν κατακλείδι έχουμε δύο ταινίες που μπορεί να υπολείπονται των αμέσως προηγουμένων ταινιών των δημιουργών τους (με την μεγαλύτερη απόσταση πάντως να είναι μεταξύ των δύο ταινιών του Βιλνέβ και την μικρότερη μεταξύ των δύο του Φαραντί), αλλά το βασικότερο είναι ότι έχουμε δύο ταινίες δυο σπουδαίων δημιουργών, ενός πλήρους κινηματογραφικού δημιουργού όπως είναι ο Φαραντί που τα σενάρια του και το κινηματογραφικό είδος που έχει εφεύρει θα διδάσκεται στις κινηματογραφικές σχολές και του Βιλνέβ που είναι ένας εντελώς προικισμένος σκηνοθέτης και που όντας στο Χόλιγουντ αντί στη Γαλλία αφενός και εξαρτώμενος από σενάρια άλλων αφετέρου, διατρέχει συγκριτικά και τον μεγαλύτερο κίνδυνο από τους δύο. Δύο από τις πολύ καλές ταινίες της χρονιάς, δυο ταινίες που αξίζει και με το παραπάνω να δει κανείς.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 21, 2013

Ησύχως

 Ο Ανδρέας Ράπτης εκ μέρους του Popaganda μου ζήτησε αν θέλω να απαντήσω στο πλαίσιο γενικοτερης συζήτησης με θέμα: «Το ερώτημα είναι: H βία είναι συστατικό κομμάτι κάθε κοινωνίας;Υπάρχει καλή εκδοχή της βίας; Κι αν ναι, πως θα την ορίζατε;».
 ---
Πώς ακριβώς ορίζεται η ατζέντα της δημόσιας συζήτησης;  Ποιός ακριβώς αποφάσισε να συζητάμε ad nauseam για το θέμα της βίας και δη με αυστηρά προδιατυπωμένους τους όρους της συζήτησης; Και πότε ακριβώς θα μας επιτραπεί να αλλάξουμε επιτέλους σελίδα; Αυτά για τα οποία μιλάμε στο δημόσιο διάλογο συνδέονται άρρηκτα με εκείνα για τα οποία σιωπούμε. Και κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι εκείνος που καταφέρνει να παρασύρει τους άλλους στο να μιλούν διαρκώς για το ένα θέμα και σπανίως έως ποτέ για το άλλο. 
Ας φανταστούμε π.χ. ότι όλον αυτόν τον καιρό δεν θα καλούμασταν να καταδικάσουμε τη βία, αλλά τη φτώχεια από οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Να την καταδικάζαμε δηλαδή ακόμα κι αν προέρχεται από σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης. Καταδικάζεις κύριε υπουργέ ή κύριε οικονομικέ παράγοντα ή κύριε τηλεοπτικέ δημοσιογράφε την εξαθλίωση που προέρχεται από τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις;
Ας φανταστούμε π.χ. ότι θα καλούμασταν όλον αυτόν τον καιρό να ξεκαθαρίσουμε όχι αν υπάρχει καλή ή κακή βία, αλλά αν υπάρχει καλή ή κακή γιγάντωση της ανεργίας, καλοί ή κακοί μισθοί πείνας, καλή ή κακή μετανάστευση, καλές ή κακές αυτοκτονίες, καλή ή κακή συρρίκνωση του κράτους προνοίας. Γιατί δεν αποτελεί η βία την μόνη δυσάρεστη και αποδοκιμαστέα κατάσταση στη ζωή. Μας διευκρινίζουν όμως πως οι θυσίες που κάνουμε ως πολίτες είναι «επώδυνες αλλά αναγκαίες». Τότε γιατί κατ΄αντιστοιχία να μην είναι και η βία επώδυνη αλλά αναγκαία;  Κι αν το τελικό επιχείρημα για να δικαιολογηθούν οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται είναι το ότι «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα» τα οποία θα έλυναν τα προβλήματα, με ποιά λογική ζητούν να υπάρχουν και ζενόδεντρα ή αταραχόδεντρα ή στωικόδεντρα, που παράγουν καρπούς που σε κάνουν να αποδέχεσαι πειθήνια το να χάνεις τα πάντα μέσα από τα χέρια σου;
Το θέμα της βίας, με το ήθος, τον τρόπο και την ένταση που τέθηκε, τέθηκε εξ αρχής για να πει πως και η παραμικρή αντίδραση κατά του Θεόδωρου Πάγκαλου είναι βία, ανομία, κατάλυση της δημοκρατίας και το όγδοο έως το ογδοηκοστό όγδοο θανάσιμο αμάρτημα. Όλη η κουβέντα στήθηκε για  να δικαιούται η χυδαιότητα του Θεόδωρου Πάγκαλου να συνεχίσει να περιφέρεται αγιουχάιστη στις ταβέρνες, ακόμα κι όταν η κοινωνία δίπλα του συντρίβεται. Προσωπικά λοιπόν θεωρώ ότι το αντίθετο συμβαίνει, ότι δηλαδή ο Θεόδωρος Πάγκαλος ή ο  Άρης Πορτοσάλτε ή ο Γιάννης Πρετεντέρης ή ο Θέμος Αναστασιάδης ή πολλοί άλλοι παρόμοιοί τους δεν έχουν φτυστεί και γιαουρτωθεί επαρκώς. Και αυτό, ναι, το καταδικάζω απερίφραστα ως δείγμα αγελαδοποίησης ενός λαού. Και επίσης, ναι, μεταξύ του γιαουρτιού και της σωματικής βλάβης υπάρχει χαώδης απόσταση, καθώς το επιχείρημα κατ’ εμέ πάει ακριβώς αντίστροφα: όποιος τα εξισώνει, τα εξισώνει εκ του εντελώς πονηρού.
Το θέμα της βίας, με το ήθος, τον τρόπο και την ένταση που συζητείται τα τελευταία χρόνια, είναι ένα ψευδοθέμα. Δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο, αλλά προσπαθεί πάση θυσία να προλάβει την γέννηση κι εξάπλωσή του, ώστε να εσωτερικευθεί η υπόρρητη προσταγή: εξαθλιωθείτε ησύχως.

