Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012

Η Διαρκής Επιστροφή



Λέω στον ολντ ότι τo Shame θα μου αρέσει μόνον εάν ξεπεράσει σαν έργο την ίδια την ατζέντα του: ότι το σεξ μπορεί να γίνει παράγοντας αλλοτρίωσης, ενδεχομένως και αιτία της. Όχι γιατί αυτή η προκείμενη είναι εσφαλμένη, αλλά γιατί η πραγμάτευσή της φιλμικά το 2011 είναι υποκριτική και άκαιρη σε έναν κόσμο που υποφέρει από α) τις συνεπειες του πουριτανισμού, της σεξουαλικής στέρησης και του rape culture και β) κυριότατατα από τη φτώχεια, τον ολοκληρωτισμό, την απληστία των ελίτ αλλά και τον καταναλωτισμό ως όρο και σκοπό ζωής των "μαζών". Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν εάν δεν είναι ωραία ταινία: ως γνωστόν, το έργο τέχνης ξεπερνά και τις προθέσεις του και την ατζέντα του.
---
Καταλαβαίνεις λοιπόν ποια είναι η διαφορά μας από τους Σραόσες αυτής της γης. Εκείνοι πριν καν δουν μια ταινία έχουν ιδεολογικοποιήσει το ζήτημα, έχουν αποφανθεί ότι η ταινία έχει ατζέντα με συγκεκριμένο περιεχόμενο και θα μας κάνουν τη χάρη να της δώσουν το μπένεφιτ οφ ε ντάουτ, μπας και παρ' ελπίδα είναι ωραία και ξεπεράσει τις προθέσεις της, τις οποίες εκ των προτέρων έχουν δικάσει.
---
Πες όχι, αναγνώστη, στο Νεοδανίκα του Δώδεκα, γύρνα την πλάτη σε αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης των ταινιών, διάγραψε τον Σραόσα από το ρίντερ σου, το φίντερ σου, τον πρίντερ σου, το κίντερ σου, όπου εν πάση περιπτώσει τον έχεις γραμμένο, και μείνε εδώ, κοντά μου, γιατί έχω έρμα και αρχές που δεν γίνονται κουρελόχαρτο με το πρώτο κοινωνικοοικονομικό κραχούλι. Θυμάμαι όταν είχαν πρωτοπροβληθεί στην Αθήνα οι «Ώρες», ήταν η εποχή που είχαν εισβάλλει οι ΗΠΑ στο Ιράκ πάλι και γίνονταν εδώ αντιπολεμικές διαδηλώσεις κι άλλα συναφή και κάποιος κάτι είχε γράψει με κόκκινη μπογιά σε μια αφίσα της ταινίας. Κάτι του στυλ "δολοφόνοι" κλπ. Είχα διαφωνήσει έντονα τότε με έναν αδελφικό φίλο που μου έλεγε για το Χόλιγουντ ως προπαγανδιστικό μηχανισμό κλπ κι εγώ του απαντούσα για την τέχνη που δεν πρέπει να μπαίνει σε αυτού του είδους την κριτική, για την αυτονομία του κινηματογραφικού έργου κλπ. Εννιά χρόνια αργότερα, μπορεί να έβαζα πολύ νερό στο κρασί της αυτονομίας (και εκείνος βέβαια να κατηγορεί πλέον εμένα ότι είμαι ανευθυνοαριστερίζων κλπ), ωστόσο η βασική μου θέση παραμένει η ίδια: αν μου αρέσει μια ταινία μου αρέσει μια ταινία και όλα τα υπόλοιπα είναι σχεδόν εκτός θέματος ή σωστότερα αφορούν ένα θέμα παράπλευρο, που το συζητάμε, πάντως δεν πρέπει να θολώνει την ματιά μας για την ταινία.
---
Μα τελικά κι ο Σραόσα το ίδιο δεν λέει; Ναι, αλλά έχει ήδη προσδώσει στο "Shame" τον ρόλο του ιδεολογικά υπόπτου. Δες την ταινία, αναγνώστη, χωρίς υποψίες στο μυαλό. Δες την και αν -αφού την δεις- έχεις θέματα σαν αυτά που εγείρει ο Σρου, εδώ είμαι να τα συζητήσουμε και να σου πω, γιατί, κατά τη γνώμη μου, τέτοιου είδους ατζέντα δεν υπάρχει ούτε με σφαίρες.
---
Σε πρώτη φάση πάντως, μπορείς να δεις και το τι εισέπραξα εγώ απ' τη Ντροπή, στο κείμενο που έγραψα για το ελculture:
Το «Shame» ξεκινά με τον Μπράντον ξαπλωμένο στα γαλάζια του μαξιλάρια και σκεπάσματα, που είναι ασορτί με το χρώμα των ματιών του. Το γαλάζιο μπορεί να είναι το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας, αλλά κάθε άλλο παρά σε καθαρό ουρανό δεν παραπέμπει η ματιά του. Κοιτάζει προς το κενό με βλέμμα ασορτί κενό. Κοιμήθηκε πάνω σε αυτά τα σεντόνια με κάποια το προηγούμενο βράδυ; Καθόλου απίθανο. Αλλά και στα σεντόνια να μην είχε κάποια, ας είναι καλά το λάπτοπ του και θα είχε εκεί πολλές για να τις βλέπει να κάνουν ό,τι θέλει και εκείνος να αντιδρά ανάλογα. Γιατί ο Μπράντον είναι σεξομανής και δεν περιορίζεται στις πανέμορφες γυναίκες που όντας γόης μπορεί με ευκολία να κατακτά, αλλά επεκτείνεται σε πόρνες, σε πορνό στο ίντερνετ και σε πληθώρα αυνανισμών, όχι μόνο σπίτι του, αλλά και στη δουλειά του. Ο τρόπος ζωής του αναστατώνεται όταν σχεδόν με το ζόρι έρχεται να συγκατοικήσει για λίγο καιρό μαζί του η μικρότερη αδελφή του. Μέρες τώρα προσπαθούσε να τον ενημερώσει ότι έρχεται, «σήκωσε το ακουστικό, σήκωσε το ακουστικό» τον παρακαλούσε στον τηλεφωνητή, αλλά εκείνος δεν το σήκωνε. Είχε τους λόγους του.
