Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014

Γραφικότητες

Λίγες μέρες πριν τις εκλογές, στον Bήμα FM παίρνουν συνέντευξη από τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Μια υπόνοια κεφιού πλανάται στον αέρα. Το θέμα δεν είναι αν αυτή καθαυτή η υποψηφιότητα Χριστοδουλόπουλου έχει στοιχεία γραφικότητας. Το θέμα είναι τι επιλέγεις να αντιμετωπίσεις ως γραφικό. Έτσι, ενώ ο Μάκης δεν είχε καμία ρεαλιστική πιθανότητα να μας εκπροσωπήσει στην Ευρωβουλή, παρόμοια συνέντευξη και κυρίως με παρόμοιο τόνο από τον Θοδωρή Ζαγοράκη, που ήταν σχεδόν σίγουρο από τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι θα εκλεγεί, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει. Γιατί γραφικός είναι πάντοτε ο άλλος. Ποτέ ο δικός μας. Αμέσως μετά τον Μάκη ακολούθησε συνέντευξη του Γιώργου Καρατζαφέρη, ο οποίος άρχισε να αναπολεί και να διηγείται από κάποιο παράλληλο δικό του σύμπαν τον τρόπο που κινούσε τα νήματα της πολιτικής ζωής της χώρας μετά τις Κάννες. Εκεί καμία γραφικότητα δεν εντοπίζεται, εκεί η αντιμετώπιση του συνομιλητή είναι εντελώς σοβαρή, εκεί πεδίο συγκαλυμμένης ειρωνείας δεν παίζει. Άλλωστε το περιβόητο παλιό επαινετικό άρθρο του Αλέξη Παπαχελά στην Καθημερινή, είχε απονείμει τα εύσημα σοβαρότητας στο κόμμα και τον Πρόεδρό του.


Και κάπως έτσι, η Ζωή Κωνσταντοπούλου π.χ. δεν άργησε καθόλου να ζωγραφιστεί ως γραφική από τα μίντια, την ίδια ώρα που ο Άδωνις Γεωργιάδης αποχρωματιζόταν. H γραφικότητα δεν προκύπτει με βάση κάποια στοιχειώδη αντικειμενικά δεδομένα· ότι μπορεί κάποιος να ανήκει εδώ ή εκεί, αλλά να είναι ή να μην είναι γραφικός. Όχι. Την γραφικότητα ή την σοβαρότητα θα την απονείμουμε κυριαρχικά εμείς. Στην από εδώ πλευρά γραφικοί δεν υπάρχουν· και μόνο το γεγονός ότι ανήκεις στην από εδώ πλευρά σβήνει από την συζήτηση κάθε υπόνοια γραφικότητας· είναι ο σκοπός που υπηρετείς υπεύθυνος και σωτήριος, άρα εσύ γραφικός πώς θα μπορούσες να είσαι; Κι αντίστροφα, όταν ανήκεις στην από κει πλευρά, αν δεν είσαι γραφικός, είσαι πάντως επικίνδυνος. Και σε μεγάλο βαθμό συμπλέκονται οι δυο έννοιες στη συνισταμένη του ανεφάρμοστου και του λαϊκίστικου. Γραφικός συνεπώς μπορεί να είναι μόνο αυτός που βρίσκεται απέναντί τους. Είναι πράγματι δικαίωμά του Ανδρέα Λοβέρδου να φύγει από το ΠΑΣΟΚ, να σπάσει τα μούτρα του βλέποντας ότι παρά τις φαντασιώσεις του είχε μηδενικό γκελ στον κόσμο και να ξαναγυρνά σχεδόν αμέσως μετά ξεχνώντας όλα όσα έλεγε. Πώς είναι όμως δυνατόν να ξαναγυρνά ως παίκτης κύρους; Ποιός του το απονέμει; Ποιός δεν επισημαίνει την υπέρτατη γραφικότητά του, ποιός δεν λέει ότι είναι ο βασιλιάς των γραφικών; Αλλά μάλλον η μεγαλύτερη γραφικότητα είναι να εξακολουθεί να κάνει κριτική κανείς στα καθεστωικά ΜΜΕ, στην βάση του ότι έχει απέναντί του κάτι διαφορετικό από προπαγανδιστές κι επικοινωνιακούς μουτζαχεντίν.


Και κάπως έτσι, το γεγονός ότι μολονότι στα εκλογικά πάνελ και των δύο Κυριακών, η Λιάνα Κανέλλη βρισκόταν σε ένα συνεχές αμόκ, δεν την καθιστά επισήμως γραφική, σημαίνει πως είτε η Λιάνα είναι η εξαίρεση στον κανόνα, είτε πως είναι (τουλάχιστον) εξ αντικειμένου μια από τις πολυτιμότερες συμμάχους του συστήματος. Ο Σταύρος Θεοδωράκης πάλι ψηφίζει, φωτογραφίζεται μπροστά στην κάλπη και κάνει δηλώσεις με το σακκίδιο. Στα ψηφοδέλτια έχει και το όνομά του με φαρδιά πλατιά γράμματα. Δεν ψηφίζει κανείς σκέτο Ποτάμι. Ψηφίζει «Σταύρος Θεοδωράκης Το Ποτάμι». Εδώ η γραφικότητα ανήκει στον πυρήνα της πολιτικής ταυτότητας και βροντοφωνάζει, ψηφίστε με γιατί είμαι προϊόν, ψηφίστε με γιατί είμαι εικόνα, ψηφίστε με γιατί είμαι γραφικός. Η δακρύβρεχτη επίκληση πάλι του Στάθη Μπούκουρα προς τον Απόστολο Κακλαμάνη, για τον «Αντρέα τον Παπαντρέου», έφερε αποτέλεσμα. Στο δίπολο Μπούκουρας – Κακλαμάνης άρα, γραφικός είναι ο Κακλαμάνης που μασάει, καθώς αρκεί η παραμικρή επίκληση στον Μεγάλο Αρχηγό για να πέσουν οι άμυνές του και να ψηφίσει αθώος. Αλλά η περίπτωση Κακλαμάνη είναι χαρακτηριστική του γενικότερου επιχειρήματος: μολονότι έχει προαιώνιο πόλεμο με τους καναλάρχες, αυτοί ναι μεν δεν τον προβάλλουν, αλλά ως εκεί. Ως γραφικό δεν τον αντιμετωπίζουν ακόμα, γιατί ακόμα τους στηρίζει, γιατί όσο και να γκρινιάζει, και στη δική του υπερπολύτιμη ψήφο στηρίζεται η χώρα και το καθεστώς.