Σάββατο, Οκτωβρίου 19, 2013

Συνάντησα και μη ευτυχισμένους λευκούς


Ευτυχώς,
η συντριπτική πλειοψηφία
από τα ξανθά παιδάκια με τα πράσινα μάτια
συναντά τα συνομήλικα του
με το σκούρο δέρμα και τα σκούρα μάτια,
 μόνο μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου τους,
με εκατέρωθεν διακριτούς ρόλους,
επιβάτες
σε εκατέρωθεν ξεχωριστούς κόσμους,
αναπαράγοντας ήδη
τους εκατέρωθεν μαθημένους τρόπους,
τα μεν της επαιτείας
τα δε της άρνησης, της απώθησης και της αποδοχής της κυριαρχίας.
 ---
Δυστυχώς,
δεν υπάρχει φυσικά
το παραμικρό ενδεχόμενο
-γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σκανδαλώδες
ακόμη και να το σκεφτεί κανείς-
ένα ξανθό παιδάκι με πράσινα μάτια
που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του
μεγαλώνοντας σαν γύφτισσα,
να μην τα πέρασε τραυματικότερα
από ό,τι αν τα είχε περάσει
με τους βιολογικούς του γονείς,
στο βιολογικό του σπίτι,
στη βιολογική του φυλή,
και την βιολογική μέθοδο,
που κάνει όλα τα μικρά λευκόπουλα
πηγμένα στην βιολογική ευτυχία.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 18, 2013

