Δευτέρα, Απριλίου 28, 2014

γι' αυτό έχει φτερά

Kυριακή πρωί, Αμπελόκηποι, βρέχει, κατεβαίνει την Κηφισίας ένα άσπρο ημιφορτηγό, προσπαθώ να δω την μάρκα, δεν τα καταφέρνω πάντως ντάτσουν δεν είναι, στην ανοιχτή καρότσα κάθονται δυο τσιγγάνες, τυλιγμένες με μια κουβέρτα η κάθε μία, ενώ στο μπροστινό στεγασμένο τμήμα κάθεται δίπλα στον οδηγό ένα παιδί, τσιγγανάκι κι αυτό, όχι ξανθό αγγελούδι, και δίπλα στο παιδί, στο κλειστό παράθυρο ένας ακόμη τσιγγάνος που καπνίζει αρειμανίως, μην λογαριάζοντας πόσο κακό κάνει το παθητικό κάπνισμα στα παιδικά πνευμόνια, ζώντας ακόμα μερικές δεκαετίες πιο πριν, εκεί ας πούμε που το θέαμα να σκεπάζεσαι με κουβέρτα σε ανοιχτή καρότσα για να προφυλαχτείς από τη βροχή και τ' αγιάζι δεν έμοιαζε και τόσο παράταιρο, και σκέφτομαι πως βλέποντας την εικόνα τους αυτομάτως ως «τσιγγάνες» τις σκέφτηκα και πως κι αυτό είναι πιθανότατα ένα ακόμη θετικό γλωσσικό βήμα των τελευταίων δεκαετιών, καθώς παλιότερα ίσως ο αντίστοιχος εγώ να τις σκεφτόταν αυτομάτως ως «γύφτισσες», και πως άρα κάπως έτσι σε λίγες δεκαετίες από τώρα ο αντίστοιχος εγώ θα τις σκεφτεί αυτομάτως ως «Ρομά», κι άρα ας μην έχω τόσο μονομερές αρνητικό θέμα με την πολιτική ορθότητα, έχει κι ένα θετικό ρόλο, απλά καμιά φορά η γλώσσα παίζει τα δικά της ειρωνικά παιχνίδια, όπως προ ημερών όταν ο Γιάννης Μηλιός σε μια τηλεοπτική εκπομπή που αφορούσε το θέμα της Σαμπιχά είπε σε μια αποστροφή του λόγου του ότι «η Ρομά παραιτήθηκε» και αντιλαμβάνεσαι ότι ποτέ δεν θα έλεγε «η τσιγγάνα παραιτήθηκε» ή πολύ περισσότερο «η γύφτισσα παραιτήθηκε», αυτομάτως αν πήγαινε να το πει θα συνειδητοποιούσε ότι δεν είναι σωστό, ότι θα έπρεπε να την πει είτε με το όνομά της είτε αν δεν το θυμόταν με κάποιον άλλον περιφραστικό τρόπο ώστε να δείξει ότι στο μυαλό του δεν είναι μια τσιγγάνα ή γύφτισσα, αλλά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, να όμως που η πολιτική ορθότητα εξευγενίζει στο μυαλό μας την συγκεκριμένη εθνοτική καταγωγή κι άρα μπορείς να πεις «η Ρομά παραιτήθηκε», καθώς λέγοντάς το αντιμετωπίζεις ήδη το συγκεκριμένο πρόσωπο με σεβασμό και καθώς πρέπει.
Σάββατο βράδυ, Κύμης, δεν βρέχει, περπατάω προς το αυτοκίνητο παραπλεύρως των πούλμαν των παοκτζήδων και βλέποντας τα λιωμένα πρόσωπα τους κολλημένα στα παράθυρα να κοιτάνε προς κάποιο ηττημένο υπερπέραν σκέφτομαι πως αν όχι στο ταξίδι της επιστροφής, πάντως αμέσως μετά θα βρουν τρόπο να τα βγάλουν τα 4 απ' το μυαλό και να κολλήσουν σε κάτι άλλο: στις μπάλες ενώ τους θριάμβους τους ζούμε ως το μεδούλι τους, τις συντριβές με κάποιον τρόπο τις μπλοκάρουμε για να μην φτάνουν πολύ μέσα, και κάπως έτσι έχω δει τα 4 του Σαββάτου 44 φορές, ενώ με τα 44 της Παρασκευής δεν ασχολήθηκα ξανά, τα καταχώνιασα σε ένα μέρος για να μην τα σκέφτομαι.
Δυο παράγραφοι με παρατηρήσεις επί εποχουμένων, μια περί φυλετικών προκαταλήψεων - μια περί αθλητισμού, ας τις ενώσουμε σε μια τρίτη, όχι στην μπανάνα που σήκωσε και έφαγε ο Ντάνι Άλβες (ήταν άραγε πολιτικά ορθή η πράξη του, προβλέπεται από τους κανονισμούς ποδοσφαίρου, μήπως θα έπρεπε να τιμωρηθεί με κίτρινη κάρτα, μήπως θα έπρεπε να αντιδράσει με αποτροπιασμό, μήπως δεν κάνει να σηκώνουμε το γάντι και τις μπανάνες στον ρατσισμό, μήπως σε όλα πρέπει να αντιδρούμε πένθιμα και σοβαροφανώς, μήπως δεν θα έπρεπε ο Άλβες να δείξει το προφανές ότι δηλαδή είναι γύρω στις εκατόν πενήντα χιλιάδες φορές εξυπνότερος από το πιθηκοειδές που του πέταξε την μπανάνα;), ούτε στο παραλήρημα του προέδρου των Κλίπερς (όπου πάντως όλος ο διάλογος αξίζει να διαβαστεί γιατί περιλαμβάνει μέσα του ένα σωρό θέματα αποκαλυπτικά της ανθρώπινης φύσης και της δικής του και της φιλενάδας του και όλων μας), αλλά στην συγκλονιστική αντίδραση των παικτών της ομάδας που φόρεσαν στην προθέρμανση τα μπλουζάκια τους ανάποδα, την τερμάτισαν έτσι την επαναστατικότητα και την αντίδραση, γιατί δεν είμαστε τελικά ούτε άσπροι ούτε μαύροι, είμαστε πράσινοι σαν το δολάριο, είμαστε το χρώμα που έχει το νόμισμα της Βραζιλίας, όπου στις φαβέλες κόσμος σκοτώνεται από την αστυνομία, αλλά ας μην ασχολούμαστε μ' αυτά, το μουντιάλ αρχίζει πολύ σύντομα, η γιορτή αρχίζει πολύ σύντομα, όπου όλοι ενωμένοι εκεί, ο άσπρος με τον μαύρο, αυτός που μένει στις φαβέλες με αυτόν που μένει στις επαύλεις, το ενιαίο συμπαγές τουρκικό πράγμα με το ενιαίο συμπαγές ελληνικό πράγμα, ο Κατσουράνης με τον Μανιάτη, κι όλοι όσοι κολλάνε το πρόσωπό τους στα παράθυρα των οχημάτων τους, είτε λευκά σαν ντάτσουν είναι, είτε πούλμαν της πεντάωρης επιστροφής μετά από τεσσάρα, είτε νυχτερινά λεωφορεία μετά από μεροκάματο σε ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, εσύ κι εγώ τελικά, θα απολαύσουμε μπάλα και μεγαλεία, έχοντας θριάμβους να προσδοκήσουμε πριν και να αναπολήσουμε ύστερα, έχοντας συντριβές να φοβηθούμε πριν, αλλά κι αν έλθουν θα τις φιλτράρουμε κι απωθήσουμε, όπως τελικά κάθε τι τρομακτικό που μας συμβαίνει, αφού αλλιώς δεν παλεύεται αυτό που μας τρομάζει, κι η γενναιότητα είναι αρετή που μας επισκέπτεται μια φορά στα τόσα χρόνια, ίσως και σήμερα δηλαδή.