Και περνώντας στο θέμα της Χρυσής Αυγής, προφανώς και είναι γραφικό να τους αποκαλείς, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, παραπλανημένους, προφανέστατα και το πάνω από μισό εκατομμύριο Ελλήνων που τους ψήφισε, ξέρει πάρα πολύ καλά τι ψήφισε, αναρωτιέμαι όμως πια μήπως, αν όχι γραφική, πάντως άσφαιρη κι εντελώς αναποτελεσματική, είναι η επιμονή στο επιχείρημα περί νεοναζί. Όχι επειδή η Χρυσή Αυγή δεν είναι νεοναζιστικό κόμμα. Ούτε επειδή κανονικά το επιχείρημα αυτό δεν έπρεπε να είναι αποτρεπτικό. Αλλά ίσως επειδή έχουμε φτάσει σε τέτοια απολιτίκ ή/και σταρχιδικά επίπεδα, που τον άλλον ούτε ο νεοναζισμός δεν τον αφορά και δεν τον χαλάει ιδιαίτερα. Κι επίσης αυτός που τους ψηφίζει ξέρει ότι δεν πρόκειται να εισβάλουν στην Πολωνία αύριο. Να μαχαιρώσουν Πολωνό, Ασιάτη ή Έλληνα, ναι. Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να σταματήσουμε να αναμετρώμαστε με τον Χίτλερ και να βρούμε άλλο επίπεδο αντιπαράθεσης. Γιατί εκτός από αναποτελεσματικό μπορεί να αποδειχθεί και παγίδα, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Νίκος Χατζηνικολάου ζήτησε το βράδυ των εκλογών από τον Κασιδιάρη στο Star να αποκηρύξει επιτέλους τις σβάστικες, λες κι αν τις αποκηρύξει όλα θα είναι οκ. Και στο ίδιο κανάλι την επόμενη η Τατιάνα είχε θέμα με την εντυπωσιακή ξανθιά συνοδό του. Για κάθε μία ψήφο που αποτρέπει η νεοναζί προσέγγιση, εκατό ψήφους προσθέτει η λάιφ στάιλ προσέγγιση.


Αξίζει να βρει κανείς στο ίντερνετ και να μελετήσει τις επινίκιες δηλώσεις του Αχιλλέα Μπέου. Εκεί η καταγγελία της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος συμπλέκεται ευθέως με τους θολοκουλτουριάρηδες. «Τα λεφτά που έκλεβαν και τα έτρωγαν οι λίγοι, οι άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, θα τα δώσουμε στον κόσμο, για νέες θέσεις εργασίας, να φτιάξουμε το Βόλο που ονειρευόμαστε». Νομίζω πως οι δηλώσεις Μπέου περιγράφουν το αντιπνευματικό πολιτιστικό υπόβαθρο που υπάρχει ανεξάρτητα από την Χρυσή Αυγή. Νομίζω πως η Χρυσή Αυγή έρχεται σε μεγάλο βαθμό ως η πολιτική έκφραση αυτού του υποβάθρου, του αντιπνευματικού πολιτισμού της ιδιωτικής τηλεόρασης, χωρίς προφανώς να παραγνωρίζω τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η οικονομική κρίση, χωρίς προφανώς να εννοώ ότι δεν υπάρχει και σεβαστότατο ποσοστό αυθεντικών και πούρων φασιστών στις τάξεις της. Αλλά αν ο Κασιδιάρης είναι νεοναζί, σε μεγάλο βαθμό ψηφίζεται ως η πίσω πλευρά του Ψινάκη. Δεν έχει σημασία που δεν τους παίζουν στις πολιτικές εκπομπές. Τους εξέθρεφαν 25 χρόνια τώρα στα τηλεπαιχνίδια και τα μεσημεριανάδικα.

(Κείμενο γραμμένο για το Unfollow)

Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2014

Η συγκίνηση μετά τη σιχασιά

Είναι νομίζω αρκετά εύγλωττη η διαφορά που έχει στη συνείδηση του Έλληνα φιλάθλου η εθνική μπάσκετ από την εθνική ποδοσφαίρου. Μολονότι τα τελευταία χρόνια η εθνική μπάσκετ έχει μπόλικες αποτυχίες, ακόμη καταγράφεται στο μυαλό μας ως καλή ομάδα. Και είναι πάντως μια αγαπησιάρικη ομάδα, μια ομάδα με «παικταράδες», μια ομάδα όπου τον υπόλοιπο χρόνο βλέπουμε τα μέλη της να διακρίνονται και να λάμπουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Η εθνική ποδοσφαίρου είναι μια ομάδα που αγαπάμε μόνο εάν και εφόσον κερδίζει πράγματα. Και αν το 2004 γνώμη μου είναι πως ο ποδοσφαιρικός πλανήτης δεν είδε μια αμυντικογενή ομάδα την οποία αντιπάθησε, αλλά σε μεγάλο μέρος ταυτίστηκε και φτιάχτηκε με μια ομάδα που πέτυχε έναν από τους πιο βροντερούς σύγχρονους αθλητικούς μύθους, στην πορεία των ετών μετά το 2004 συνέβησαν δύο πράγματα μαζί: η εθνική, εκμεταλλευόμενη το ότι πλέον είχε πάρει πόντους στην παγκόσμια κατάταξη και τοποθετούνταν επικεφαλής ομίλων, πήγαινε μεν με συνέπεια από τη μια μεγάλη διοργάνωση στην επόμενη, αλλά στα περισσότερα παιχνίδια των προκριματικών και στην μεγάλη πλειοψηφία των παιχνιδιών στα τελικά έπαιζε ποδόσφαιρο από μέτριο έως κακό. Έως συχνά απελπιστικά κακό. 
Όταν η εθνική μας παίζει άσχημα, και ειδικά όταν παίζει άσχημα σε μεγάλη διοργάνωση, με τη σύγκριση με τα υπόλοιπα παιχνίδια που γίνονται καθημερινά να είναι καταλυτική, δεν παίζει απλά άσχημα, παίζει σαν να μισεί το ποδόσφαιρο. Και μισώντας το, τη μισούν και οι φίλαθλοι παγκοσμίως.
Αλλά όταν την ευνοήσει επιτέλους μια φάση (ένα λάθος στο πλάγιο άουτ των Ρώσων, μια αφηρημάδα του κεντρικού αμυντικού της Ακτής Ελεφαντοστού) κι η μπάλα μπει στο δίχτυ, τότε κάτι παθαίνει και απελευθερώνεται, κι αρχίζει να μην μισεί πια το ποδόσφαιρο, αρχίζει να προσπαθεί να δείξει ότι κι αυτή το αγαπάει κάπως, ότι κι αυτή πάντως ποδόσφαιρο είναι αυτό που παίζει και όχι λογιστική εργασία με στόχο την επίτευξη αποτελέσματος.
Και κάπως έτσι, όταν παύει να σιχαίνεται και η ίδια αυτό που παίζει, αρχίζει να τη γουστάρει και ο εκτός Ελλάδας φίλαθλος, αρχίζει να τη ξαναγουστάρει και ο αιωνίως κακομαθημένος Έλληνας φίλαθλος, κι ας μην έχει Σπανούληδες και Μπουρούσηδες και άλλους παικταράδες, κι ας έχει παίκτες που εκείνο που κάνουν είναι αυτό που μπορούν, δηλαδή να καταθέσουν στο χορτάρι μυαλό, τακτική, ψυχή, υπέρβαση και ναι, και ποδόσφαιρο.