Μ' ακουστικά

Περπατάω στην έρημο, βρίσκω λυχνάρι, βγαίνει τζίνι και μου λέει, μάντεψε / Του λέω, έχω τρεις ευχές; / Μου απαντάει όχι, έχεις μία μεταφορά / Τι μεταφορά; / Μια και μόνη μεταφορά για να περιγράψεις ποιός είσαι / Είμαι αυτός που και λυχνάρι να ανοίξει στην έρημο θα του πέσει το μοναδικό τζίνι χωρίς τις τρεις ευχές; / Άσε τις κρυάδες και πες / Καλά. Είμαι αυτός που μπορεί να μερακλώνει ακούγοντας τέτοια τραγούδια 

 στα ακουστικά του και να μην έχει καθόλου ανάγκη να βγει από μέσα του φωνή συνοδευτική, να μην έχει καθόλου ανάγκη για οποιαδήποτε ηχητική εξωτερίκευση, νιώθοντας ταυτόχρονα αυτήν ακριβώς την εσωτερίκευση ως μυσταγωγία, αφήνοντας την μουσική και τα λόγια να μπουν στα αυτιά του και να κατακλύσουν όλο του το σιωπηλό είναι, όλο του το είναι που παραμένει διακριτικά ύπουλο, σεβόμενο την κοινή ησυχία, τους κανόνες συμβίωσης σε μια πόλη, εντ ολ δατ τζαζ. Είμαι δηλαδή αυτός που οι σεισμοί γίνονται μέσα μου, ενώ έξω παραμένω πάντοτε ολόιδιος, με ένα πόκερ φέις τρομακτικό για όποιον καθήσει στο ίδιο χαρτοπαικτικό τραπέζι μαζί μου, καθώς δεν έχει να διαβάσει κάτι στο πρόσωπό μου, έχει μόνο να εμπιστευτεί το ένστικτό του και ίσως ίσως να διαβάσει τα ποστ μου, που αποτελούν το εσωτερικό πρόσωπο, το αληθινότερο -στο μέτρο εννοείται πάντοτε του δυνατού-, αυτό που αποκαλύπτει την υπέρτατη πλήρωση που μπορεί να νιώθει κανείς ακούγοντας ένα τραγούδι, ενώ την ίδια στιγμή δίπλα του, πίσω του, μπροστά του, έξω του, επικρατεί απόλυτη ησυχία και όλη η μουσική είναι εγκλωβισμένη εντός του κι απελευθερωμένη ακόμη εσωτερικότερα.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 16, 2013

Τρολ for Tρόλεϊ, ή η μονταζιέρα τώρα και στον Καβάφη, ή ο Καβάφης ήταν ένας Καμίνης της εποχής του

Σε μια παρέμβαση που θα συζητηθεί, 58 σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών υπογράφουν διακήρυξη κατά της βίας «από οπουδήποτε κι αν προέρχεται» όπως σημειώνουν, τονίζοντας επίσης ότι «δεν υπάρχει καλή και κακή βία».
Αναλυτικά οι υπογράφοντες:

1) Aισχύλος
2) Σώτη Τριανταφύλλου
3) Ευριπίδης
4) Φώτης Γεωργελές
5) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
6) Χρήστος Χωμενίδης
7) Nίκος Ξυλούρης
8) Γεώργιος Καραϊσκάκης
9) Θανάσης Χειμωνάς
10) Στρατηγός Μακρυγιάννης
11) Κωνσταντίνος Καβάφης
12) Γιώργος Καμίνης
13) Πλάτωνας
14) Γεώργιος Βιζυηνός
15) Τηλέμαχος Χυτήρης
16) Οδυσσέας Ελύτης
17) Αρίστος Δοξιάδης
18) Απόστολος Δοξιάδης
19) Βάσια Παναγοπούλου
20) Αφροδίτη Αλ Σαλέχ
21) Νίκος Μπίστης
22) Πέτρος Τατσόπουλος
23) Σαπφώ
24) Τάκης Θεοδωρόπουλος
25) Τάκης Μίχας
26) Τάκης Λεμονής
27) Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
28) Θεόδωρος Τσουκάτος
29) Τάσος Μαντέλης
30) Γιώργος Πανταγιάς
31) Γιώργος Νταλάρας
32) Αρετή Κετιμέ
33) Σπύρος Παπαδόπουλος
34) Σπύρος Παπαδόπουλος
35) Μάρκος Βαμβακάρης
36) Γιώργος Παγουλάτος
37) Παντελής Καψής
38) Μανώλης Καψής
39) Γιάννης Καψής
40) Μιχάλης Καψής
41) Άνθιμος Καψής
42) Αρχιεπίσκοπος Άνθιμος
43) Σοφοκλής
44) Γιάννης Βούλγαρης
45) Αριστοφάνης
46) Θύμιος Καρακατσάνης
47) Θουκυδίδης
48) Στάθης Καλύβας
49) Γιάννης Σμαραγδής
50) Δομίνικος Θεοτοκόπουλος
51) Βασίλης Θεοχαράκης
52) Εμμανουήλ Ροϊδης
53) Στέφανος Κασιμάτης
54)  Μάνος Χατζιδάκις
55) Γιώργος Σεφέρης
56) Ιωακείμ Γρυσπολάκης
57) Διονύσιος Σολωμός
58) Πάσχος Μανδραβέλης