Πέμπτη, Απριλίου 24, 2014

Ανοιχτή Πόλη

Αφού διευκρινίσω το καίριο (ότι δηλαδή δεν με έλεγαν, δεν με λένε και δεν θα με πουν ποτέ Κωστή, χο), να πω πως η αμφιθυμία που είχα ως προς το τι παριστάνω εγώ σε ένα ψηφοδέλτιο, μετατράπηκε σήμερα το μεσημέρι σε χαρά και τιμή που βρίσκομαι στο ψηφοδέλτιο της «Ανοιχτής Πόλης», το οποίο περιλαμβάνει τόσους πολλούς αξιόλογους και σημαντικούς ανθρώπους.
Από εκεί και πέρα, επειδή έχω ψάξει δεκάδες δυνατές διατυπώσεις για να εκφράσω τη σκέψη μου ως προς το γιατί παριστάνω τον υποψήφιο (αν θέλω ή δεν θέλω να ψηφιστώ, αν θα μου ταίριαζε ή όχι να παραστήσω και κάτι περαιτέρω κλπ κλπ) κι όλες καταλήγουν στον ακκισμό, την κλαψοαιδοίαση ή τον αγνό, ατόφιο μοντιπαϊθονισμό, το κόβω κάπου εδώ κι εύχομαι Η ΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ να επιστρέψει με διπλό από την Μόσχα την Παρασκευή και να στεφθεί κυπελλούχος το Σάββατο.

Τετάρτη, Απριλίου 23, 2014

Unremakeable

H λέξη δεν υφίσταται επίσημα στα αγγλικά, αλλά αρχίζει κάπως να υφίσταται στη ζωντανή γλώσσα. Και αρχίζει να υφίσταται επειδή ορισμένες ταινίες πολύ απλά δεν θα έπρεπε ποτέ -ποτέ όμως- να γίνουν ριμέικ. Δεν θα έπρεπε να γίνουν ριμέικ γιατί γυρίστηκαν όπως ακριβώς έπρεπε να γυριστούν και οποιαδήποτε νεότερη εκδοχή τους είναι καταδικασμένη να βρεθεί ελαττωματική στη σύγκριση. Ή μάλλον δεν γυρίστηκαν ακριβώς όπως έπρεπε να γυριστούν. Γυρίστηκαν με τρόπο κάθε άλλο παρά προφανή, με τρόπο κάθε άλλο παρά αναμενόμενο, γυρίστηκαν τόσο πολύ απροσδόκητα και διαφορετικά, ώστε αφενός πριν τις δεις να μην μπορείς να φανταστείς τι θα δεις κι αφετέρου άπαξ και τις βλέπεις να μην μπορείς να τις φανταστείς αλλιώς. Κι αν βέβαια είσαι παραγωγός αυτό μπορεί να μην σε ενδιαφέρει καθώς εξετάζεις το θέμα μόνο από εμπορική σκοπιά. Αν είσαι όμως ο Σπάικ Λι γιατί άραγε θες να μπεις σε αυτή τη διαδικασία; Επειδή έχεις πάρει ούτως ή άλλως την κατιούσα; Επειδή δεν σε νοιάζει και τόσο πια τι θα περιλαμβάνει η φιλμογραφία σου και σε καίει και σένα το εμπορικό σκέλος; Ή επειδή παραταύτα πιστεύεις ότι η δική σου ματιά έχει να προσφέρει κάτι; Ας εγκαταλείψουμε όμως εδώ τις δίκες προθέσεων και ας πάμε στο αποτέλεσμα. Ναι, το τρέχον Οldboy ήταν ούτως ή άλλως βέβαιο ότι θα είναι πάρα πολύ χειρότερο από το αυθεντικό, αλλά νά που ο Λι, με τις δικές του μεγάλες ταινίες και το δικό του ισχυρότατο στίγμα, φαντάζει σαν σκηνοθέτης βήτα διαλογής μπροστά στον Παρκ Τσαν Γουκ, παίρνοντας ένα κινηματογραφικό αριστούργημα και προσφέροντάς μας στη θέση του κάτι νερόβραστο κι ανέμπνευστο, σε μια επιλογή που όχι μόνο δεν δικαιώνεται αλλά καταλήγει να προκαλεί θλίψη.

