(Κείμενο γραμμένο πριν μερικές εβδομάδες για το Unfollow)
Δεν
χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα χαιρέκακος
για να χαμογελάσεις στη σκέψη πως το
μνημονιακότερο ίσως σάιτ του καιρού
των μνημονίων, το Protagon,
αντί να αναδείξει ως
μεγάλο πολιτικό αστέρα τον δημιουργό
του και μετέπειτα αρχηγό του Ποταμιού,
ανέδειξε τελικά ως σούπερ σταρ το Γιάνη
Βαρουφάκη, τον άνθρωπο που από το απόγευμα
της Παρασκευής 30 Ιανουαρίου και την
instant classic
συνάντησή του με τον Γερουν Ντάισενμπλουμ,
έχει προσφέρει στο αντιμνημονιακό
φαντασιακό απανωτούς οργασμούς κι έχει
προξενήσει στους υποστηρικτές του
απέναντι πολιτικού στρατοπέδου φαινόμενα
ομαδικής παράκρουσης.
Γιατί
μπορεί το βιογραφικό του 54χρονου καθηγητή
να είναι εντυπωσιακό και πολυδιάστατο,
μπορεί τα βιβλία του να χαίρουν μεγάλης
εκτίμησης, μπορεί ακόμη και όσοι έχουν
να του καταλογίσουν κάτι να μην αμφισβητούν
το επιστημονικό του βεληνεκές, αλλά
μέσα από την εκεί αρθογραφία του ξεκίνησε
να γίνεται ευρύτερα γνωστός, μια
αρθρογραφία που αποδόμησε εξαρχής το
μνημονιακό αφήγημα, για να έρθουν στη
συνέχεια τηλεοπτικές εμφανίσεις, όπου
η άνεσή του στο διάλογο μεγιστοποιούσε
την επίδραση των λεγομένων του, η
αρθογραφία του στο περιοδικό «Ηοt
Doc» κλπ.
Όσο για το σταριλίκι (που εν μέρει
οφείλεται στο
συνδυασμό αντισυμβατικού στυλ και
αυτοπεποίθησης πως υπερέχει σε
επιχειρήματα έναντι των συνομιλητών
του και εν μέρει τον
υπερβαίνει), μπορεί να μην είναι ακριβώς
πολιτικό χαρακτηριστικό, αλλά δεν
γίνεται και να μιλήσεις για τον Γιάνη
(με το εξεζητημένο ένα νι) Βαρουφάκη,
αγνοώντας αυτό το στοιχείο, που παίζει
και τον πολιτικό του ρόλο, με τα καλά
του και τα κακά του.
Εργασιομανής
αλλά νάρκισσος (σύμφωνα με το σχετικό
καλαμπούρι η ορκομωσία της κυβέρνησης
καθυστέρησε γιατί άλλοι ορκίστηκαν με
πολιτικό όρκο, άλλοι στο ευαγγέλιο κι
εκείνος στον καθρέφτη του) Πολύ αγαπητός
στους φοιτητές του, αλλά μάλλον
αντισυλλογικός, με προσωπικές στρατηγικές.
Κακές γλώσσες λένε πως πριν την άφιξη
της τρόικας δεν είχε προβλέψει τις
εξελίξεις και προσπαθούσε να διασκεδάσει
τις εντυπώσεις, αλλά μια αναδρομή στην
αρθογραφία του δείχνει ότι από την
επιβολή των μνημονίων και ύστερα η θέση
του είναι σαφής, διαυγής και μάλλον
αταλάντευτη.
Έτσι,
ελάχιστα πριν το Καστελλόριζο έγραφε:
«Η
απλή λογική λέει ότι αν δεν μπορείς να
διανοηθείς την πιθανότητα να αποχωρήσεις
από μια διαπραγμάτευση, είναι προτιμότερο
να μην προσέλθεις σε αυτήν. Αν πράγματι
είναι κοινώς γνωστό ότι θα αποδεχθείς
ό,τι σου προσφέρουν, η διαπραγματευτική
σου ισχύς είναι μηδενική. Σε αυτή την
περίπτωση καλύτερα να κάτσεις σπίτι
σου και να σου στείλει η «άλλη πλευρά»
τις απαιτήσεις της με
email
(τώρα που τα fax ξεπεράστηκαν). Ο
λόγος που η κυβέρνηση πρέπει να
διαπραγματευτεί σκληρά, έστω και την
ύστατη στιγμή, δεν είναι επειδή οι
προτάσεις της τρόικας είναι σκληρές
και θα μας πονέσουν. Τον πόνο τον
αντέχουμε. Το πρόβλημα είναι ότι η τρόικα
μας προτείνει μια «θεραπεία» που, από
όσα γνωρίζω, δεν είναι απλώς επίπονη
αλλά είναι και χειρότερη από την
«ασθένεια» - μια «θεραπεία» που σε
ορίζοντα δεκαετίας θα την αναλογιζόμαστε
ως το Μέγα Σφάλμα. Κι όχι μόνο εμείς αλλά
ολόκληρη η Ευρώπη. Δεν
θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι
ισχυροί έχουν κάνει κακό στο εαυτό τους
επιβάλλοντας στους ασθενέστερους
συμφωνίες καταστροφικές για όλους, π.χ.
η Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικές φορές, λοιπόν,
ο κλήρος πέφτει στον αδύνατο να πει όχι
σε μια συμφωνία βλαπτική όχι μόνο για
τον ίδιο αλλά και για τον (φαινομενικά)
ισχυρότερο. Για να μπορεί όμως να το
πει, είναι αναγκαίο ο ίδιος να πιστέψει
ότι η κατάρρευση της διαπραγμάτευσης
δεν είναι το χειρότερο αποτέλεσμα - ότι
το χειρότερο αποτέλεσμα είναι μία
συμφωνία που μας οδηγεί πιο βαθειά στην
μαύρη τρύπα, συμπαρασύροντας μαζί μας
και τους άλλους. Η Γερμανία δεν είχε
αυτή την δυνατότητα αποχώρησης την 28η
Ιουνίου του 1919. Η ελληνική κυβέρνηση
σήμερα, για μερικές ακόμα ώρες, την έχει.
Ας την χρησιμοποιήσει».
Αντιμνημονιακός
άρα ναι, από την αρχή και με επιχειρήματα.
Ιδεολογικά όμως πού κατατάσσεται; Πριν
τις εκλογές του Μαϊου του 12 είχε μοιράσει
τις ψήφους του:
«Τι
κάνω; Εδώ θα μου επιτρέψετε να θυμηθώ
το παιγνιοθεωρητικό μου παρελθόν. Να
τι θα έκανα ...: Πριν πάω στην κάλπη, θα
έπαιρνα ένα βάζο και μέσα του θα έβαζα
δέκα χαρτάκια. Από αυτά τα 4 θα έγραφαν
ΣΥΡΙΖΑ, τα 3 Οικολόγους-Πράσινους, τα 2
ΔΗΜΑΡ και το 1 Δράση. Κατόπιν θα τράβαγα
έναν λαχνό στα τυφλά. Κι ότι έγραφε θα
το έριχνα στην κάλπη». Τον
Ιούνιο του 12 όμως αφήνει αυτό το -μάλλον
τρεις λαλούν και δυο χορεύουν- σύστημα
και γράφει πως θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο
για τον ίδιο; Τον Απρίλιο του 12 το
απέρριπτε: «Πριν
κάποιους μήνες, ερωτήθηκα αν θα με
ενδιέφερε να κατέβω στην πολιτική. Το
ίδιο ερώτημα μου ετέθη πολλές φορές,
στα ΜΜΕ, στην Πλατεία Συντάγματος κλπ.
Η ενστικτώδης απάντησή μου ήταν, και
παραμένει, αρνητική. Γιατί; Να σας πω:
Το 1982 πήρα την μεγάλη απόφαση της
πανεπιστημιακής καριέρας. Αυτό σήμαινε
μια ζωή με πολύ λιγότερα χρήματα και
εξουσία. Όμως, μια ζωή με μέγιστη ελευθερία
έκφρασης και δυνατότητα αυτο-κριτικής
(και αυτοσαρκασμού ακόμα). Ήταν μια
επιλογή που δεν παίρνω πίσω. Όλον αυτό
τον καιρό, συνομιλώ (έστω και στα κρυφά)
με πολιτικούς όλων σχεδόν των κομμάτων.
Αυτό έχει σημασία στον Καιρό της Κρίσης.
Μου δίνει την δυνατότητα να τους βοηθώ
αλλά και να τους κρίνω όλους (και τον
εαυτό μου συνάμα). Την στιγμή που θα
ανέβω στο μπαλκόνι και θα πω «ψηφίστε
με», ξάφνου τίθεμαι εναντίον
όλων των
υπόλοιπων. Δεν μου έχω εμπιστοσύνη ότι,
μετά από μία κίνηση, θα διατηρήσω την
σκέψη μου ανεξάρτητη, καθαρή. Δεν το
θέλω. Και δεν θα το κάνω».
Απέρριψε
στη συνέχεια και πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να
κατέβει στις ευρωεκλογές. Γιατί τελικά
δέχτηκε να κατέβει στις βουλευτικές;
Φαίνεται από ένα συνδυασμό γραπτών του.
