Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2017

25η Μαρτίου, μεσημέρι προς απόγευμα.

Eίναι κάτι μονοκατοικίες τόσο παλιές, τόσο μιας άλλης εποχής, της εποχής της προηγούμενης μεγάλης φτώχειας, κάτι μονοκατοικίες που στέκονται παράταιρα δίπλα στις αξιοποιημένες ιδιοκτησίες δεξιά κι αριστερά τους, κάτι μονοκατοικίες σχεδόν χαμόσπιτα σε σύγκριση με τα νέα κτίσματα ολόγυρά τους, κτίσματα που αντανακλούν την ρώμη μιας άλλης εποχής, της εποχής που κάθε φτώχεια ανήκε ασυζητητί στο παρελθόν και ούτε κατά διάνοια στο αμέσως προσεχές μέλλον, κάτι μονοκατοικίες που κατοικούνται αδιάλειπτα από τότε που όλα τα σπίτια δίπλα τους ήταν σαν κι αυτές κι όλοι οι άνθρωποι δίπλα τους προσδοκούσαν δικαιολογημένα ότι η φτώχεια θα αρχίσει να ανήκει στο παρελθόν και ότι θα έρχονται σταθερά καλύτερες υλικά μέρες, μέχρι που μια μέρα ήρθαν και τα καλύτερα σπίτια, μέσα σε ένα δούναι και λαβείν παροχής κι αντιπαροχής επωφελές για όλους, επωφελές για ιδιοκτήτες, εργολάβους, οικοδόμους, συμβολαιογράφους, δικηγόρους, υποθηκοφύλακες, τράπεζες και τόσους άλλους, μέσα σε ένα δούναι και λαβείν το οποίο αυτονόητα ακολουθούσαν όλοι, όλοι εκτός από τους ιδιοκτήτες αυτών των συγκεκριμένων μυγών μέσα στο αξιοποιημένο γάλα, οι οποίοι ποιος ξέρει γιατί, ίσως ήταν υπερβολικά στριφνοί, ίσως ήταν υπερβολικά ακούνητοι, ίσως ήταν υπερβολικά αυτάρκεις, ίσως ήταν υπερβολικά εκτός κυρίαρχων ρευμάτων, ίσως τσακώθηκαν οικογενειακώς πάνω απ' τα κληρονομημένα κλάσματα της μιας και μόνης ιδιοκτησίας και έβαλαν το γινάτι τους πάνω απ' όλα, ίσως ήθελαν στη γη τους να ζουν αυτοί και μόνο αυτοί, ίσως είχαν δει παλιά γουέστερν για ξεροκεφάλους μοναχικούς λύκους που αρνούνταν να απαλλοτριώσουν και να απαλλοτριωθούν, όποιος πάντως και να ήταν ο λόγος οι ράγες του σιδηροδρόμου της ανάπτυξης δεν πέρασαν ποτέ από τα οικόπεδα τους, κάνοντας ζιγκ ζαγκ γύρω τους.
(Είναι αυτές ακριβώς οι μονοκατοικίες που σε κάθε Εθνική Εορτή, ενίοτε κι ανεξάρτητα από αυτές, θα πνιγούν στις γαλανόλευκες, τις οποίες θα δεις πολύ πιο αραιά σε πολυκατοικίες και μεζονέτες).