Δευτέρα, Οκτωβρίου 14, 2013

Φίλιππος προς Φίλιππο

Έχω ένα συμμαθητή με τον οποίο μιλάμε χρόνια ατέλειωτα στο τηλέφωνο, όχι συζητώντας οτιδήποτε το σοβαρό, αλλά μιμούμενοι αποκλειστικά φωνές, σε ένα ιδιωτικό ηχητικό βαριετέ που περιλαμβάνει ατάκες από καθηγητές του γυμνασίου, πολιτικούς, μπαμπάδες κολλητών, σπορτκάστερ και πάρα πολλούς άλλους, όπου βασικό συστατικό είναι και η ανάμιξη όλων με όλα, η εκφώνηση π.χ. μιας ατάκας που είπε κάποτε μια μεγαλοκυρία σε διπλανό τραπέζι ταβέρνας («Αυτή η Ζαχά, απορώ πώς δεν έχει πεθάνει») με την φωνή του λαϊκού ποιητή Λευτέρη Παπαδόπουλου, ή η εκφώνηση της ατάκας του τηλεφωνητή του Άττικα Σίνεμα 1 - Άττικα Σίνεμα 2 («Βαν Χέσλινγκ. Το κακό έχει πολλά πρόσωπα») με τη φωνή του παντελώς ρεταρισμένου Κωνσταντίνου Καραμανλή των τελευταίων μηνών της προεδρίας του, όπου αναγγέλλει ότι πρωταγωνιστούν ο Χιου Τζάκμαν και η Κέιτ Μπουκουούού.
Βασικός κομπέρ σε όλο αυτό έχει υπάρξει ο Φίλιππος Συρίγος. Είναι η δική του φωνή που θα εμφανιστεί συχνότερα από κάθε άλλη, είναι η δική του φωνή που είτε θα πει κάτι δικό του («Τζαγουάι στον Διαμαντίδη, ο Διαμαντίδης πρέπει να τον πάρει στα βήματα, μα γιατί καθυστερεί, γιατί καθυστερεί, ναιιιιιι ο αρχηγός») είτε θα πρωταγωνιστεί σε μυθοπλαστικό τρομακτικό υβρεολόγιο προς τον Δημήτρη Καρύδα και τη Βίκυ Μιχέλη, είτε οτιδήποτε άλλο φέρει η έμπνευση της στιγμής
Σήμερα που ο συμμαθητής μου με πήρε τηλέφωνο μιλώντας μου φυσικά με φωνή Φίλιππου, του ανταπάντησα με φωνή Φίλιππου που έσπασε για λίγο από τη συγκίνηση, καθώς ο ένας Φίλιππος σχολίαζε στον άλλο Φίλιππο τα νέα του θανάτου του.
Χθες βράδυ έτυχε να συζητάω για το πόσο έντονη έχω την ανάγκη του ανήκειν και το ότι μπορώ να βρω αυτό το ανήκειν από μια (σύμφωνοι, καθόλου ιδανική, και με ένα σωρό εσωτερικά στραβά) κοινότητα μπλογκοφίλων ως μια οπαδική εξέδρα (αν και έχω πια τόσο καιρό να πάω γήπεδο) ή ως μια ταινία με την οποία θα ταυτιστώ.
Κάπως έτσι και η φωνή του Συρίγου θα είναι για μένα όχι απλά ένας οικείος τόπος, αλλά ένα σπίτι κανονικό, ένα μέρος μέσα στο οποίο θα αρνούμαι να μεγαλώσω, ένα μέρος μέσα στο οποίο θα αρνούμαι να συζητήσω σοβαρά, ένα μέρος όπου όλα θα έχουν παραμείνει χαβαλές, άκακο τρολάρισμα, παιχνίδι, γέλιο και χαρά.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2013

