Mileage
Πάνω στον χυμένο καφέ τα άλφα τέσσερα / γιατί δεν με παίρνεις ποτέ στα τέσσερα / έχει κλείσει τα τέσσερα/ χωρίς χαρτί υγείας/ η θύελλα έξω απ' την ψυχική μας υγεία/ αυτό το ατόφιο φως.
Στο παγκάκι έξω από τον Ευαγγελισμό αποκαμωμένη/ κάθεται δίπλα στο γεμάτο σινεμά ανθισμένη/ πάντα οι στίχοι του Κοεν/ πεινάει - ζητάει - δεν παίρνει/ κάθεται τυχαία - δεν ζητάει - κι αν διψάει θα μείνει για πάντα ανεξερεύνητο/ "You must not ask for so much" - "Hey, why not ask for more?".
'Ενας τύπος ξαπλωμένος μπρούμυτα, με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, μισός πάνω απ' την άσφαλτο, μισός κάτω, τρώει την άσφαλτο, έρπεται με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, τρώγοντας την λίγη λίγη, μασώντας την αργά αργά, σαν μετροπόντικας εδάφους, τρώει άσφαλτο και την αποθηκεύει μέσα του δίπλα σε σφάλματα που ασφαλτοστρώνει, έχοντας βάλει στόχο να κάνει με αυτόν τον τρόπο τον γύρο του κόσμου σε ογδόντα ανήμερες ημέρες, ώστε μετά επιτέλους να ηρεμήσει, να αναπαυθεί, να πάψει, να τον θάψουν κάτω από την άσφαλτο, εκεί που ίσως είναι η παραλία.
Στην παραλία έχει μια θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι. Πέφτει, αρχίζει τις απλωτές και τις βουτιές, πέφτει κι είναι αυτός κι η θάλασσα. Κολυμπάει κι άλλο, βουτάει κι άλλο, δεν δραπετεύει από πουθενά, δεν ξεφεύγει από τον εαυτό του, εκπλήσσεται συνειδητοποιώντας πως είναι ευτυχισμένος εντός του εαυτού του, γιατί είναι πάντα ο εαυτός μας που βρίσκουμε στη θάλασσα, είναι πάντα οι στίχοι του cummings, ή ίσως πάντα το ίδιο περιορισμένο ανακυκλoύμενο ρεπερτόριο αναφορών, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι τον εαυτό μας τον βρίσκουμε στη θάλασσα: όχι στη μάγκι και τη μίλι και τη μόλι και την μέι.
Η θάλασσα φυσικά αγριεύει. Κόσμος κινδυνεύει να πνιγεί. Προσπαθεί να την ηρεμήσει, προσπαθεί να την πάρει με το καλό, προσπαθεί να δαμάσει τα κύματα, αλλά αυτά είναι εκτός ελέγχου. Αρχίζει να κατηγορεί τη θάλασσα που είναι θάλασσα, σαν να μην ξέρει πως κάθε φορά που πέφτει μέσα της κόσμος κινδυνεύει να πνιγεί, με πρώτη απ' όλους την ίδια τη θάλασσα: αυτή είναι που αναταράσσεται και υποφέρει σύσσωμη. Οι υπόλοιποι κινδυνεύουν ναι, περνάνε ζόρια ναι, αλλά δεν παύουν να γίνονται δέκτες θραυσμάτων μόνο μιας πρωτογενούς ταραχής.
Μα πνίγονται οι θάλασσες; Όταν γράφεις όλα γίνονται. Και κυρίως όταν γράφεις πρόχειρα, όταν γράφεις αυτόματα, όταν δημοσιεύεις αυτόματα την κάθε ιδέα σου, όταν δεν χρησιμοποιείς τις ιδέες σου και τα συναισθήματά σου σαν υλικό για γραφή, αλλά εξαντλείς τη γραφή σου στο αυτόματο θολό αράδιασμά τους, ενώ γραφή είναι αυτό που προκύπτει μετά την επεξεργασία, μετά το φιλτράρισμα, μετά το πέταμα, είναι αυτό που προκύπτει ψύχραιμα και κλινικά, μακριά από το χύθηκε ο καφές - μου ήρθε ιδέα- γράφω - ανεβάζω.
Ανεβάζεις αυτό που δήθεν αλιεύεις αφού πρώτα έχεις κατέβεις χαμηλά. Αλλά κι εκεί το ψάξιμο επιφανειακό είναι, μέχρι την άσφαλτο του ψυχικού σου κόσμου φτάνει, προτιμώντας να μην επεκταθεί σε υπόγειες, υποσυνείδητες και κακόφημες κρυψώνες.
Μια ευκολία που μασκαρεύτηκε σε ελευθερία, μια διαρκής αποκάλυψη που μασκαρεύτηκε σε διαρκή απόκρυψη, η γραφή παραμένει παραταύτα μια ιδιότυπη θάλασσα, μια θάλασσα την οποία μπορείς να ελέγξεις ώστε να μην πνίξει άλλους.
Ή έτσι νομίζεις. Ή δεν το νομίζεις καν.
'Ενας τύπος ξαπλωμένος μπρούμυτα, με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, μισός πάνω απ' την άσφαλτο, μισός κάτω, τρώει την άσφαλτο, έρπεται με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, τρώγοντας την λίγη λίγη, μασώντας την αργά αργά, σαν μετροπόντικας εδάφους, τρώει άσφαλτο και την αποθηκεύει μέσα του δίπλα σε σφάλματα που ασφαλτοστρώνει, έχοντας βάλει στόχο να κάνει με αυτόν τον τρόπο τον γύρο του κόσμου σε ογδόντα ανήμερες ημέρες, ώστε μετά επιτέλους να ηρεμήσει, να αναπαυθεί, να πάψει, να τον θάψουν κάτω από την άσφαλτο, εκεί που ίσως είναι η παραλία.
Στην παραλία έχει μια θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι. Πέφτει, αρχίζει τις απλωτές και τις βουτιές, πέφτει κι είναι αυτός κι η θάλασσα. Κολυμπάει κι άλλο, βουτάει κι άλλο, δεν δραπετεύει από πουθενά, δεν ξεφεύγει από τον εαυτό του, εκπλήσσεται συνειδητοποιώντας πως είναι ευτυχισμένος εντός του εαυτού του, γιατί είναι πάντα ο εαυτός μας που βρίσκουμε στη θάλασσα, είναι πάντα οι στίχοι του cummings, ή ίσως πάντα το ίδιο περιορισμένο ανακυκλoύμενο ρεπερτόριο αναφορών, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι τον εαυτό μας τον βρίσκουμε στη θάλασσα: όχι στη μάγκι και τη μίλι και τη μόλι και την μέι.
Η θάλασσα φυσικά αγριεύει. Κόσμος κινδυνεύει να πνιγεί. Προσπαθεί να την ηρεμήσει, προσπαθεί να την πάρει με το καλό, προσπαθεί να δαμάσει τα κύματα, αλλά αυτά είναι εκτός ελέγχου. Αρχίζει να κατηγορεί τη θάλασσα που είναι θάλασσα, σαν να μην ξέρει πως κάθε φορά που πέφτει μέσα της κόσμος κινδυνεύει να πνιγεί, με πρώτη απ' όλους την ίδια τη θάλασσα: αυτή είναι που αναταράσσεται και υποφέρει σύσσωμη. Οι υπόλοιποι κινδυνεύουν ναι, περνάνε ζόρια ναι, αλλά δεν παύουν να γίνονται δέκτες θραυσμάτων μόνο μιας πρωτογενούς ταραχής.
Μα πνίγονται οι θάλασσες; Όταν γράφεις όλα γίνονται. Και κυρίως όταν γράφεις πρόχειρα, όταν γράφεις αυτόματα, όταν δημοσιεύεις αυτόματα την κάθε ιδέα σου, όταν δεν χρησιμοποιείς τις ιδέες σου και τα συναισθήματά σου σαν υλικό για γραφή, αλλά εξαντλείς τη γραφή σου στο αυτόματο θολό αράδιασμά τους, ενώ γραφή είναι αυτό που προκύπτει μετά την επεξεργασία, μετά το φιλτράρισμα, μετά το πέταμα, είναι αυτό που προκύπτει ψύχραιμα και κλινικά, μακριά από το χύθηκε ο καφές - μου ήρθε ιδέα- γράφω - ανεβάζω.
Ανεβάζεις αυτό που δήθεν αλιεύεις αφού πρώτα έχεις κατέβεις χαμηλά. Αλλά κι εκεί το ψάξιμο επιφανειακό είναι, μέχρι την άσφαλτο του ψυχικού σου κόσμου φτάνει, προτιμώντας να μην επεκταθεί σε υπόγειες, υποσυνείδητες και κακόφημες κρυψώνες.
Μια ευκολία που μασκαρεύτηκε σε ελευθερία, μια διαρκής αποκάλυψη που μασκαρεύτηκε σε διαρκή απόκρυψη, η γραφή παραμένει παραταύτα μια ιδιότυπη θάλασσα, μια θάλασσα την οποία μπορείς να ελέγξεις ώστε να μην πνίξει άλλους.
Ή έτσι νομίζεις. Ή δεν το νομίζεις καν.
4 Comments:
δροσερό, αληθινό και εύστοχο!
Και εις ανώτερα, παλιόπαιδο!
Το κείμενο το έγραψε η θάλασσα. Θα δεις που θα σε πνίξει μία μέρα για λογοκλοπή.
Προσπαθώντας να αποφύγω οποιονδήποτε επιθετικό προσδιορισμό ώστε να μην εγκλωβίσω την ομορφιά του σε μια-δυο λέξεις μόνο, θα σας πω απλώς πως με μάγευσε το κείμενό σας.
Και αν μου επιτρέπετε θα σας παραθέσω ένα ποίημα που μου θύμισε:
Η ΘΑΛΑΣΣΑ- Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
Θ. όπως θάλασσα
μού άρεσε η αναφορά στη μάγκι και τη μίλι και τη μόλι και την μέι. Μάλλον γιατί την αναγνώρισα...
η αποκάλυψη μασκαρεύτηκε σε απόκρυψη ή η απόκρυψη σε αποκάλυψη? το δεύτερο θα το καταλάβαινα πιο εύκολα, το πρώτο θα το σκεφτώ...
Δημοσίευση σχολίου
<< Home