Παλεύω
εδώ και ώρα να αντικρούσω με ένα ποστ ψύχραιμες ενστάσεις κι
αντιρρήσεις φίλων από την μια, καθώς και διόλου ψύχραιμα παραληρήματα
από την άλλη, που τέμνονται όμως στο κοινό συμπέρασμα ότι το να υποστηρίζεις στις μέρες μας την εθνική είναι προβληματικό. Το παλεύω περισσότερο από μια αίσθηση καθήκοντος να υπερασπιστώ αυτό που πιστεύω, παρά επειδή έχω διάθεση να το κάνω. Δεν έχω. Για την ακρίβεια αυτή η συζήτηση με καταβάλλει.
Μετά συνειδητοποιώ ότι ξημερώνει 1η Ιουλίου και θυμάμαι πως δέκα χρόνια πριν, το βράδυ της 1ης Ιουλίου του 2004, βιώσα την πιο συγκλονιστική στιγμή που μου έχει χαρίσει ποτέ το ποδόσφαιρο. Και ανεξάρτητα από το αν απαντάει ή όχι στις συγκεκριμένες ή σε άλλου τύπου ενστάσεις περί του ποδοσφαίρου εν γένει, θα επικαλεστώ και πάλι όσα είχα γράψει παλιότερα για εκείνο το βράδυ, προσθέτοντάς μόνο πως η χθεσινή νύχτα της εθνικής μπορεί να μην είχε την ίδια κατάληξη, μπορεί επίσης να εξελίσσεται σε ένα ριζικά διαφορετικό εγχώριο περιβάλλον και στο πλαίσιο μιας διοργάνωσης που έχει να απολογηθεί για μια σειρά από εγκλήματα, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια νύχτα αυθεντικής και μεγάλης ποδοσφαιρικής συγκίνησης. Και τέλος νομίζω πως όχι μόνο δεν έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα που αγαπιέται δυσανάλογα, αλλά αντίθετα έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα που έχει αγαπηθεί πολύ λιγότερο από αυτό που της αναλογεί.
Στο μυθιστόρημά της Ντόνα Ταρτ με τίτλο «Μυστική Ιστορία», ένας
καθηγητής μιλά στους φοιτητές του για τα διονυσιακά μυστήρια και κάνει
λόγο για το βάρος του εαυτού μας, για τη δυστυχία που μας προκαλεί η
συνείδησή μας, για την λαχτάρα μας να βγούμε για λίγο εκτός εαυτού, για
την ιδέα της απώλειας του ελέγχου που γοητεύει τους πολιτισμένους
ανθρώπους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Λέγοντας το με τα δικά του
λόγια: «Αν έχουμε αρκετή ψυχική δύναμη μπορούμε να σκίσουμε το πέπλο και
να αντικρύσουμε κατά πρόσωπο αυτή τη γυμνή τρομακτική ομορφιά. Αφήστε
το Θεό να μας κάνει δικούς του, να μας κατασπαράξει, να σπάσει τα κόκαλά
μας και να μας φτύσει ξαναγεννημένους. Αυτή είναι η τρομερή γοητεία των
διονυσιακών μυστηρίων, αυτή η φωτιά της καθαρής ύπαρξης. Σε μας είναι
δύσκολο και να την φανταστούμε».
Δέκα καλοκαίρια πριν βρίσκομαι στο Ντραγκάο, στο γαλάζιο ύψιλον που
σχηματίζουν οι θύρες που έχουν γεμίσει με γαλανόλευκες σημαίες, μπλε
μπλούζες και βαμμένα μπλε πρόσωπα. Όγδοη σειρά, καθισμένος στη γραμμή
που είναι το σημαιάκι του κόρνερ, μπλέ μπλούζα εθνικής, άβαφο πρόσωπο
και γαλάζιο κασκόλ της Ντεπορτίβο Αλαβές, ίσως για να δείχνω (σε μένα)
την διαφορετικότητά μου, για να παραμένω μέσα στο σύνολο ο εαυτός μου,
που αποθεώνει για μια ακόμη φορά σε κάθε του ενέργεια τον Τάκη Φύσσα, με
πνεύμα αγαπητικού χαβαλέ και αγαπητικού θαυμασμού μαζί.