Τα παιχνίδια

Στρωθήκαμε για παιχνίδια.
Όταν παίξαμε Περλ Χάρμπορ παραπονέθηκες πως σε αιφνιδίασα.
Κι όταν ήρθε η σειρά σου παίξαμε τη Χιροσίμα.
Στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει βέβαια ένας πόλεμος,
που κάπως έπρεπε να τελειώσει κι αυτός.
Δεν με νοιάζει τόσο ο βομβαρδισμός·
τα κτίρια ξαναχτίζονται, οι υποδομές ξαναστήνονται
κι οι νεκροί δεν αναστήθηκαν ποτέ.
Η ραδιενέργεια όμως είναι που δεν λέει να φύγει
από τα παραμoρφωμένα πρόσωπα των επιζώντων,
από τα δέντρα, τον αέρα, το νερό.
Διψάω.
Γεμίζω το ποτήρι μου νερό
και πίνω το μισό.
Αισιόδοξος ων, δεν το βλέπω μισοάδειο.
Μείνε λοιπόν κοντά μου, όλα θα πάνε καλά.
Μείνε κοντά μου, να σωθεί τουλάχιστον το Ναγκασάκι.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2013

Από τη Γούβα και κακός;


Νίκος Μιχαλολιάκος: Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε / Κάρολος Παπούλιας: Για όνομα του Θεού, μην το λέτε αυτό / Νίκος Μιχαλολιάκος: Έναν τόσο κακό άνθρωπο / Κάρολος Παπούλιας: Δε νομίζω / Νίκος Μιχαλολιάκος: Όχι, όπως τέλος πάντων εικάζουν και λένε / Κάρολος Παπούλιας: Από τη Γούβα και κακός; /  Νίκος Μιχαλολιάκος: Από τη Γούβα ακριβώς. Στα σύνορα Γούβας-Παγκρατίου μάλλον, Δικαιάρχου και Φιλολάου / Κάρολος Παπούλιας: Δικαιάρχου και Φιλολάου.
--- 
 ---
Έγραφα τις προάλλες στο μπλογκ και γράφω τώρα στο καινούριο τεύχος του Unfollow πως δεν το έχουμε με την ολική ρήξη, πως αποδεχόμαστε τα τελευταία χρόνια μια διαρκώς επιδεινούμενη πολιτική, οικονομική, κοινωνική πραγματικότητα επειδή είμαστε πολύ ηχηροί στα λόγια αλλά πολύ κονφορμιστές στις πράξεις. Αν λοιπόν μας σώζει κάτι, είναι πως αυτό κατεξοχήν ισχύει και για την άλλη πλευρά. Δες δηλαδή τον φουκαρά τον χρυσαυγίτη μπάτσο που συλλαμβάνει τον χρυσαυγίτη μη μπάτσο. Είναι πολύ στεναχωρημένος για αυτό που κάνει, αλλά τι να κάνει; Έχει κι αυτός ο ένστολος συμπολίτης μας τα πιστεύω και τις ιδέες του αλλά τα τσαλακώνει και τα καταπνίγει, γιατί φοβάται κι αυτός τη ρήξη και δεν θα διακινδυνεύσει να βρει τον μπελά του για χάρη τους. Κι έτσι όλο αυτό το πράγμα που γινόταν τα τελευταία χρόνια (και που φυσικά δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα το ενδεχόμενο να συνεχίσει να γίνεται και στα προσεχή) είναι πως οι χρυσαυγίτες μπάτσοι έκαναν ό,τι έκαναν γιατί ήξεραν ότι δεν πρόκειται να βρουν τον μπελά τους. Γιατί το γενικό πολιτικό κλίμα στο υπουργείο του απηνούς ως χθες (ή και ως σήμερα, εκτός αν έχει αλλάξει τακτική και