Ο κεντρικός ήρωας από O Ντεσού μετονομάζεται σε Τζο Ντουσέτ. Οι ηθοποιοί που τους υποδύονται είναι οργανικά τμήματα του αισθητικού συνόλου των ταινιών τους:  ο μεν Τσόι Μιν Σικ πήγε ως τα άκρα και η παράφορη ερμηνεία του χαράχτηκε στο νου, ο δε Τζος Μπρολίν δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Κι ο Ντεσού και ο Ντουσέτ απαγάγονται και βρίσκονται κλεισμένοι για πάρα πολλά χρόνια σε ένα μικρό δωμάτιο. Καμία απολύτως επαφή με τον έξω κόσμο. Εκτός από την τηλεόραση. Τους βάζουν κάθε μέρα από μια σχισμή στο κάτω μέρος της πόρτας φαϊ. Το ίδιο φαϊ. Ένα περίεργο αέριο τους ναρκώνει που και που. Φτιάχνουν λίστες με όλους τους πιθανούς εχθρούς τους που θα μπορούσαν να τους είχαν κάνει κάτι τέτοιο. Δεν θα τον πετύχει κανείς τους όμως. Δεν τους λέει καν τίποτα σαν όνομα ο εχθρός τους. Καμιά φορά το κακό το κάνουμε εν αγνοία μας. Από επιπολαιότητα. Καμιά φορά τα πράγματα δεν είναι στον έλεγχό μας. Και το αποτρόπαιο αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητο να έχει προέλθει από αντίστοιχης βαρύτητας δόλο. Τα πράγματα έχουν μια δική τους δυναμική. Και το να θέλει να μας εκδικηθεί ο άλλος τόσο συντριπτικά μπορεί να είναι αναντίστοιχο ως προς την ευθύνη μας, αλλά αντίστοιχο ως προς το αποτέλεσμα.

Ένας άνθρωπος που ζει για την εκδίκηση. Που κάνει την εκδίκηση σκοπό και χαρά της ζωής του. Που τιμωρεί ισοπεδωτικά έναν άλλο άνθρωπο. Που με τη σειρά του κάνει σκοπό της δικής του ζωής να τον αντεκδικηθεί. Εκείνος δεν του αρνείται το δικαίωμα στην εκδίκηση, του ζητάει όμως πρώτα να τον καταλάβει, μέχρι να έρθει στη θέση του, μέχρι να νιώσει μέσα από όλα όσα έχει τραβήξει το μέγεθος του δικού του πόνου. Το αρχικό Oldboy ήταν μια σύγχρονη αρχαία τραγωδία. Δύο δίκαια συγκρούονταν, δύο αλήθειες. Μιλούσε για τη γνώση ως ελευθερία, για τη γνώση της ύβρεως και την ελεύθερη επιλογή της ύβρεως όταν η αγάπη την υπερνικά.  Αντίθετα, στο ριμέικ η ύβρις δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι που μπορεί να αποτελεί έκφραση ελεύθερης επιλογής και να δικαιωθεί από την αγάπη, αλλά προβάλλεται υπό το πρίσμα της θυματοποίησης και της αρρώστιας. Στο αρχικό “Οldboy” o κακός της ταινίας ήταν ο ελεύθερος άνθρωπος, ενώ ο καλός εκείνος που δεν αντέχει την ελευθερία, εκείνος που επιλέγει και τον σκύλο και την πίτα, και την ύβρη και την λήθη της ύβρεως, εκεί που αντί για χάπι έντ υπήρχε η πιο ειρωνική ανατροπή του, εκεί που είχαμε τραγωδία χωρίς κάθαρση, με το αμφίσημο χαμόγελο του ήρωα στο τέλος, που είναι σαν να λέει: «Νιώθω πολύ ευτυχισμένος, ομολογώ ότι δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα για το παρελθόν, το κεφάλι μου πονάει κάπως, τώρα μπορώ να ζήσω όπως ήθελα και με τον τρόπο που είναι αδιανόητος και χωρίς να τον διανοούμαι. Δεν γνωρίζω τίποτα, δεν φταίω για τίποτα, είμαι καλά περνάω μια χαρά, είμαι καλά περνάω μια χαρά, η γνώση και η ελευθερία ήταν πάντα βάρος, μην με φορτώνετε άλλο, πόνεσα και τώρα γιατρεύομαι. Γιατρεύομαι σε μια αγκαλιά». Στο ριμέικ του Λι αντίστοιχο σκανδαλιστικό φινάλε δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αντίστοιχο αμφίσημο χαμόγελο δεν θα μπορούσε να υπάρξει, εδώ είναι Χόλιγουντ και η ύβρις θα λάβει τέλος, η ύβρις θα αντιμετωπιστεί με αυτοτιμωρία, το χαμόγελο του ήρωα στο τέλος θα είναι αυτεπίστροφο, σηματοδοτώντας μια ταινία που πήρε ένα υπερειρωνικό - υπερπονεμένο φινάλε και στη θέση του μας παρέδωσε επί γης δικαιοσύνη και κάθαρση.

