Δεν φτάνει μόνο ν' αγαπάς
Ένα κοινό νήμα δένει όλους σχεδόν
όλους τους πρωταγωνιστές και τους
δευτεραγωνιστές του «Σημασία έχει να
αγαπάς»: η ντροπή. Με τον ένα
ή τον άλλο τρόπο το αίσθημα ντροπής
τους καθορίζει, τους πλημμυρίζει, έχουν
μάθει να ζουν μαζί του, το κουβαλούν
είτε ως διαρκές βάρος στο παρασκήνιο
είτε ως αβάσταχτη οδύνη όταν εμφανίζεται
στο προσκήνιο. Όταν στην πρώτη
σκηνή της ταινίας η Ρόμι Σνάιντερ
παρακαλεί τον Φάμπιο Τέστι να μην την
φωτογραφίζει στις πρόβες του πλατό του
καλλιτεχνίζοντος σοφτ πορνό, λέγοντάς
του ότι είναι καλή ηθοποιός κι ότι αυτή
είναι μόνο μια δουλειά που κάνει για να
ζήσει, καθώς η Σνάιντερ κοιτάζει
τον Τέστι και ο Τέστι την Σνάιντερ, καθώς
ο Ζουλάφσκι γεμίζει τα μάτια μας με τα
πρόσωπά τους και τα αυτιά μας με το
μουσικό θέμα του Ζορζ Ντελρί, οι δυο
βασικοί άξονες της ταινίας βρίσκουν το
σημείο τομής τους: ο έρωτας πέφτει πάνω
στη ντροπή και η ντροπή πάνω στον έρωτα:
σημασία έχει να αγαπάς αλλά σημασία
έχει και να μη ντρέπεσαι για τον εαυτό
σου και τη ζωή σου - ο έρωτας ως δύναμη
ζωοποιός και μεταμορφωτική και η
αντίρροπη δύναμη ενός εαυτού που έχει
εκπέσει από όσα ονειρευόταν και τώρα
αυτοοικτίρεται.
Ο Τέστι την κοιτά μαγεμένος από την
πρώτη στιγμή, ίσως να ερωτεύτηκε και τη
ντροπή της και όσα αντανακλά, αλλά το
δικό της βλέμμα καρφώνεται πάνω του
χωρίς να είσαι σίγουρος αν μπορεί ή δεν
μπορεί να τον δει στα αλήθεια. Όταν το
επόμενο πρωί της χτυπά την πόρτα
προτείνοντάς την να τη φωτογραφίσει σε
κάτι πιο αξιοπρεπές, εκείνη λέει ότι
δεν τον γνωρίζει. Αν πάρουμε σε όλη
την ταινία για πυξίδα το βλέμμα της
πρέπει να την πιστέψουμε. Τον κοιτά και
δεν μοιάζει να τον θυμάται. Άρα δεν
μπόρεσε στο πλατό να δει πέρα από τη
ντροπή της. Και γιατί να πάρουμε σε όλη
την ταινία για πυξίδα το βλέμμα της;
Επειδή ενώ ο Τέστι είναι πέραν κάθε
αμφιβολίας εντελώς ερωτευμένος, ο τρόπος
που θα φερθεί η Σνάιντερ καθ' όλη τη
διάρκεια του «Σημασία έχει να αγαπάς»,
οι πράξεις της και τα λόγια της δεν είναι
καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να
κατηγοριοποιηθούν ως πράξεις και λόγια
μιας ερωτευμένης γυναίκας. Τα βλέμματά
της όμως; Τα βλέμματά της, καθώς κοιτάζουν
το πρόσωπό του -λόγω της διαφοράς ύψους-
από τα χαμηλά προς τα ψηλά, στέκονται
στο πρόσωπό του, χαϊδεύουν το πρόσωπό
του, φροντίζουν να ακουμπήσουν πάνω του
και να βρουν καταφύγιο όταν εκείνος δεν
την κοιτά, γιατί μάλλον δεν αντέχει να
την κοιτά πολύ, τον καίει ήδη υπερβολικά
το πρόσωπό της για να το κοιτά
εξακολουθητικά.