Πριν: «Είναι
ο λόγος που δίνω όταν με ρωτούν γιατί
δεν κατεβαίνω στις εκλογές: «Με ενδιαφέρει
πολύ η πολιτική για να σπαταλώ τον χρόνο
μου εγκλωβισμένος στα κομματικά όργανα
και στα κονκλάβια.». Μετά:
«Όταν
λοιπόν μου ζητήθηκε να βοηθήσω μια
πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνοντας
κάποια συγκεκριμένη (κατ’ εμέ σημαντική)
ευθύνη, μου ήταν ηθικά και πολιτικά
αδύνατον να αρνηθώ, ιδίως όταν διαπίστωσα
σύμπτωση απόψεων για τόσο για τον στόχο
όσο και για τα μέσα». Εγκλωβισμένος
σε κομματικά όργανα και κονκλάβια όχι,
με την πρόταση μιας πολύ καλής θέσης
ευθύνης, ναι. Και πράγματι, πώς να αρνηθείς
να κάνεις πράξη τις θεωρίες που
υποστηρίζεις ένθερμα χρόνια, πώς να
αρνηθείς να γίνεις πρωταγωνιστής της
αλλαγής της Ευρώπης;
Πρώτος των
πρώτων σε σταυρούς, πολύ πάνω από τις
130.000 ψήφους, περισσότεροι από ένας στους
τρεις που ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Αθηνών
τον σταύρωνε. Τα πρώτα δείγματα γραφής
δείχνουν πως θα παραμείνει πολυπράγμων.
Και για τα εξωτερικά κάνει δηλώσεις και
συνεντεύξεις συνέχεια δίνει. Και υπέρ
των ιδιωτικοποίησεων δηλώνει αρκεί να
μη γίνονται κοψοχρονιά και η Lazard
πρόλαβε να προσληφθεί ως σύμβουλος
για το χρέος και για λιγότερες Καγιέν
μίλησε. Ναι, ο Γιάνης
Βαρουφάκης δεν είναι ο πιο αριστερός
υπουργός οικονομικών που θα μπορούσε
να έχει η κυβέρνηση. Ναι, υπό άλλες
συνθήκες ο Γιάνης Βαρουφάκης που καλούσε
τον ΓΑΠ (υπήρξε άλλωστε και σύμβουλός
του παλιότερα) να κατέβει με ένα ποδήλατο στο Σύνταγμα
με για να απευθυνθεί στους
αγανακτισμένους, που βρίσκει θετικά
στοιχεία στην -προ μνημονίων- πολιτική
του Στουρνάρα και στην -μετά την κρίση-
πολιτική του Σόρος, θα μπορούσε να είναι
υπουργός του ΓΑΠ ή μιας άλλης κεντροαριστερής
-με την κακή έννοια του όρου- κυβέρνησης.
Γράφει
ο ίδιος: «Η Ευρώπη δεν έχει
έλλειμμα καλών ιδεών και έξυπνων
ανθρώπων. Ο μόνος λόγος που παραμένει
καθηλωμένη σε αδιέξοδες πολιτικές είναι
το πέπλο της σιωπής που καλύπτει τις
διαβουλεύσεις σε συνόδους κορυφής,
Eurogroup, Ecofin κλπ. Ένας
ευρωπαίος πρωθυπουργός να
τολμήσει να πει την αλήθεια, να ξεκινήσει
μια «απαγορευμένη» συζήτηση, αμέσως θα
απελευθερώσει τους υπόλοιπους και θα
δώσει το έναυσμα για τον θεραπευτικό
διάλογο που έως σήμερα απλά δεν έχει
τολμήσει κανείς να ξεκινήσει στην
Ευρώπη. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα τον
ξεκινήσει. Με ενδιαφέρει να ξεκινήσει.
Ο Αλέξης Τσίπρας με έχει πείσει ότι, αν
του δοθεί η ευκαιρία, θα το κάνει».
Whοever it takes λοιπόν,
αλλά κι ο ίδιος ο Τσίπρας ύμνησε πριν
λίγο καιρό το whatever it takes του Ντράγκι και
το ενστερνίστηκε.
Eίναι
λοιπόν τελικά μια μεταγραφή, αλλά μια
μεταγραφή που φαίνεται να έχει γίνει
με τίμιους όρους και στη θεμιτή βάση
του κοινού πολιτικού εδάφους. Είναι η μεταγραφή
του παικταρά με την ελπίδα να πάρει τη
φανέλα με το 10 και να κάνει παπάδες.
