Το μάτι
Έβλεπα προχθές το πρώτο επεισόδιο του Luck: τέσσερεις τύποι έχουν στοιχηματίσει από κοινού, προσπαθώντας να κερδίσουν το «Big Six», να προβλέψουν δηλαδή τους νικητές έξι ιπποδρομιών της μέρας. Αν τα καταφέρουν, τα κέρδη τους θα είναι αστρονομικά. Όταν το άλογο και της τελευταίας κούρσας καλπάζει προς τον τερματισμό συνειδητοποιούν σοκαρισμένοι αυτό που όντως συμβαίνει. Δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν. Στον τερματισμό ο τέταρτος της παρέας -που δεν είναι τζογαδόρος και έχει απλά βάλει λεφτά- πανηγυρίζει σαν τρελός. Οι υπόλοιποι τρεις παραμένουν αποσβολωμένοι. Ένας παραπατάει προς τα πίσω και παραμιλάει, ένας άλλος πιάνει το κεφάλι του, ο τρίτος λέει σχεδόν ψιθυριστά «νικήσαμε».
Στις προηγούμενες κούρσες -πριν έρθει δηλαδή η σειρά της έκτης- ήταν διαφορετικά. Τότε πανηγύριζαν όλοι τους σαν τρελοί, γιατί τότε ακόμα το ενδεχόμενο της τελικής νίκης παρέμενε μακριά. Ακόμη κινούνταν σε πολύ οικεία ψυχικά μονοπάτια, ακόμη ο τζόγος ήταν τζόγος. Κάθε εκπλήρωση όμως, ειδικά όταν πρόκειται για εκπλήρωση τέτοιου βεληνεκούς, είναι ταυτόχρονα και μια ματαίωση. Και αν ο τζόγος είναι πριν απ' όλα έξαψη, τότε μια τέτοιου βεληνεκούς εκπλήρωση δεν σου υπονομεύει εξ ορισμού τις εφεξής εξάψεις; Και αν ο τζόγος δεν είναι απλά το πάθος σου, δεν είναι καν ο τρόπος ζωής σου, αλλά έχει γίνει όλη σου η ζωή, το να κερδίζεις μια περιουσία δεν σε αναγκάζει να ξαναδείς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να πεις και τώρα τι;
Και σε άλλες εποχές το ποστ θα έμενε ως κάπου εδώ, θα μιλούσε μόνο για τον τζόγο, για το πώς π.χ. η προσμονή φωτίζει το βλέμμα τους στην τελευταία κούρσα, για το πώς τέτοια προσμονή δεν πρόκειται να αξιωθούν ποτέ ξανά, ή για το εκατό τοις εκατό θρησκευτικό δέος που νιώθουν όταν η κούρσα τελειώνει, καθώς προσπαθούν να χωνέψουν αυτό που έχει συμβεί και το οποίο, μολονότι πάντα επεδίωκαν μανιωδώς να συμβεί, τους ξεπερνά, όπως ας πούμε θα σε ξεπερνούσε ένα θαύμα όσο κι αν προσευχόσουν για αυτό.
Αυτή την εποχή όμως, το ποστ ξεκίνησα να το γράφω έχοντας κατά νου να πω τελικά κάτι για το θέμα του δημοσίου λόγου που προέκυψε μετά τον θάνατο του παιδιού στο τρόλεϊ. Είχα βρει και τον τρόπο που θα έκανα τη σύνδεση. Αλλά τώρα μου φαίνεται λάθος να το κάνω και προτιμότερο, αν είναι να γράψω κάτι για το θέμα, να το γράψω μόνο του. Και γιατί τότε δεν σβήνω όλη αυτή την παραφιλολογία ώστε να αφήσω και το ποστ μόνο του;
Δεν ξέρω. Ίσως γιατί στην πορεία της ζωής μας εφευρίσκουμε διάφορα μάτια που μας κοιτάζουν από ψηλά και μας κρίνουν. Παλιά μπορεί να μας έκριναν γιατί παίζαμε το πουλί μας ξέρω γω, τώρα μπορεί να μας κρίνουν για το πόσο απίκο είμαστε να πάρουμε θέση στα κρίσιμα ζητήματα του δημοσίου διαλόγου ή αν αντίθετα χαζολογάμε με τα ήσσονα. Εξελίσσεται ο άνθρωπος, εξελίσσονται και τα μάτια που εγκαθιστά εκεί ψηλά. Και δεν έχει και τέλος όλο αυτό. Γιατί ο ένας νεκρός του τρόλεϊ και όχι το σφαγείο στην Αίγυπτο; Να κι άλλο μάτι. Να το μάτι που θα σου πει πως αν ξέρω γω η Αίγυπτος ήταν Ιράκ ή Παλαιστίνη θα είχες σηκώσει σούσουρο.
Αλλά και άριστα στη θεωρία να πάρεις, το μάτι θα συνεχίσει να στη λέει και θα σε πει -και με τα χίλια δίκια του δηλαδή- υποκριτή: «Κάνετε
αυτό που λέω, μην κάνετε αυτό που κάνω: ήδη από την εποχή του
Διαφωτισμού παρατηρούνταν διχασμός ανάμεσα στη ζωή που ζούσαν οι
άνθρωποι και σ' εκείνη που ήθελαν και πρέσβευαν. Η εποχή μας κοροϊδεύει
τον εαυτό της παριστάνοντας ότι διαθέτει διαύγεια και οξυδέρκεια· η
ρητορική μας λειτουργεί ως αντιστάθμισμα μιας απουσίας. Η κλασική
υποκρισία μετέφραζε το χάσμα ανάμεσα στα ήθη και την ευποληψία·
η σύγχρονη υποκρισία μεταφράζει το κενό ανάμεσα στο ιδεώδες που
διακηρύσσουμε και στην πραγματικότητα που ζούμε. Αυτός ο φαρισαϊσμός,
αυτά τα γελοία διφορούμενα συνιστούν τα καθημερινά μας ήθη (τα οποία
καθρεφτίζονται, λόγου χάρη, στις κωμωδίες του Γούντυ Άλλεν): τρέχουμε
πίσω από μια μεγεθυμένη εικόνα του εαυτού μας, λαχταρώντας να
διορθώσουμε τα λάθη μας για να εξυψωθούμε στο επίπεδο των προμηθεϊκών
μας φιλοδοξιών». (Πασκάλ Μπρικνέρ, "Το παράδοξο του έρωτα").
Επειδή το παραβαρύναμε όμως, ας κλείσουμε με τραγουδά, όπως τα λέω, με τραγουδάκι των Τεμπών.
2 Comments:
Τη σειρά την έχω δει όλη, και με συνεπήρε. Ολίγον σκοτεινή, ολίγον αργή, τόσο όσο χρειάζεται ώστε να η αποδόμηση των χαρακτήρων να συμβαίνει αργά και βασανιστικά μπροστά στα μάτια σου.
ναι ναι!! έτσι !
Δημοσίευση σχολίου
<< Home