Κυριακή, Μαρτίου 31, 2013

Εννέα - Δύο

 
Σκεφτόμουν τις προάλλες με τα περί οικονομίας καζίνο και αθέμιτου παιχνιδιού που διακινούσαν οι Σοϊμπλανοί, πόσο βαθιά άδικο έως και εξοργιστικό πρέπει να φαίνεται στον μέσο οπαδό της Μπάγερν να την ανταγωνίζονται και να της παίρνουν τα κύπελλα ομάδες Ρώσων ολιγαρχών, ομάδες που για πάρτη τους έχει χρεοκοπήσει ο Δήμος της Μαδρίτης και ομάδες κατασκευάσματα σεϊχηδων. Σκεφτόμουν πως το οικονομικό fair play που πάει να εφαρμόσει ή έχει ήδη εφαρμόσει με παραθυράκια η UEFA -ούτε ξέρω τι από τα δύο ούτε με νοιάζει, είχα τη λατρεμένη οικογένεια Βαρδινογιάννη στο τιμόνι και την έδιωξα για να φέρω στη θέση της τον παθιασμένο εραστή του Μιχάλη Σαρρή αρχικά και τον μεγάλο ποδοσφαιράνθρωπο Γιάννη Αλαφούζο στη συνέχεια- θα είναι μόνο το πρώτο βήμα και πως σε δεύτερη φάση θα αμφισβητήσουν αναδρομικά με έκτακτο ολονύκτιο σαββατιάτικο γιούρογκρουπ ό,τι κύπελλο έχει κατακτηθεί μέχρι τώρα από ομάδες με ελλειμματικό ισολογισμό ως αποτέλεσμα οικονομικής απάτης. Κι έρχεται αυτό το 9-2 χθες της Μπάγερν να μου φέρει αηδία. Ας μετρήσει σε αντιπαραβολή κανείς τα μεγάλα σκορ που έχει φέρει η Μπαρτσελόνα ή και η Ρεάλ τα τελευταία χρόνια κι ας αναρωτηθεί γιατί αυτές οι ομάδες σταματάνε συνήθως εκεί γύρω στα 5 και μάλλον δεν έχουν βάλει ποτέ 9 γκολ. Να τους είναι άραγε αδύνατο; 
Όταν ξεσπούσε η ελληνική βερσιόν της κρίσης, μου έφταιγε σε ένα ποσοστό η παγκόσμια χρηματοπιστωτική φούσκα του τρέχοντος καπιταλισμού σε συνδυασμό με τη στάση της Ευρωζώνης, και σε έναν άλλο μικρότερο τα δικά μας χάλια. Δεν ήμουν από αυτούς που τους έφταιγαν σε κάτι οι Γερμανοί. Είχα γράψει μάλιστα εγκωμιαστικό ποστάκι για την Εθνική τους και μέσω αυτής για τη γενικότερη οργανωτικότητά τους. Αν το ποδόσφαιρο είναι ένας ακόμη μηχανισμός αναπαραγωγής στερεοτύπων, το ποστάκι αυτό ήταν μια προσπάθεια να δω στον καθρέφτη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας όχι τα στερεότυπα με τα οποία είχα μεγαλώσει, αλλά την αντίθετή τους όψη.
Τρία χρόνια αργότερα μια γερμανική ομάδα βάζει σε μια άλλη γερμανική ομάδα εννέα γκολ, μόνο το ένα από τα εννέα το έχει πετύχει Γερμανός, κι ακούω ως ηχητικό εφέ μπότες που επελαύνουν, ενώ αόρατα μουστακάκια αρχίζουν να εμφανίζονται σε πρόσωπα Περουβιανών σκόρερ
Από αύριο κομμένα μερικά επιδόματα ακόμα στον πολυαγαπημένο ιδιωτικό τομέα, από αύριο ακόμη μικρότεροι μισθοί, κι εγώ αντί να εξακολουθήσω να στραβώνω με όσους στράβωνα (ή μάλλον παράλληλα με αυτούς) στραβώνω με χρονοκαθυστέρηση και με τους Γερμανούς. Ωστόσο ναι, δεν μπορώ να πω πως καταλαβαίνω πια τι ακριβώς γίνεται, δεν μπορώ να δω το μεγάλο σχέδιο πίσω από όλα τα μικρά, ίσως να υπάρχει ίσως και να μην υπάρχει, τα στερεότυπα πάντως είναι πάλι εδώ, δυνατότερα παρά ποτέ, ομαδάρα η Ντόρντμουντ κι είναι δύσκολο να μην γουστάρεις το ποδόσφαιρο που παίζει, θα της δώσω ένα προσωρινό πάσο, αλλά είθε μια από τις πιο διαπλεκόμενες και διεφθαρμένες ομάδες στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, η Γιούβε, να αποκλείσει την ομάδα του Μονάχου, της πόλης τα δικαστήρια της οποίας δεν εξέδωσαν τον Χριστοφοράκο, αλλά εννοείται πως άλλο η διαφθορά των νοτίων κι άλλο η διαφθορά που εξυπηρετεί τις γερμανικές επιχειρήσεις και τη γερμανική μηχανή.
Μπορεί ανεγκέφαλοι κι αμόρφωτοι εικοσάρηδες να χαιρετούν ναζιστικά, αλλά τα εννέα γκολ με τρομάζουν συγκριτικά ακόμη περισσότερο, ίσως γιατί είναι πολύ πιο κοντά στο πρωτότυπο κι ας μην το ξέρουν.  
Μια μέρα θα διαβάζω αυτά τα σχήματα λόγου και θα γελάω, μια μέρα κι αυτό το ποστάκι θα είναι μια ακόμη απόδειξη πως όντως δεν κατάλαβα τίποτα από όλα όσα συνέβαιναν τα χρόνια που άλλαζε η ζωή μας.

Σάββατο, Μαρτίου 30, 2013

Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε


Δούλευε κανονικά, με ωράριο, σε μεγάλη εταιρία, και ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να κάθεται στο γραφείο δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, να κοιτάζει προς τα έξω και να σημειώνει πότε ο ουρανός πάνω από τα κεντρικά της εταιρίας ήταν εντελώς ηλιόλουστος, πότε μαζεύονταν σύννεφα, σε τι ποσοστό κάλυπταν τον ήλιο και για πόση ώρα, πότε ακριβώς ξεκίναγε και πότε ακριβώς τελείωνε η κάθε βροχή. Οι αρμοδιότητές του περιορίζονταν στη συμπλήρωση αυτών των ημερήσιων αναφορών, καθώς άλλα τμήματα ήταν επιφορτισμένα με την αρχειοθέτηση, επεξεργασία και στατιστική ανάλυσή τους.  Η δουλειά του μπορεί να φαινόταν σχετικά απλή, ήταν ωστόσο σαφές πως δεν μπορούσε να την κάνει ο καθένας. Ο εταιρικός θρύλος έλεγε πως οι τρεις προκάτοχοί του στο συγκεκριμένο πόστο είχαν χάσει τα λογικά τους, καθώς η συννεφιά μπορεί απλά να σου χάλασει τη διάθεση και η λιακάδα απλά να στην φτιάξει όταν ασχολείσαι με άλλα πράγματα και ο ουρανός είναι μοναχά το φόντο. Όταν όμως η παρατήρηση του ουρανού γίνεται η κύρια απασχόλησή σου, αργά ή γρήγορα διαπιστώνεις πως υπάρχει κάτι που δεν αντέχεται στην έλευση της κάθε συννεφιάς. Εκείνος όμως ήταν φαίνεται φτιαγμένος από άλλα υλικά κι είχε έτσι διαψεύσει όλες τις προβλέψεις, έχοντας γίνει η αιτία να αλλάξουν πολλά λεφτά χέρια σε ενδοεταιρικά στοιχήματα, καθώς συμπλήρωνε ήδη ένα χρόνο, στον οποίο δεν είχε δείξει το παραμικρό σημάδι κλονισμού.
Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε. Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε. Με ολοένα και μεγαλύτερη ακρίβεια, έχοντας αφήσει πίσω την απειρία των πρώτων μηνών. 9:32, σύννεφα πλησιάζουν από τον νότο / 9:38, συννεφιά καλύπτουσα το 10% της ατμόσφαιρας / 9:47, ουρανός εντελώς μουντός.
Έμεινε στη θέση του δώδεκα χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερεις ημέρες. Θα έμενε παραπάνω, αλλά η εταιρία άντεξε λιγότερο από αυτόν κι έκλεισε. Τον πρώτο καιρό της ανεργίας έψαξε με επιμονή για άλλη δουλειά, αλλά δεν κατάφερε να βρει τίποτα. Σιγά σιγά άρχισε να κλείνεται στο σπίτι του. Για να μη σκουριάζει, τοποθέτησε μια καρέκλα κι ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο κι άρχισε να συμπληρώνει αναφορές κάθε μέρα.
Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε. Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε. Όντας πλέον ο κύριος των αναφορών του, άρχισε να τις κολλάει στους τοίχους του σπίτιου του. Πρώτα κάλυψε το υπνοδωμάτιό του, μετά το σαλόνι, μετά ολόκληρο το σπίτι. Από τους τοίχους πέρασε στα πατώματα, μέχρι που τέλειωσαν κι αυτά. Μετά άρχισε να τις τοιχοκολλά στη γειτονιά του, ύστερα άρχισε να επεκτείνεται σε άλλες. Σίγουρα κάποιοι θα τις έβρισκαν χρήσιμες. Κι άλλωστε αυτό είχε μάθει να κάνει κι ήθελε να εξακολουθήσει να το κάνει καλά.
Οι αναφορές στους τοίχους άρχισαν να κινούν την περιέργεια του κόσμου, μια μέρα τον εντόπισε ένας δημοσιογράφος, σύντομα την πρώτη συνέντευξη ακολούθησε η δεύτερη, κι απέκτησε έτσι ένα σχετικό στάτους.
'Ηταν γέρος πια, αλλά άξιζε τον κόπο, καθώς είδε να μαζεύονται σπίτι του νέα παιδιά που ήθελαν να μάθουν την τέχνη του. Κάθονταν δίπλα δίπλα κοντά στο παράθυρο κι αυτός από πάνω τους τους επέβλεπε ικανοποιημένος. Ναι, πολλοί από αυτούς τρελάθηκαν στην πορεία. Αλλά αυτή η δουλειά δεν ήταν για όλους.
Λίγα χρόνια αργότερα είχε αποσυρθεί εντελώς και απλά καθόταν και χάζευε τον ουρανό. Καθόταν, κοιτούσε και δεν κατέγραφε. Καθόταν, κοιτούσε και δεν κατέγραφε. Μαζεύονταν σύννεφα κι αυτός τα κοιτούσε χαιρέκακα, ξέροντας πως η υποχρέωσή του απέναντί τους είχε τελειώσει. Τώρα μπορούσε να κλάψει. Αλλά δεν υπήρχε κανείς δίπλα του να καταγράψει τα δάκρυά του. Έτσι τα κράτησε μέσα του.
Έζησε μερικές εβδομάδες ακόμα, που τις πέρασε από την επόμενη ημέρα μπροστά σε έναν καθρέφτη. Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε. Καθόταν, κοιτούσε και κατέγραφε. 11:14, συγκινούμαι πάλι, μα πώς; / 11:15, βούρκωσα / 11:16 - 12:07, κλαίω / 12:08, νιώθω καλύτερα / 12:22, γελάω.

Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013

Κινεζοποίηση with a twist

Mέχρι τώρα συνηθίζαμε να λέμε πως η Κίνα είχε κατορθώσει να συνδυάζει τα κακά τόσο του υπαρκτού σοσιαλισμού όσο και του καπιταλισμού, όντας αφενός ως προς την πολιτειακή της οργάνωση και τα δικαιώματα των πολιτών της αντιδημοκρατική και ανελεύθερη, και αφετέρου ως προς την λειτουργία των εργασιακών της σχέσεων εκμεταλλευτική στο έπακρο.
Πλέον μπορεί και η Κύπρος να δηλώνει υπερήφανα πως αποτελεί κι αυτή ένα καπιταλιστικοκομμουνιστικό υβρίδιο (με το δικαίωμα π.χ. στην οικονομική ελευθερία να συνοδεύεται από πενήντα διαφορετικούς αστερίσκους) με δύο μικρές διαφορές: 
πως, πρώτον, τουλάχιστον στην Κίνα αποφασίζουν για τον κινέζικο λαό οι κινέζικες ελίτ, ενώ για την Κύπρο αποφασίζουν πλέον εξωχώριες (sic) ελίτ
και πως, δεύτερον, τουλάχιστον στην Κίνα το μοντέλο αυτό συνοδευόταν ως τώρα με θηριώδεις ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ στην Κύπρο προβλέπεται να συνοδευθεί με από εδώ και πέρα θηριώδεις ρυθμούς ύφεσης.  

Τρίτη, Μαρτίου 26, 2013

Γκάνγκστα ραπ

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει εγκαίρως αν επιθυμεί να λειτουργήσει ως αριστερό κόμμα ή αν θα εκφυλιστεί οριστικά σε κακέκτυπο ΠΑΣΟΚ. Βασικά δηλαδή πρέπει να αποφασίσει τι στάση θα κρατήσει απέναντι στο ευρώ. Αν το ευρώ είναι κατ' αυτόν το εθνικό μας νόμισμα, η ευρωζώνη το σπίτι μας και το εικόνισμά μας, αν το σχέδιό του είναι πως θα ταράξει τους εταίρους στη διαπραγμάτευση και πως με μια σειρά από διαδοχικές ντρίμπλες και μπλόφες θα σύρει θριαμβευτικά ο Δραγασάκης το επιτέλους ηττημένο κορμί του Σόιμπλε, τότε δεν κοροϊδεύει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, τότε οι μόνοι που θα επιχειρήσει να κοροιδέψει είναι οι ψηφοφόροι που θα επιθυμούν να κοροϊδευτούν. 
Αν αντίθετα αρχίζει να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους πως ναι, το άθλιο αυτό νόμισμα -όχι εξ ορισμού άθλιο, άθλιο όπως έχει ως τώρα εξελιχθεί- δεν είναι ταμπού και πως, ναι, αν η άλλη πλευρά, την οποία ο ίδιος ο πρόεδρός του αποκάλεσε προχθές «γκάγνγκστερς», δεν είναι διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά να επιβάλλει τους όρους της, τότε εμείς θα επιλέξουμε να φύγουμε από την ευρωζώνη, αν αρχίσει να τα διακηρύσσει όλα αυτά και να τα εννοεί, υπάρχει -ίσως- μια πιθανότητα να επιτύχει διαπραγματευτικές νίκες.  

Απ' τα άστρα χύθηκε καφές


Διάβαζε τα άστρα, του διαβάζαν τον καφέ, του ρίχναν τα χαρτιά, 
μέχρι που απ' τα άστρα χύθηκε καφές κι απ' τα χαρτιά ξεφύγαν οι φιγούρες,
μέχρι που οι λέξεις γέμισαν με ρο και τα σχήματα σημάναν αριθμούς,
μέχρι που ονόματα ημερών άρχισαν να τέμνουνε το συνεχές του χρόνου,
γιατί παλιά όλη η στεριά ήταν ένα κι όλη η θάλασσα το ίδιο
κι ο κάθε χρόνος κρατούσε είκοσι μέρες παραπάνω
και ένα από τα αδιάβαστα ακόμη άστρα έπεσε πάνω στη γη
κι έτσι τους δεινόσαυρους τους λέμε πια πουλιά
και εξέλιξη στην εξέλιξη στην εξέλιξη φτιάχτηκε ο άνθρωπος
κι από τότε που φτιάχτηκε είναι δεμένος με αόρατα σχοινιά,
που με τη σειρά τους είναι δεμένα μεταξύ τους κόμπο
κι ο κάθε άνθρωπος είναι δέσμιος των δικών του κόμπων,
κι η εξέλιξη προσπαθεί να τους λύσει ή -έστω- χαλαρώσει,
αλλά αυτά τα πράγματα παίρνουν εκατομμύρια χρόνια
κι ο κάθε άνθρωπος έχει στη διάθεσή του πολύ λιγότερα,
με αποτέλεσμα να διαβάζει τα άστρα, τον καφέ και τα χαρτιά,
και πάνω απ' όλα τα τραγούδια του Κοέν,
εν - δυό, εν - δυό, ώσπου να γίνουν τα δύο - εν.

Παρασκευή, Μαρτίου 22, 2013

Μπλάιντ

Σήμερα, αύριο, τις επόμενες βδομάδες, ας ζήσουν τις μεγάλες τους στιγμές και την στον ουρανό την γύρευαν στη γη την βρήκαν δικαίωσή τους, όλοι όσοι μια τριετία τώρα ηρωικά και με αυταπάρνηση δεν κουράστηκαν να υπερασπίζονται τα ανυπεράσπιστα και δεν το έβαλαν κάτω προσπαθώντας να μας πείσουν πως δεν γίνεται αλλιώς: η «πραγματικότητα» τους φαίνεται να κερδίζει.
Ωστόσο, όταν μια κατάσταση παγιώνεται στη συνείδηση του κόσμου ως εντός ή εκτός εισαγωγικών τυραννική (ακόμη και αν πρόκειται για την τυραννία της ίδιας της πραγματικότητας), όταν εκλείπει η με τη στενή έννοια του όρου πολιτική ελπίδα, κάτι άλλο θα βρεθεί να την υποκαταστήσει.
Πανηγυρίστε τον θρίαμβο του πραγματισμού σας, επιβάλετε τρισχειρότερα μέτρα τώρα που θα έχετε και το βολικό επιχείρημα, συνεχίστε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο τον δρόμο που έχετε τραβήξει: όταν η «λογική» σας βάζει απέναντί της το συναίσθημα και το ενοχοποιεί, όταν η λογική σας είναι η λογική του στενού δικού σας συμφέροντος, κάποια στιγμή το συναίσθημα θα πνίξει τα πάντα και τότε δεν θα υπακούει σε καμιά λογική, θα γίνει απελπισία και τυφλή οργή και αίμα.
Δημοκρατία και τρόμος είναι έννοιες ασύμβατες, κι αν συμβαδίσουν θα συμβαδίσουν προσωρινά και έκτακτα. Δημοκρατία και συντριβή των πολιτών δεν πάνε μαζί. 
Η γερμανική ευρωζώνη βλάπτει σοβαρά τις δημοκρατίες των ευρωπαϊκών χωρών.
Αν η πραγματικότητά σας δεν προσφέρει ελπίδα παρά μόνο δίκαιη τιμωρία και υπόσχεση συνολικής εξαθλίωσης, αυτή είναι μια πραγματικότητα που αδυνατεί να υποστηρίζεται για πολύ ακόμη με τα ΜΑΤ και τα Μega: θα χρειαστεί να περάσετε στο επόμενο πολιτειακό στάδιο, και πιθανότατα η αφορμή θα σας δοθεί απλόχερα, αφού όταν σπέρνεις απόγνωση κάποια στιγμή θα θερίσεις και απεγνωσμένες αντιδράσεις.