Εκτός από ορισμένες εκλεκτές ταινίες, ριμέικ δεν χωράει και στην ζωή μας. Που είναι εκλεκτή μόνο και μόνο επειδή είναι μία και μοναδική. Από εκεί και πέρα αν κάτι μας αναλογεί είναι ο τρόπος που θα την χειριστούμε, ο τρόπος που θα επιλέξουμε να τη ζήσουμε, ο τρόπος που θα γράψουμε το δικό της σενάριο και ο τρόπος που θα τη σκηνοθετήσουμε να είναι τουλάχιστον αυθεντικός. Κι ας μην φτιάξουμε με αυτήν κάποιο αριστούργημα. Είναι εξαιρετικά πιθανό να μην μπορούμε να την επενδύσουμε με τέτοια μουσική, είναι εξαιρετικά πιθανό να μην καταφέρουμε να παντρέψουμε τόσο ιδανικά την ουσία και το βάθος με την αισθητική, είναι εξαιρετικά πιθανό να μείνουμε σε πιο ρηχά και σε πιο μπανάλ επίπεδα. Αλλά τουλάχιστον ας μην αντιγράψουμε και κοπιάρουμε τη ζωή άλλων, αλλά τουλάχιστον αν είναι να πιάσουμε κάποιον επίδοξο αυτόχειρα από τo πέτο και να του ζητήσουμε να αναβάλει για λίγο το θάνατό του για να του πούμε μια ιστορία (όπως κάνει ο Oh Dae-su και δεν κάνει ο Τζο Ντουσέτ, ακριβώς γιατί η αυθεντική ταινία έχει ένα σωρό στρώματα που το ριμέικ δεν έχει), να είναι η ολόδική μας ιστορία της μίας και μοναδικής μας ζωής. Και κάπως έτσι αξίζει να αναβληθεί ο θάνατος, έστω και για λίγο. 
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

κι εσύ στο διπλανό κρεβάτι

Ο Μάρκες, λέει, πέθανε
κι εσύ στο διπλανό κρεβάτι
λύνεις σταυρόλεξα.

Με το ίδιο πνεύμα που τα έλυνες πάντα,
με το κινητό σου να χτυπάει κάθε τόσο
σ' αυτόν τον εκκωφαντικά ακαλαίσθητο ήχο,
αεροστεγής απέναντι στις δικές μας ιστορίες,
τις τάχα μου σπουδαίες.

Το δύο οριζόντια άλφα και το τρία κάθετα βήτα.
Πόρνες και θηράματα για σένα οι λέξεις.
Δεν λαχτάρησες να τις αφήσεις να κυλήσουν,
να συνδεθούν με άλλες, να δουν πού θα τους βγάλει,
αν βέβαια τις βγάλει κάπου.
Μαύρα τετραγωνάκια - απομόνωση - χρηστικότητα.
Μια ζωή που είναι να βγει.

'Ετσι νομίζω εγώ που δεν σε κατάλαβα,
που δεν έστρεψα να σου μιλήσω,
έτσι νομίζω εγώ που προεξοφλώ ότι ο Μάρκες έζησε
πολύ περισσότερο από σένα,
απλά και μόνο επειδή αυτός άγγιξε τόσους αγνώστους του,
ενώ κι εσύ κάλλιστα θα μπορούσες
να αγγίζεις τους γνωστούς σου
πολύ περισσότερο από ό,τι ο μεγαλύτερος συγγραφέας
θα αγγίξει ποτέ τον ιδανικότερο αναγνώστη του.

Κι αν το θέμα δεν είναι το άγγιγμα, θα πει κανείς,
κι αν το θέμα είναι το βάθος και το πλάτος;

Τότε πώς θα μπορούσες να συγκριθείς μαζί του,
εσύ που στο διπλανό κρεβάτι
τώρα μπαίνεις στο καινούριο σου σταυρόλεξο;

Ευτυχώς ευτυχής ευτυχείς
αδιαφορώντας για τις συγκρίσεις, τις ιεραρχήσεις, τις ταξινομήσεις.
Ευτυχώς ευτυχής ευτυχείς
ταξινομώντας τις λέξεις
με μόνο άξονα
οριζόντια και κάθετα ζητούμενα
που σου δόθηκαν από άλλους,
σε ένα πεδίο άσκησης
προκαθορισμένο, ασφαλές και άδοξο

και κάπως έτσι
όταν μετά από δεκαετίες πεθάνεις
δεν θα σε μνημονεύσει κανείς
στην υφήλιο, την ήπειρο που έκανες δική σου,
ούτε καν στην ίδια σου τη χώρα.