Είναι κάτι πουλιά που τις ηλιόλουστες μέρες της αργίας θα κελαηδούν και θα κελαηδούν και θα κελαηδούν και θα λες «Ω, η άνοιξη!», «Ω, τι γαλήνη, τι αρμονία και τι φυσικό ζεν!» (μέχρι να αρχίσεις να τα παρατηρείς και να διαπιστώσεις ότι πετάνε διαρκώς από κλαδί σε σύρμα κι από σύρμα σε κλαδί, μέσα σε μια διαρκή τσίτα, μέσα σε ένα διαρκές τριπάκι, αδυνατώντας να κάτσουν τον μικροσκοπικό πουλίσιο τους κώλο για λίγα δευτερόλεπτα κάτω, αδυνατώντας να κάτσουν να θαυμάσουν κι αυτά την πολυθρύλητη γαλήνη, αρμονία και το ζεν της άνοιξης, πετώντας και πετώντας και πετώντας από εδώ κι από εκεί και μετά πιο πέρα, σαν να μην τα ικανοποιεί απολύτως τίποτα, σαν να μην μπορούν να βρουν μισή γωνιά να στανιάρουν, σαν να τα κατατρώει ένα άγχος από το οποίο δεν θα απαλλαγούν ποτέ, ένα άγχος που δεν θα καταλάβουμε με τη σειρά μας εμείς ποτέ, κοιτώντας τα σαν χαχόλοι που λέμε ω, κελαηδούν, ω, τι αρμονία).
Είναι, τέλος, δυο εξηνταπεντάρηδες πλας που πίνουν μεσημεριάτικα τις άμστελ τους στο τραπεζάκι του φούρνου, ήρθαν στον φούρνο της γειτονιάς να πιουν τις μπύρες τους πάνω σε πλαστικά σκαμπώ, μην έχοντας καν να ακουμπήσουν την αξιοσημείωτης ηλικίας πλάτη τους, ακουμπώντας προφανώς στις εορταστικές μπύρες (και τους φωτογραφίζεις από μια σχετική απόσταση σκεφτόμενος μήπως τους ανεβάσεις γυρνώντας από το τρέξιμο, αλλά γυρνώντας από το τρέξιμο υπάρχει αυτή η εικόνα που μπορείς να φωτογραφίσεις από κοντά, χωρίς τον φόβο μην σε δουν, χωρίς το άγχος καταπάτησης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, χωρίς να υπάρχει εκεί τίποτα άλλο παρά μπουκάλια αρραγή και μπουκάλια σπασμένα, χωρίς να υπάρχει εκεί σταλιά μπύρα που να μην αξιοποιήθηκε, σε ένα αμοιβαία επωφελές δούναι και λαβείν, καθώς εσύ δίνεις στη μπύρα την αφοσίωσή σου κι αυτή σου φτιάχνει μετά το κεφάλι, τόσο ώστε να κελαηδούν μέσα σου πουλιά που δεν χρειάζεται να πετάνε νον στοπ, τόσο ώστε να ανεμίζουν μέσα σου σημαίες εορτών που μόνο εσύ ξέρεις τι ακριβώς γιορτάζουν, ποιους αγώνες συμβολίζουν, ποια ιδανικά, ποιες θυσίες, ποια νοήματα).
 