---
Ο Μπράντον θα μπορούσε να είναι σεξομανής, αλλά να τη βρίσκει. Το πρόβλημα δεν είναι στην ποσότητα ή στο είδος, αλλά στην έλλειψη χαράς Ψυχολογικά είναι πολύ λιγότερο κοντά στον Xανκ Μούντι του «Californication» και πολύ περισσότερο κοντά στον βασανισμένο παιδόφιλο του «Little Children»Το σεξ εκτρέπεται από τη φυσιολογική του διάσταση και από παράγοντας έκστασης μετατρέπεται ίσως σε μια διαρκή επιστροφή στον τόπο του εις βάρος του ψυχικού εγκλήματος Ίσως δηλαδή μέσω του σεξ επιστρέφει διαρκώς σε ένα παλιό τραύμα, τραύμα που ουδέποτε δηλώνεται ρητά στην ταινία, αλλά μόνο υπονοείται με μια φευγαλέα ατάκα της αδελφής του («Δεν είμαστε κακοί άνθρωποι. Απλά ερχόμαστε από ένα κακό μέρος»), η οποία σε άλλο κόντεξτ θα μπορούσε να σημαίνει πολύ αθωότερα πράγματα. Είναι όμως τα συγκείμενα που σε κάνουν να πάει το μυαλό σου στο κακό, είναι τα παλιά σημάδια στις δικές της φλέβες, είναι η δική του συνολική σεξουαλική συμπεριφορά και βεβαίως είναι αυτή η αλλόκοτη τσίτα στην μεταξύ τους σχέση. Αν είχαμε να κάνουμε με ελληνική ταινία των τελευταίων ετών θα μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ότι η τσίτα θα οδηγούσε τα δυο αδέλφια στο κρεβάτι, αλλά η ταινία δεν είναι ελληνική, οπότε μπορούμε να παρακολουθούμε την σχέση τους παραμένοντας σε αμφιβολία για το πώς θα εξελιχθεί.
---
Το αφεντικό του Μπράντον και την οικογένειά του την έχει και ξενοπηδάει ασύστολα, αλλά η δική του η συμπεριφορά αν έχει νοσηρότητα, είναι νοσηρότητα με κριτήρια κοινωνικής ηθικής. Η σχέση του με το σεξ μπορεί να είναι κατακριτέα από τους τρίτους, νοσηρή όμως σαν του Μπράντον δεν φαίνεται να είναι. Μπορεί λοιπόν να είναι υποκριτής (σε αντίθεση με τον Μπράντον που καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του προσάψει συναισθηματικά τίποτα, αφού όταν δεν ικανοποιείται μόνος του, εξαντλεί το ρεπερτόριό του σε one night stands και σε πόρνες), αλλά κάνει ό,τι κάνει και το απολαμβάνει. Να ένα ενδιαφέρον δίπολο: Νοσηρός αλλά όχι ανήθικος ο ένας. Υγιής αλλά όχι ηθικός ο άλλος. Από τα βασικότερα συστατικά όμως της κοινωνικής ηθικής είναι η υποκρισία και τα προσχήματα. Το αφεντικό τη χρησιμοποιεί για να την πει στον Μπράντον που το κομπιούτερ του γραφείου του γέμισε ιούς. Το πήραν να το φτιάξουν και ο σκληρός του δίσκος ήταν γεμάτος πορνογραφία. «Βρώμικο, πολύ βρώμικο υλικό», του λέει. «Creampie»συνεχίζει, «δεν ξέρω καν τι είναι αυτό το πράγμα».
---
Τη μοναδική φορά που ο Μπράντον έχει έρθει σε συναισθηματική εγγύτητα με μια γυναίκα δεν μπορεί να λειτουργήσει σεξουαλικά. Μπλοκάρει. Δεν έχει συνδέσει το σεξ με συναισθήματα αλλά με την ολοκληρωτική απουσία τους. Έχει μάθει να κάνει σεξ μόνο κλειδώνοντας -πολύ βαθιά μάλλον- το διαπροσωπικό στοιχείο. Σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας, ο σκηνοθέτης Στηβ Μακ Κουήν παρουσιάζει ένα σεξουαλικό όργιο του Μπράντον που με όρους πορνογραφίας είναι μια σκηνή θριάμβου και με όρους αντρικής μυθολογίας μια σκηνή ζηλευτή, ως ένα θέατρο απόγνωσης, όπου πηδάς με μανιασμένη απελπισία γιατί έχεις φτάσει σε οριακό σημείο και ο μόνος τρόπος για να μην σκεφτείς αυτά που δεν θέλεις, είναι καταπλακώνοντάς τα με περισσότερο, αγριότερο κι όσο πιο μηχανικό γίνεται σεξ. Το «Shame» δεν μιλά για το σεξ, αλλά για την παθολογία του σεξ. Ίσως για το φαύλο κύκλο του σεξ που καταστρέφεται μέσα σου από μικρός, και επειδή σου καταστρέφεται δεν σου χαλά μόνο το ίδιο το σεξ, αλλά σου μποϊκοτάρει την ψυχική επαφή με τους ανθρώπους, κι όλο αυτό ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσεις είναι με την υπερπληθώρα του απρόσωπου σεξ.