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Η Αμελί έχει χωρίσει

Xειμώνας του 2001, πρώτη επαφή με την «Αμελί». Ακριβώς πριν πάω να τη δω έχω τσακωθεί άσχημα, η διάθεσή μου είναι χάλια, η ταραχή μου σε πολύ ανεβασμένα επίπεδα. Λάθος επιλογή τελικά να μπω στην αίθουσα σκέφτομαι, θα έπρεπε να το ματαιώσω, τι όρεξη για ταινία τώρα; Διαφημίσεις, προσεχώς, σκέψεις γύρω από όσα διαμοίφθησαν ελάχιστα πριν. Πρώτες στιγμές της ταινίας, 3 Σεπτεμβρίου 1973, μια μύγα που κουνά τα φτερά της 14.670 φορές το λεπτό πατιέται από ένα αυτοκίνητο, το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο που ο άνεμος παίζει με το τραπεζομάντιλο σε κάποιο εστιατόριο και δεν το παρατηρεί κανείς, το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο που ένας ηλικιωμένος έχοντας επιστρέψει από κηδεία σβήνει από το καρνέ το όνομα ενός ακόμη γνωστού του, το ίδιο ακριβώς δευτεόλεπτο που ένα σπερματοζωάριο του μπαμπά της Αμελί γονιμοποιεί το ωάριο της μαμάς της. Ένα χαμόγελο μάλλον σχηματίζεται στα χείλη μου, είμαι σχεδόν σίγουρος για αυτό, είμαι πάντως απόλυτα σίγουρος ότι αρχίζει να σχηματίζεται ένα εσωτερικό χαμόγελο. Μετά από λίγα λεπτά νιώθω στα αλήθεια καλά, καθώς η Αμελί Πουλάν, θύμα της πραγματικότητας από την παιδική ηλικία και ορκισμένος έκτοτε εχθρός της, με αποσπά από την πραγματικότητα και με μεταφέρει στον δικό της κόσμο. 
Καλοκαίρι του 2014, ξαναβλέπω την Αμελί. Καταφέρνω και είμαι ταραγμένος πάλι. Φορολογικές ταραχές αυτή τη φορά. Ιδού ένα αδιάψευστο δείγμα ότι μεγάλωσες. Τώρα τις σκέψεις σου καταλαμβάνει η εφορία, τώρα τις ταραχές σου οικειοποιούνται δυσοίωνοι οικονομικοί υπολογισμοί. Τα πρώτα λεπτά θα επαναφέρουν το χαμόγελο, αν και πια πηγαίνω υποψιασμένος για την ευφορογόνο επίδραση της ταινίας. Μπορεί λοιπόν η αθωότητα της εμπειρίας της αλλαγής διάθεσης να έχει εξ αντικειμένου χαθεί, όλα τα υπόλοιπα όμως είναι λίγο πολύ εδώ, μπορεί το ακορντεόν από το βασικό μουσικό θέμα του Γιαν Τιρσέν να είναι έκτοτε χιλιοακουσμένο και να έχει γίνει εξ αυτού του γεγονότος μπανάλ, αλλά η ταινία ελάχιστες ρυτίδες έχει.
Kι επίσης υπάρχει μια βασική διαφορά του χειμερινού με τον θερινό κινηματογράφο. Στα θερινά σινεμά το θέαμα είναι συχνά διαδραστικό. Στη σκηνή που η Αμελί φαντάζεται πόσες γυναίκες έρχονται σε οργασμό αυτή τη στιγμή στο Παρίσι, στη σκηνή που βλέπουμε κι ακούμε γυναίκες να κραυγάζουν ηδονικά, μια γάτα αρχίζει να τις σιγοντάρει παπαγαλίζοντας τους ήχους που αυτές υποδύονταν. Ίσως και να είναι η ίδια γάτα που έχει γεννήσει δυο απόλυτα μικρά γατάκια τα οποία έχουν κουλουριαστεί στο διάδρομο και ενίοτε κυνηγιούνται.
Η Αμελί με τον πατέρα βασιλιά της ψύχρας και την μητέρα βασίλισσα της νευρασθένειας. Πατέρας και μητέρα ταιριάζουν στον αυτισμό τους και την συναισθηματική τους αποξένωση, έλα όμως που έχουν κάνει και παιδί, ο πατέρας που δεν έρχεται ποτέ κοντά στην Αμελί, ποτέ δεν την χαϊδεύει κι αγκαλιάζει, η μόνη φυσική επαφή μαζί της το μηνιαίο τσεκ απ που της κάνει, κι η καρδιά της Αμελί να χτυπά πιο γρήγορα από χαρά και η συγκίνηση για την εγγύτητα να περνιέται για ελάττωμα, σε αυτή την υπέροχη μεταφορά του Ζενέ. Και η Αμελί εξαιτίας της δήθεν ελαττωματικής καρδιάς της, να μεγαλώνει μόνη της, σπίτι, μακριά από την ανθρώπινη επαφή, μακριά από τα άλλα παιδιά, μακριά από το παιχνίδι και το φυσιολογικό.