Πλην όμως
μπορεί
-ναι, μπορεί-
να σε μνημονεύσουν οι γνωστοί σου
και να πουν πως ήσουν
ένας άνθρωπος που ήξερε να ζει,
ένας άνθρωπος που ήξερε να δίνει και να δίνεται
οριζοντίως και καθέτως,
ένας άνθρωπος που ό,τι έπρεπε να λύσει στη ζωή του το έλυνε
από τα προβλήματά του με τους άλλους
ως τα εκατοντάδες χιλιάδες σταυρόλεξα
που πέρασαν από τα χέρια του,
τα μη συγγραφικά,
τα μη δημιουργικά,
τα μη ξεχωριστά,
τα στείρα δημοσίου μεγαλείου,

εκείνα όμως που μακάρι να γέννησαν
μια σειρά από ιδιωτικούς συγκλονισμούς.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Δεν είναι τίγρεις

Η οίηση του να συμπληρώνεις τα πάντα με λέξεις.
Κι όλες αυτές οι ατέλειωτες φορές που δεν χρειάζεται.

Όπως εδώ.

Λέξη είναι ό,τι δεν μπορεί να γίνει εικόνα,
ό,τι δεν μπορεί να γίνει μουσική.
Λέξη είναι ό,τι προσπαθεί να προκαλέσει
σε αυτό που αληθινά υπάρχει,
άρα σε αυτό που υπάρχει έξω τους
-εικόνες, μουσικές, επιθυμίες, συναισθήματα-
την ασφυξία του εγκλωβισμένου νοήματος.
Μην προσπαθήσεις ποτέ να ακούσεις πώς χτυπάει η καρδιά τους.
Δεν είναι τίγρεις οι λέξεις.
Δεν θα ξυπνήσουν ποτέ από την αναισθησία τους.
Το άγρια όμορφο και το σαρκοβόρα αυθεντικό
δεν θα σηκωθούν ποτέ να στο προσφέρουν
απ' το χειρουργικό τους τραπέζι,
απ' το νεκροκρέβατό του νου σου.
Αλλού.
Μόνο αλλού να το ψάχνεις.
Ποτέ στον θανατηρό πολιτισμό τους,
ποτέ στην ασφυξία του κανόνα τους,
ποτέ στην κατάθλιψη των ορισμών τους. 
Μόνο αλλού, 
μόνο μακριά απ' τις λέξεις
μπορεί να αρχίσει να υποψιάζεται η ύπαρξη
τι πραγματικά συμβαίνει, 
ποιά πραγματικά είναι,
ως πού μπορεί να φτάσει,
με πόση ηδονή μπορεί να καταβροχθισθεί,
έτσι ώστε να μην έρχεται στο μυαλό της
ούτε μια λέξη να φωνάξει
για μια τελευταία φορά,
γιατί ακριβώς όποια λέξη κι αν ερχόταν
θα ήταν τόσο μα τόσο λίγη
και ανάξια να μεταδώσει
το πώς είναι να τρώγεσαι ζωντανός.

Δευτέρα, Απριλίου 07, 2014

Ο νους πάει στο κακό - να 'σαι καλά αφεντικό


Δεν ξέρω αν όσα δείχνει στο πρώτα της είκοσι δευτερόλεπτα αυτή η διαφήμιση είναι αυθεντικά ή όχι. Για τέτοια τα προβάλλουν και εκ πρώτης όψεως τέτοια μοιάζουν να είναι, αλλά ακόμα και να μην είναι, ακόμα και να είναι σκηνοθετημένο το σκηνικό ή να πρόκειται για ηθοποιούς, η χυδαιότητα παραμένει ίδια κι απαράλλακτη: η εργασιακή ανασφάλεια και ο τρόμος των κακών ειδήσεων, της απόλυσης ή της μείωσης μισθών ή της οποιασδήποτε άλλης βλαπτικής μεταβολής των εργασιακών συνθηκών, ως πρώτη ύλη διαφήμισης. Η ανησυχία πριν την ανακοίνωση, τα φοβισμένα βλέμματα κατά τη διάρκειά της, το ξέσπασμα ανακούφισης αμέσως μετά: λύτρωση, δεν με διώξανε, το κακό δεν ήρθε, όλα ήταν μια φάρσα στυλ Μπονάτσου και Μαστοράκη, αντίθετα πάμε και για καλαμαράκια, να' σαι καλά αφεντικό, να ΄σαι καλά αφεντικό. 
Έτσι άλλαξε η Ελλάδα την τελευταία τετραετία, αυτό ήταν η επιτομή των διαρθρωτικών αλλαγών της, εκεί συνέκλιναν κι οδηγούσαν όλα, στην μετατροπή των εργασιακών σχέσεων σε αυτό ακριβώς το σκηνικό, στην εγκαθίδρυση αυτού του νέου μοντέλου εργασιακών σχέσεων.
Τώρα θα εμπορευθούμε ακόμα και τον τρόμο μη χάσεις τη δουλειά σου, τώρα θα χρησιμοποιήσουμε όχι μόνο την εργατική σου δύναμη αλλά και το τρομοκρατημένο πρόσωπό σου, είναι καιρός να αρχίσουμε και μαραθώνιους χορού και το τελευταίο ζευγάρι επί σκηνής να κερδίσει, όλα τα υπόλοιπα άλογα τα σκοτώνουν όταν γερνάνε, το βασικό πάντως είναι να περνάει καλά ο θεατής στην εξέδρα ή στον καναπέ του, γιατί όλα είναι θέαμα και θάλασσα και ήλιος.
Εκεί πάλι που οι κάμερες κλείνουν κι εκεί που όλα γίνονται χωρίς θεατές, οι δεσμοφύλακες στη Νιγρίτα ήξεραν ότι ζούσαν στην Ελλάδα που οι ένστολοι είναι το καμάρι του πρωθυπουργού της κι ένας από τους δυο πυλώνες της βάσει του δεξιού του χεριού, ήξεραν ότι ζούσαν στην Ελλάδα που ο Σταύρος Θεοδωράκης λίγο πριν κάνει το Ποτάμι του μας ενημέρωνε ότι ποτέ δεν θα μάθουμε τι συνέβη στ΄ αλήθεια στο Φαρμακονήσι, ήξεραν ότι ζούσαν σε μια Ελλάδα που έγινε σιγά σιγά όλο και πιο νομιμοποιημένο και εξυμνημένο το να μετατρέπεσαι από όργανο διαφύλαξης της τάξης σε όργανο άσκησης βίας και βαναυσότητας και βασανισμού. Ο νους τους λοιπόν δεν πήγαινε στο κακό ότι θα τον σκοτώσουν τον άνθρωπο, αλλά και να τον σκότωναν ο νους τους δεν πήγαινε στο κακό ότι θα βρουν και τον μπελά τους.