---
Μια γυναίκα στο βαγόνι του μετρό. Είναι κούκλα. Φοράει δακτυλίδι. Ο Μπράντον την κοιτά, εκείνη ανταποδίδει. Την θέλει, τον θέλει. Έρχεται η στάση της, σηκώνεται. Θα την ακολουθήσει; Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι ο λόγος για τον οποίο θα σηκωθεί ή θα κάτσει. Το «Μη σηκωθείς, γιατί αν σηκωθείς είσαι σεξομανής» ή, αντίθετα, το «Σήκω, μην αφήσεις να την ευκαιρία να πάει χαμένη», είναι δύο γενικά και αφηρημένα κριτήρια. Το θέμα είναι αν σηκωθεί, να σηκωθεί για να ζήσει μια εμπειρία που θα τον γεμίσει και θα γίνει ανάμνηση κι όχι για να οδηγηθεί ψυχαναγκαστικά προς μια ακόμη επιστροφή στην τιμωρία. Οπότε, μάλλον κάτσε, Μπράντον. Κάτσε όχι επειδή πρέπει να αντισταθείς σε κάτι που θέλεις αλλά είναι κακό. Αλλά κάτσε επειδή πρέπει να αντισταθείς σε αυτό που σε κάνει να θες το δικό σου κακό.
---
Δεν φάνηκε από την παραπάνω πολυλογία, αλλά η ταινία μου άρεσε πολύ. Σκηνοθετικά ο Μακ Κουίν δεν κάνει απλή επίδειξη στιλ, αλλά χρησιμοποιεί το στιλ του για να χτίσει την ατμόσφαιρα γύρω από τον ψυχισμό του ήρωά του. Ωστόσο είναι ο Μάικλ Φασμπέντερ που με στέλνει, είναι όλη αυτή η ένταση που εκπέμπει, είναι το βλέμμα του – βουβή υπαρξιακή κραυγή, αυτό που δύσκολα θα ξεθωριάσει από το μυαλό μου. He rules.





Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2012

Σε κόσμους που εσείς δεν τους αντέχετε

"Δέχτηκα τηλεφώνημα από τον αντιπρόεδρο της Βουλής κ. Ευάγγελο Αργύρη ο οποίος με ρώτησε για ένα έμβασμα του συζύγου μου στο εξωτερικό τον Μάρτιο του 2011. Το ποσό αυτό προέρχεται από πώληση μετοχών στις ΗΠΑ το οποίο έπρεπε να περάσει από την Ελλάδα. Το ποσό αυτό προορίζεται για αγορά πλοίου και αποτελεί μία απολύτως νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα του συζύγου μου".
----
Η Ντόρα έπαιζε, παίζει και θα παίζει με την Ελλάδα του Ευρώ. Ό,τι κι αν λέτε, κι όσες φαρσοκωμωδίες κι αν στήνετε, δεν θα την εντάξετε στην Ελλάδα της Δραχμής. Το πλοίο του Ισίδωρου την πάει σε κόσμους που εσείς δεν τους αντέχετε. Μένει μονάχη στο παρόν της να σώσει οτιδήποτε κι αν σώζεται από το τελευταίο σοβιετικό κράτος της Ευρώπης. Το παλεύει, το προσπαθεί, αλλά υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να βγούμε από το Ευρώ ώστε να αγοράσουν κοψοχρονιά τη χώρα, με τα κεφάλαια που έχουν φυγαδεύσει στο εξωτερικό. Αντιστέκεται σε αυτές τις δυνάμεις και επειδή πείθει, επειδή ο λαός βλέπει πως κάτι νέο και ελπιδοφόρο γεννιέται, ανταμείβοντάς την στις δημοσκοπήσεις, την χτυπούν ύπουλα μέσω του συζύγου της. Σεξιστικό μέσα σε όλα τα άλλα, συγγενική ευθύνη μέσα σε όλα τα άλλα, ο σιχαμένος λαϊκίστικος ελληνικός πολιτικός λόγος στο αποκορύφωμά του. Ισίδωρε, αγόρασε το πλοίο, πάρε το κορίτσι σου κρουαζιέρα και φύγετε μακριά από αυτή τη χώρα που δεν σώζεται με τίποτα. 




(Πλοίο, δραχμοτυπία, αγνώστου καλλιτέχνη)

Σάββατο, Φεβρουαρίου 25, 2012

Με ξεπερνά

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον ξεπερνούσε, τον ξεπερνούσε τόσο πολύ, που δεν το έγραψε καν, αφήνοντας το μήνυμα στην κολώνα μετέωρο. Μετέωρο αλλά ταυτόχρονα και αυτάρκες: τον ξεπερνά. Τέλος. Ή μάλλον όχι τέλος. Γιατί ίσως δεν "τον" ξεπερνά, αλλά "την" ξεπερνά. Τι; Πιθανώς το τέλος. Ίσως γράφει "με ξεπερνά" μπας και αρχίσει να τον ή την ξεπερνά.
Εμένα πάλι με ξεπερνά πως περπατώντας το απόγευμα από Κάνιγγος μέχρι Σύνταγμα με σταμάτησαν κυριολεκτικά στο δρόμο πόσοι; Πέντε; Έξι; Τον ένα τον κοίταξα, του απάντησα κιόλας, μου ανταπάντησε. Ήταν, λέει, από το Μπαγκλαντές. Κρατούσε ένα μάτσο πορτοκαλί λουλούδια. Τους υπόλοιπους απλώς τους ξεπέρασα, χωρίς να τους κοιτάξω, χωρίς να τους απαντήσω. Ίσως επειδή ήταν Έλληνες. Δεν θέλω πολλά πάρε δώσε μαζί τους, κατέστρεψαν τη χώρα μου, κατέστρεψαν το μέλλον των νέων γενιών, όπως καταγγέλλεται εμφατικά από το Protagon και αναπαράγεται δοξαστικά από το Buzz. Κοιτούσα όμως στη θέση τους πολλούς άλλους, που είτε κάθονταν κουρνιασμένοι στις θέσεις τους στα πεζοδρόμια, είτε περιφέρονταν σαν πρεζωμένος χορός αρχαίας τραγωδίας, όπως π.χ. έξω από το Πνευματικό Κέντρο, πάνω στο οποίο τόσες γόνιμες και συναρπαστικές συζητήσεις  διεξήχθησαν προ ημερών.