Η σκηνή που η Αμελί βουτάει τον τυφλό από το μπράτσο και αρχίζει να του αφηγείται μεθυστικά τι συμβαίνει γύρω του, μπορεί να ειδωθεί κι αυτή ως μεταφορά, αυτή τη φορά για μια βασική λειτουργία του κινηματογράφου: ο κάθε θεατής είναι ένας τυφλός που περιμένει o σκηνοθέτης να τον πιάσει από τον μπράτσο. Οι μη σημαντικές ταινίες, οι ταινίες που είτε γυρίστηκαν απλά για να γυριστούν, είτε είχαν ευγενέστερες φιλοδοξίες που δεν τις πραγμάτωσαν, μας περνάνε απλά στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς καταφέρνουν να φορτώσουν τον εγκέφαλό μας με εικόνες, ήχους, μυρωδιές και νόημα. Οι ασήμαντες ταινίες τυφλούς μας παίρνουν και τυφλούς μας παραδίδουν, οι μεγάλες ταινίες σαν την Αμελί μας κάνουν να δούμε. Η Αμελί είναι μια εντελώς ποιητική ταινία, μια ταινία που διαπνέεται από μια βαθιά αγάπη για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για την καθημερινότητα, μια ταινία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη συντομότατη σκηνή του τυφλού. Ο Ζαν Πιερ Ζενέ ήθελε να μας δείξει αυτά που αξίζει να δούμε. Ήθελε επίσης να πάρει το μάτι μας από την σκανδαλοθηρία της επικαιρότητας, από τα μελό της Λέιντι Ντι, από τα ψεύτικα παραμύθια και να χρησιμοποιήσει τη Λέιντι Ντι ως μοχλό για να μας παραδώσει ένα αληθινό και πανέμορφο παραμύθι.
Αν η Αμελί είναι μια ταινία τίγκα στον γενικό ρομαντισμό, δεν είναι πάντως σε καμία περίπτωση μια ταινία για τον ερωτικό ρομαντισμό. Αντίθετα αποδομεί σε μεγάλο βαθμό τον έρωτα: πάρε δυο ανθρώπους, δημιούργησέ τους την ιδέα ότι ο ένας γουστάρει τον άλλον κι ας τους να βράσουν στο ζουμί τους. Ο έρωτας είναι τόσο πολύ μια ιδέα και μια επιλογή βάσει αυτής της ιδέας. Η Αμελί πειραματίζεται και δημιουργεί τον έρωτα της Ζορζέτ από το πουθενά. Από το πουθενά προς το συγκεκριμένο αποδέκτη τουλάχιστον, γιατί από γενικό αντιερωτικό πουθενά δεν πάσχει κανένας. Η Αμελί επίσης επανασυγκολλεί το ραγισμένο ερωτικό παρελθόν της μεσήλικης γειτόνισσάς της που ζει δεκαετίες πληγωμένη και ματαιωμένη. Και έτσι η γειτόνισσα θα ζήσει εφεξής στο ψέμμα και την ευτυχία. Οι σκληροπυρηνικοί της αλήθειας μπορεί να την δουν τώρα ως θύμα, μπορεί τώρα να νιώσουν άσχημα για αυτή, ο Ζενέ και η Αμελί ξέρουν όμως πως όταν η πραγματικότητα σου κάνει κακό, τότε η φαντασία και το ψέμμα είναι αντίδοτα που σου κάνουν καλό. 
Και ο έρωτας της Αμελί για τον Νίνο δεν είναι φυσικά ένας κανονικός έρωτας, αλλά περισσότερο ένα παιχνίδι μεγάλων παιδιών. Η Αμελί είναι 23, αλλά έχοντας στερηθεί κανονική παιδική ηλικία, λειτουργεί τώρα σαν μεγάλο παιδί. Παίζει μαζί του, του στήνει κυνήγια θαμμένου θησαυρού. Η ταινία δεν θα εξερευνήσει την πραγματικότητα της σχέσης τους, δεν την αφορά, δεν θα εξερευνήσει καν την πραγματικότητα του έρωτά τους. Αν ο έρωτας είναι μια ιδέα, εκείνη ερωτεύθηκε έναν τύπο που μαζεύει σκισμένες φωτογραφίες ταυτότητας, κι εκείνος αυτήν που του κάνει αυτά τα παιδικά κόλπα. Μαζί με τον τρόπο που αποφάσισε να παρέμβει στη ζωή των άλλων και να την κάνει καλύτερη, σκηνοθετώντας την επιστροφή των παιδικών χρόνων του Ντομινίκ Μπρετοντό, σκηνοθετώντας την επιστροφή της ερωτικής πίστης και των όρκων του αιώνιου έρωτα της γειτόνισσας, σκηνοθετώντας την (επίσης παιδικά σκανταλιάρικη) τιμωρία του σκληρού κι απάνθρωπου Κολινιόν, σκηνοθετώντας τον έρωτα της Ζορζέτ, σκηνοθετεί και τον δικό της έρωτα, αποφασίζοντας να κάνει και τη δική της ζωή καλύτερη.
Η Αμελί και ο Νίνο θα περάσουν μαζί λίγα παραμυθένια χρόνια και μετά θα πρέπει να αποφασίσουν, αν θα προτιμήσουν να μεταλλάξουν το παραμυθένιο εφηβικό τους τριπάκι σε σχέση ζωής επειδή έτσι είναι φτιαγμένοι, ο ένας και καλά για τον άλλον, ή, αντίθετα, αν γεμάτοι πια με μια πρώτη έντονη σχέση, θα περάσουν σε επόμενες πίστες ωριμότητας, ελευθερίας και αληθινού έρωτα. Μπορεί και να χώρισαν λοιπόν το 2004 ή το 2005. Επειδή η σχέση τους θα είχε χάσει πια τον ενθουσιασμό της. Ή επειδή κάποιος από τους δυο τους ερωτεύθηκε κάποιον άλλον. Μπορεί βέβαια και να παντρεύτηκαν και να έχουν παιδιά. Αλλά τότε η Αμελί δεν θα πρόλαβε να ζήσει, θα επέλεξε αντί της πραγματικότητας, όχι το αιώνιο παραμύθι, αλλά την έκπτωση του παραμυθιού σε καταφύγιο έναντι του φόβου. 
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014