Παρασκευή, Απριλίου 04, 2014

Ψάρια σε νεκρά νερά

Ένα μικρό ψάρι και τέσσερα μεγάλα: Ο Στράτος (Βαγγέλης Μουρίκης) έχει διαπράξει στα νιάτα του ένα έγκλημα πάθους. Δύο τύποι πρόσβαλαν την κοπέλα του και αυτός δεν τους σκότωσε απλώς, αλλά τους ξεκοίλιασε με τρόπο που τον κατέστησε μυθικό στον υπόκοσμο. Πήγε φυσικά φυλακή και τώρα έχει αποφυλακιστεί. Και στη βιτρίνα μοιάζει να τα έχει αφήσει πίσω του όλα αυτά. Δουλεύει νύχτα σε εργαστήρι αρτοποιίας. Τυρόπιτες, κουλουράκια κλπ. Τις μέρες όμως είναι και επαγγελματίας δολοφόνος. Ο Στράτος αρχίζει να κινείται -άλλοτε με κι άλλοτε παρά τη θέλησή του- ανάμεσα σε τέσσερεις μεγαλοκακοποιούς, σε τέσσερα μεγάλα ψάρια. Ο τοκογλύφος και μαφιόζος Αντώνης Πετρόπουλος (Γιώργος Γιαννόπουλος) που τον σέβεται για το παλιό του έγκλημα και τον θέλει στη δούλεψή του, με το καλό ή με το κακό. Ο «Μπογιατζής» (Γιάννης Αναστασάκης) που του αναθέτει τα συμβόλαια θανάτου. Ο αρχικακοποιός Λεωνίδας (Αλέκος Πάγκαλος) που είναι ακόμα στη φυλακή (κατά τραγικά επίκαιρη σύμπτωση, η ταινία μας βάζει μέσα στις φυλακές του Μαλανδρίνου). Και ο αδελφός του Λεωνίδα, ο Γιώργος (Γιάννης Τσορτσέκης), που μαζεύει λεφτά από όλους τους παλιούς φίλους και συνεργάτες του Λεωνίδα για να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Ο Στράτος, ελεύθερος επαγγελματίας ως δολοφόνος, με εξαρτημένη εργασία ως αρτοποιός, παραμένει ανεξάρτητο και μικρό ψάρι. Εκτός από τα μεγάλα αυτά ψάρια, σχετίζεται και με τους απέναντί του. O Mάκης (Πέτρος Ζερβός) και η Βίκυ (Βίκυ Παπαδοπούλου) είναι αδέλφια. Η Βίκυ έχει μια κόρη, την Κατερίνα. Και προτιμά να δουλεύει ως πόρνη, παρά ως εργάτρια.

Ο συμπαθής δολοφόνος και οι αποκρουστικοί εργοδότες: Ένα βασικό παράδοξο συμβαίνει: ο Στράτος είναι ένας συμπαθής ήρωας. Και είναι ένας άνθρωπος που δολοφονεί με το σωρό. Στις προηγούμενες όμως δύο συνεργασίες του με τον Οικονομίδη, ο Βαγγέλης Μουρίκης έπαιξε δυο ανθρώπους που δεν ήταν εγκληματίες. Που ήταν νοικοκυραίοι. Και που όμως σου έβγαζαν μια φοβερή αντιπάθεια. Ο Περικλής στην «Ψυχή στο Στόμα» ή ο θείος στον «Μαχαιροβγάλτη» είναι στην ελάχιστη λιμνούλα τους τα μεγάλα ψάρια. Ψαράκια της πλάκας δηλαδή, αφεντικά πέντε - έξι ανθρώπων ή αφεντικά μόνο ενός, πάντως μεγαλύτερα ψάρια από τους ανθρώπους τους οποίους πληρώνουν ως αφεντικά. Και όπου βρίσκουν μικρότερο ψάρι του φέρονται με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο (η εμβληματική σκηνή του μασάζ στην «Ψυχή στο Στόμα», η σκηνή στο νοσοκομείο στον «Μαχαιροβγάλτη»). Ο Στράτος όμως σε όλη την ταινία δεν φέρεται άσχημα σε άνθρωπο. Μόνο εκτελεί. Άθλια π.χ. θα φερθεί ένα ακόμη αφεντικό σε μια εργάτρια στο αρτοποιείο. Αν στον «Μαχαιροβγάλτη» το μικροαστικό όνειρο οδηγούσε στο έγκλημα, εδώ ο Στράτος μοιάζει να ζει μια ζωή που μπορεί να μην ορίζεται από κάποια υψηλά ιδανικά, αλλά που έχει πάντως έναν σαφή αξιακό μπούσουλα. Σκοτώνει για λεφτά μεν, αλλά τα λεφτά τα δίνει για το σχέδιο δραπέτευσης του Λεωνίδα που του είχε σώσει κάποτε τη ζωή μέσα στη φυλακή. Από την άλλη κι αυτός ο κώδικας τιμής έχει τα όριά του στο τι μπορεί να δικαιολογήσει και αθωώσει στα μάτια μας. Σε μια σκηνή σε ένα νεκροταφείο μια γυναίκα τον ρωτάει τι είχε το νεκρό. Καλό φίλο, απαντάει εκείνος. Η γυναίκα ξεσπάει κλωτσώντας την ανθοδέσμη και λέγοντας ότι σκατά έπρεπε να του φέρει του φίλου του και όχι λουλούδια, γιατί της είχε σκοτώσει το παιδί. Οι φόνοι παραμένουν φόνοι. Αλλά ο Οικονομίδης είναι σαν να λέει ότι υπάρχει κι ένα αν όχι μεγαλύτερο, πάντως αποκρουστικότερο κακό. Αποκρουστικό και ταυτόχρονα νόμιμο.