Σκέφτομαι πως ήταν σαν ταινία. Σαν σκηνή όμως που ο ήρωας βλέπει εφιάλτη μέσα στην ταινία. Πού θα πάει, θα κόψουμε στο καραμπανάλ πλάνο που πετάγεται από το κρεβάτι του ιδρωμένος. Αυτό το πλάνο περιμένω, αυτό το πλάνο μπορεί να περιμένεις κι εσύ: τα σχέδια μάρσαλ που αρέσουν και στον πρόεδρο Παπούλια, τα ευρωομόλογα, το χρήμα που θα αρχίσει να πέφτει από τον ουρανό ή από την ΕΚΤ, επειδή ο καπιταλισμός θα ξαναβρεί τα λογικά του και η γερμανική Ευρώπη τα δικά της, και θα αποφασίσει να μην τραβήξει άλλο το σκοινί, ώστε το σύστημα να ξαναρχίσει να γίνεται βιώσιμο και να μπορέσει να εξυπηρετείται και στις επόμενες δεκαετίες.
Με ξεπερνά, βλέπεις, περισσότερο απ' όλα η συνειδητοποίηση πως ο κόσμος στον οποίο ζούσαμε έφυγε ανεπιστρεπτί, έφυγε και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Και πως αλυχτάμε από την μία και την άλλη πλευρά του πτώματός του, με εκατέρωθεν -αντικρουόμενες- προσδοκίες, με εκατέρωθεν -καλπάζον- μίσος, αλλά και με εκατέρωθεν -απωθημένο- τρόμο.
Με ξεπερνά πως μέσα στην ζεστασιά της παλιάς εποχής -της μόνης εποχής που είχα γνωρίσει, της εποχής που θεωρούσα αυτονόητης- ήμουν σχετικιστής ως το μεδούλι, ενώ τώρα οτιδήποτε λιγότερο από το απόλυτο μου φαίνεται νερόβραστο.
Με ξεπερνά έτσι αυτή η πλήρης δυσανεξία που έχω αναπτύξει απέναντι ... Απέναντι σε τι; Εσύ θα πεις απέναντι στην αντίθετη οπτική, στην αντίθετη άποψη, εγώ θα το αρνηθώ και θα πω πως, όχι, πως είναι δυσανεξία απέναντι στο unfair play των ιδεών, πως είναι δυσανεξία απέναντι στη συμπλεγματική χυδαιότητα που μασκαρεύτηκε σε ιδεολογία, πως είναι τέλος δυσανεξία απέναντι στην πρόταση να τα βάλουμε όλα κάτω να τα συζητήσουμε από την αρχή.
Με ξεπερνά για το λόγο ότι η συζήτηση διεξαγόταν μερικούς αιώνες, αν όχι χιλιετίες, και είχαμε, υποτίθεται, καταλήξει σε μερικά συμπεράσματα και γενικές αρχές που συνιστούσαν την καρδιά του πολιτισμού και της κοινωνικής συμβίωσης. Με ξεπερνά η αντίληψη πως όλα ξαναμπήκαν στο τραπέζι, άπαξ κι έπαψαν να μας δανείζουν οι αγορές.
Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει και τίποτα λιγότερο από αυτό. Όλα έχουν ξαναμπεί στο τραπέζι, θεωρητικώς αλλά και εμπράκτως: από την θέση που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα στις κοινωνίες μας, ως τον χαρακτήρα του κράτους και τη χρησιμότητα του πολιτεύματος.
Τίποτα δεν είναι πλέον εκτός συζήτησης, τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο, οι πολιτισμοί συγκροτούνται πάνω σε κοινά παραδεκτές αντιλήψεις και ο δικός μας ο πολιτισμός έδειξε πως νοσεί ως εκεί που δεν παίρνει, από τη στιγμή που αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε το κράτος μας ως καθαρά λογιστικό μέγεθος που μπήκε μέσα, από τη στιγμή που πάψαμε να προτάσσουμε ως ύψιστη αξία την δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης έως και επιβίωσης μεγάλων κομματιών του πληθυσμού του, από τη στιγμή που ο επίσημος λόγος έπαψε να μιλά στο όνομα ιδανικών και μετατράπηκε σε μηχανή υπολογισμού εσόδων και εξόδων, από τη στιγμή που ο επίσημος λόγος έπαψε να μιλά στο όνομά σου και άρχισε να υπαινίσσεται -έως και να διαλαλεί- πως, αντίθετα, εσύ ήσουν το πρόβλημα, πως 36 χρόνια που μιλούσε στο όνομά σου λερώθηκε με λαϊκισμό, πολιτικό κόστος και εξουθενωτική πολυφωνία, πως αν είχε απεξαρτηθεί νωρίτερα από τα δικά σου θέλω και τις δικές σου ανάγκες, δεν θα είχε φτάσει σε τόσο άσχημη κατάσταση το μαγαζί εξυπηρέτησης χρέους το οποίο διευθύνει.
Με ξεπερνά τέλος πως επιμένω να θεωρητικολογώ -αερολογώντας ή μη, δεν είναι αυτό το θέμα- και να μην πράττω, πως επιμένω να παραμένω βυθισμένος στο εγώ αντί να κάνω οτιδήποτε θα εντασσόταν στο εμείς, πως επιμένω να παραμένω δέσμιος της εποχής που πέρασε, περιμένοντας απεγνωσμένα το καραμπανάλ πλάνο του ιδρωμένου τινάγματος απ' το κρεβάτι.
Με ξεπερνά ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: είτε αυτά που γράφω δεν είναι σε όλους ορατά μολονότι πλέον θα έπρεπε, είτε αντιδρώ υστερικά, δυσανάλογα, αυτιστικά, κάνοντας σαν παιδί που του πήραν το γλυκό από τα χέρια, με το γλυκό να μην είναι η αστική δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος δικαίου μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον, αλλά οι ελληνικές παθογένειες, οι υπερτιμολογήσεις στα φάρμακα, οι μαϊμού ανάπηροι, άντε και η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα.
