Μικρή καλοκαιρινή ιστορία
Πριν γράψεις την πρώτη λέξη δεν υπάρχει τίποτα. Κι από το τίποτα, ξαφνικά
μπροστά σου η πρώτη λέξη.
Σύμφωνοι, δεν γράφτηκε μόνη της, εσύ την
έγραψες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πριν την γράψεις υπήρχε κάπου
αλλού (στο μυαλό σου ας πούμε). Πολλές φορές είναι σαν το μυαλό να μην προλαβαίνει να μεσολαβήσει και τα δάκτυλα να πληκτρολογούν κάτι που υπαγορεύτηκε από αλλού. Κοιτάς για ώρα μια λευκή οθόνη, αυτή παραμένει λευκή, μέχρι που η πρώτη λέξη λερώνει το λευκό και αναιρεί το τίποτα: τώρα πλέον υπάρχει κάτι.
Τώρα πλέον είσαι και υπόλογος. Το τίποτα ανήκει στη συλλογική κληρονομιά, είναι κτήμα κοινό, δεν μπορεί να σου αποδοθεί η πατρότητά του, δεν μπορείς να αισθανθείς άσχημα για τα ψεγάδια του. Το τίποτα δεν έχει ψεγάδια. Το κάτι όμως είναι το ψεγάδι το ίδιο. Το κάτι είναι η προσπάθεια μας να αφαιρέσουμε ψεγάδια από αυτό που για να διεκδικεί μια θέση απέναντι στο τίποτα οφείλει να αποδείξει πως είχε λόγο ύπαρξης. Γιατί άλλο υπάρχει κάτι και άλλο έχει λόγο να υπάρχει. Το κάτι γεννιέται έχοντας να ανατρέψει το εις βάρος του τεκμήριο της μη αναγκαιότητας. Ό,τι ακολουθεί την πρώτη λέξη είναι η προσπάθεια νομιμοποίησης αυτού που εκ πρώτης όψης θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει καθηλωμένο στο τίποτα.
Θα μπορούσε και να μην είχε γραφτεί καμία λέξη. Ποτέ. Θα μπορούσαν και όλες οι πρώτες λέξεις να μην είχαν οδηγήσει σε καμία συνέχεια άξια νομιμοποίησης. Θα μπορούσαν όλες οι πρώτες λέξεις να είχαν παραμείνει σχεδιάσματα ανάξια ύπαρξης, ανάξια λόγου. Θα μπορούσε στην ιστορία της τέχνης του γραπτού λόγου να είχε επικρατήσει το delete. Kι έτσι να μην υπήρχε η τέχνη του γραπτού λόγου, παρά μόνο σαν μια θεωρητική δυνατότητα που δεν έχει ακόμη πραγματωθεί. Ή σαν μια επιστημονική θεωρία που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί: Υπάρχει το μποζόνιο του Χιγκς; Ωραία θεωρία, αλλά αποδεικνύεται; Μπορούν οι άνθρωποι να γράψουν κάτι που να έχει όντως λόγο ύπαρξης; Ωραία θεωρία, αλλά αποδεικνύεται;
Σε μια χώρα της κεντρικής Αμερικής, κάπου στις αρχές του αιώνα -αυτού του αιώνα- ήταν ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ήταν ερωτευμένοι και οι δύο δηλαδή, αλλά -γνωστά αυτά- πάντα ο ένας από τους δύο θα είναι λίγο ή πολύ περισσότερο από τον άλλον. Πιο ερωτευμένος εδώ ήταν ο άντρας. Κάποτε που η γυναίκα του χάρισε μια φωτογραφία της από όταν ήταν κοριτσάκι, ο άντρας της έγραψε ένα γράμμα και της το έστειλε ταχυδρομικά. Της έλεγε πως του ερχόταν να πιάσει αυτό το συγκεκριμένο κοριτσάκι και να το φιλάει ατελείωτα, πως έβλεπε στο πρόσωπό του την γυναίκα που τώρα αγαπούσε, πως ήθελε να το φιλά και να το φιλά και να το φιλά, όχι ως κορίτσι, αλλά ως μια προοπτική που χρόνια αργότερα έγινε πραγματικότητα, ως μια υπόσχεση που χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε, ως κάτι δικό της που είχε εξ αντικειμένου στερηθεί, ως μια προηγούμενή της κατάσταση από την οποία ήταν εξ αντικειμένου απών, ως ένα τεράστιο τμήμα της ζωής της από το οποίο είχε εξοριστεί μεγαλώνοντας κάπου μακριά της και όντας και ο ίδιος ακόμη απλά αγόρι. Μέχρι το σημείο αυτό η γυναίκα διάβαζε το γράμμα και το ενέτασσε στο περιβάλλον του έρωτά τους, με τον δικό της μάλιστα να μεγαλώνει λίγο ακόμη, παραμένοντας πάντως σε σεβαστή απόσταση από τον αντίστοιχο του άντρα που ήθελε να φιλήσει το κοριτσάκι. Μετά, όταν ο άντρας άρχισε να περιγράφει πως ήθελε να έχουν ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι και όντας ξαπλωμένος επάνω του να αρχίσει να το φιλά, να το φιλά, να το φιλά, όταν εξηγούσε πως έχοντας βγάλει το παντελόνι του και έχοντας διασφαλίσει ότι το κορίτσι όντας πολύ κοντύτερό του δεν θα βρισκόταν πουθενά σε επίμαχη θέση θα άρχιζε να πηδάει το σεντόνι, όταν κατέληγε λέγοντας πως ήθελε να φιλάει το μικρό κορίτσι που ήταν εκείνη, αλλά χωρίς να κάνει κακό στο κορίτσι, χωρίς να αφαιρέσει τίποτα από την αθωότητά του, μα και χωρίς να στερηθεί και ο ίδιος τίποτα από ό,τι αντιπροσώπευε το κορίτσι ως προάγγελος και πρώιμη μορφή του έρωτά του, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει με λυγμούς. Όχι απλά τον χώρισε, αλλά απείλησε πως αν τον ξαναέβλεπε μπροστά της θα φώναζε την αστυνομία. Εκείνος δεν κατάλαβε τι τον χτύπησε. Ήταν Αύγουστος. Τους επόμενους Αύγουστους έβγαινε κάθε βράδυ στην πόλη και σκότωνε κάθε νύχτα από μία γάτα. Τριάντα μία γάτες κάθε Αύγουστο. Δεν τον έπιασαν ποτέ και δεν είναι άλλωστε και έγκλημα να σκοτώνεις αδέσποτες γάτες. Εκείνη παντρεύτηκε μερικά χρόνια μετά. Ήταν Αύγουστος αλλά ούτε που έκανε τη σύνδεση. Εκείνος τους Αύγουστους ξεκρεμούσε πάνω από το κρεβάτι του την κορνίζα με την φωτογραφία της, την οποία είχε μεγεθύνει. Δεν ήθελε να γυρνά και να κοιμάται από κάτω της φονιάς. Τους υπόλοιπους μήνες η κορνίζα ήταν στη θέση της και αυτός δεν έκανε ποτέ κάτι πρόστυχο με τη φωτογραφία της, παρά μόνο κάθε βράδυ σε αυτήν την προσευχή του.
Τώρα πλέον είσαι και υπόλογος. Το τίποτα ανήκει στη συλλογική κληρονομιά, είναι κτήμα κοινό, δεν μπορεί να σου αποδοθεί η πατρότητά του, δεν μπορείς να αισθανθείς άσχημα για τα ψεγάδια του. Το τίποτα δεν έχει ψεγάδια. Το κάτι όμως είναι το ψεγάδι το ίδιο. Το κάτι είναι η προσπάθεια μας να αφαιρέσουμε ψεγάδια από αυτό που για να διεκδικεί μια θέση απέναντι στο τίποτα οφείλει να αποδείξει πως είχε λόγο ύπαρξης. Γιατί άλλο υπάρχει κάτι και άλλο έχει λόγο να υπάρχει. Το κάτι γεννιέται έχοντας να ανατρέψει το εις βάρος του τεκμήριο της μη αναγκαιότητας. Ό,τι ακολουθεί την πρώτη λέξη είναι η προσπάθεια νομιμοποίησης αυτού που εκ πρώτης όψης θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει καθηλωμένο στο τίποτα.