Κότες και Γουρουνάκια

Φοιτητής Γ: «Εγώ θέλω να πάω σε ένα χωριό ψηλά, να βρω μια γυναικούλα, να έχουμε κότες και γουρουνάκια και να μην ξαναμάθω τίποτα από όλα αυτά. Να μην τα ξέρω ρε. Δεν θέλω να τα ξέρω αυτά».
Κι όμως, Φοιτητή Γ, εμείς, εμείς γαμώ το μυαλό σου και γαμώ την ψυχή σου δεν θέλαμε να τα ξέρουμε αυτά. Όχι επειδή αηδιάζουμε με το τι μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε ιδιωτικά. Αλλά επειδή εσύ, αηδιασμένε Φοιτητή Γ, είσαι που καταλύεις τον διάκριση ιδιωτικού - δημοσίου. Δεν είναι το σεξ αηδιαστικό, αηδιασμένε Φοιτητή Γ. Εσύ είσαι που μας λερώνεις. Εσύ που θες να πας στις κότες και τα γουρουνάκια σου. Εσύ και οι φίλοι σου που πρώτα κάνετε μπανιστήρι και καταγράφετε και μετά διακινείτε στον αρχιεκβιαστή και αρχιταρτούφο, στον πνευματικό πατέρα όλου αυτού του τερματισμένα υποκριτικού ήθους κι όλης αυτής της βαθύτατα ανήθικης ηθικολογούσας γλίτσας, ώστε να τα κάνει μετά εκείνος όλα οχετό. 
Δεν αηδιάζεις, Φοιτητή Γ, με τον εαυτό σου και την υποτιθέμενη συμφοιτήτριά σου και τους υποτιθέμενους συμφοιτητές σου, που όλοι μαζί έχετε παγιδεύσει και μπανιστηρίζετε κρυφά έναν άλλον άνθρωπο που εκείνη την ώρα νομίζει ότι τον βλέπει μόνο ένας, σε μια ιδιωτική τους υπόθεση; 
Αυτά που υποτίθεται ότι κάνει ο άλλος σε αηδιάζουν; Σε προσκάλεσε να τα δεις; Και σε κάθε περίπτωση σε προσκάλεσε κανείς να μας τα δείξεις εμάς ή να μας ενημερώσεις για την αηδία σου; 
Αυτός που του τα δώσατε σε αηδιάζει καθόλου; Πληρωθήκατε τουλάχιστον καλά για να τα δώσετε ή με ψίχουλα τη βγάλατε; Τα μοιράσατε τουλάχιστον ή είσαι πάλι ο μαλάκας, o αθώος κι ο ανυποψίαστος της υπόθεσης, Φοιτητή Γ; 
Πώς αντέχεις τόση αθωότητα, Φοιτητή Γ;
Kαι όχι, δεν θα μπω στην λούμπα, Φοιτητή Γ, να πω ότι δεν ξέρω αν έκανε ή δεν έκανε ο άλλος αυτά που υποτίθεται πως σε αηδίασαν και πως μπορεί να είναι ψέμματα αυτά. Προτιμώ να είναι αλήθεια, για να είσαι όσο πιο κατάπτυστος γίνεται και όσο πιο πολύ ποινικά υπόλογος. 

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014

On the road

Αφού το ελληνικό κράτος κατόρθωσε να βγάλει σε λιγότερο από μήνα τους σταυρούς των δημοτικών εκλογών και μόλις τώρα βλέπω ότι κατετάγην τελικά στην 79η θέση του συνδυασμού μου, μπορώ να αφήσω για λίγο στην άκρη την πολιτική μου καριέρα και να αφοσιωθώ ξανά στη συγγραφική, ενημερώνοντάς σε, φίλε και φίλη, φίλη και φίλε, ότι το εκδοτικό θαύμα του φετινού καλοκαιριού μπορεί να απέχει ακόμη από την 79η του έκδοση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίζει την ξέφρενη πορεία του, κι έτσι μετά την αθηναϊκή παρουσίασή του συνεχίζουμε την περιοδεία μας με παρουσίαση στην Πάτρα, την Παρασκευή 20 Ιουνίου, στις 7 το απόγευμα, στο μικροβιβλιοπωλείο Χαραμάδα, οδός Τσαμαδού 39. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός ότι ξημερώματα Παρασκευής η Εθνική μας αντιμετωπίζει την Ιαπωνία, ούτε ότι από όλες τις πόλεις της Ελλάδας επιλέξαμε να τιμήσουμε με την παρουσία μας την πατρίδα του Κώστα Κατσουράνη.
Ας μην λησμονούμε ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμη τυχαίο βιβλίο ενός ακόμη τυχαίου μαλάκα, αλλά για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λογοτεχνίας του καιρού μας, οπότε αν θέλετε να είστε εναρμονισμένοι με τον καιρό σας δεν έχετε άλλη επιλογή από το να το αγοράσετε, να το διαβάσετε, να το κάνετε δώρο, να το κάνετε φυλαχτό ή προσάναμμα, εντός ή εκτός Πατρών, εντός ή εκτός Ελλάδας, τα αναφέρει όλα τα σημεία πώλησης το λινκ, τα αναφέρει και παγίως το μπανεράκι στο πλάι του μπλογκ, αυτά είχα λίγο πολύ να πω, το δρομολόγιο αναχώρησης των πούλμαν από τις υπόλοιπες πόλεις της Νότιας Ελλάδας προς Πάτρα για την παρουσίαση θα ανακοινωθεί προσεχώς, φιλάκια πολλά.

Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2014

I know it's really serious

σε προσκαλώ,
έλα,
έλα να μπούμε
στο κώμα του Σουμάχερ
τώρα που βγήκε απ' αυτό
σε προκαλώ,
βιάσου,
τέτοια vip φιλοξενεία
δεν πρόκειται να μείνουν άδεια
για πολύ
πάμε λοιπόν
να απλώσουμε τα πόδια μας
στην παραλία του,
 να χώσουμε τη μούρη μας
στην αμμουδιά του
εκεί,
καταχωνιασμένοι στην αρμύρα του,
θα εισπνέουμε ηδονικά
παγωμένο χιόνι
και μυρωδιά από καμμένα λάστιχα
εκεί,
θα παλέψουμε να το κολλήσουμε
ραχάτι και παραίτηση,
όσο αυτό θα κουβαλά τις μνήμες
μιας δίχως σταματημό τρεχάλας
και μιας βλακώδους δίψας
για ζωή,
λες κι αν αυτή κοπάσει
θα μείνει η αδρεναλίνη ορφανή
κι η επικράτηση μαλάκας
πάμε λοιπόν
να καταλάβουμε το κώμα του Σουμάχερ,
μπας και του επιστρέψουμε το νόημά του,
μπας κι αναιρέσουμε την αναίρεσή του,
μπας και το διασώσουμε απ' το θάνατό του
πάμε
να το ξανακάνουμε
κώμα

Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2014

Ένα εκρηκτικό ένα

Η διαφορά ανάμεσα στα πρώτο και το δεύτερο γκολ του Νεϊμάρ,
στο τι από τα δύο είναι το κάθε γκολ και τι συναισθήματα προκαλεί,
δεν είναι άσχετη με τη διαμάχη ως προς το μποϊκοτάζ ή μη του μουντιάλ.
Όπως ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα,
το δεύτερο γκολ είναι η συνέχιση του πολέμου των δρόμων μέσα στο γήπεδο,
η με το έτσι θέλω και χωρίς προσχήματα επιβολή του ισχυρότερου.
Όσο για το πρώτο (αλλά και το τρίτο) γκολ, είναι γκολ που -σύμφωνοι- κι αυτά αποτελούν το κατεξοχήν προϊόν της FIFA,
αλλά είναι και γκολ που αποτελούν τη συνέχιση της ποίησης των δρόμων μέσα στο γήπεδο,
είναι η με το έτσι μπορώ και με το κοίτα τι μπορώ εισβολή συναρπαστικών στιγμών στο οπτικό μας πεδίο,
το οποίο πράγματι ορίζεται στα συγκεκριμένα λίγα τετραγωνικά του σταδίου
και όχι στην απαγορευμένη ζώνη πιο πίσω, στις οδομαχίες ή στις φαβέλες,
το οποίο πράγματι προστατεύεται από τους απανταχού της γης μπάτσους
(πριν κάποια χρόνια χτίστηκαν τείχη για να μπορούν να συναντιούνται οι δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες κρατών, κι αυτό μας φάνηκε νορμάλ,
τώρα χτίζονται τείχη για να μπορέσει να παίξει η εθνική Βραζιλίας στην πατρίδα της, κι αυτό μας φαίνεται νορμάλ),
το οποίο πράγματι είναι το κρισιμότερο πολιτικά θέμα,
καθώς ένας κόσμος όπου το εκάστοτε οπτικό πεδίο χτίζεται επί πτωμάτων
είναι ένας κόσμος που αργά ή γρήγορα τα δυο οπτικά πεδία,
το τεχνητά συντηρούμενο και το αποκρυπτόμενο που από κάτω βράζει,
θα γίνουν ένα εκρηκτικό ένα,
ωστόσο αν ποτέ φτιαχνόταν ένας ιδεατός κόσμος,
το πρώτο και το τρίτο γκολ θα αποτελούσαν τμήμα του,
και για αυτό επιλέγω να δω το μουντιάλ,
παρόλα τα δεύτερα γκολ του και τους επισήμους που πετάγονται πανηγυρίζοντάς τα,
παρόλο το κακό λίγα μέτρα έξω από αυτό,
παρόλο το γενικότερο κακό,
προσπαθώντας να παντρέψω τις μέσα μου αντιφάσεις
με αυτές του έξω κόσμου,
προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως το πρώτο και το τρίτο γκολ
δεν ανήκουν στη FIFA,
αλλά σε σένα και σε μένα,
ακόμη και στους εκτοπισμένους,
ακόμη και στους νεκρούς.

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Μια εικόνα - μια εποχή

«Είχαμε συγκίνηση, είχαμε χιούμορ, αλλά και πολλά δώρα κατά τη διάρκεια της παράδοσης - παραλαβής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Ένα από τα δώρα που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση ήταν ότι η προϊσταμένη της Υπηρεσίας Ασύλου έδωσε δώρο ένα Δελτίο Αιτούντος Ασύλου με τη φωτογραφία και τα στοιχεία του κυρίου Δένδια και μάλιστα εκεί είχαμε το περισσότερο γέλιο» (εδώ μετά το 45:00:)
Και όχι, δεν θα κάνω κανένα σχόλιο. Πρόκειται για γεγονός και εικόνα που αυτοσχολιάζονται. Πρόκειται επίσης για γεγονός και εικόνα που δεν πρόκειται με την καμία να ξεχαστούν, πρόκειται για γεγονός και εικόνα που θα μείνουν ως ιστορικά τεκμήρια τα οποία κατεξοχήν μαρτυρούν την εποχή στην οποία ζούμε.