Με ξεπερνά ότι αυτό είναι ένα ακόμα ποστ ανάμεσα στα χιλιάδες ποστ, μερικές ακόμα λέξεις ανάμεσα στους ωκεανούς των γραμμένων λέξεων, με ξεπερνά πως ό,τι είμαι κι ό,τι δεν είμαι είναι γραμμένες λέξεις, και πως πέρα από αυτές δεν υπάρχει υπόσταση, δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει συνέπεια, δεν υπάρχει φως.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2012

Unfollow #3: στη ρωγμή του χρόνου



Από τον Σταμάτη Μαλέλη ως τον Πέτρο Κωστόπουλο, εδώ στη ρωγμή του χρόνου μια αφήγηση μας αποχαιρετά, μια νέα έρχεται να πάρει τη θέση της, αλλά όχι ότι έχει σχηματιστεί εντελώς ακόμα, τώρα σχηματίζεται, τώρα προσπαθεί να αποκρυσταλλώσει το στίγμά της, και ίσως το Unfollow να εντάσσεται μέσα σε αυτό το νέο στίγμα, ίσως και όχι, είναι νωρίς ακόμα, θα δείξει, όλα θα δείξουν, η ζωή είναι και μικρή για να είναι θλιβερή και μεγάλη για να την κάνεις καρναβάλι, ποτέ δεν είναι ένα μόνο πράγμα η ζωή, μισολιωμένος ως τότε στη Χιροσίμα μου, θάβομαι για να μεστώσω μες του Ψυχάρη το πιθάρι.
---
 Δελτίο Τύπου:
«Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και “αξιοποίησης” της δημόσιας περιουσίας της Ελλάδας είναι αυτή την περίοδο το μεγαλύτερο στον κόσμο. Αλλά το πρόγραμμα έχει παλαιότερες ρίζες: από την κυβέρνηση της ΝΔ του 1990-93 περνάει στις “μετοχοποιήσεις” του Κώστα Σημίτη και στις απαιτήσεις των Κοινωνικών Πλαισίων Στήριξης και των Ολυμπιακών Έργων, για να κορυφωθεί με την τρόικα και το ΔΝΤ.» - Ο Λεωνίδας Βατικιώτης παρακολουθεί τις Ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα: Από τον Μητσοτάκη στον Παπαδήμο.
«Η γη είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο παραγωγής. Και στην Ελλάδα, ειδικά χάρη στις “στρατηγικές επενδύσεις εθνικής σημασίας”, που σύμφωνα με τη νομοθεσία “fast-track” επιτρέπουν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, χρήση δασών και αιγιαλού, η γη σήμερα δίνεται φτηνά. Πολύ φτηνά…» - Η Νέλλη Ψαρρού ερευνά το Μεγάλο πλιάτσικο με την «Αξιοποίηση Δημόσιας Περιουσίας».
«Τους είπαν κοπρίτες, άχρηστους και γραφειοκράτες. Ένας καλοστημένος μηχανισμός προπαγάνδας ανέλαβε τα τελευταία χρόνια να στιγματίσει κοινωνικά τους δημοσίους υπαλλήλους αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους και ανοίγοντας τις πύλες της ιδιωτικοποίησης.» - Ο Άρης Χατζηστεφάνου περιγράφει πώς κατασκευάστηκαν Οι «άθλιοι» του δημοσίου.
«Οι λέξεις “ιδιωτικός” (private) και “αποστέρηση” (privation) έχουν κοινή ρίζα στα λατινικά, έγραψε κάποτε ο Τέρι Ίγκλετον. Σήμερα, αυτό είναι εμφανέστερο από ποτέ, καθώς, μετά τις δημόσιες υπηρεσίες και τα δημόσια αγαθά, κάποιοι επιχειρούν να ιδιωτικοποιήσουν το σώμα και τη σκέψη μας.» - Η Κατερίνα Κιτίδη περιγράφει τον Homo privatus
«Οι απολογητές του νέου μνημονίου ισχυρίζονται ότι αποτελεί τη μόνη ελπίδα της χώρας απέναντι στην άτακτη χρεοκοπία. Η αλήθεια είναι ότι το φάρμακό τους είναι πιο θανατηφόρο από την αρρώστια. Τα νέα μέτρα συνεχίζουν τις ίδιες πολιτικές του πρώτου μνημονίου, που δεν είναι μόνο άδικες και αντικοινωνικές, αλλά και βαθύτατα αναποτελεσματικές. Θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε άτακτη χρεοκοπία, στην οποία θα οδηγηθούμε άκοντες, χωρίς να την έχουμε εμείς οι ίδιοι επιλέξει, χωρίς προετοιμασία, με την οικονομία διαλυμένη και το κοινωνικό κράτος κατεδαφισμένο.» - Ο Γιώργος Κατρούγκαλος καταγράφει Τα καταστροφικά αδιέξοδα του νέου μνημονίου.