Η χαραμάδα για το ξέσκισμα: Στον κόσμο των τεσσάρων ταινιών του Οικονομίδη η οικογένεια είναι τόπος φρικτών συγκρούσεων, οι εργασιακές σχέσεις είναι τόπος φρικτών συγκρούσεων, κι ο έρωτας πηγή προδοσιών και εγκλημάτων. Αλλά πέρα από αυτά ο Οικονομίδης μοιάζει σαν να περιγράφει κάτι ακόμη ευρύτερο. Αυτό το «Κάτσε» που λέει στον Στράτο ο Πετρόπουλος, μετατρέπεται αμέσως στο «Κάτσε, μην σε γαμήσω». Αυτή η διάσπαρτη συγκρουσιακότητα. Ένα από τα υποψήφια θύματα του Στράτου αρχίζει να του αντιμιλάει, να τον προσβάλλει. Στη χαραμάδα που βρίσκει ανοικτή, αντί να νιώσει ευγνωμοσύνη, αντί να σκεφτεί πως ο τύπος με το περίστροφο που ήρθε να του αφαιρέσει τη ζωή μπορεί να νιώθει οίκτο ή ανθρωπιά, πέφτει να τον κατασπαράξει: «Δεν έχεις τα αρχίδια. Σήκω και φύγε». Σαν η προσβολή και η επιθετικότητα και η ανθρωποφαγία να είναι βασικό συστατικό της νεοελληνικής συνθήκης. Και φτάνεις να σκεφτείς πως όταν ο Στράτος συζητά στο παγκάκι με τον Μάκη για ένα ηθικό πρόβλημα, όσο απόλυτα ανατριχιαστική κι αν είναι η επιχειρηματολογία και ο τρόπος σκέψης του Μάκη, τουλάχιστον μιλάει στον Στράτο με κάποια ένδειξη ενοχών και αμφιθυμίας, τουλάχιστον δεν του μιλάει με πρόθεση να τον κατασπαράξει.

Το πρόσωπο το καθαρό από τύψεις: Στον «Μαχαιροβγάλτη» είχα αναρωτηθεί για τον τρόπο που γελά ο ήρωας του Στάθη Σταμουλακάτου, στη μόνη στιγμή που θα δούμε το πρόσωπό του όχι απλά έγχρωμο αλλά και να λάμπει από ευφορία. Ήταν η σκηνή όπου παρακολουθούσε μια θεατρική παράσταση: «Ίσως το πρόσωπό του το ομορφαίνει η τέχνη, ίσως και η παντελής έλλειψη αναστολών για το μαχαίρι που έχει προγραμματίσει να τραβήξει αμέσως μετά. Όπως το πάρει κανείς». Νομίζω πως η απορία για το πώς πρέπει να το πάρει κανείς λύνεται στο «Μικρό Ψάρι», όταν η κάμερα του Οικονομίδη θα εστιάσει πάνω στο πρόσωπο της Βίκυς Παπαδοπούλου που χορεύει σε ένα γλέντι. Σε λίγες ώρες έχει σχεδιάσει να κάνει κάτι αποτρόπαιο κι όμως το πρόσωπό της δείχνει να μην την απασχολεί τίποτα. Ο μικροαστισμός, η αποπληρωμή δανείων, το να ζήσεις αξιοπρεπώς. Η αξιοπρέπεια ως υλική συνθήκη και μόνο. 

Τα τρόλεϊ και το συντριβάνι: Αν το νεκροταφείο των παλιών τρόλεϊ και λεωφορείων με το οποίο ξεκινά το πρώτο πλάνο της ταινίας, έχε και μια ομορφιά, αν τα τρόλεϊ και λεωφορεία αυτά ολοκλήρωσαν το σκοπό τους επί δεκαετίες στην πόλη, αν πέθαναν αξιοπρεπώς και αν κουβαλάνε μέσα τους αναμνήσεις, προς το τέλος της ταινίας το βρώμικο και στάσιμο νερό από τα συντριβάνια που δεν λειτουργούν πια σε μια αχανή τσιμεντοπλατεία, δεν κουβαλά αντίστοιχες μνήμες, πρόκειται για ένα ακόμη έργο που θα λειτούργησε για λίγο και μετά θα αφέθηκε στην τύχη του. Η Ελλάδα της ανάπτυξης των ολυμπιακών ως βαλτωμένο φάντασμα, το ολυμπιακό χωριό με τους αχανείς κι έρημους χώρους του. Ένα νερό βρώμικο και στάσιμο για μεγάλα και μικρά ψάρια.