Δευτέρα, Ιουνίου 09, 2014

Κάτι πρωτοφανές σε μάκρος

Eίσαι ο Ανδρέας Λοβέρδος. Είσαι από τα δυο τρία πάρα πολύ δυνατά ονόματα της επόμενης πολιτικής μέρας. Τότε έρχεται το μνημόνιο. Να το παίξεις κοινωνικός; Μπα, μυρίζεις την ατμόσφαιρα κι αποφασίζεις πολύ σύντομα να πλειοδοτήσεις, αποφασίζεις πως το μέλλον σού ανήκει αν το παίξεις μνημονιακότερος των μνημονιακών, μεταρρυθμιστικότερος των μεταρρυθμιστών, τολμηρότερος των τολμηρών. Αποδεικνύεται πως το μνημόνιο δεν ήταν και τόσο ευλογία. Η κινηματάρα σου μετά από 3 δεκαετίες κυριαρχίας καταποντίζεται στις εκλογές. Αποφασίζεις τότε να φύγεις, να αυτονομηθείς, να «ανοίξεις την αρχηγική περπατησιά» σου. Ο κόσμος εξακολουθεί να σου ανήκει, όχι πια με τον τρόπο που οραματιζόσουν μέχρι πριν δυο χρόνια, αλλά έστω με τον τρόπο ενός βασικότατου παίκτη. Μακριά από το φθαρμένο ΠΑΣΟΚ θα ενσαρκώσεις κάτι το πολύ γοητευτικό πολιτικά. Παρόλη την προώθηση, παρόλο το μάρκετινγκ, παρόλες τις δημοσκοπήσεις της GPO, παίρνεις από τα τρία όχι απλά το μακρύτερο, παίρνεις κάτι πρωτοφανές σε μάκρος. Δεν υπάρχεις εκτός του μιντιακού συστήματος, δεν ασχολείται κανένας μαζί σου, είσαι ο βασιλιάς της ανυπαρξίας. Ξαναγυρνάς καραγκιοζάκο, αφού πρώτα έχεις προλάβει να αλλάξεις μερικά ονόματα στην πλατφόρμα σου που πήγες να κάνεις κόμμα, αφού πρώτα έχεις κάνει μια γύρα κι από τη ΔΗΜΑΡ του ανεπανάληπτου σκουπιδοφάγου Φώτη Κουβέλη. Γλείφεις εκεί που έφτυσες. Και γλείφεις και κάτι απαξιωμένο, κάτι φτυσμένο εκλογικά, δεν γλείφεις καν κάτι ισχυρό. Γλείφεις τον Βαγγελάρα σου γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχες. Είσαι ένα κουνούπι μπροστά του, καραγκιοζάκο. Είσαι ο μόνος Έλληνας που μπορεί να θεωρηθεί κουνούπι απέναντί του.
Και τώρα σε κάνουν Υπουργό Παιδείας. 
Έλατε και πείτε μας πάλι για την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, ελάτε και πείτε μας πάλι για τα τί και τα πώς της Χρυσής Αυγής, ελάτε κι επιχειρηματολογήστε πάλι για το ποιοί σώζουν τη χώρα και ποιοί μούντζωναν τη Βουλή.
Δεν λέγεται απλά απαξίωση αυτό. Λέγεται συνειδητή μη τήρηση κανενός προσχήματος, λέγεται συνειδητή δήλωση ότι το παιχνίδι θα το παίξουν μέχρι την τελευταία τους πολιτική ανάσα με τους δικούς τους όρους, με τους δικούς τους αχυρανθρώπους, με τους δικούς τους χιτ μεν, με τα απόλυτα δικά τους ανδρείκελα. 
Κι όσο πιο στα κάγκελα βγάζεις τον κόσμο πουλώντας του ξεδιαντροπιά, τόσο πιο πολλές ελπίδες έχεις όταν τελειώσεις να έχεις μετατρέψει το μετά από εσένα πολιτικό πεδίο σε ένα πεδίο απόλυτης ανωμαλίας, σε ένα πεδίο όπου και πάλι θα βρεις τον τρόπο να κυριαρχήσεις, αφού εσύ ήσουν πάντοτε η δύναμη της ομαλότητας, της σταθερότητας, της κυβερνησιμότητας. 
Διαλύετε για να έρθετε μετά να το παίξετε σωτήρες στα συντρίμμια που με μαθηματική ακρίβεια προκαλείτε.

Κυριακή, Ιουνίου 08, 2014

Περί της αναγκαιότητας του ήλιου

Πρώτο μπάνιο. Ο ουρανός ασταμάτητα μουντός, το νερό σχεδόν σκοτεινό. Έχω μπει ως την μέση, δεν μου κάνει καρδιά να βουτήξω. Καιροφυλακτώ να δω πότε θα βγει μια υποψία ήλιου πίσω από τα σύννεφα. Όταν επιτέλους βγαίνει, βουτάω και κολυμπάω για λίγο, μόνο και μόνο για να δω την υποψία να ξανακρύβεται. Δεν είναι η θάλασσα το θαύμα τελικά, είναι η θάλασσα υπό το πλαίσιο του ήλιου. Και γενικότερα: συχνά παραγνωρίζουμε αυτά που φωτίζουν όσα μας εκστασιάζουν, συχνά κοιτάμε το λατρευτικό αντικείμενο ωσάν να ήταν αυτόνομο, αυτάρκες κι αυτόφωτο· αλλά αρκεί ο μουντός ουρανός για να διαλύσει την πλάνη· μέχρι να διαλυθούν βέβαια τα σύννεφα· και η πλάνη να επιστρέψει πανίσχυρη.

Πρώτο μπάνιο. «Η θάλασσα είναι παράδεισος», αναφωνεί. Ο ουρανός δεν ήταν ικανός να του σκιάσει τίποτα. Έξι χρονών και κάτι, τη θάλασσα τη φώτιζε μόνος του.

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Aπαλλαγμένοι από τα ακατανόητα ω

Ποιός ξέρει, ίσως σε βάθος χρόνου η φυσική κατάληξη όλων των εθνικών ύμνων να είναι κάποια σαν αυτή.

Απαλλαγμένοι από τα ακατανόητα «ω» ανάμεσα στα χαίρε, θα χαιρετίζουμε την ελευθερία σαν να χαριεντιζόμαστε μαζί της, κι αν λίγες ώρες μετά κάποιοι θα κραδαίνουν τις γαλανόλευκες τραγουδώντας ύμνους των SS έξω από το κοινοβούλιο, όλοι σε ένα υπέρτατο κιτς τελικά λογοδοτούμε, κάποια παριστάνει τη Βουγιουκλάκη, κάποιοι παριστάνουν τους νεοναζί, και το γεγονός πως οι τελευταίοι όντως είναι δεν αναιρεί και ότι ταυτόχρονα τους παριστάνουν, προσπαθώντας να μπουν στο πετσί ενός ρόλου όχι λιγότερο γελοίου από ό,τι επικίνδυνου, όχι λιγότερο επικίνδυνου από ό,τι γελοίου.
Δεν λέω ότι δεν θα μπορούσαν να μας σφάξουν αύριο.
Λέω ότι αυτό δεν θα αναιρούσε την γελοιότητα τη δική τους, τη γελοιότητα του πολιτικού και πνευματικού πολιτισμού που τους εξέθρεψε, καθώς και τη γελοιότητα τη δική μας που σταθήκαμε αμήχανοι απέναντι στη γελοιότητα αυτή και χαριεντιστήκαμε μαζί της, αδυνατώντας ίσως να πιστέψουμε ότι μπορεί στα αλήθεια να συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν.
Από φάρσα θα πάμε.
(Kείμενο δημοσιευμένο στο Greek Cloud)