Είναι μεταγραφή που πιθανόν σε άλλη
συγκυρία να μην είχε γίνει ποτέ, αλλά
από την άλλη είναι αυτή ακριβώς η συγκυρία
που έφερε τη σημερινή κυβέρνηση στην
εξουσία. Όπως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –
ΑΝ.ΕΛ. στηρίχθηκε στην αντιμνημονιακή
ατζέντα, όπως παρά τις χαώδεις αισθητικές
διαφορές που είχε αναφέρει παλιότερα
ο Τσίπρας ανάμεσα στα δύο κόμματα, ελάχιστους ψηφοφόρους του
ΣΥΡΙΖΑ μπορώ να σκεφτώ που θα προτιμούσαν
θεωρητικά κοντινότερα ιδεολογικά
σχήματα όπως το Ποτάμι, έτσι και ο νέος
Υπουργός Οικονομικών μοιάζει απόλυτα
ταιριαστός για το πόστο που επελέγη.
Από
την αρχή του προγράμματος που επιβλήθηκε
στη χώρα ο -κατά δήλωσή του «ευρωπαϊστής»-
Βαρουφάκης δεν τους εξηγεί απλά ότι δεν
δουλεύει. Προσφέρει και λύσεις. Είναι
κήρυκας ενός λειτουργικότερου συστήματος.
Είναι βέβαιος ότι υπάρχει. Θέλει έναν
καπιταλισμό που να δουλεύει καλύτερα,
μια ευρωζώνη που να δουλεύει καλύτερα.
Όταν λέει ότι δεν τον αφορούν οι μπλόφες,
όταν προσπαθεί να πείσει πως μια άλλη
λύση θα ωφελήσει και τους πολίτες των
άλλων ευρωπαϊκών κρατών, φαίνεται πως
το πιστεύει. Δεν ήρθε για να απειλήσει,
αλλά για να πείσει. Το ερώτημα είναι
πόσο ευεπίφορη είναι η διεθνής σκηνή
στο να πειστεί. Πόση σημασία έχει να
πείσεις, πόση σημασία έχει να προσφέρεις
καλύτερες λύσεις; Μήπως η πειθώ είναι
υπερτιμημένη; Μήπως η Ευρώπη δεν έχει
καμία ανάγκη να καταπληχθεί; Ακόμα κι
αν μπορέσει να τους καταπλήξει, ακόμη
και αν τους δείξει το συνολικότερο
συμφέρον όλων, πιθανότατα η πράξη των
παιγνίων να αποδειχθεί διαφορετική από
τη θεωρία. Είναι πεπεισμένος πως τα
προγράμματα αυτά δεν δουλεύουν. Μοιάζει
πεπεισμένος ότι έχει να προσφέρει
εναλλακτική και να πείσει. Αν η πρώτη
σιγουριά μπορεί να εξασφαλίσει επιτέλους μια αληθινή
διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η δεύτερη σιγουριά
μένει να αποδειχτεί αν θα επιβεβαιωθεί
πανηγυρικά ή θα διαψευστεί οικτρά.
Ο
τελευταίος Υπουργός Οικονομικών που
ήταν απόλυτα σίγουρος για τις πνευματικές
του επιδόσεις και για το ότι θα πήγαινε και θα
έλαμπε στα ευρωπαϊκά φόρα φαγώθηκε για
πρωινό και λίγα χρόνια μετά έφτασε να
τον περάσει κι ο Βασίλης Λεβέντης στην
Ά Θεσσαλόνίκης. Αλλά η σύγκριση ανάμεσα
στους δύο άντρες τελειώνει εκεί: είναι
όσο πιο διαφορετικοί γίνεται και
εισέρχονται στη διαπραγμάτευση με
εντελώς άλλη προϊστορία, εντελώς άλλες
περγαμηνές και κυρίως εντελώς διαφορετική
ατζέντα. Και αν κάτι δεν μπορεί να
αμφισβητήσει κανείς είναι ότι ο Βαρουφάκης
αυτό το πρόγραμμα το έχει αποδομήσει
εξ αρχής, ότι έχει πολλάκις επιχειρηματολογήσει
πως δεν υπάρχει στο τέλος αυτού του
δρόμου οποιαδήποτε σωτηρία έναντι της
οποίας πρέπει να υποχωρήσουμε, αλλά πως
αυτό που ονομάστηκε σωτηρία ήταν εξαρχής
καταστροφή. Διόλου
απίθανο η θητεία του να αποδειχτεί
σύντομη. Εντελώς απίθανο λόγω της
ιστορικής συγκυρίας και του προσωπικού
του ταμπεραμέντου η θητεία του να περάσει
απαρατήρητη και να ξεχαστεί.