ως προς αυτό) διώκτη της Γκάρντιαν Νίκου Δένδια και στην κυβέρνηση των Αντώνη Σαμαρά, Βαγγέλη Βενιζέλου και ως πρότινος και Φώτη Κουβέλη, ήταν ακριβώς το ότι μπελά δεν θα βρουν. Γιατί το γενικό μιντιακό κλίμα έθετε έντονο προστατευτικό μανδύα στη σύνδεση Χρυσής Αυγής - Ελληνικής Αστυνομίας, το γενικό μιντιακό κλίμα ήταν πως αυτοί, οι χρυσαυγίτες μπάτσοι, προστάτευαν τη δημοκρατία μας από την παλαβή αριστερά και γενικότερα τις δυνάμεις του χάους της δραχμής.
Και κάπως έτσι, ίσως το ερμηνευτικό κλειδί για όλους όσους είναι έτοιμοι να κάνουν εμφύλιο στο ίντερνετ, αλλά διστάζουν να πληρώσουν το κόστος έξω από αυτό, για όλους όσους είναι έτοιμοι να κάνουν εμφύλιο στα λόγια, αλλά στις πράξεις κοιτάνε τη δουλίτσα τους και τον μισθούλη τους, είναι το ποιός έχει το πάνω χέρι στην εξουσία. Ποιός δίνει τις διαταγές. Το τι είδους διαταγές δίνει έχει λίγη σημασία. Σημασία έχουν οι διαταγές, η ιεραρχία, η κανονικότητα, η διατήρηση του στάτους κβο. Ο χρυσαυγίτης μπάτσος εύχεται να τον διατάζουν μια μέρα άντρες σαν τον χρυσαυγίτη τραμπούκο, τον οποίους κοιτά στα μάτια με βαθύ μπρομαντισμό (ή και πέρα απ' αυτόν). Λίγες βδομάδες πριν είχαμε φτάσει άλλωστε πάρα πολύ κοντά και σε αυτό το σενάριο των απευθείας διαταγών. Και κυρίως τα τελευταία χρόνια ζούσαμε μια παραλλαγή αυτού του σεναρίου. 
Έχουμε λοιπόν ένα «κίνημα» που στα λόγια τραντάζει τη γη, που καλπάζουν τα ποσοστά του, ένα στα λόγια βαθιά αντισυστημικό κόμμα, που του συλλαμβάνουν εν μια νυκτί όλη ανεξαιρέτως την ηγεσία του. Και εσένα ψηφοφόρε που τους δίνεις διψήφιο νούμερο στις δημοσκοπήσεις, σου λένε ότι το κόμμα που ψηφίζεις λειτουργεί ως εγκληματική οργάνωση. Και κατεβαίνετε να διαμαρτυρηθείτε δυόμιση κι ο κούκος και διαμαρτύρεστε πιο κουλ και κυριλέ κι από Ατενίστας. Τόσο πολύ λίγοι είστε; Τόσο πολύ κότες; Τόσο πολύ δεν ξέρετε να βγείτε στο φως και έχετε μάθει να λειτουργείτε μόνο σαν συμμορία; Τόσο πολύ από μπάτσους απαρτίζεστε και δεν σας έπαιρνε πια; Τόσο πολύ δεν ξέρετε να δράτε με άλλον τρόπο πέραν του παρακρατικού; Η πειστικότερη απόδειξη για το ότι δεν είναι κανονικό κόμμα η Χρυσή Αυγή, είναι η μη αντίδραση των ψηφοφόρων της την τελευταία εβδομάδα. Δεν είναι στην ψυχή της ένα πολιτικό κόμμα, αλλά ένα παρακρατικό μόρφωμα που αν δεν του κάνει πλάτες το κράτος λουφάζει στα σπίτια του.