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2014

Το μέταλλο το μη ιλουστρασιόν

Mάλλον κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι πως είναι ακριβώς οι απολυμένες καθαρίστριες, οι οποίες σε αντιδιαστολή με τις περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων και τους περισσότερους επαγγελματικούς κλάδους που χτυπήθηκαν από τα πάσης λόγης μνημονιακά μέτρα, 
άντεξαν, επέμειναν και δεν το έβαλαν κάτω. 
Και σίγουρα κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι που τις μέρες που ο αγώνας των καθαριστριών δικαιώνεται δικαστικά και εμπνέει (όσο εν πάση περιπτώσει επιτρέπει η εποχή την έμπνευση),
τις μέρες που η Κωνσταντίνα Κούνεβα εξελέγη πανηγυρικά στο ευρωκοινοβούλιο,
ο Ψαριανός λέει στον Μαργαρίτη ότι στον ΣΥΡΙΖΑ «θα τους βάζουν να σφουγγαρίζουν σκάλες».
Δεν είναι τυχαίο όχι μόνο ως ενδεικτικό του τρόπου σκέψης του συγκεκριμένου Ψαριανού ή της συγκεκριμένης εκδοχής της Αριστεράς του Χουάν Κάρλος, αλλά ως ενδεικτικό και του τρόπου σκέψης μιας ολόκληρης εποχής και μιας ολόκληρης κοινωνίας. 
Το ερώτημα όμως είναι αν εξακολουθούμε να μιλάμε για την εποχή και την κοινωνία προ της κρίσης, αν δηλαδή ο τρόπος σκέψης εξακολουθεί να παραμένει ο ίδιος.
Έτσι, αρχές του 2010, ελάχιστα πριν μπούμε στο μνημόνιο, έγραφα:  Δουλειές σαν της καθαρίστριας τις κάναμε κάποτε. Μετά σπουδάσαμε τα παιδιά μας. Κι ανήλθαμε κοινωνικώς. Συνολικά ως κοινωνία. Και πάνω στην ώρα ήρθαν οι ξένοι. Και τους αναθέσαμε όλες τις σχετικές δουλειές. Έτσι, τυχόν δίλημμα «μοντελοβιζιτού ή καθαρίστρια», εύκολα θα λυνόταν υπέρ της πρώτης επιλογής. Με τις ανεπιφύλακτες ευλογίες της οικογένειας: είναι αφάνταστα πιο ατιμωτικό το παιδί σου να καθαρίζει σκάλες από το να συνοδεύει κοκάκιες στη Μύκονο. Η φτώχεια είναι ατιμωτική, όχι το να είσαι κοντά στον πλούτο. Το να σφουγγαρίζεις τις βρώμες των άλλων σαν δουλικό είναι ατιμωτικό, όχι το να είσαι μέσα στα φώτα (για όσο κρατήσουν και με όποιους όρους κι αν χρειαστούν για να ανάψουν). 
Αρχές του 2013, για τα καλά πια μέσα στην κρίση, το τροπάριο είχε κάπως έτσι: Οι αόρατες, εξορισμένες από τον μέινστριμ μιντιακό λόγο καθαρίστριες, επανέρχονται αιφνιδίως από την πίσω πόρτα. Όχι ως μέλη της εργατικής τάξης, αλλά ως πιθανά θύματα τρομοκρατίας. Η σφαίρα που βρήκε το γραφείο του Πρωθυπουργού ξεσηκώνει αγανάκτηση: κι αν την ώρα εκείνη ήταν εκεί μια καθαρίστρια; ... Τι ρόλο έχει λοιπόν το υποκείμενο «καθαρίστρια» στο δημόσιο διάλογο; Η καθαρίστρια που απολύεται από τη ΔΟΥ δεν θα βρει θέση στα δελτία ειδήσεων. Η καθαρίστρια ως μέλος της εργατικής τάξης, όπως και ίδια η έννοια της εργατικής τάξης, δεν έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο.
Μέσα του 2014 είναι σαφές πως αν η καθαρίστρια ως μέλος της εργατικής τάξης δεν έχει θέση μία φορά στο δημόσιο διάλογο, δεν πρέπει να έχει θέση εκατόν μία ως μέλος της εργατικής τάξης που αντιστάθηκε συλλογικά, δεν λύγισε συλλογικά, δικαιώθηκε δικαστικά και που η Κυβέρνηση αποφάσισε πως παρόλες τις δικαστικές αποφάσεις θα συνεχίσει τον παράνομο τσαμπουκά της εις βάρος της.
Δεν είναι καθόλου καλό πρότυπο οι εργαζόμενοι που αντέχουν και νικούν.
Επικράτησε το πρότυπο της ήττας, του συμβιβασμού, της παραίτησης. 
Και αν έχουν από κάτι να κρατηθούν, είναι ότι οι καθαρίστριες δεν είναι σέξι κατηγορία αγωνιστών, δεν μπορεί να ταυτιστεί εύκολα ο άλλος με καθαρίστριες, ο άλλος μεγάλωσε φανταζόμενος πως ο (σωστά φτιαγμένος) κόσμος του ανήκει, ο άλλος μεγάλωσε φανταζόμενος τις καθαρίστριες ως κάτι που βρίσκεται πιο κάτω από τον ίδιον, ο άλλος μεγάλωσε σκεφτόμενος πως αυτές είναι κάτι άλλο, 
και να που στην πράξη αποδεικνύεται ότι είναι κάτι άλλο,
κάτι φτιαγμένο από διαφορετικό μέταλλο,
από μέταλλο μη ιλουστρασιόν,
από το μέταλλο που μας έλειψε
και χάρη στην έλλειψή του
έγιναν όσα έγιναν
και κατά πάσα πιθανότητα
θα γίνουν όσα είναι ακόμα να γίνουν.

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Αλήθεια


Αλήθεια είναι αυτό που στο διαρκές μεταξύ μας κρυφτό
δεν τα φυλάει ποτέ.
Αλήθεια είναι αυτό που στο σιωπηλό ολομόναχό μας αναφιλητό
δεν μας φιλάει ποτέ.
Αλήθεια είναι όμως κι αυτό που στο αβίαστο τρανταχτό μας γέλιο
θορυβείται,
υποψιαζόμενο πως καταλαβαίνουμε κάτι
-ή καταλαβαίνοντας πως υποψιαζόμαστε κάτι-
που εκείνου, παρ' όλη του την εντέλεια, του διαφεύγει.