Τρίτη, Μαρτίου 19, 2013

Η βασίλισσα είναι γυμνή

Να πω ότι δεν είμαι μπερδεμένος, ψέμματα θα είναι: πόσο κακό είναι να πάρεις τα λεφτά από τους μεγαλοκαταθέτες; Μήπως τελικά είναι ο κομμουνισμός το ανώτατο στάδιο του προτεσταντισμού; Και δεν έχω καταλάβει, ισχύει ή δεν ισχύει πως το κούρεμα και στις καταθέσεις κάτω από τα 100.000 ευρώ το ζήτησαν οι ίδιοι οι Κύπριοι εκπρόσωποι, προκειμένου να μην είναι υπέρογκο το κούρεμα στις καταθέσεις πάνω από τα εκατό χιλιάρικα;
Από την άλλη, το πιο σημαντικό απ' όλα μου φαίνεται πως κάποιος επιτέλους φώναξε πως η βασίλισσα Τίνα είναι γυμνή. Τι κι αν αυτός ο κάποιος έχει, όπως η Κύπρος, μέγεθος μικρού παιδιού; Η βασίλισσα περιέφερε τη γύμνια της τα τελευταία χρόνια ολοένα και πιο προκλητικά, κι έπρεπε να προσποιούμαστε πως δεν τη βλέπουμε, έπρεπε να δεχτούμε πως, ναι, τα φοράει τα ρούχα της όλα, πως είναι μονόδρομος να τα φοράει, πως το να αποκαλύψεις τη γύμνια της ισοδυναμεί με καταστροφή.
Από την άλλη της άλλης, όλοι οι μνημονιακοί παπαγάλοι τώρα έχουν την μεγαλύτερη ελπίδα τους, τώρα μεταμορφώνονται σε κοράκια ελπίζοντας η Κύπρος να πάθει μεγάλο κοκομπλόκο, να τιμωρηθεί παραδειγματικά, να πληρώσει με τον πλέον οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες της ανυπακοής της.
Τώρα που το επιχείρημά τους «Μα όλοι υποκύπτουν και υπογράφουν, γιατί δεν γίνεται αλλιώς» παύει να ισχύει, όλα τους τα λεφτά είναι πάνω στο «Δείτε τι έπαθε και πόσα εκατομμύρια χρόνια πίσω πήγε αυτός που δεν υπάκουσε». Αν όμως παρ' ελπίδα δεν πάει εκατομμύρια χρόνια πίσω, αν όμως παρ' ελπίδα τα βγάλει με κάποιο τρόπο πέρα, τότε το «η Κύπρος δεν είναι Ελλάδα» μια φορά θα το λένε και τρεις θα τους φτύνουν.
Τίνα, καριόλα μου, είσαι γυμνή. Πάντοτε ήσουν. Η ζωή έχει ως πρώτη ύλη της τις εναλλακτικές, στην πολιτική δεν υπάρχουν μονόδρομοι, δημοκρατίες υπό εκβιασμό δεν είναι δημοκρατίες.
Πιο σημαντικό κι από το «Όχι», το ούτε ένα «Ναι»· τόσο πολύ μονόδρομος.

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2013

Η Μεγάλη Απολιτικοποίηση των 11

 
Στο ενενηκοστό λεπτό οι γηπεδούχοι (Έλληνες Εθνικιστές) κερδίζουν πέναλτι. Την εκτέλεσή του αναλαμβάνει ο νεαρός Κατίδης. Με ασύλληπτη εκτίναξη ο πορτιέρο Σταλόνε λυτρώνει την ομάδα του, που αποδρά με μεγάλο διπλό από την έδρα της απολιτίκ νεολαίας του χρυσαυγίτικου λάιφστάιλ, όπως σπεύδουν να μεταδώσουν όλα τα τσοντοκάναλα. Κατά της απόκρουσης του Σλάι έφεση άσκησε ο εισαγγελέας της δίκης Κασιδιάρη, κρίνοντας ως αναξιόπιστη την μαρτυρία ότι η μπάλα δεν μπήκε στο τέρμα. Βουλευτές της ΝΔ σπεύδουν να συγχαρούν τον εισαγγελέα (άλλοι κατά λάθος κι άλλοι για να του δώσουν μια ευκαιρία να ζητήσει συγγνώμη), ενώ ο Δημήτρης Κρεμαστινός ψηφίζει λευκό γιατί όπως δηλώνει δεν γνωρίζει τους κανονισμούς του ποδοσφαίρου.

Όλα παίζουν


Ο Σόιμπλε εξηγεί πως η περίπτωση της Κύπρου είναι τελείως διαφορετική από τις υπόλοιπες περιπτώσεις δημοσιονομικού εκτροχιασμού εντός της ευρωζώνης, που με τη σειρά τους επίσης είναι βέβαια τελείως διαφορετικές η μία από την άλλη,
και να που δεν πάει να πίστευες τρία χρόνια τώρα πως και το σύμπαν να γκρεμιστεί θα προτιμήσουν να διατηρήσουν τα ΑΤΜ τους ανοικτά, πως αυτά είναι που συντηρούν τη θεμελιώδη ψευδαίσθηση του συστήματος, πως αυτά είναι το ιερό του που θα μείνει πάση θυσία απαραβίαστο, 
κακώς το πίστευες, στους μπερδεμένους καιρούς όλα παίζουν
και κομμουνιστικά μέτρα θα εφαρμόσουμε
και τις περιουσίες θα σας δημεύσουμε
και στην καραπουτσακλάρα μας όλα,
ο υπαρκτός καπιταλισμός δεν είναι δογματικός, είναι ευέλικτος, δοκιμάζει, τεστάρει, βλέπει πως πειθαρχεί ο άλφα λαός, μετά περνάει στον βήτα, ύστερα του ανοίγει η όρεξη για περισσότερα στον γάμα, και πάει λέγοντας,
αλλά πιθανώς δεν είναι καν θέμα υπαρκτού καπιταλισμού,
πιθανώς είναι θέμα πως για να φτάσεις ψηλά στην πολιτική ζωή και να κατακτήσεις αξιώματα και να φτάσεις να ορίζεις τις ζωές των ανθρώπων, πρέπει να μην είσαι δογματικός, να είσαι ευέλικτος, να δοκιμάζεις, τεστάρεις, να βλέπεις αν ανέχονται τον άλφα ελιγμό σου, μετά να περνάς στον βήτα, ύστερα να σου ανοίγει η όρεξη για περισσότερους, και πάει λέγοντας,
στους μπερδεμένους καιρούς άλλωστε όλα παίζουν,
να λοιπόν που ο Πάνος ο Σκουρλέτης λέει και με τη ΔΗΜΑΡ, γιατί όχι, αν φύγουν τώρα από την κυβέρνηση κι αυτοί καλά παιδιά θα δείξουν ότι είναι, αλλά και να μη φύγουν τώρα βρε αδελφέ, εμείς αρχίσαμε να περνάμε την ιδέα ότι θα τα βρούμε, όλα τα βρίσκουμε σιγά σιγά, εθνάρχης είναι ο Καραμανλής, μαζί σου Αντρέα για μια Ελλάδα νέα, τι να κάνουμε, αν θέλουμε να μας αφήσουν να κυβερνήσουμε, πρέπει να έχουμε πρώτα πείσει πως είμαστε μηδενικά επικίνδυνοι,
αφού άλλωστε τι έχουμε να φοβηθούμε από το 4 - 5 τοις εκατό που μας ψήφιζε πάντοτε, 
ότι θα φύγουν; και να πάνε πού;
όταν έρθει η ώρα δεν θα μας επιλέξουν για να μη γεμίσει η χώρα Κατίδηδες;
δεν είμαστε ούτως ή άλλως απείρως προτιμότεροι απ' τους Κατίδηδες;
Κατίδηδες που είδαν μια ωραία κίνηση από την Χρυσή Αυγή και είπαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο έτσι,
είναι ωραίο πράγμα η Χρυσή Αυγή, και πάντως άλλο ο ναζιστικός χαιρετισμός, άλλο ο χαιρετισμός του Μεταξά, άλλο το χαιρέτα μου τον Παυλή,  άλλο το χαιρέτα μου τον πλάτανο,
στους μπερδεμένους καιρούς άλλωστε όλα παίζουν,
και να χαιρετήσεις και ψιλοναζιστικά δεν χάλασε ο κόσμος,
ο κόσμος έχει χαλάσει προ πολλού, ο Γιώργος Παπαδάκης κάνει βραδυνή εκπομπή με καλεσμένη την Άννα Βίσση και δεν κουράζεται να μας δείχνει πλάνα αρχείου από το 97 και το 95 και το 93 και το 92, γεμάτα τα στούντιο της μπραβορούλας από νεαρά παιδιά που έμαθαν από μικρά «να μην ασχολούνται με την πολιτική» αλλά με τους Δαίμονες της Άννας και του Νίκου, δεν έχει άλλωστε νόημα να ασχοληθείς με την πολιτική μέχρι να ασχοληθεί αυτή δαιμονιωδώς μαζί σου,
κάπου γύρω σε 92 και 93 πρέπει να γεννήθηκε κι ο Γιώργος ο Κατίδης, δεν πρόλαβε τους παλιούς Δαίμονες, ίσως πάει να δει τους καινούριους, είναι της μόδας ο Κασιδιάρης, όχι και τόσο όμως αν είσαι φέρελπις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής μαλάκα μου, δεν έχουμε εξάγει ακόμα την μόδα του νεοναζισμού στα εξωτερικά, είναι ντόπιο τρεντ, 
που δεν αφήνει ανεπηρέαστο και τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ, τον οποίο η ΔΗΜΑΡ δεν καταδίκασε με τον ίδιο τρόπο που καταδίκασε τον Κατίδη, ίσως είχε πιεί τα ουίσκια του ο Ψαριανός από την αγωνία για το αν θα σωθεί η ομάδα και μάτωσε η καρδιά του που είδε την αεκάρα να σώζεται με γκολ που πανηγυρίζεται με ναζιστικό χαιρετισμό,
γιατί ο Γρηγόρης ξέρει πως στην πολιτική πρέπει να λερώνεις τα χέρια σου για το καλό της πατρίδας, αλλά η μπαλίτσα είναι άλλο, είναι κάτι αγνό,
οπότε μην πανηγυρίζεις έτσι, Γιώργο Κατίδη, εκτός κι αν είναι για να μείνουμε στο ευρώ, εκτός κι αν είναι για να μην χρεωκοπήσουμε άτακτα, εκτός κι αν είναι για να μην μας κατάσχουν τις καταθέσεις, να μην ξεμείνει η χώρα από φάρμακα και να μην λιποθυμούν μαθητές στα σχολεία από το μαράζι που οι επίορκοι μένουν ακόμη στο Δημόσιο.

Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2013

Ομορφοβία

Το χάσιμο στο χτίσιμο: αυτό που σου προκαλεί η ομορφιά. Γιατί η ομορφιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα χτίσιμο, ένα κτίσμα, ένα γλυπτό, ένας σχηματισμός εντός ενός ελάχιστου χώρου, του χώρου του ανθρώπινου προσώπου. Και αυτό που παθαίνεις είναι πως χάνεσαι, πως μπαίνεις μέσα σ΄ ένα πρόσωπο που γίνεται ένας ολοκαίνουριος τόπος, που τον ταξιδεύεις με τα μάτια, που τον ταξιδεύεις νοερά, που τον ταξιδεύεις έπειτα με το στόμα ανταποκρινόμενος στην ομορφιά, απαντώντας σε αυτό που εκπέμπει, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη σου για την παρουσία της, προσπαθώντας να εγκιβωτίσεις την ουσία της, λειτουργώντας σαν βαμπίρ που θέλει να αποσυνθέσει την μορφή του προσώπου που φιλά, να πιει την μορφή από το πρόσωπο, να πιεί δηλαδή το ίδιο το πρόσωπο, να πιει δηλαδή την ίδια την ομορφιά και να την πάρει δια του φιλιού μέσα του, να την κάνει ανάμνηση, να την κάνει βίωμα, να της κάνει σπονδή ως μια ομορφιά με την οποία συναντήθηκε, κοιτάχτηκε, φιλήθηκε.

Αυτό που χωράει στα λίγα εκατοστά του προσώπου. Από τα μαλλιά ως το πηγούνι. Καταχρηστικά κι ως τον λαιμό. Όλο το υπόλοιπο είναι σώμα. Έχει κι αυτό μια σχετική σημασία, αλλά πάντως δεν πρόκειται για τη σημασία της ομορφιάς. Αντιγραφή από την βικιπαίδεια: «Κάθε πρόσωπο έχει πολυάριθμα ξεχωριστά διακριτικά στοιχεία από άλλα, με διαφορετικές κορυφές και κοιλάδες, που μπορούν να αποτελέσουν χαρακτηριστικά για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Τέτοια μπορεί να είναι: Η απόσταση μεταξύ των ματιών. Το πλάτος της μύτης. Το βάθος των ματιών Το σχήμα των ζυγωματικών. Το μήκος του σαγονιού. Το ανθρώπινο πρόσωπο έχει περίπου 80 τέτοια χαρακτηριστικά, που καθορίζουν τις διαφορές μεταξύ προσώπουν και αποκαλούνται κομβικά σημεία (nodal points)». Βοηθάει αυτή η περιγραφή; Πάρα πολύ λίγο. Πώς καμπυλώνεται ο χώρος, πώς διατάσσονται τα μάτια, η μύτη, το στόμα, πώς σχηματίζεται η διαφορετική μορφή, τι ακριβώς συνιστά την ομορφιά; Πώς μπορούν να χωρούν τόσα δισεκατομμύρια εντελώς μοναδικών παραλλαγών σε ένα τόσο ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο: αυτό είναι το μέγα μυστήριο της ομορφιάς. Κι αν οι θρησκείες φτιάχτηκαν για να αντιμετωπίσουν το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, τότε τι φτιάχτηκε για να αντιμετωπίσει το μυστήριο της ομορφιάς; Ο έρωτας; Κάθε άλλο.

Σε μια σκηνή στις «Δεσποινίδες του Βίλκο», μια γυναίκα λέει σε έναν άντρα ότι ο έρωτας είναι παράλογισμός: ο παραλογισμός του να προσκολλάσαι τόσο εμμονικά από όλα τα πρόσωπα των ανθρώπων σε ένα και μόνο, ο παραλογισμός του να έχεις μάτια για μία και μόνο ομορφιά. Η ομορφιά είναι ο θανάσιμος εχθρός του έρωτα. Και ο έρωτας είναι ομορφοβία: φοβία για την επίδραση της ομορφιάς των άλλων και μαζί η βία της μίας και μόνης ομορφιάς. Η πίστη στην ομορφιά, η ακατάβλητη έλξη για την ομορφιά είναι ό,τι προσπαθεί -άλλοτε μάταια, άλλοτε όχι- να αντισταθεί στον ερωτικό παραλογισμό. Η ομορφιά σού υπενθυμίζει διαρκώς αυτό που ο έρωτας προσπαθεί να σε κάνει να ξεχάσεις: πως δεν κατοικεί σε ένα και μόνο πρόσωπο. Ο έρωτας σού λέει μην κοιτάς άλλες ομορφιές, έχε μάτια μόνο για μία. Ο έρωτας εμποδίζει την πρόσβαση σου στην πολλαπλότητα της ομορφιάς, καθηλώνοντας σε εκστατικά σε ένα πρόσωπο που παύει να είναι απλά όμορφο, που γίνεται κάτι πιο σύνθετο από σκέτα όμορφο: ομορφιά, για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί.

Αστερίσκος στον ορισμό της ομορφιάς ως μορφή και μόνο: ο αστερίσκος του βλέμματος. Το βλέμμα καθιστά το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο ενεργό, καθιστά το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο πρόσωπο. Υπάρχουν έτσι δυο διαφορετικά είδη ομορφιάς: εκείνη του προσώπου που κοιτάζει αλλού κι εκείνη που προκύπτει σε ένα βαθμό και από το προς εσένα βλέμμα. Ένα πρόσωπο που εκπέμπει ένα βλέμμα διαφορετικό και μιλά σε μια συχνότητα φωνής διαφορετική από πριν, δεν είναι το ίδιο με πριν πρόσωπο. To πρόσωπο που σε θέλει και το πρόσωπο που δεν σε θέλει είναι δυο διαφορετικά πρόσωπα. Υπάρχει ο αστικός μύθος πως όσο ένα πρόσωπο δεν ανταποκρίνεται στο βλέμμα σου, η ομορφιά του σου φαίνεται ακόμη περισσότερο έντονη. Ο αστικός μύθος πως ένα πρόσωπο που αρνείται να σε κοιτάξει όπως το κοιτάς, σε κάνει να το θες ακόμη περισσότερο. Η αλήθεια είναι πως το πρόσωπο που κοιτάζει αλλού καθίσταται τελικά τόσο απρόσιτο, που τα χαρακτηριστικά του σταδιακά παγώνουν όπως και το βλέμμα του, που σταδιακά είναι η ίδια του η ομορφιά που παγώνει. Το πιο όμορφο πρόσωπο είναι αυτό που σε κοιτά σαν να είσαι όμορφος κι εσύ.
(Κείμενο γραμμένο για το μπαχάρ)

Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013

Η Oμίχλη και η Άνοιξη

Η ομίχλη του πολέμου: «Το Πρόσωπο της Ομίχλης» του Σεργκέι Λόζνιτσα ξεκινά με ένα καλοκουρδισμένο μονόπλανο. Βρισκόμαστε στο 1942, στα δυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, στην υπό ναζιστική κατοχή Λευκορωσία, και τρεις άνδρες οδηγούνται στην κρεμάλα. Καθώς τους οδηγούν εκεί, στην πλατεία του χωριού ακούγονται λογύδρια για το πόσο ακατανόητο και μάταιο είναι που μερικοί να εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται πόσο φίλοι μας είναι οι Γερμανοί και πως είναι εδώ για να ανοικοδομήσουν τον τόπο. Κανονικά έπρεπε να είναι τέσσερεις οι άνδρες που θα οδηγούνταν στην κρεμάλα, γιατί τέσσερεις συνελήφθησαν ως συνεργοί της ίδιας πράξης. Ο ένας τους όμως αφέθηκε ελεύθερος. Έτσι, όταν ένα βράδυ δυο παρτιζάνοι φτάνουν στο σπίτι του βαθιά μέσα στο δάσος, όπου ζει με τον μικρό του γιο και την όμορφη γυναίκα του, και τον καλούν να έρθει μαζί τους, είναι σαφές ότι δεν τον θέλουν για καλό σκοπό. «Περίμενα ότι θα ερχόσασταν». «Άρα ομολογείς πως είσαι ένοχος;». «Δεν είμαι ένοχος για τίποτα». Λέει αλήθεια; Αν δεν τον άφησαν ελεύθερο επειδή πρόδωσε τους υπόλοιπους, γιατί να τον άφησαν; Κι ακόμα κι αν λέει αλήθεια, μπορεί κανείς να μην είναι ένοχος για τίποτα; Ό,τι κι αν θα έλεγε ο Κάφκα επ' αυτού, η ταινία θα επικεντρωθεί στους δύο παρτιζάνους και τον κατηγορούμενο ως προδότη και στις επιλογές που καλούνται να πάρουν μέσα στην ομίχλη του πολέμου, παρεμβάλλοντας στην πορεία ένα φλας μπακ για τον καθένα τους, το οποίο μας βοηθά να τους σκιαγραφήσουμε καλύτερα.
«Ο πόλεμος είναι ένα τοπίο αβεβαιότητας. Τα τρία τέταρτα όλης της δράσης στον πόλεμο είναι κατά το μάλλον ή ήττον τυλιγμένα σε μια ομίχλη αβεβαιότητας. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται, είναι ένα καθαρό, διεισδυτικό μυαλό για να εντοπίσει την αλήθεια, στηριγμένο στη δική του κρίση και μόνο»: από αυτήν την φράση του Κλαουζεβιτς καθιερώθηκε ο όρος «ομίχλη του πολέμου» και η ταινία μιλά κατ' εξοχήν για αυτήν την ομίχλη. «Επί 37 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, όλοι στο χωριό με σέβονταν και ήξεραν τι άνθρωπος είμαι. Τώρα γιατί με θεωρούν όλοι προδότη, πόσο πολύ να με αλλάξει ο πόλεμος;». «Ο άνθρωπος είναι ευμετάβλητο ον, ειδικά όταν πρόκειται για την επιβίωσή του», θα του απαντήσουν. Είναι όμως η επιβίωση το υπέρτατο αγαθό ή αν σε θεωρούν όλοι προδότη είσαι χειρότερος κι από νεκρός, είσαι ένας ντροπιασμένος νεκροζώντανος που το όνειδος του ονόματός σου θα ακολουθεί τη γυναίκα σου και το παιδί σου; Η εσωτερική ερμηνεία του Βλάντιμιρ Σβίρσκιυ, στον ρόλο του Σισένια, συνεισφέρει στο να μας προσφέρει έναν ούτως άλλως αξιομνημόνευτο σε υπαρξιακό επίπεδο ήρωα.
Η ταινία έχει το βασικότατο προτέρημα να αρχίζει και να τελειώνει με ευρηματικούς κινηματογραφικά τρόπους. Το βασικό σώμα της όμως έχεις την αίσθηση πως διαρκεί περισσότερο από όσο θα έπρεπε, πως συχνά οι ήρωες περιφέρονται μέσα στο δάσος χωρίς να είναι τόσο απαραίτητο ούτε δραματουργικά (όσο κι αν η περιφορά τους συνιστά και μια μεταφορά για την ομίχλη του πολέμου) ούτε αισθητικά (παρά την υπέροχη φωτογραφία του Όλεγκ Μούτου, διευθυντή φωτογραφίας και στο «Πίσω από τους Λόφους»).
Το πρόσωπο της άνοιξης: Σε αντιδιαστολή με την ομίχλη του πολέμου, η διαύγεια μιας ανοιξιάτικης μέρας: μια από τις πιο υποτιμημένες ψυχοθεραπευτικές και μυσταγωγικές εμπειρίες είναι το να περπατάς χωρίς να πηγαίνεις κάπου, το να περπατάς σαν βόλτα, ή ούτε καν σαν βόλτα, το να περπατάς ας πούμε τα δέκα λεπτά που έχεις να σκοτώσεις μέχρι να αρχίσει ένα κυριακάτικο απόγευμα «Το πρόσωπο της ομίχλης». Οι ανοιξιάτικες μέρες είναι η πιο κατάλληλη εποχή για να αγχώνεσαι για κάτι που επίκειται ή για να καταβάλλεσαι για κάτι που έχει προηγηθεί: όποιο κι αν είναι το μέγεθος και η αιτία του άγχους ή της στενοχώριας, μοιάζουν μπροστά στο μέγεθος και τη σημασία της ηλιόλουστης ημέρας σχεδόν εκτός θέματος. Οι ανοιξιάτικες ημέρες υπαινίσσονται πως το νόημα της ύπαρξης είναι το φως της καλοκαιρίας και πως όλα τα υπόλοιπα νοήματα είναι εν τέλει δευτερεύοντα.
Ένα άλογο και ένας σκύλος: Σε μια πολύ όμορφη σκηνή παρακολουθούμε ένα αυτοκίνητο να έρχεται από μακριά, περνώντας δίπλα από ένα μικρό λιβάδι, στο οποίο δεσπόζει ένα μαύρο άλογο. Το άλογο αρχικά κοιτάζει αλλού, μετά στρέφει το κεφάλι του προς το αυτοκίνητο που πλησιάζει, κι όταν αρχίζει να απομακρύνεται επιστρέφει στην κοσμάρα του, ξαναστρέφοντας το κεφάλι προς τα εκεί που κοιτούσε πρώτα. Λίγο πριν μπω στο σινεμά ένα σκυλί σε ένα μπαλκόνι γαβγίζε και κουνούσε την ουρά του. Σκέφτομαι πως για εκείνο είναι μια σκέτα όμορφη μέρα χωρίς θλίψεις ή άγχη. Μήπως όμως τα ζώα συγκινούνται λιγότερο από αυτήν την ομορφιά; Ή απλά είχαν τη σοφία να μην κάνουν όλη αυτήν την παράκαμψη από τα θεμελιώδη, την παράκαμψη που αποκαλούμε ευφημιστικά πολιτισμό, είχαν δηλαδή την σοφία να μην αφήσουν τον λόγο να μολύνει τις αισθήσεις τους, να μην αφήσουν τα ζόρια της κοινωνίας να τους εμποδίσουν από το να ζουν τις μέρες τους, έτσι, σκέτα, χωρίς πολλά πολλά. Και πιθανώς να το παράκανα σήμερα με αυτού του είδους τις παρεκβάσεις, αλλά εξαρχής έτσι ήταν η φύση αυτής της στήλης, όχι λόγια αυστηρά περιορισμένα σε μια ταινία, αλλά διάλογος με την εκάστοτε ταινία, όπου αυτή θα λέει τα δικά της κι εγώ τα δικά μου, όπου άλογα σε κινηματογραφικά κάδρα θα συνομιλούν με σκυλιά σε μπαλκόνια έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Ή που μάλλον δεν θα συνομιλούν, θα εξακολουθούν να μένουν στην κοσμάρα τους, ζώντας ευτυχισμένα, ή έστω πέρα από την ευτυχία και την δυστυχία, εκεί που το το τι μέρα κάνει έξω δεν είναι κάτι άξιο παρατήρησης και στοχασμού, αλλά μια πραγματικότητα οργανικά δεμένη με το είναι τους.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Σάββατο, Μαρτίου 09, 2013

Το κάτω απ' την ψυχούλα

Μερικά πλάνα από το βίντεο του χρυσαυγίτη πολιτευτή που μιλάει για φούρνους και σαπούνια θα μπορούσαν να ανήκουν σε σίκουελ της ταινίας του Φίλιππου Τσίτου, «Aκαδημία Πλάτωνος». Οι ομοιότητες είναι πολλές: όπως ο Πλωμαρίτης κάθεται σε τραπεζάκια έξω και απολαμβάνει τον καφέ του χαριεντιζόμενος με τους ομοϊδεάτες του, έτσι και στην ταινία τέσσερεις μεσήλικοι Έλληνες κάθονται όλη μέρα σε τραπεζάκια έξω, πίνοντας φραπέδες και μπύρες και βλέποντας την ως τότε ολόδική τους αθηναϊκή γειτονιά να γεμίζει με κινέζικα μαγαζιά. Εκείνοι σχολιάζουν περιπαικτικά τους Κινέζους απέναντί τους, ο χρυσαυγίτης αποκαλεί «μπαμπουίνο» έναν μετανάστη που σέρνει ένα καρότσι απέναντί του. Ένα μαύρο σκυλί δίπλα στον Πλωμαρίτη φέρνει στο νου τον σκύλο της ταινίας, oνόματι Patriot, που είναι εκπαιδευμένος να μυρίζει και να γαβγίζει ειδικά τους Αλβανούς.

Η ταινία προβλήθηκε το φθινόπωρο του 2009, τους τελευταίους δηλαδή μήνες της παλιάς μας ζωής. Και διαδραματίζεται στην καλύτερη εποχή της παλιάς μας ζωής, λίγους μήνες δηλαδή μετά το ονειρικό καλοκαίρι του 2004. Το 2009 έλεγα για την ταινία: «Έχεις την αίσθηση ότι οι τέσσερεις φίλοι  δεν θα σου πουν αυτό που θα σου πουν οι περισσότεροι, δηλαδή το κλασσικό: «Προς Θεού, μην με παρεξηγήσεις, εγώ δεν είμαι ρατσιστής». Έτσι, αν δεχθούμε ότι αν ακούσεις κάποιον να ξεκινάει με αυτή την φράση, ξέρεις πως αμέσως μετά θα ακολουθήσει σειρά ρατσιστικών σχολίων, οι τέσσερείς τους είναι ένα σκαλί πιο πέρα· και πράγματι είναι, όταν τους βλέπουμε να πειράζουν φραστικά έναν Αλβανό. Λίγες μέρες μετά όμως θα τον φωναξουν να παίξει μπάλα μαζί τους. Γιατί τελικά οι τέσσερεις ήρωες της ταινίας (αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) είναι σαν το συγκεκριμένο σκυλί της ταινίας: άκακοι. Ο ρατσισμός τους περιορίζεται στο γάβγισμα. Δαγκώματα τύπου Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριό τους, αλλά φαίνεται και ότι είναι ολότελα έξω από το χαρακτήρα τους. Ίσως είναι ένας τρόπος με τον οποίο θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας· ότι δηλαδή ακόμη κι αυτός που τον ρατσισμό του δεν θα τον καλύψει, αλλά θα τον φωνάξει ελεύθερα, έχει κατά βάθος χρυσή καρδιά· ότι ο ρατσισμός μας είναι τελικά επιφανειακός, αφού και σπίτι μας θα τον βάλουμε τον Αλβανό και αδελφός μας θα δεχτούμε, έστω με προσωπική συντριβή, ότι είναι».