Τρίτη, Μαρτίου 21, 2017

Eίμαι


Είμαι αυτό που δεν μπορείς ποτέ να φανταστείς.
Είμαι οι πολλαπλοί οργασμοί της Μαρί στην αγκαλιά του Μίνωα.
Είμαι o Χρυσαυγίτης με την καρδιά μάλαμα.
Είμαι η πιθανότητα να πήγαν όλα στη ζωή σου καλύτερα απ' ό,τι θα μπορούσαν ποτέ να πάνε.
Είμαι η πιθανότητα να είσαι εσύ ο χειρότερος άνθρωπος από όλους όσους γνώρισες ποτέ προσωπικά.
Είμαι η πιθανότητα να πήγαν όλα καλά στη ζωή σου, ακριβώς επειδή στην πορεία εγκατέλειψες ό,τι είχες διδαχθεί ως σωστό και καλό και εντάξει.
Είμαι η ανομολόγητη ελπίδα σου πως μπορείς να προξενήσεις πολύ περισσότερο κακό σε πολύ περισσότερους ανθρώπους.
Είμαι η ευτυχία που θα βιώσεις όταν μια μέρα φτάσεις εκεί.
Είμαι ο Θεός που υπάρχει. Και που μάλιστα τα πάντα εν σοφία εποίησε.
Είμαι όμως ο Αλλάχ, όχι ο Θεός που μόλις φαντάστηκες.
Είμαι η γη που κι όμως δεν γυρίζει.
Είμαι ένας πλανήτης που δεν γύρισε ποτέ, παρά μόνο στο αγύριστο κεφάλι σου.
Είμαι το γεγονός ότι σήμερα πέθανε ο πρώτος άνθρωπος που δεν γεννήθηκε ποτέ και σαν σήμερα γεννήθηκε ο πρώτος άνθρωπος που ποτέ δεν θα πεθάνει.
Είμαι το γάλα που βρίσκεται παγιδευμένο στο ανδρικό σου στήθος.
Είμαι το αίμα που έρχεται μια φορά τον μήνα στα ανδρικά γεννητικά σου όργανα, ανεκδήλωτο σαν γάλα.
Είμαι η φορά που θα μπορούσες να ερωτευθείς ένα παγκάκι, αλλά δεν τόλμησες να το σκεφτείς νομίζοντας ότι ερωτεύθηκες μια γυναίκα επάνω του. Ή ένα πλάσμα άλλου φύλου. Ή και χωρίς συγκεκριμένο φύλο. Πάντως πλάσμα. Όχι παγκάκι. Ποτέ παγκάκι. Ενώ αυτό θα ήταν ο ένας μεγάλος σου έρωτας. Αν άφηνες το μυαλό σου ελεύθερο. Όπως το έχει αφήσει αυτό. Και σε σκέφτεται. Και φαντάζεται τη ζωή του μαζί σου. Και φαντάζεται ότι μια μέρα θα μπορέσεις να το φανταστείς κι εσύ. Κι ως τότε κάθε βράδυ ξεκολλάει από τη θέση του και πηγαίνει και πετάει σε πλανήτες που όντως γυρίζουν, σε πλανήτες που δεν τους ορίζει κανείς Θεός, σε πλανήτες που τα σώματα των ανδρών δεν μπορούν να βγάλουν γάλα. Ή αίμα. Ή ζωή. Και ξαναγυρνά στο πόστο του κάθε πρωί, μόνο και μόνο για σένα. Για να είναι εδώ αν κι εφόσον μπορέσεις ποτέ να το διανοηθείς.
Είμαι η πιθανότητα αυτές εδώ οι λέξεις να μην είναι γραμμένες στα ελληνικά. Ή να είναι στα ελληνικά, αλλά να μην είναι λέξεις. Ή να είναι λέξεις που όλες τους να μην κρύβουν από πίσω μία και μόνη αλήθεια, μία και μόνη έννοια, μια και μόνη αναφορά, μια και μόνη λέξη: εγώ.
Είμαι δηλαδή η πιθανότητα να υπάρχει ως κίνητρο και αίτημα της γραφής κάτι άλλο πέρα από εκείνον που γράφει: οι άλλοι, ή ένας συγκεκριμένος άλλος, ή ένα συγκεκριμένο παγκάκι, ή το δικαίωμα της Μαρί να έχυνε για τον Μίνωα όπως δεν έχει ξαναχύσει ποτέ γυναίκα για άντρα, έστω κι αν είναι ένα δικαίωμα που εδράζεται μόνο σε αυτό εδώ το κείμενο, το οποίο έκατσε τώρα να ξαποστάσει σε ένα παγκάκι που αιωρείται στο διάστημα, στο διάστημα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που αποτυπώνει κάθε λέξη όταν λέγεται ή γράφεται και σε αυτό που εισπράττεται από την ίδια λέξη όταν οι άλλοι την ακούν ή τη διαβάζουν, καθώς όσοι αναγνώστες υπάρχουν κι άλλες τόσες εκδοχές του κειμένου υπάρχουν μαζί τους, καθώς τα κείμενα μπορούν να κάνουν τα πάντα, εκτός από το να μην σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για τον κάθε έναν που τα διαβάζει.