Το άνοιγμα προς τα έξω: Όλες οι ερμηνείες, είτε των μόνιμων ηθοποιών του Οικονομίδη, είτε των φρέσκων, είτε και των μη ηθοποιών, όπως της Πόπης Τσαπανίδου, της Σόνιας Θεοδωρίδου και του Πέτρου Ζερβού. συμβάλλουν καθοριστικά στο ύφος της ταινίας. Όσο για τον Βαγγέλη Μουρίκη, παραδίδει μια μινιμαλιστική αλλά εντελώς βαθιά ερμηνεία, έχει μετατραπεί σε μια κεντρικά καθοριστική φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου, βρίσκεται σε κάθε πλάνο της ταινίας και την πηγαίνει εκεί που της αξίζει. Ο Οικονομίδης από το αρχικό ασφυκτικά κλειστό σύμπαν του «Σπιρτόκουτου» ανοίγεται με κάθε του ταινία προς τα έξω, στην αρχή πολύ πιο δειλά με την «Ψυχή στο Στόμα», στη συνέχεια πολύ πιο εμφατικά με τον «Μαχαιροβγάλτη» και τώρα με απόλυτα δικαιωμένη αυτοπεποίθηση με «Το Μικρό Ψάρι». Ο Οικονομίδης συνεχίζει να φτιάχνει απόλυτα δυνατές ταινίες και σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πια έτοιμος για κάτι ακόμη μεγαλύτερο και σημαντικότερο. 

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture
&

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2014

Oδηγός Διαπλοκής (Baltakian Hustle)

Η πινελιά που είναι όλα τα λεφτά είναι ότι ο Μπαλτάκος μιλάει χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, τηρεί τους συνωμοτικούς κανόνες, φτάνει να κάνει μέχρι και την κίνηση του τηλεφώνου των υπουργών προς τους δικαστές με το χέρι, για να μην το πει με λόγια.
Ατελείωτο ρισπέκτ.
Και στο φόντο οι πενήντα - εξήντα εικόνες με τον Χριστό και την Παναγία (τους), αυτή η αγία πινακοθήκη.
Σε οποιοδήποτε κράτος στο οποίο δεν θα είχαν καταρρεύσει πλήρως οι θεσμοί του αφενός και σε οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα ο μιθριδατισμός δεν είχε πιάσει δυσθεώρητα ύψη αφετέρου, θα είχε προκληθεί πολιτικός σεισμός και θα είχε τεθεί -από τα ΜΜΕ έστω- άμεσο θέμα πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής στις κάλπες.
Αλλά όχι ο Μπαλτάκος, ο Σαμαράς να είχε βιντεοσκοπηθεί να έχει αυτή τη συνομιλία, πάλι δεν θα πηγαίναμε σε εκλογές. Θα έπεφτε ο ίδιος, θα έμπαινε άλλος αχυράνθρωπος μπροστά, θα συνεχίζαμε ακάθεκτοι την πορεία προς τα μπρος. 
Μέχρι το μνημόνιο είχαμε δημοκρατία. Κουτσή, στραβή, αστική, πάντως δημοκρατία είχαμε. Έκτοτε άρχισε μια εκτροπή και μια κατρακύλα που δεν έχει πάτο. Και μπορείς να κατηγορήσεις την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ότι βάζει διαρκώς και περισσότερο νερό στο κρασί της, και μπορείς να κατηγορήσεις την αριστερά του ΚΚΕ ότι το κρασί της το μεταχειρίζεται ως Θεία Κοινωνία, μπορείς να βρεις ευθύνες διάφορες και σημαντικές, αλλά το γεγονός παραμένει ότι αυτήν την τετραετία από την μια πήγαν οι μεν και από την άλλη πήγαν οι δε. Και αυτοί που πήγαν από την μια, ανάμεσα στα μύρια όσα άλλα έκαναν, είχαν ως Γενικό Γραμματέα του Υπουργικού τους Συμβουλίου τον Μπαλτάκο και όλα τα σκυλιά δεμένα. Απλά και ξάστερα λοιπόν όχι μόνο πρωτεργάτες του αντιφασισμού δεν έχουν υπάρξει, αλλά εντελώς συνένοχοι της ανοχής του. Και μικρή σημασία έχει αν η συνενοχή τους είχε ιδεολογική βάση ή αν ήταν απλώς αποτέλεσμα συμβιβασμού προκειμένου να συγκυβερνήσουν ή να γλιτώσουν τη χώρα από το αντιευρωπαϊκό χάος. Όπως και να έχει επέλεξαν να σταθούν στην πράξη δίπλα στον Σαμαρά και τον Μπαλτάκο. Και ακόμη και σήμερα είτε στηρίζουν ευθέως την κυβερνητική πλειοψηφία, είτε αποτελούν τις εφεδρείες και τα μαξιλάρια της.
Όσο για όσα αναφέρει ο Τάκαρος ο Μπαλτάκος στο βίντεο (μεγάλες πιένες γνωρίζει η διαχρονική ΚΑΕ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ τις τελευταίες ημέρες, αλλά αν πλακώνουν δημοσιογράφους του ΔΟΛ μπροστά στα παιδιά τους και δεν τρέχει τελικά τίποτα, πώς άραγε περιμένουμε να τρέξει για διαδηλωτές ή φυλακισμένους ή μετανάστες;) θα ψιχαλίζει μάλλον πάνω στους κρατικούς θεσμούς μας, αποκύημα αρρωστημένης φαντασίας θα είναι μάλλον, τι πιο ανεξάρτητο και πιο απρόσιτο από την Ελληνική Δικαιοσύνη άραγε;
Εννοείται πως έχει πολύ πιο κάτω ακόμα, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει και πιο κάτω. Και τα δύο μαζί.