Θα μπορούσε και να μην είχε γραφτεί καμία λέξη. Ποτέ. Θα μπορούσαν και όλες οι πρώτες λέξεις να μην είχαν οδηγήσει σε καμία συνέχεια άξια νομιμοποίησης. Θα μπορούσαν όλες οι πρώτες λέξεις να είχαν παραμείνει σχεδιάσματα ανάξια ύπαρξης, ανάξια λόγου. Θα μπορούσε στην ιστορία της τέχνης του γραπτού λόγου να είχε επικρατήσει το delete. Kι έτσι να μην υπήρχε η τέχνη του γραπτού λόγου, παρά μόνο σαν μια θεωρητική δυνατότητα που δεν έχει ακόμη πραγματωθεί. Ή σαν μια επιστημονική θεωρία που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί: Υπάρχει το μποζόνιο του Χιγκς; Ωραία θεωρία, αλλά αποδεικνύεται; Μπορούν οι άνθρωποι να γράψουν κάτι που να έχει όντως λόγο ύπαρξης; Ωραία θεωρία, αλλά αποδεικνύεται;
Σε μια χώρα της κεντρικής Αμερικής, κάπου στις αρχές του αιώνα -αυτού του αιώνα- ήταν ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ήταν ερωτευμένοι και οι δύο δηλαδή, αλλά -γνωστά αυτά- πάντα ο ένας από τους δύο θα είναι λίγο ή πολύ περισσότερο από τον άλλον. Πιο ερωτευμένος εδώ ήταν ο άντρας. Κάποτε που η γυναίκα του χάρισε μια φωτογραφία της από όταν ήταν κοριτσάκι, ο άντρας της έγραψε ένα γράμμα και της το έστειλε ταχυδρομικά. Της έλεγε πως του ερχόταν να πιάσει αυτό το συγκεκριμένο κοριτσάκι και να το φιλάει ατελείωτα, πως έβλεπε στο πρόσωπό του την γυναίκα που τώρα αγαπούσε, πως ήθελε να το φιλά και να το φιλά και να το φιλά, όχι ως κορίτσι, αλλά ως μια προοπτική που χρόνια αργότερα έγινε πραγματικότητα, ως μια υπόσχεση που χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε, ως κάτι δικό της που είχε εξ αντικειμένου στερηθεί, ως μια προηγούμενή της κατάσταση από την οποία ήταν εξ αντικειμένου απών, ως ένα τεράστιο τμήμα της ζωής της από το οποίο είχε εξοριστεί μεγαλώνοντας κάπου μακριά της και όντας και ο ίδιος ακόμη απλά αγόρι. Μέχρι το σημείο αυτό η γυναίκα διάβαζε το γράμμα και το ενέτασσε στο περιβάλλον του έρωτά τους, με τον δικό της μάλιστα να μεγαλώνει λίγο ακόμη, παραμένοντας πάντως σε σεβαστή απόσταση από τον αντίστοιχο του άντρα που ήθελε να φιλήσει το κοριτσάκι. Μετά, όταν ο άντρας άρχισε να περιγράφει πως ήθελε να έχουν ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι και όντας ξαπλωμένος επάνω του να αρχίσει να το φιλά, να το φιλά, να το φιλά, όταν εξηγούσε πως έχοντας βγάλει το παντελόνι του και έχοντας διασφαλίσει ότι το κορίτσι όντας πολύ κοντύτερό του δεν θα βρισκόταν πουθενά σε επίμαχη θέση θα άρχιζε να πηδάει το σεντόνι, όταν κατέληγε λέγοντας πως ήθελε να φιλάει το μικρό κορίτσι που ήταν εκείνη, αλλά χωρίς να κάνει κακό στο κορίτσι, χωρίς να αφαιρέσει τίποτα από την αθωότητά του, μα και χωρίς να στερηθεί και ο ίδιος τίποτα από ό,τι αντιπροσώπευε το κορίτσι ως προάγγελος και πρώιμη μορφή του έρωτά του, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει με λυγμούς. Όχι απλά τον χώρισε, αλλά απείλησε πως αν τον ξαναέβλεπε μπροστά της θα φώναζε την αστυνομία. Εκείνος δεν κατάλαβε τι τον χτύπησε. Ήταν Αύγουστος. Τους επόμενους Αύγουστους έβγαινε κάθε βράδυ στην πόλη και σκότωνε κάθε νύχτα από μία γάτα. Τριάντα μία γάτες κάθε Αύγουστο. Δεν τον έπιασαν ποτέ και δεν είναι άλλωστε και έγκλημα να σκοτώνεις αδέσποτες γάτες. Εκείνη παντρεύτηκε μερικά χρόνια μετά. Ήταν Αύγουστος αλλά ούτε που έκανε τη σύνδεση. Εκείνος τους Αύγουστους ξεκρεμούσε πάνω από το κρεβάτι του την κορνίζα με την φωτογραφία της, την οποία είχε μεγεθύνει. Δεν ήθελε να γυρνά και να κοιμάται από κάτω της φονιάς. Τους υπόλοιπους μήνες η κορνίζα ήταν στη θέση της και αυτός δεν έκανε ποτέ κάτι πρόστυχο με τη φωτογραφία της, παρά μόνο κάθε βράδυ σε αυτήν την προσευχή του.
5 Comments:
εξαιρετικός παλιός καλός ολντ μπόυ
μα ο έρωτας δεν είναι πρόστυχος...
Ένα ταμπού αλλά και τετριμμένο θέμα, ιδωμένο με αθωότητα και πρωτοτυπία από το βλέμμα σας. Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να παραθέσω και ένα σχετικό τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=os050NPBtfU
Θ.,όπως θάλασσα
Αποδεικνύεται old. Οι άνθρωποι μπορούν. Και κείμενα να γράψουν με λόγο ύπαρξης και ιστορίες να γράψουν, και την ίδια την ιστορία ξεφεύγοντας από τη μοίρα τους.
Το αγάπησα το κείμενο!
Ρε old boy... πόσο χαίρομαι που υπάρχεις να 'ξερες!!!!!!!!!!!!
Συγνώμη για το ρε ρε!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home