Ο Μπάμπης έλεγε τις παραμονές του φόνου ότι ο εθνικισμός δεν είναι ντροπή. Ο ναζισμός όμως φαίνεται πως είναι. Χαιρετισμοί με το σώμα, χαιρετισμοί λεκτικοί, χιτλερικό μουσείο στο σπίτι του άλλου, ναζιστικά δακτυλίδια, ναζιστικά τατουάζ, αλλά όχι, εκεί, να το αρνούνται. Γιατί δεν το λένε και με λόγια; Τι σόι ξεφτιλισμένη ηγεσία είναι η χρυσαυγίτικη που δειλιάζει να ονοματίσει αυτό που πρεσβεύει; Πείτε το και με λόγια ρε παιδιά, ζήτω η Αδολφάρα ο Χίτλερ, ζήτω ο Φύρερ μας. Πες το έστω από τις φυλακές, ρε Νικόλα, πες το έξω από αυτές, ρε Ηλία. Χτυπάμε τατού στην καρδιά και στο μυαλό, το μέλλον της πατρίδας είναι ναζιστικό. Δηλαδή δεν το ξέρουν οι ψηφοφόροι σας; Πόσο νομίζετε θα πέσετε από την παραδοχή; Ένα τοις εκατό πιο κάτω, δύο τοις εκατό πιο κάτω; Χαλαλίστε το. Βγείτε από τη ντουλάπα σας, come out, όλος ο κόσμος το 'χει τούμπανο, σταματήστε το κρυφό σας καμάρι, καμαρώστε στα ίσια.
Ας πούμε πως οι ψηφοφόροι σας χωρίζονται χοντρικά σε δυο κατηγορίες. Σε αυτούς που σας γουστάρουν ιδεολογικά, σε αυτούς που κινούνται εκεί γύρω σας ή ακριβώς μέσα σας. Ό,τι χάσετε θα το χάσετε από αυτήν την κατηγορία. Από εκείνους που γουστάρουν μέχρι Παττακό, από αυτούς που έχουν ταμπού με τον Αδόλφο. Από τη δεύτερη κατηγορία δεν έχετε να χάσετε τίποτα. Πρόκειται άλλωστε για την κατηγορία των ψηφοφόρων σας που πρέπει να την βρήκε με τις συλλήψεις σας. Που το μπάχαλο που γουστάρισε να δει ψηφίζοντάς σας επιτέλους το εισπράττει. Που θα σας ψήφιζαν και θα σας ψηφίσουν, όχι μόνο ναζιστές αν δηλώσετε επίσημα, αλλά και αν βάλετε στην ιδεολογική σας πλατφόρμα τον κανιβαλισμό, την παιδοφιλία και τον χημικό πόλεμο. Που σας ψήφισαν και θα σας ψηφίσουν όχι επειδή είναι νεοναζιστές ή επειδή θα είναι κανίβαλοι. Αλλά επειδή είναι το είδος του ελληνάρα που σας ψηφίζει μηδενιστικά, κυνικά και μπαχαλίστικα, το είδος του ανθρώπου που σε τελική ανάλυση μου μοιάζει ακόμη αποκρουστικότερο από τον ιδεολόγο ναζί.
Κι αν η δημοκρατία του Mega Channel είναι μια ολοκληρωτική δημοκρατία, κι αν η Ελλάδα πάνω στην οποία έχει πέσει το μνημόνιο είναι μια χώρα στραγγαλισμένη κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, υπήρχαν εξαρχής δύο ειδών αντιδράσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η μέρα με τη νύχτα: η αντίδραση η αληθινά λαϊκή και αριστερή και δημοκρατική και η αντίδραση που έκανε τη χώρα μας εκκολαπτήριο νεοναζί, εν μέρει επειδή η ακροδεξιά έχει βαθιές ιστορικές ρίζες στη χώρα και τώρα απενοχοποιήθηκε και εν μέρει επειδή τόσοι πολλοί συμπολίτες μας αποφάσισαν πως η απάντηση είναι το να γίνουμε όσο πιο ζούγκλα γίνεται.   