«Πριν από μερικούς μήνες, σε μια δίκη μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος στο Εφετείο, από εκείνες τις δίκες όπου οι κατηγορούμενοι είναι «αναγνωρίσιμοι» και οι δικαστές τίμιοι και θαρραλέοι, η απόφαση ήταν καταδικαστική. Στην αγόρευσή του μάλιστα ο εισαγγελέας δεν περιορίστηκε μόνο σε νομική ανάλυση, αλλά επεκτάθηκε και στον τρόπο που οι κατηγορούμενοι είχαν χρησιμοποιήσει την κοινωνική τους θέση ως κάλυψη στην παρανομία. Η απόφαση ήταν ιστορική, όπως και η αγόρευση. Την ίδια μέρα, εισαγγελείς από όλη την Ελλάδα έπαιρναν τηλέφωνο τον συνάδελφό τους για να τον συγχαρούν τόσο για την αγόρευσή του όσο και συνολικά για τη στάση του δικαστηρίου. Εκείνος τους άκουγε όλους, τους ευχαριστούσε και στο τέλος έλεγε: “Τι να το κάνεις, θα τους βγάλει ο Άρειος Πάγος…”» - Ο Κώστας Βαξεβάνης αναρωτιέται Ποιoς θα βάλει πάγο στον Άρειο Πάγο;
«“Στο νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο «όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια ‘τυφλή’ κοινωνική έκρηξη βίας”. Αυτά έγραφε ο πολιτικός επιστήμονας Χριστόφορος Βερναρδάκης στο Twitter στις 13 Ιανουαρίου. Αντλώντας από δημοσκοπικά στοιχεία, εξηγεί ότι προς αυτήν τη διαπίστωση μας οδηγεί ο βαθμός απονομιμοποίησης της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, η εντεινόμενη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και η απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου.» - Ο Παναγιώτης Φραντζής βλέπει Συντηρητική Αριστερά, αντικαπιταλιστική Δεξιά, και στο βάθος… βία.
«Ο γενικός διευθυντής ειδήσεων και ενημέρωσης του Star Channel έχει ανάγκη από ψυχανάλυση, ασχολείται “με τα κοινά” στη ΔΗΜΑΡ αλλά δεν θα θέσει υποψηφιότητα, λέει ότι “ο Παπανδρέου μπορεί να είναι κλέφτης”, ότι “το ΛΑΟΣ είναι φασίστες”, ότι ο ίδιος “δεν έχει φράγκο”, “δεν έπρεπε να κάνει τηλεόραση” και “ψάχνει εξιλέωση στην πολιτική”. Γνώρισε τον Πάμπλο και τον Καστοριάδη αλλά έβγαλε στην τηλεόραση τη Μαλβίνα Κάραλη και την Πετρούλα. Παλιότερα τον γοήτευε ο Γιώργος Παπανδρέου και σήμερα τον γοητεύει ο Φώτης Κουβέλης.» - Ο Σταμάτης Μαλέλης μιλάει στον Πιτσιρίκο και στον Λευτέρη Χαραλαμπόπουλο και λέει ότι «Με γάμησε η τηλεόραση».
«Οι τελευταίες δεκαετίες σήμαναν για το Συγκρότημα τεράστια επέκταση και δυσθεώρητα κέρδη στο Χρηματιστήριο. Αλλά ορισμένα πράγματα δεν άλλαξαν. Τα ΜΜΕ της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης συνέχισαν τον στενό εναγκαλισμό τους με την πολιτική και την οικονομική εξουσία, δίχως ωστόσο αυτό να τα σώσει από την φθορά: οι κυκλοφορίες τους καταποντίζονται, η απαξίωση του κοινού τους αυξάνει, και οι άλλοτε κραταιοί άρχοντές τους πασχίζουν να διασώσουν ό,τι κέρδισαν, θυσιάζοντας τους εργαζομένους τους και αδιαφορώντας για τους αναγνώστες τους.» - Η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου και ο Αυγουστίνος Ζενάκος ολοκληρώνουν, με το Μέρος Β’, την Παντοδυναμία και παρακμή του ΔΟΛ.
«“Είμαι κι εγώ μαλάκας”. Πολλοί θα μπορούσαν να πουν: το ξέραμε. Οι περισσότεροι, όμως, δεν το ήξεραν – ή, τουλάχιστον, δεν τους ένοιαζε και κατανάλωσαν με βουλιμία το όνειρο που τους πούλησε ο αρχιερέας του ελληνικού lifestyle, ο άνθρωπος που μας έψησε ότι αν δεν είναι στη Μύκονο, δεν είναι διακοπές, ο εκδότης που μας μύησε στα ακριβά ρολόγια, στα χοντρά πούρα, στα γρήγορα αυτοκίνητα και στις πλαστικές γκόμενες… Και γιατί όχι; Το τσιτάτο η “ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή” υπήρξε επί σειρά ετών το ατράνταχτο επιχείρημά του. Μικρή δεν είναι άλλωστε η ζωή; Ποιος μπορούσε να ισχυριστεί ότι πρέπει να είναι θλιβερή;» - Ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος φιλοτεχνεί την προσωπογραφία του Πέτρου Κωστόπουλου.
«Πλήθος σχολιαστών στηλίτευσαν την κατάληψη του καφενείου του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων, υποστηρίζοντας ότι κίνητρό της ήταν η πολιτική εκμετάλλευση της συγκυρίας. Ωστόσο, η κίνηση ενός “Συντονιστικού αστέγων” να παραβιάσει τις πόρτες ενός δημόσιου κτιρίου είναι εξ ορισμού πολιτική κίνηση. Αυτή είναι εξάλλου και η διαφορά μεταξύ φιλανθρωπίας και πολιτικής: η πρώτη δεν παράγει άλλο νόημα παρά τον εαυτό της · η δεύτερη είναι ένα σημαίνον του οποίου η σημασιοδότητηση αφορά το πολιτικό.» Ο Θεόφιλος Τραμπούλης γράφει για όσους ασκούν κριτική Παραβιάζοντας ανοιχτές πόρτες.
Ελληνοφρένεια: Η δημοφιλής πολιτική σάτιρα, τώρα στις σελίδες του UNFOLLOW! Από τον Θύμιο Καλαμούκη.
Κοσμικά: Σύντομα σχόλια για τη διεθνή επικαιρότητα. Από την Κατερίνα Κιτίδη.
Μουσείο: Κάθε μήνα, ένα έργο τέχνης. Στο τεύχος #3 τη στήλη έχει ο Πέτρος Ευσταθιάδης.
Διήγημα του Νίκου Κάγια & ποίημα του Γιώργου Αλισάνογλου.

Η αξιοπρέπεια της μυστικότητας.