Εκείνος την καλεί να πάνε έξω μεσημέρι
για καφέ. Εκείνη του αντιπροτείνει να
έρθει στο σπίτι της, γιατί ο άντρας της
θα λείπει. Εκείνος φυσικά δέχεται. Αλλά
μετά όλα βραχυκυκλώνουν. Εκείνος
στη ζωή του σεξ έχει, του λείπει ο
ρομαντισμός, του λείπει ο έρωτας
ή μάλλον τον βρήκε ο έρωτας χωρίς εκείνος
να τον ψάχνει, έτσι τώρα αρνείται να
πάει μαζί της όπως εκείνη του ζητά,
δηλαδή χωρίς ένα ποτό, χωρίς κανένα
προκαταρκτικό λόγο, χωρίς κανένα
πρόσχημα, χωρίς κανένα χάδι πριν, χωρίς
την παραμικρή σκηνοθεσία. Εκείνη
αγάπη και στοργή στο γάμο της έχει, το
σεξ της λείπει, ο άντρας της στον
τομέα αυτό υπολειτουργεί, αν λειτουργεί
και καθόλου. Κι επίσης έχει ήδη αρχίσει
να τον κοιτά αλλιώς, δεν θέλει να ρισκάρει
την συναισθηματική σύνδεση που θα τα
ανατινάξει όλα στο διάβα της. Ζητούν
εντελώς διαφορετικά πράγματα; Φαινομενικά
και μόνο. Τη στιγμή εκείνη και μόνο.
Μάλλον κανέναν έρωτα δεν θα εξόριζε το
σεξ, μάλλον κάθε άλλο παρά χωρίς συναίσθημα
θα το έκαναν, μάλλον το συναίσθημα θα
τους καταλάμβανε ολόκληρους.
Φοβούνται; Εκείνη σίγουρα ναι. Αλλά
τελικά μάλλον κι εκείνος. Και για αυτό
λακίζει.
Γιατί εκείνος, όπως λέει, νιώθει παγιδευμένος σε
μια κατάσταη που αν προχωρήσει θα κάνει
μεγάλο κακό αλλά και αν δεν προχωρήσει
θα κάνει ακόμη μεγαλύτερο. Εκείνος
ζει μέσα σε μια κατάσταση παροξυσμού.
Μερικές ώρες μετά, της χτυπά στις πέντε
τα χαράματα το κουδούνι. Ο άντρας της
του ζητά να φύγει. Τον απωθεί, πρέπει
να τη δει τη Ναντίν. Τη βλέπει ξαπλωμένη
στο κρεβάτι. Εκείνη σηκώνεται και τον
απωθεί με τη σειρά της. Με πλάτη στον
τοίχο κοιτούν και οι δυο μπροστά ώστε
να μην κοιτούν ο ένας τον άλλο. Μέσα από
τον καθρέφτη σε μια γωνία, μικρός, ο
τρίτος άνθρωπος, ο σύζυγος, που όσο είναι
μέσα στην εικόνα τίποτα δεν είναι χωρίς
πόνο, τίποτα δεν είναι απλό. Ο Τέστι
κοιτά απορημένος μπροστά, προσπαθεί να
καταλάβει τι του έχει συμβεί, δεν πήγε
να της κάνει έρωτα, δεν πήγε να της πει
σ' αγαπώ, δεν πήγε να της πει κάτι
συγκεκριμένο, δεν ξέρει γιατί πήγε και
της χτύπαγε την πόρτα στις πέντε το
πρωί, αν υπάρχει μια κινηματογραφική
σκηνή που να εικονοποιεί τον έρωτα
φτάνοντας όσο πιο κοντά στην
πηγή γίνεται, είναι αυτή η σκηνή, αυτό
το κάδρο, αυτή η θεμελιώδης απορία μέσα
στο ξαφνιασμένο βλέμμα που προσπαθεί
να ερμηνεύσει τι έχει συμβεί, τι διάολο
μου έχει συμβεί.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη ντροπή των
ηρώων: εκτός από τη Σνάιντερ που ντρέπεται
για την πορεία που πήρε η ζωή της και
που από φιλόδοξη ηθοποιός έχει φτάσει
να παίζει μόνο σε σοφτ πορνό, ο Τέστι