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

Ταξικά αυτοκίνητα & άλλες ιστορίες

Δυο λόγια για δυο διαφημίσεις που παίχτηκαν την βραδιά των όσκαρ στην αμερικάνικη τηλεόραση.
Η πρώτη δείχνει σκηνές από ταινίες που οι πρωταγωνιστές φοράνε Rolex. Και μπορεί να μην σου είχε κάνει ποτέ εντύπωση όταν έβλεπες την κάθε ταινία ξεχωριστά, αλλά βλέποντας στο βιντεάκι μαζεμένες τις εικόνες, είναι σαν από τον Τσε ως τον Συνταγματάρχη Κερτζ στις ζούγκλες, από την Φέι Ντάναγουεϊ στα γραφεία του «Δικτύου» ως τον Μπιλ Πάξτον στους βυθούς του Τιτανικού, από τον Γκάμπριελ Μπερν στους «Συνήθεις Υπόπτους» ως τον Επιθεωρητή Κλουζώ κι από τον Πολ Νιούμαν σκηνοθετημένο από τον Σκορσέζε ως τον Ντάστιν Χόφμαν σκηνοθετημένο από τον Σλέσιντζερ, όλοι μα όλοι να λειτουργούσαν εξαρχής σαν γκρίζοι πωλητές ρολογιών, είναι σαν να μην έχει τοποθετηθεί το προϊόν μέσα στην κινηματογραφική ιστορία, αλλά σαν η κινηματογραφική ιστορία να ήταν το περιτύλιγμα μέσα από το οποίο θα πωληθεί αποτελεσματικότερα το προϊόν, είναι σαν η κινηματογραφική ιστορία (και μαζί όλο το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλά) να ήταν στην πραγματικότητα κι αυτή μια μεγαλύτερη σε διάρκεια και λιγότερο ομολογημένη διαφήμιση.
Η δεύτερη ξεκινά δείχνοντας να χιονίζει του καλού καιρού ή μάλλον του κακού καιρού και να το έχει στρώσει. Ο πατέρας κοιτά από το παράθυρο απολαμβάνοντας μια κούπα που καλό είναι να έχει μέσα ρόφημα και όχι αλκοόλ, γιατί ο κανακάρης έχει ήδη ντυθεί. Θέλει να πάει σινεμά. Τότε η ξαπλωμένη στον καναπέ μαμά που σκρολάρει το τάμπλετ της, μας υπενθυμίζει ότι η όλη κουβέντα περί ταξικότητας του δυστυχήματος με την Πόρσε αποσιωπά ότι η ταξικότητα του θανάσιμου κινδύνου είναι η εξαίρεση και ότι ο κανόνας είναι η ταξικότητα της ασφάλειας. "Take him", λέει στον άντρα, κι αφού δίνει το πράσινο φως και η μάνα, όλα είναι ασφαλή, όλα έχουν ελεγχθεί, όλα είναι οκ. Με την Mercedes - Benz 4MATIC μια βόλτα με ήπια χιονοθύελλα είναι μια βόλτα στο πάρκο. Πατέρας και γιος φτάνουν στο μούλτιπλεξ. Που όμως είναι ολόαδειο. 
Γιατί με άλλα αυτοκίνητα θα ήταν τρέλα να οδηγήσεις με τέτοιο καιρό. Χάρη στα οικογενειακά χρήματα ο κανακάρης έχει τη δυνατότητα να ζει σε έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς σε πλήρη λειτουργία ανεξαρτήτως των εξωτερικών συνθηκών και δυσχερειών, αλλά η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ότι, ενίοτε, όταν είσαι τόσο πολύ νικητής στη ζωή, καταλήγεις να είσαι ο μόνος που έχεις τη δυνατότητα να τον απολαύσεις. Ακριβέστατη η μεταφορά για τον καπιταλισμό, αλλά επειδή παραείναι δυστοπική, τη στιγμή ακριβώς που κανακάρης και πατέρας κανακάρη ετοιμάζονται να φύγουν, καταφθάνει μια ακόμη Mercedes - Benz 4MATIC και βγαίνει από μέσα η πριγκίπισσα του κανακάρη. Η δυστοπία φεύγει, το όνειρο έρχεται, τώρα θα έχουν όλο το μούλτιπλεξ δικό τους, τώρα δεν θα είναι καθόλου άβολο που θα λειτουργεί μόνο για πάρτη τους, να πάει να γαμηθεί το περιβάλλον και η κοινωνία, there's no such thing as society, οι άλλοι ας έχουν αποκλειστεί σπίτια τους, εμείς με τις οικογενειακές μας Μercedes καταφέραμε να 'ρθουμε. Kαθώς μπαίνει βέβαια στην αρχή στο μουλτιπλέξ ο κανακάρης, στο βάθος βλέπουμε τον υπάλλληλο στο ταμείο και τον υπάλληλο στο μπαρ. Αυτοί δεν διευκρινίζεται αν ήρθαν στη δουλειά με την δική τους οικογενειακή Μercedes, με τα πόδια ή έρποντας, τη δική τους ιστορία δεν θα τη πει διαφήμιση, τη δική τους ιστορία προσπάθησε ίσως να την πει κάποτε ο Τσε, μέχρι να γίνει κι αυτός στάμπα σε μπλουζάκια και πόστερ μπόι για τη διαφήμιση της Rolex.    
Γραφικότητες, θα πεις, το ξέρω. Το να ψιλοντρεπόμαστε άλλωστε κάθε φορά που γράφουμε τέτοια, είναι αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού.