Η ομίχλη
Η ομίχλη κάλυπτε τα πάντα. Και τα δύο. Αλλά ήταν το αρσενικό που πανικοβλήθηκε. Μην μπορώντας να δει μπροστά του, άρχισε να τρέχει μέχρι που έπεσε με φόρα στα σίδερα του κλουβιού. Το πρόσωπό του μάτωσε. Αφήνοντας την μυρωδιά του αίματος να το οδηγήσει, το θηλυκό προχώρησε με ασφάλεια στην ομίχλη. Όταν έφτασε στο αρσενικό, άρχισε να γλείφει το πρόσωπό του, μέχρι που χόρτασε, μέχρι που το καθάρισε εντελώς.
Και το πάθος με το οποίο το έγλειφε, δεν ήταν ούτε για το πρόσωπό του, ούτε για το αίμα, ούτε καν για το ματωμένο του πρόσωπο.
Και η ηδονή με την οποία δεχόταν τη γλώσσα στο πρόσωπό του, δεν ήταν επειδή πονούσε, δεν ήταν επειδή δεν έβλεπε, δεν ήταν καν επειδή ήταν περιστοιχισμένοι από σίδερα.
Μια μέρα η ομίχλη έπαψε να σκεπάζει τα πάντα. Μέσα στην τόση ορατότητα εξαφανίστηκαν και τα σίδερα. Τα πάντα άρχισαν να γλείφουν τον αέρα σε διάφορες μεριές, εκεί που ως τότε υπήρχαν τα σίδερα, αφήνοντάς τον όμως ασυγκίνητο, αφού είτε ο έρωτας είτε ο σαδομαζοχισμός είτε η τρέλα είτε κάτι πέρα απ' αυτά ήταν ο λόγος για την μεταξύ τους αλληλεπίδραση, η φράση κλειδί ήταν το «μεταξύ τους»: ό,τι κι αν ήταν αυτό που υπήρχε μεταξύ τους, μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ τους. Με τον αέρα να μην μπορεί να γίνει κοινωνός της χημείας τους, τα σίδερα δεν επανεμφανίστηκαν, όσο απέγνωσμενα κι αν τον έγλειφαν. Βρίσκονταν πλέον εκεί που τελειώνει η απόγνωση: στην ελευθερία.
Στη θέση του κλουβιού ανεγέρθηκε ένα μικρό μνημείο το οποίο συμβόλιζε το ασυμβόλιστο, εντόπιζε το ανεντόπιστο και απαριθμούσε το αναρίθμητο.
Στη θέση του κλουβιού ανεγέρθηκε ένα μικρό μνημείο το οποίο συμβόλιζε το ασυμβόλιστο, εντόπιζε το ανεντόπιστο και απαριθμούσε το αναρίθμητο.
3 Comments:
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
http://www.youtube.com/watch?v=ZkaTNob3SUk
Θ., όπως θάλασσα
ONEIΡΕΨΟΥ.Τ΄ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ...!
:)
Η ομίχλη είχε καλύψει όλα τα σπίτια. Ο κούκος στον τοίχο έσκουξε. Είδα το ρολόι στο laptop. 19+05'. Λίγο ασυγχρόνιστα, χα! Βγήκα στην αυλή. Προχώρησα αργά προς τη βρύση κρατώντας τον φανό ομίχλης. Περνώντας δίπλα από το παγκάκι κατάλαβα ότι πάτησα κάτι. Φώτισα τα πόδια μου. Ήταν μια τσίχλα. Γαμώτο. Χαζεύαμε την προηγούμενη την πανσέληνο με την ξανθιά γειτόνισσα. Δικιά της ήταν. Από παιδί είχα να πατήσω τσίχλα. Χειμαρρώδεις μνήμες με πλημμύρισαν.
Ως εκ θαύματος, εκείνη τη στιγμή η ομίχλη απότομα ξεδιάλυνε. Ήμουν εκεί, δίπλα στο παγκάκι, πατώντας μια τσίχλα και βλέποντας τον κούκο στον τοίχο από το ανοιχτό παράθυρο. Με είδε και κείνος, όμως. Κι είδε το πόδι μου να 'χει συνθλίψει τη μικρή τσίχλα. Μια άμορφη μάζα από φτερά και ράμφη. Έκρωξε, φτερούγισε και από το ανοιχτό παράθυρο του κλουβιού του χίμηξε να με κατασπαράξει.
:(
Δημοσίευση σχολίου
<< Home