Αλλά το γεγονός ότι η Πολιτεία είδε ξαφνικά φως αληθινό και θυμήθηκε σε δυο εβδομάδες όσα ξεχνούσε δυο δεκαετίες και άφηνε να γιγαντωθούν τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο πως η Χρυσή Αυγή αφέθηκε εσκεμμένα ως τώρα να μεγαλώσει, πως αν είχε μπει εξαρχής απαγορευτικό στο νεοναζισμό, κανείς από τους υπόλοιπους παράγοντες δεν θα είχε τόση σημασία.
Όσο για τον Πρωθυπουργό της χώρας, ξεκίνησε παιδί του Αβέρωφ και υπερπατριώτης, μετά έκανε κόμμα που κήρυττε την υπέρβαση του ξεπερασμένου ιστορικά ιδεολογικού διπόλου δεξιάς - αριστεράς, μετά αφού δεν κατάφερε να φτιάξει κόμμα εξουσίας επέστρεψε στο κόμμα εξουσίας, μετά ήταν βαθιά αντιμνημονιακός, μετά έγινε ακόμα βαθύτερα μνημονιακός, μετά έφτιαξε τη θεωρία των δύο άκρων και στο τελευταίο ως τώρα επεισόδιο, έχοντας τους εμφυλιοπολεμικότερους στενούς συμβούλους που μπορεί να έχει κανείς, φέρεται να δυσανασχετεί που δεν προφυλακίστηκαν όλοι οι νεοναζί.
Και γενικότερα τι άλλο άραγε αποδεικνύουν οι τελευταίες μέρες από το ότι πολιτική, δικαστική, μιντιακή και κάθε λογής εξουσία έχουν ως βασικότερο προσόν τους τη δυνατότητα να αλλάζουν πρόσωπο διαρκώς και κατά πώς τις βολεύει, να το αλλάζουν δίχως σταλιά ντροπής και δίχως σταλιά λογοδοσίας για τα αμέσως προηγούμενά τους;
Αν θες να κυβερνάς ανθρώπους, μάθε να μην ντρέπεσαι, μάθε να θεωρείς ότι το παρελθόν σου δεν σε δεσμεύει σε τίποτα, μάθε πως όχι μόνο σε παίρνει να αλλάζεις πρόσωπα, αλλά και πως δίχως αυτή την διαρκή αλλαγή δεν θα γίνεις ποτέ εξουσιαστής και θα παραμείνεις για πάντα σχολιαστής της εξουσίας.

Τρίτη, Οκτωβρίου 01, 2013

Αντιφα for Αντίφαση

Βρίσκομαι, που λες, στην εξής εσωτερική αντίφαση: 
από την μια αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες μέρες είναι βγαλμένο από το πιο τρελό όνειρο και πρόκειται για εικόνες και καταστάσεις καθαρτικές και λυτρωτικές,
από την άλλη όμως, και ταυτόχρονα, αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες μέρες με κάνει να αισθάνομαι περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε στη ζωή μου αδύναμος και ανθρωπάκι μπροστά στους μοχλούς της εξουσίας.
Έχω δηλαδή αντιφατικά συναισθήματα απέναντι σε μια κρατική, θεσμική και γενικότερα συστημική δύναμη που σε πλήρη και κραυγαλέα διάσταση με τα ως τώρα πεπραγμένα της ασκείται σαρωτικά (και το σαρωτικό είναι εξ ορισμού μη δημοκρατικό), σαρωτικά όμως εναντίον του χειρότερου δυνατού πολιτειακού και πολιτικού εφιάλτη.