Βράδυ πρώτης
Ιουλίου και στο Πόρτο αργεί πολύ να νυχτώσει. Δέκα παρά τοπική ώρα και
είναι ακόμα σούρουπο. Αρχίζει η παράταση. Δυο τεράστιοι γερανοί πίσω απ'
το γήπεδο δούλευαν όλη την ώρα του αγώνα. Τους κοιτάζω και πάλι.
Επιτέλους σταμάτησαν, αλλά το μάτι μου διακρίνει κάτι περίεργο στη νοητή
ευθεία από κάτω τους: στο πάνω πάνω διάζωμα, ανάμεσα σε όλους τους
Έλληνες, είναι ένας με το πρόσωπό του βαμμένο σε ένα μπλε πολύ πιο
σκούρο και πολύ πιο έντονο, ο οποίος φορά ένα λευκό χιτώνα και χορεύει
ασταμάτητα. Έτσι από μακριά μού φαίνεται σαν στοιχειό, αλλόκοσμος, σαν
να μην είναι από τα μέρη μας, μα ούτως ή άλλως δεν βρισκόμαστε πια στα
μέρη μας αλλά στο 105', όταν ακούγεται ένα κρακ και το ύψιλον του
Ντραγκάο, αυτή η ανέλπιστη συντεταγμένη του χωρόχρονου, τουμπάρει τρεις
μοίρες προς τα κάτω.
Γκολ.
Βγαίνω
από τον εαυτό μου, χάνω την ατομικότητά μου, χαμένος στο ύψιλον δεν
είμαι πια ο εαυτός μου, το όνομά μου και η ηλικία μου, οι προσδοκίες μου
και οι φόβοι μου, οι προκαταλήψεις μου και οι ενοχές μου, τα φωτεινά
και τα μαύρα σημεία της ψυχής μου, είμαι ολόιδιος με τον διπλανό μου που
αγκαλιάζω, είμαι ο διπλανός μου που κλαίει και με φιλάει, είμαι μια
κουκίδα του γαλάζιου, μια μπλε μπλούζα ακόμη που χοροπηδά, μια φωνή
ακόμη που κραυγάζει, κραυγή μες τις κραυγές, αγκαλιά μες τις αγκαλιές,
δάκρυ μες τα δάκρυα, έκσταση μες τις εκστάσεις, είμαι πανηγυρισμός,
είμαι ένας απ' όλους, είμαι τρεις θύρες πιο πέρα, δεν είμαι εγώ, είμαι
κάπου αλλού, σε έναν χώρο παράπλευρο του συνειδητού, ελεύθερος επιτέλους
από μένα και τα βαρίδια μου, ολόγυμνη ευτυχία, απροστάτευτος αλαλαγμός,
άνθρωπος που αξιώθηκε στη ζωή του να δει κατάφατσα το Απόλυτο και το
θέαμα του κλόνισε το νου και τον κατέλαβε, μετατρέποντάς τον σε
παροξυσμένο θύμα του, δύσπιστο πιστό του και άναρθρο υμνωδό του.
Λήξη.
Οι παίκτες έρχονται σε εμάς, πρέπει να βρεθώ κοντά τους, από την όγδοη
σειρά το σώμα μου θα βρεθεί στη δεύτερη, πατώντας πάνω σε ώμους,
πατώντας πάνω σε καρέκλες που ανοιγοκλείνουν, το σώμα μου πέφτει κάτω
και ξανασηκώνεται, το οδηγεί κάποιος άλλος, κάποιος που κατοικούσε μέσα
μου πριν εγώ γίνω εγώ, κάποιος που μια ζωή τον καταπλάκωνα και που στο
105΄ απελευθερώθηκε απ' το βάρος της στολής του εαυτού μου, κάποιος που
στην σύντομη πορεία του από την όγδοη στην δεύτερη σειρά υπήρξε πιο
ελεύθερος απ' ό,τι θα υπάρξω εγώ ποτέ μου.