Πώς μπορούμε να ξαναδούμε την ταινία το 2013; Πόσοι από τους τέσσερεις να ψήφισαν πέρσι Πλωμαρίτη; Δεν είναι προφανέστατα προνύμφες του ψηφοφόρου που εκτόξευσε την Χ.Α; Γιατί διάβασα την ταινία έτσι τότε και δεν με φόβησε τίποτε; Μήπως παραείδαμε με κατανόηση τον εαυτό μας; Μήπως το μεγαλύτερο κακό είναι πως θεωρούσαμε ότι ήμασταν άκακοι; Μήπως προτιμούσα να ζω σε μια χώρα που το αστείο είναι αστείο και τίποτα παραπάνω -σάμπως εγώ δεν έχω κάνει άλλωστε ιδιωτικά παρόμοια τέτοια;- και που εν πάση περιπτώσει ό,τι κι αν λέγαμε, κατά βάθος ήμασταν ψυχούλες;

Μα δεν θα μπορούσε να είχε μείνει όλο αυτό εγκλωβισμένο στα γαβγίσματα, στα ανέκδοτα, στην συνείδηση του ότι δεν κάνει να λέμε τέτοια και στα σοβαρά; Θα μπορούσε και θα έμενε, αν δεν ερχόταν η συνολική ανατροπή της ζωής μας. Αλλά όπως δεν ήταν νομοτελειακή εξέλιξη, δεν ήταν και κάτι που ήρθε από το πουθενά. Με ριζικά κλονισμένη την υλική συνθήκη που αποτελούσε τμήμα της ταυτότητάς μας, πολλοί από εμάς βρήκαν καταφύγιο σε ένα άλλο τμήμα της, προϋπάρχον και σιχαμένο, το οποίο από μουλωχτό μετατρέπεται τώρα απενοχοποιημένα σε κυρίαρχο. Ο Έλληνας του καλοκαιριού του 2004 μεταμορφώνεται στον Έλληνα της κρίσης. Αν τότε αρκείται να γιουχάρει τους «αράπηδες» στον τελικό των 200 μέτρων επειδή του στέρησαν λίγη φαντασιακή εκσπερμάτωση ακόμα, τώρα θα προχωρήσει στον Κασιδιάρη. 
Είμαι στην Πορτογαλία, η εθνική έχει μόλις προκριθεί στον τελικό, αποχωρώντας από το γήπεδο Πορτογάλοι φίλαθλοι μας χειροκροτούν. Από δίπλα μου τους απαντούν με κωλοδάχτυλα και με «στον τελικό θα σας γαμήσουμε». Γαβγίζαμε και δεν δαγκώναμε όσο ήμασταν από πάνω. Αλλά κάτω από την ψυχούλα δεν αποκλείεται να ήμασταν πάντοτε σκυλιά.
(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία

Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2013

Ξεσκεπάζουμε τον Γιάννη Αγιάννη



Λοξά πλάνα και φθαρμένες ταπετσαρίες στο φόντο: τείνουν να γίνουν το σήμα κατατεθέν της αισθητικής πρότασης του Τομ Χούπερ. Ο Χούπερ αποδεικνύει πως την ψάχνει πολύ την δουλειά, όταν μετά το εντελώς απροσδόκητο -όταν γύριζε την ταινία- όσκαρ του για τον «Λόγο του Βασιλιά», παίρνει το ρίσκο για κάτι πολύ πιο δύσκολο και φιλόδοξο, όπως είναι «Οι Άθλιοι», για κάτι που θα μπορούσε δηλαδή να του γυρίσει μπούμερανγκ. Δεν του γυρνάει όμως, καθώς παίρνει το μιούζικαλ της δεκαετίας του ογδόντα και το κάνει σινεμά, ένα σινεμά διαφορετικό, οπτικά συναρπαστικό και ακουστικά ευφρόσυνο, φτιάχνοντας έναν κόσμο τον οποίο ελέγχει απόλυτα. Αποδεικνύει έτσι με αυτήν του την ταινία πως είναι δημιουργός και όχι απλά ένας ακόμα ταλαντούχος σκηνοθέτης.

Τα μιούζικαλ ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου, μάλλον το αντίθετο. Πιθανότατα η ταινία θα μου άρεσε ούτως ή άλλως, πάντως συντείνει στο γεγονός πως μου άρεσε το ότι δεν έχουμε φυσικό λόγο που στα καλά καθούμενα διακόπτεται για να ακούσουμε μουσικές και τραγούδια, αλλά έχουμε την αρχή ως το τέλος μουσικές και τραγούδια. Και η τεχνική που επέλεξε ο Χούπερ, βάζοντας τους ηθοποιούς του να τραγουδούν ζωντανά, με τη μουσική να προστίθεται μετά αντί για το αντίστροφο (να έχουν ηχογραφήσει δηλαδή τα τραγούδια και να τραγουδούν με πλέι μπακ) συντελεί καθοριστικά στο να είναι το τραγούδι μια επέκταση του λόγου, να υπάρχει πολύ περισσότερη φυσικότητα, σαν οι ηθοποιοί να τα λένε τραγουδιστά και όχι να τραγουδάνε. Είναι δηλαδή σαφές πως παίζουν τραγουδώντας και πως δεν τραγουδάνε προσπαθώντας παράλληλα να υποκριθούν.

Αν πρέπει να βρούμε κάποιο μειονέκτημα, ίσως η ταινία μπορεί να θεωρηθεί κουραστική στις πάνω από 2 1/2 ώρες της διάρκειά; της. Επίσης ο Ράσελ Κρόου μοιάζει να μην είναι στα αλήθεια παρών, σαν να είναι εκεί για να βγάλει το μεροκάματο. Η αντιδιαστολή του με το δόσιμο του Χιου Τζάκμαν (και προφανώς και της βραβευθείσας με όσκαρ β΄ρόλου Αν Χάθαγουέι) είναι εύγλωττη: ο Τζάκμαν τραγουδάει με όλο του το σώμα, ενώ ο Κρόου είναι άκαμπτος. Επίσης ο Σάσα Μπάρον Κόεν μολονότι εκ πρώτης όψης -όπως άλλωστε και ο Κρόου, που του πηγαίνει το Ιαβερικό- έμοιαζε καλή επιλογή για Θερναδιέρος (αφού τα κομμάτια που αφορούν τους Θερναδιέρους είναι τα πιο «κωμικά» του έργου), έχει το άγχος να εισβάλλει κάπως την περσόνα του στον ρόλο. Είχε λειτουργήσει πολύ καλύτερα στο “Sweeney Todd”, μιούζικαλ που έρχεται άλλωστε στο νου και λόγω της ηθοποιού που έχει μακιγιαριστεί περίεργα όσο καμιά άλλη στην ιστορία του σινεμά, ήτοι της Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, καθώς και της σκηνής που οι δυο τους φτιάχνουν λουκάνικα, βάζοντας μέσα κρέας γάτας, σκύλου κλπ. Άλογα δεν θυμάμαι αν έβαζαν, αλλά και να έβαζαν, αυτά γίνονταν μόνο στην εποχή των Αθλίων και όχι βέβαια σήμερα.

Μα παιδιά πλουσίων; : Η εξέγερση του Ιουνίου του 1832 στο Παρίσι. Μα παιδιά ευγενών; Τι τους λείπει, γιατί προσποιούνται τους επαναστάτες, γιατί δεν αφήνουν τους προλετάριους να επαναστατήσουν; Η ίδια απορία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. «Μάριε, ντροπιάζεις την οικογένεια», θα του πει ο παππούς. Όταν στο τέλος ο Μάριος επιστρέφει σπίτι, το πλάνο του Χούπερ μοιάζει σχεδόν ειρωνικό καθώς μας δείχνει το αρχοντικό σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Ένα σαν μασονικό μάτι να δεσπόζει σε ένα τοίχο πάνω από τα οδοφράγματα είναι μια ακόμη ενδιαφέρουσα επιλογή του Χούπερ. Η πιο ενδιαφέρουσα όμως ίσως είναι οι πολλές κόκκινες σημαίες που, μαζί με τις γαλλικές, κυματίζουν πάνω στα οδοφράγματα, όχι μόνο στην ώρα που το επιβάλλει η πλοκή, αλλά και ξανά στο φινάλε του φιλμ.

Δυο αμοιβαία βλέμματα κι ένα μονομερές: Η σκηνή που η Επονίν συνοδεύει τον Μάριο στη πρώτη του συνάντηση με την Κοζέτ (Τιτίκα την ξέραμε εμείς οι κάποιας ηλικίας, πως άραγε το Κοζέτ είχε γίνει Τιτίκα;) είναι εξαιρετική. Ο τύπος είναι τρελαμένος να πάει να δει τον κεραυνοβόλο έρωτά του, κι εκείνη μολονότι παγίως ερωτευμένη μαζί του απολαμβάνει ακόμα και τη διαδρομή. Έχει δηλαδή πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει στον Μάριο κι όμως προσκολλάται επάνω του, γελάει με το κάθε τι που λέει, ταράζεται όταν την ακουμπάει, θέλει να είναι κοντά του, προλαβαίνει να συναρπάζεται ακόμα και στη διαδρομή. Αν είναι να σε χάσω για πάντα -που δεν σε είχα άλλωστε ποτέ, όπως λέει και η ίδια- τουλάχιστον ας χαρώ αυτήν την τελευταία διαδρομή. Και στο οριστικό χαμό των ερωτικών σου ελπίδων να οδηγεί αυτή η διαδρομή, δεν παύει να είναι μια διαδρομή μαζί του. Στο τραγούδι που τραγουδούν από κοινού κι οι τρεις, ένα αγόρι συναντά κι αγαπά ένα κορίτσι και ταυτόχρονα ένα δεύτερο κορίτσι τα συνειδητοποιεί όλα. Δύο άνθρωποι τραγουδούν τον έρωτά τους και ένας τρίτος τραγουδά ταυτόχρονα την ματαίωση του δικού του. Φτιάχνουν ένα τρίγωνο όπου υπάρχουν δυο αμοιβαία μαγεμένα βλέμματα και ένα τρίτο μονομερώς μαγεμένο, βλέμμα που δεν θα ευτυχήσει να δει την αμοιβαιότητα. Κι αν είναι να μιλήσουμε για αυτό το ρομαντικό υποκεφάλαιο της ταινίας, όντας τόσο εντελώς κορεσμένοι κινηματογραφικά από ερωτευμένα ζευγάρια, το ζευγάρι Μάριου – Κοζέτ δεν μας λέει απολύτως τίποτα, αντίθετα μοιάζει μέχρι και νερόβραστο. Ενώ η Επονίν της ταινίας ήρθε για να μείνει.

Στο δοκιμαστήριο των σκέψεων: Μολονότι το πιο βασικό ίσως χαρακτηριστικό των «Αθλίων» είναι πως ο Ουγκώ μιλά για τη δυνατότητα αλλαγής των ανθρώπων, για το ότι το προσωπικό παράδειγμα του ενός αλλάζει τον άλλο, για το ότι όταν φερθείς σε κάποιον με ανθρωπιά μπορεί να αλλάξει ο κόσμος του, μολονότι ο επίσκοπος (ενσαρκώνοντας την εκκλησία όχι ως θεσμό και εξουσία, αλλά ως αυτό που θα έπρεπε ιδανικά να είναι ο Χριστιανισμός) αλλάζει τον Γιάννη Αγιάννη και ο Γιάννης Αγιάννης μπλοκάρει τελικά συναισθηματικά στην πορεία τον Ιαβέρη, μπορούμε να δοκιμάσουμε λίγο μερικές άλλες σκέψεις. Καμιά φορά αξίζει να δοκιμάζουμε σκέψεις, όχι ντε και καλά επειδή μας εκφράζουν απόλυτα, αλλά για να δούμε πώς ακούγονται, για να πάμε ίσως πέρα από τα προφανή, γιατί το να αναρωτιέσαι είναι πολλές φορές πιο εποικοδομητικό από το να αποφαίνεσαι κατηγορηματικά.

Αυταπάρνηση ή εγωισμός; : Ο Αγιάννης έχει γίνει δήμαρχος, έχει πολύ κόσμο στη δούλεψή του, βοηθάει τους φτωχούς της πόλης του κλπ. Και είναι να καταδικασθεί στη θέση του ένας άλλος, ένας που συνέλαβαν και δικάζουν ως Αγιάννη. Το δίλημμά του είναι σαφές. Πρέπει να αφήσει τον άλλο -κι ας είναι ο άλλος ένας ακόμα «άθλιος»- να καταδικασθεί στη θέση του; Δεν θα είναι εγωιστικό; Υπάρχουν ίσως δύο ειδών εγωισμοί κι ίσως εδώ επικρατεί ο αυτάρεσκος εγωισμός. Ίσως όπως ο Ιαβέρης είναι ζηλωτής του εξωτερικού και γραμμένου νόμου τον οποίο υπηρετεί σαν σκυλί, αντίστοιχα ο Αγιάννης είναι ζηλωτής του εσωτερικού και άγραφου νόμου. Ίσως το πιο δύσκολο θα ήταν να εξακολουθούσε να υπηρετεί το γενικότερο καλό, να προσφέρει περισσότερο στην κοινωνία, να κάνει την κοινωνία ένα καλύτερο μέρος και ας ζει ο ίδιος μέσα στις ενοχές για όσα τραβάει ο συνάνθρωπός του στη θέση του. Η επώδυνη και αξιοθαύμαστη απόφαση που παίρνει, είναι αν τη κοιτάξουμε αντίστροφα η απόφαση που βάζει το εγώ του πάνω από το συνολικό καλό: δεν θέλω να ζω με ανέσεις και ενοχές, προτιμώ να ζω στις πιο άθλιες δυνατές υλικές συνθήκες, αλλά αποθεώνοντας τον εαυτό μου για αυτό που έκανα, όντας ταυτόχρονα ήρωας και θύμα. Το να αποφασίζεις όχι με γνώμονα το καλό των περισσοτέρων, αλλά με γνώμονα το να μην μπορεί να σου προσάψει κανένας εσένα τίποτα. Όλη μας η ζωή είναι μια παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούμε και είμαστε ταυτόχρονα και οι μοναδικοί της θεατές. Ο ήρωας της παράστασης προχωράει στα χρόνια και κάνει ό,τι κάνει για να ικανοποιήσει το κοινό του, δηλαδή εμάς τους ίδιους, αφού τελικά μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να έχουμε πανοραμική εικόνα του εαυτού μας, των σκέψεών μας, των κινήτρων μας.

Κυνήγησέ με: Εκτός βέβαια και αν δεν ισχύει η παραπάνω εκδοχή και ισχύει η εκδοχή πως ο Αγιάννης πάσχει από κάποιον ανεπανάληπτο μαζοχισμό. Γιατί, σύμφωνοι, ας δεχτούμε πως ο ηθικός σου κώδικας μπορεί να σου υπαγορεύει πως δεν γίνεται να μπει φυλακή κάποιος άλλος στη θέση σου, πως ο αθώος αυτός μετράει περισσότερο από τον κόσμο όλο. Τι σόι ηθικός κώδικας όμως είναι αυτός που όταν ο Αγιάννης βρίσκεται στα οδοφράγματα απελευθερώνει μυστικά τον Ιαβέρη, ώστε να ξαμοληθεί ξανά στο κυνήγι του; Ο Ουγκώ μπορεί να θέλει να πει πως έτσι ακριβώς λειτουργεί η αλληλουχία του ελέους, πως αυτή είναι η καταλυτική κίνηση που θα μπλοκάρει αμετάκλητα τον Ιαβέρη. Ωστόσο ο Αγιάννης τον ελευθερώνει επειδή πιστεύει ακόμα στον άνθρωπο; Επειδή θέλει να του δείξει τι ατομάρα είναι και κοίτα ρε μαλάκα Ιαβέρη τι μάλαμα κυνηγάς τόσα χρόνια; Ή μήπως επειδή στον Ιαβέρη έχει βρει την μυστική του αδρεναλίνη, κάτι που δίνει νόημα και σασπένς στην ύπαρξή του; Μήπως ο Αγιάννης έχει βρει στον Ιαβέρη το ιδανικό του ταίρι; Μήπως έχει εθιστεί τόσο πολύ στο κυνηγητό του που η ζωή του θα μοιάσει άδεια χωρίς αυτό; Μήπως ο Ιαβέρης πέφτοντας στον Σηκουάνα κατορθώνει το τελειωτικό πλήγμα στον απελευθερωτή του;
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2013

Το εξώφυλλο

Όταν πρωτοείδα στο facebook το εξώφυλλο, η αλήθεια είναι πως ταράχτηκα. Όπως και να το κάνουμε είναι μια εικόνα που προξενεί έντονα συναισθήματα, μια εικόνα την οποία δύσκολα προσπερνάς. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν πρώτα απ' όλα με τα πιο εύκολα (αν και προκαταβολικά διευκρινίζω πως εδώ μιλώ εξ ονόματός μου και δικές μου σκέψεις και μόνο μεταφέρω): είναι ένα εξώφυλλο που φτιάχτηκε για να προκαλέσει συζήτηση, προσοχή, ντόρο, αντιδράσεις; Προφανώς και είναι. Αυτό εξυπηρετεί το στόχο του περιοδικού να γίνει περισσότερο γνωστό και να πουλήσει περισσότερα τεύχη; Προφανώς και τον εξυπηρετεί, ως επιδίωξη τουλάχιστον. Είναι κατακριτέο να χρησιμοποιεί το περιοδικό τα εξώφυλλά του για να πουλήσει; Ενδεχομένως αν κάποιος είναι ιδιαίτερα πουρίστας να πει πως, ναι, το περιοδικό πρέπει να στηριχθεί στην ύλη του και μόνο, πρέπει να πουλήσει ό,τι πουλήσει με την αξία του περιεχομένου του και μόνο, πρέπει να κάθεται ήσυχο στη γωνία του και με κατεβασμένο το βλέμμα να περιμένει να το αγοράσει ο κόσμος. Αν δεν το αγοράσει, θα έχει τουλάχιστον προσπαθήσει τίμια και λεβέντικα, δεν θα έχει προβεί σε τερτίπια. Κατά τη γνώμη μου ένας τέτοιος ευσεβισμός είναι η πιο λάθος προσέγγιση, κουβαλώντας ίσως από πίσω της όχι την επιθυμία να εδραιωθεί μια διαφορετικού τύπου φωνή στον χώρο, αλλά αντίθετα την συνειδητή ή ασυνείδητη επιθυμία να μην τα καταφέρει (γιατί αυτά δεν είναι για μας), επιβεβαιώνοντας την αυτοεκπληρούμενη προφητεία πως στον χώρο του Τύπου μπορούν να επιβιώνουν μόνο μεγαλοεπιχειρηματίες.
Τελειώνοντας με τα εύκολα, ας πάμε στα πιο δύσκολα: έστω πως σαν γενική αρχή είναι οκ τα εξώφυλλα να προβοκάρουν, έστω ακόμα πως το εξώφυλλο του κάθε τεύχους δεν είναι κάτι ξεκομμένο από την ύλη του περιοδικού αλλά τμήμα της πρότασής του, τμήμα της συνολικής του ταυτότητας (το πιο αβανταδόρικο και συνθηματικό τμήμα της εν πάση περιπτώσει), μήπως το συγκεκριμένο εξώφυλλο το παρακάνει, φεύγει από τα όρια, σοκάρει για χάρη του σοκ, χωρίς να έχει να πει κάτι άλλο πέραν απ' αυτό; Πρώτον, το εξώφυλλο δεν είναι ξεκάρφωτο, αφού μέσα στο περιοδικό υπάρχει άρθρο με τίτλο «Σταματήστε τα βασανιστήρια, κύριε Σαμαρά!». Δεύτερον, ο τρόπος που ερμηνεύω εγώ το σοκ που προκαλεί το εξώφυλλο είναι πως δεν πρόκειται για μια σαπουνόφουσκα άνευ ουσίας, αλλά αντίθετα για μια εικόνα που σε βάζει σε μια σειρά από σκέψεις:
- Αν οφείλει να γίνεται απόλυτα σεβαστή η εικόνα ενός προσώπου (και να μην εμφανίζεται καταχτυπημένη και αλλοιωμένη), πόσο περισσότερο σεβαστό οφείλει να γίνεται το ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο (και να μην χτυπιέται στα αλήθεια με βαναυσότητα);
- Σε μια δημοκρατία το πρόσωπο του Πρωθυπουργού έχει περισσότερη ιερότητα από το πρόσωπο και του τελευταίου κρατουμένου;
- Αυτή η εικόνα που την βλέπεις, ξέρεις πως είναι ψέμματα και παραταύτα σοκάρεσαι, τι πρέπει να σημαίνει άραγε για τις εικόνες εκείνες που τις βλέπεις και ξέρεις πως οι πληγές δεν είναι του φώτοσοπ, αλλά χάσκουν κάτω από το φώτοσοπ;
Αν στραπατσάρεται το πρόσωπο της δημοκρατίας όταν κρατικά όργανα βασανίζουν κρατούμενους, το ελάχιστο που μπορεί να κάνει αυτή η δημοκρατία είναι να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη του συγκεκριμένου εξώφυλλου. Και να τρομάξει. Όχι για να μην ασκηθεί εις βάρος της βία. Αλλά για να πάψει να την ασκεί αυτή, με τον βαθιά αντισυνταγματικό και συχνά απάνθρωπο τρόπο που την ασκεί.

Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013

Carpe Noctem

Μικρά ποστ για τις μικρές ώρες. Στον τροχό της ύπαρξης ακονίζουμε αντοχές. Στον καθρέφτη των άλλων στρεβλώνoυμε το είδωλό μας. Στην τσουλήθρα του χρόνου κατρακυλάμε ανεπαισθήτως. Με τα μάτια ανοικτά βλέπουμε ταινίες, με τα μάτια κλειστά βλέπουμε όνειρα. Το σινεμά ένα υποκατάστατο ονείρων, η ζωή μια μακρά προετοιμασία θανάτου. Στο οριστικό κλείσιμο των ματιών αρχίζει τ' όνειρο απ' το οποίο δεν θα κατορθώσεις να βγεις ποτέ. Όλα εκεί θα είναι αληθινά, εκτός, φυσικά, από τον ήλιο. Ο ήλιος μισεί τα όνειρα, ο ήλιος βγαίνει για να τα ξεσκίσει, ολοκαύτωμα ονείρων η κάθε ανατολή. Η ανθρωπότητα δεν κοιμήθηκε ποτέ επαρκώς. Ή θα κοιμάται αργά ή θα ξυπνά νωρίς, πάντα θα έχει κάτι πιο σημαντικό να κάνει. Η προαιώνια νεύρωση της εκμετάλλευσης της ζωής. Ζήσε όσο περισσότερο μπορείς, θα κοιμηθείς όταν πεθάνεις. Ναι, οπωσδήποτε, μην ξεχάσεις να ζήσεις. Προπαντός μην ξεχάσεις να ζήσεις έντονα, πλούσια, γεμάτα. Κι έτσι θα φύγεις πλήρης. Πλήρης ημερών. Οι νύχτες σου μπορεί να είναι λίγο κουτσουρεμένες, αλλά ποιός ασχολείται μ' αυτές; Και ποιός θα πει επιτέλους στον Σίσσυφο πως τον φαντάστηκαν ευτυχισμένο; Γιατί εκεί είναι που θα λυθούν τα μάγια κι οι κατάρες, θα παρατήσει τον βράχο σύξυλο και θα πάει να βρει τον καλαμαρά που τον φαντάστηκε έτσι. Τον βράχο πάλι όλοι τον φανταζόμαστε σαν βράχο. Ο βράχος δεν έχει αισθήματα, δεν έχει ψυχή να παραδώσει, τον βράχο δεν τον ρώτησε ποτέ κανείς αν θέλει να ανεβοκατεβαίνει αιώνια την ίδια γαμημένη πλαγιά, παγιδευμένος σε μύθους και παραβολές ανθρώπων.
Να ανεβοκατεβάζεις ατέρμονα έναν βράχο κι ο άλλος να σε φαντάζεται ευτυχισμένο. Ίσως για αυτό αντί να έρθει να σου δώσει ένα χεράκι κάθεται και σε φαντάζεται. Η φαντασία είναι ένα υποκατάστατο της πράξης, η γραφή είναι η αποθέωση της αυταπάτης. Οι Σίσσυφοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο παρά τους βράχους τους. Όταν ερημωθούν οι μύθοι από τους πρωταγωνιστές τους, όταν κάποτε όλες οι μυθοπλασίες μείνουν ορφανές, τότε η ευτυχία που φανταστήκαμε στις ιστορίες θα έρθει δια των ψευδοεκπροσώπων της και θα μας ζητήσει τα ρέστα. Θα μας ρωτήσει γιατί φτιάξαμε τόσες ιστορίες στο ξύπνιο μας αντί να τις δούμε στον ύπνο μας. Θα μας εγκαλέσει που φοβηθήκαμε να κοιμηθούμε περισσότερο. Ένας προς έναν οι ήρωες - δραπέτες θα μας εξηγήσουν πως κακώς τους φανταστήκαμε ευτυχισμένους, πως η μόνη αληθινή ευτυχία είναι αυτή που αποδέχεται τη ζωή ως αυτό ακριβώς που είναι: όχι ως μια μεγάλη μέρα που πρέπει να αδραχθεί, αλλά ως μια πρόσκαιρη εναλλαγή μέρας και νύχτας, πριν την μεγάλη νύχτα που θα έρθει και μετά την μεγάλη νύχτα που προηγήθηκε.

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

Με ποιά πλευρά είσαι;

Είμαι τον τελευταίο καιρό σε φάση ντοκιμαντέρ, κατεβάζω διάφορα, και ξεκίνησα χθες να βλέπω το "Harlan County, USA", που αφορά μια απεργία ανθρακωρύχων το 1973. Κάπου προς την μέση εμφανίζεται να μιλά σε μια συγκέντρωση μια γριούλα.
«Όπως ξέρετε, δεν είμαι ανθρακωρύχος, αλλά είμαι όσο πιο κοντά σε ανθρακωρύχο θα μπορούσε να είναι κανείς. Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος που σκοτώθηκε στα ορυχεία και ο άντρας μου αργοπεθαίνει από «μαύρα πνευμόνια» (τη «νόσο των ανθρακωρύχων»). Ο άντρας μου κι εγώ ήμασταν και στην απεργία της δεκαετίας του 30 στο ματωμένο -και το εννοώ πως ήταν ματωμένο- Χάρλαν Κάουντι. Και αυτοί εδώ οι ανθρακωρύχοι μου λένε πως θα επιμείνουμε ώσπου να παγώσει η κόλαση, μέχρι η εταιρία να υπογράψει συμβόλαιο μαζί μας. Και οι άντρες ξέρουν ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα παρά τις αλυσίδες τους, ενώ έχουν να κερδίσουν το σωματείο τους. Οπότε λέω, κρατείστε.».
Ως εδώ καλά. Αλλά έχει και συνέχεια: «Αυτό το τραγούδι το έγραψα στη δεκαετία του 30 και ξέρετε πως είμαι μεγάλη πια -πάνε σαράντα χρόνια από τότε- και δεν μπορώ να τραγουδήσω πολύ καλά».

Πιθανότατα η ιστορία του τραγουδιού να είναι ευρέως γνωστή, εγώ όμως ομολογώ δεν την ήξερα, οπότε η όλη φάση ήταν απροσδόκητη αφενός και συγκινητική αφετέρου. Ηθικό δίδαγμα δεν ξέρω αν έχω. Με συμφέρει να ανεβάσω ένα τραγούδι που μιλάει για απεργοσπάστες; Δεν θα βγουν να με χλευάσουν σε ντε τέ; Από την άλλη όταν φτάνουμε στο σημείο να μου τη λένε στα σχόλια επειδή τα έβαλα με τα βασανιστήρια απερίφραστα και χωρίς να προσθέσω έναν αστερίσκο για την αναγκαιότητά τους στον σκατόκοσμο που ζούμε, τι έχω τελικά να φοβηθώ; Οπότε φεύγοντας από την πάρτη μου, ας πάμε στο γενικότερο συμπέρασμα.
Νομίζω πως βρισκόμαστε στη φάση που σαν κοινωνία πρέπει να απαντήσουμε στο αν όλα (από την ωφελιμότητα των βασανιστηρίων ως την ωφελιμότητα του πολιτεύματος δημοκρατία, από την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σήμερα ως την παιδική εργασία αύριο και την παιδική πορνεία μεθαύριο, από τις μεμονωμένες δολοφονίες μεταναστών σήμερα ως κάποιο κοσμοϊστορικό πογκρόμ αύριο) μπορούν να ξαναμπούν στο τραπέζι και να τα συζητήσουμε απροκατάληπτα, επειδή η Ιστορία είναι δυναμικό πράγμα κι όπως κάποτε πήγαινε προς μια κατεύθυνση τώρα μπορεί κάλλιστα να πάει προς την ανάποδη,
ή αν απλά μερικές συζητήσεις πρέπει να κόβονται μαχαίρι και κανείς να αποφασίζει με ποιά πλευρά είναι.