έχει αηδιάσει και δεν αντέχει άλλο να
δουλεύει για έναν γέρο άνθρωπο του
υποκόσμου φιλμάροντας και φωτογραφίζοντας
όργια, ο Ζακ Ντιτρόν, σύζυγος της Σνάιντερ,
ντρέπεται γιατί τώρα πια ένας άλλος
άντρας έχει μπει στη ζωή της γυναίκας
του, τον έχει σβήσει κι αισθάνεται λίγος,
ο αλκοολικός διανοούμενος επίσης
ντρέπεται που ο Τέστι του είχε «κλέψει»
τη δική του γυναίκα, αλλά η ντροπή και
των δύο είναι ριζικότερη, νιώθουν
αποτυχημένοι και ο άντρας που τους
παίρνει τις γυναίκες απλώς επικυρώνει
κ επιβεβαιώνει την αποτυχία τους, ενώ τέλος ο
σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί του θεατρικού
έργου ντρέπονται για την κατεδαφιστική
κριτική που επιφυλάσσεται στο έργο που
ανέβασαν. Ακόμη όμως και ο γέρος κακοποιός,
εκείνο που δεν αντέχει δεν είναι η
ανυπακοή του Τέστι, δεν είναι ότι θέλει
να ξεφύγει από την εξουσία του, εκείνο
που δεν αντέχει είναι οι λόγοι για τους
οποίους ο Τέστι θέλει να ξεφύγει, είναι
αυτή η αηδία και περιφρόνηση που εκφράζει,
αηδία και περιφρόνηση που νιώθει ότι
τον αφορούν άμεσα. Αν αδιαφορούσε
για το κριτικό του βλέμμα θα του φερόταν
αλλιώς, αν τελικά δεν ντρεπόταν και ο
ίδιος για αυτά που έκανε, θα προσπερνούσε
την ανυπακοή πολύ πιο εύκολα. Μεγάλο
μέρος της ντροπής των ηρώων άρα είναι
ίσως μια ντροπή που προέρχεται από μια
συγκεκριμένη κοινωνική περίοδο. Τέσσερεις
δεκαετίες αργότερα η κάθε είδους
πορνογραφία είναι κοινωνικά πολύ
λιγότερο σκανδαλιστική και κατακριτέα.
Κανείς δεν είπε ότι η ντροπή βγαίνει
μόνο από μέσα μας, η ντροπή συνομιλεί
πάντα με τις επικρατούσες αντιλήψεις.
Ένας μόνο χαρακτήρας δεν ντρέπεται
καθόλου στην ταινία, ένας μόνο χαρακτήρας
βρίσκεται ψηλά στην κοινωνική αλυσίδα
και μακριά από τα τελευταία σκαλιά της
ή και τον πάτο της, όπου κινείται και
ζει η γκροτέσκ πινακοθήκη των ηρώων του
Ζουλάφσκι, με τα βαμμένα πρόσωπα,
τα σακάκια ή στολές γιατρών που φοριούνται
πάνω από γυμνά σώματα, τα κιτς φανταχτερά
κουστούμια, τα παραδόξως τεράστια σπίτια
με τις μεγάλες σκάλες και τους άδειους
χώρους. Ένας μόνο χαρακτήρας μιλάει
από ένα βάθρο. Δεν έχει σημασία ότι
το βάθρο από το οποίο μιλάει είναι κυρίως
αισθητικό, αφού δεν θα παραλείψει και
την ηθική αναφορά του στην καριέρα της
Σνάιντερ. Ο κριτικός θεάτρου
της Φιγκαρό είναι αυτός που απονέμει
από καθέδρας τη ντροπή. Και
σκηνοθέτης και ηθοποιοί πρέπει να την
αντέξουν. Η βία των μπράβων του πορνογράφου
είναι σωματική, η βία των λέξεων του
κριτικού είναι ψυχική. Και η μια και η
άλλη αφήνουν τους ανθρώπους κομμάτια,
μόνο που στη δεύτερη η αιμορραγία είναι
εσωτερική.