Λονδίνο, αρχές δεκαετίας 70, ψυχρός πόλεμος. Ο αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών καλεί εξωυπηρεσιακά έναν πράκτορά του. Του αναθέτει μια αποστολή εκτός πρωτοκόλλου και μυστική σε όλους. Να πάει στην Ουγγαρία να συναντήσει έναν πληροφοριοδότη που ισχυρίζεται ότι έχει στοιχεία για την ύπαρξη διπλού πράκτορα στην υπηρεσία τους. Και μάλιστα στα υψηλότερα κλιμάκιά της. Ο αρχηγός έχει καταλήξει ότι ο διπλός πράκτορας είναι ένας από τους πέντε κορυφαίους επιτελείς του. Η αποστολή καταλήγει σε φιάσκο, ο επικεφαλής αποστρατεύεται, και μαζί του το δεξί του χέρι, ο μεσήλικος πράκτορας Τζορτζ Σμάιλι (που ήταν κι ένας από τους πέντε υπόπτους). Λίγο καιρό μετά, φτάνουν και στο υπουργείο που εποπτεύει την υπηρεσία πληροφορίες για την ύπαρξη διπλού πράκτορα. Ο Σμάιλι καλείται να επανέλθει ανεπίσημα στην ενεργό δράση, προκειμένου να ερευνήσει αν ευσταθούν και σε περίπτωση πού ευσταθούν να ανακαλύψει ποιός είναι αυτός που παίζει το διπλό παιχνίδι.
----------
Το "Τinker Tailor Soldier Spy", το μπεστ σέλερ του 1974 του Τζον Λε Καρέ, είχε μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία το 1979 σε μίνι σειρά επτά επεισοδίων του ΒΒC, με τον Άλεκ Γκίνες στο ρόλο του Σμάιλι. Ό,τι κι αν κόψεις στην προσαρμογή και όσα κι αν αφαιρέσεις, πώς χωράς ένα υλικό που στην τηλεοπτική μεταφορά του διήρκεσε έξι - επτά ώρες σε δύο ώρες και κάτι, χωρίς να το κατακρεουργήσεις; Στο «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι», ο Σουηδός σκηνοθέτης Τόμας Άλφρεντσον (του πειραγμένα βαμπιρικού «Άσε το κακό να μπει») μαζί με τους σεναριογράφους του (που είναι και υποψήφιοι για το όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου) δίνουν την απάντηση με ένα μάθημα κινηματογραφικής αφήγησης. Ελλειπτικότητα, πυκνότητα, απρόσμενες λύσεις. Ένας ήρωας μιλάει για κάτι που έγινε στο παρελθόν, μεταφερόμαστε στο παρελθόν, πριν τελειώσει η πρόταση έχουμε ξαναγυρίσει στο παρόν, υπάρχει ένα συχνό πηγαινέλα ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, αλλά όχι για να μπερδευτούμε ή να εντυπωσιάσει ο σκηνοθέτης, αλλά επειδή έτσι καταφέρνει να πει σε ένα λεπτό κάτι που θα χρειαζόταν υπό πιο συμβατικές λύσεις δύο και τρία. Επανερχόμαστε σε σκηνές που έχουμε δει και τις ξαναβλέπουμε από άλλες γωνίες τους, υπό άλλο μάτι. Η προσοχή σου πρέπει να είναι τεταμένη, γιατί οι πληροφορίες δεν σου σερβίρονται στο πιάτο, αλλά απαιτούν κι από σένα να συμμετέχεις λίγο πιο ενεργά. Αν ακούγεται αγχωτικό, όχι, δεν είναι. Ίσως και ο θεατής να καλείται να γίνει κατάσκοπος της ταινίας που παρακολουθεί, να παρατηρεί, να συνάγει, να ενώνει μόνος του κομμάτια πληροφοριών. Από την άλλη δεν αποκλείεται να χάσεις και πράγματα. Αν τα χάσεις όμως δεν θα τα χάσεις επειδή το έργο είναι μπερδεμένο και χαοτικό, αλλά επειδή σου προσφέρεται ένα πλουσιότατο υλικού πληροφοριών, μέσω μιας απαιτητικής κινηματογραφικής αφήγησης.
Εκτός από την δεξιοτεχνία στην αφήγηση, η ταινία ξεχωρίζει για την ατμόσφαιρά της (η υπέροχη μουσική είναι του -επίσης υποψήφιου για όσκαρ- Αλμπέρτο Ινγκλέσιας) και φυσικά τους ηθοποιούς της. Ο Γκάρι Όλντμαν με κοκκάλινα γυαλιά, ανέκφραστος αλλά ταυτόχρονα εκφραστικός (ας τον πούμε εκφραστικά ανέκφραστο), υποδύεται έναν κατάσκοπο που δεν τρέχει, δεν σκαρφαλώνει, δεν κάνει ακροβατικά, αλλά κινεί νήματα και αποκρυπρογραφεί ανθρώπους, κερδίζοντας την πρώτη υποψηφιότητα της καριέρας του (μιας καριέρας γεμάτης φωνακλάδικων ρόλων), για έναν ήρωα που μιλάει μόνο όταν έχει κάτι να πει. Δίπλα του, ένα καστ με Κόλιν Φερθ, Τομ Χάρντι, Τζον Χερτ, Σιάραν Χιντς, να μην παραδίνουν ερμηνείες αντάξιες του Όλντμαν, αλλά μόνο και μόνο που είναι εκεί φτάνει και περισσεύει.