Οι καλύτερες προθέσεις και τα
χειρότερα αποτελέσματα, αυτή η αβάσταχτη
αντιδιαστολή. Σε άλλους επαγγελματικούς
τομείς υπάρχουν μεγέθη πιο αντικεμενικά
μετρήσιμα. Στο θέατρο και γενικότερα
στις τέχνες και τα γράμματα, και πιο
υποκειμενικά είναι τα μεγέθη, αλλά και
ανεξάρτητα από αυτό, το πόσο προσπαθείς
ή το τι έχεις στο μυαλό σου όταν κάνεις
ό,τι κάνεις δεν αντανακλάται απαραίτητα
στο αποτέλεσμα. Και τι γίνεται όταν
έχεις δώσει τα πάντα κι όταν εσύ θεωρείς
ότι εκπέμπεις κάτι σημαντικό, αλλά σου
λένε πωςμ όχι, εξέπεμψες μια σαχλαμάρα;
Πώς μπορείς να αντιπαρέλθεις τη διαφορά
ανάμεσα στο φως που έχεις εκείνη την
ώρα μέσα σου και που θεωρούσες ότι
εξέπεμπες, με τη μη λήψη του από τους
άλλους; Πώς αντέχεται τελικά να μην σε
θεωρούν καλό και να σε θεωρούν μια νούλα;
«Mπορώ να κάνω τα πάντα για σένα,
εκτός από το να ζήσω». Ο Ζακ Ντιτρόν
είναι ένα βαμπίρ που τρέφεται με σινεμά,
παλιές φωτογραφίες από ταινίες και τη
Ρόμι Σνάιντερ. Έχει βρει ένα ρόλο στη
ζωή του. Είναι αυτός που βρήκε έναν
άνθρωπο ακόμη πιο κάτω από εκείνον και
τον έσωσε από την καταστροφή. Είναι υτός
που την πήρε και την περιέθαλψε. Και έξι
χρόνια κάθε μέρα τρώνε πρωινό μαζί.
Της παρέχει ασφάλεια κι αγάπη. Δεν μπορεί
να της παρέχει ακριβώς ζωή. Η έκπτωσή
του από τον ρόλο του Ζορό - Σωτήρα, στον
ρόλο εκείνου που της στερεί τη ζωή τον
γεμίζει ντροπή. Φυσικά και τον
αγαπάει. Πολύ μάλιστα. Αλλά σημασία δεν
έχει μόνο ν' αγαπάς. Κι όχι μόνο
γιατί το «σ' αγαπώ» είναι μια φράση που
δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Η αγάπη
είναι ένα μόνο συστατικό της ζωής.
Αναγκαίο, αλλά όχι ικανό. Τα ζευγάρια
φθείρονται στο χρόνο. Όχι απαραίτητα
επειδή εφθάρη η αγάπη τους. Αλλά επειδή
δεν έχει σημασία μόνο να αγαπάς.
Γιατί όσο κι αν αγαπάς τον άλλο, αν δεν
αγαπάς τον εαυτό σου, μπορείς να δώσεις
στον άλλον μόνο όσα η περιορισμένη αγάπη
σου στον εαυτό σου σου επιτρέπει.
Σημασία έχει επίσης να μη ζεις μέσα στην
αθλιότητα και την ανασφάλεια. Σημασία
έχει να μη ζεις μέσα στη ντροπή.
Σημασία έχει να έχεις χτίσει τη ζωή σου
συνολικά μέσα σε ένα περιβάλλον που θα
μπορεί να ανθίσει κι η αγάπη. Πιθανόν
και να μην περνά καν από το χέρι σου
αυτό. Πιθανόν να προέρχεσαι από ένα
περιβάλλον που έχει υπονομεύσει
καταλυτικά τις προσπάθειές σου να
χτίσεις την ευτυχία σου. Αλλά αν τα
καταφέρεις, αν καταφέρεις να χτίσεις
έναν εαυτό και μια ζωή στέρεα, αυτόνομη
και τηρουμένων των αναλογιών υγιή, τότε
μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ναι, τίποτα δεν
μπορεί να δώσει περισσότερο νόημα,
ομορφιά, ένταση και βάθος στη ζωή σου,
τίποτα δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη
σημασία από το να αγαπιέσαι και να
αγαπάς.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)