--------
Η κρυμένη αμφιβολία του φανατικού: Το μυθιστόρημα ανήκει στην λεγόμενη "τριλογία του Κάρλα". Ο Κάρλα είναι ο επικεφαλής των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών και ο Σμάιλι λέει ότι προσπαθούν να χτυπήσουν ο ένας τις αδυναμίες του άλλου. Αφηγείται λοιπόν ότι πριν από αρκετά χρόνια είχαν βρεθεί για λίγο πρόσωπο με πρόσωπο και είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να τον κάνει να "σπάσει" και να τον προσηλυτίσει. Δεν τα κατάφερε γιατί αποδείχτηκε φανατικός ιδεολόγος. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι μπορεί να νικηθεί, συνεχίζει. Γιατί; Επειδή, όπως λέει, «ο φανατικός κρύβει πάντα μια μυστική αμφιβολία». Περίεργη εκ πρώτη όψης η συλλογιστική του. Τον συμφεροντολόγο μπορείς να τον πάρεις με το μέρος σου προσφέροντάς του καλύτερες συνθήκες ζωής. Τον φανατικό όμως όχι. Κι έπειτα τι παραδοξολογία είναι αυτή για την αμφιβολία μέσα στο φανατισμό; Αφού ο φανατισμός συνίσταται ακριβώς στην εξάλειψη των αμφιβολιών, στον καθαρισμό του πεδίου από δεύτερες σκέψεις, στην πίστη. Ίσως όμως όταν ο αντίπαλός σου νοηματοδοτείται από ένα αξιακό σύστημα και βασίζει τη ζωή του πάνω στην πίστη του σε αυτό, τότε το έδαφος που στηρίζεται είναι δεδομένο και ξέρεις πού να στοχεύσεις, τι να προσπαθήσεις να υπονομεύσεις. Αντίθετα οι συμφεροντολόγοι είναι πιο απρόβλεπτοι, το έδαφος που πατάνε δεν είναι σταθερό, αφού το συμφέρον είναι κάτι που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και μεταβλητές.
Έπειτα, όσο τυφλά κι αν πιστεύει ο φανατικός, κάθε πίστη κουβαλά μαζί της και την αμφιβολία, αφού προϋποθέτει την ύπαρξή της. Φανατικός νοείται μόνο σε έδαφος που αντικειμενικά ανθίζει η αμφιβολία. Γιατί αν αμφιβολία εξαρχής δεν υπάρχει, τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε και για πίστη. Δεν έχει π.χ. νόημα να πούμε ότι πιστεύουμε πως μια μέρα θα πεθάνουμε (αφού αυτό είναι αναμφίβολο). Δεν έχει επίσης νόημα να πούμε ότι πιστεύουμε πως αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν ζούμε (αφού ούτε εδώ υπάρχει αμφιβολία κι αν το πιστεύαμε δεν θα βρισκόμασταν στη σφαίρα του φανατισμού, αλλά στη σφαίρα της ψυχικής διαταραχής). Τι συμβαίνει όμως μετά το θάνατο; Εκεί, επειδή υπάρχει η αμφιβολία, έχει νόημα να πούμε ότι πιστεύουμε φανατικά πως υπάρχει ή δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή. Τι συμβαίνει με τη ζωή που ζούμε; Πώς μπορεί να γίνει καλύτερη; Εκεί κι αν υπάρχει αμφιβολία. Έχει λοιπόν νόημα να πούμε ότι, όπως ο Κάρλα, πιστεύουμε φανατικά πως έχουμε βρει την απάντηση για το σύστημα που θα την κάνει καλύτερη. Αυτό λοιπόν που μοιάζει με παραδοξολόγημα μπορεί να είναι αλήθεια, υπό την έννοια ότι η αμφιβολία προσδιορίζει την ταυτότητά του φανατικού. Είναι ό,τι είναι επειδή δεν αμφιβάλλει πια. Εξαρτάται λοιπόν πολύ περισσότερο από την αμφιβολία, από ό,τι ο αδιάφορος. Ο κόσμος του αδιάφορου δεν στηρίζεται στην νικημένη αμφιβολία, άρα δεν μπορεί και να γκρεμιστεί από την επάνοδό της.
-------
Η αξιοπρέπεια της μεγάλης μυστικότητας: Ο Λε Καρέ ήταν και ο ίδιος κατάσκοπος. Τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα είχαν ήρωα τον Σμάιλι, αλλά ήταν μετά το τρίτο, τον «Κατάσκοπο που γύρισε απ' το κρύο» που εγκατέλειψε το πρακτοριλίκι για να γίνει φουλ τάιμ συγγραφέας. Σε συνέντευξή που έδωσε πριν μερικά χρόνια λέει την εξής εκπληκτική φράση εξηγώντας το γιατί έγινε κατάσκοπος: Ι longed for the dignity which great secrecy confers upon you. Λαχταρούσα την αξιοπρέπεια που σου προσδίδει η μεγάλη μυστικότητα. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αναξιοπρεπές να ζεις στα μυστικά, να κρύβεσαι, να παριστάνεις ότι είσαι κάτι που δεν είσαι. Ίσως όμως η φτιαξιά του κατασκόπου να είναι αυτή: να βρίσκει σε αυτή τη συνθήκη όχι κάτι που σε κάνει να ντρέπεσαι, αλλά κάτι που σε κάνει να νιώθεις αξιοπρεπής. Κουβαλάς τα μυστικά σου σαν παράσημα και το ότι τους είσαι πιστός, ότι τα σέβεσαι, ότι δεν τα αποκαλύπτεις, σε γεμίζει αυτοεκτίμηση.
--------
Το χέρι στην κουπαστή: Δράση, όπως έχουμε συνηθίσει να την σκεφτόμαστε σε κατασκοπευτικές ταινίες, υπάρχει πολύ λίγη. Η ταινία βασικά στο μυαλό απευθύνεται και το μυαλό αποζημιώνει και με το παραπάνω. Μόνο το μυαλό και όχι και την καρδιά; Υπάρχει ένας διακριτικός χώρος και για αυτήν. Και δεν αναφέρομαι τόσο στο τι συμβαίνει στις ματιές αλλά και κάτω από τα μάτια του Μαρκ Στρονγκ και του Κόλιν Φερθ, όσο στο χέρι του Γκάρι Όλντμαν, που όταν γυρνά σπίτι του και διαπιστώνει ότι στο σαλόνι του κάποιος τον περιμένει, πιάνεται με ταραχή από την κουπαστή της σκάλας.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)