25η Μαρτίου, μεσημέρι προς απόγευμα.
Eίναι κάτι μονοκατοικίες τόσο παλιές,
τόσο μιας άλλης εποχής, της εποχής της προηγούμενης μεγάλης φτώχειας,
κάτι μονοκατοικίες που στέκονται παράταιρα δίπλα στις αξιοποιημένες
ιδιοκτησίες δεξιά κι αριστερά τους, κάτι μονοκατοικίες σχεδόν χαμόσπιτα
σε σύγκριση με τα νέα κτίσματα ολόγυρά τους, κτίσματα που αντανακλούν
την ρώμη μιας άλλης εποχής, της εποχής που κάθε φτώχεια ανήκε ασυζητητί
στο παρελθόν και ούτε κατά διάνοια στο αμέσως προσεχές μέλλον, κάτι
μονοκατοικίες που κατοικούνται αδιάλειπτα από τότε που όλα τα σπίτια
δίπλα τους ήταν σαν κι αυτές κι όλοι οι άνθρωποι δίπλα τους προσδοκούσαν
δικαιολογημένα ότι η φτώχεια θα αρχίσει να ανήκει στο παρελθόν και ότι
θα έρχονται σταθερά καλύτερες υλικά μέρες, μέχρι που μια μέρα ήρθαν και
τα καλύτερα σπίτια, μέσα σε ένα δούναι και λαβείν παροχής κι αντιπαροχής
επωφελές για όλους, επωφελές για ιδιοκτήτες, εργολάβους, οικοδόμους,
συμβολαιογράφους, δικηγόρους, υποθηκοφύλακες, τράπεζες και τόσους
άλλους, μέσα σε ένα δούναι και λαβείν το οποίο αυτονόητα ακολουθούσαν
όλοι, όλοι εκτός από τους ιδιοκτήτες αυτών των συγκεκριμένων μυγών μέσα
στο αξιοποιημένο γάλα, οι οποίοι ποιος ξέρει γιατί, ίσως ήταν υπερβολικά
στριφνοί, ίσως ήταν υπερβολικά ακούνητοι, ίσως ήταν υπερβολικά
αυτάρκεις, ίσως ήταν υπερβολικά εκτός κυρίαρχων ρευμάτων, ίσως
τσακώθηκαν οικογενειακώς πάνω απ' τα κληρονομημένα κλάσματα της μιας και
μόνης ιδιοκτησίας και έβαλαν το γινάτι τους πάνω απ' όλα, ίσως ήθελαν
στη γη τους να ζουν αυτοί και μόνο αυτοί, ίσως είχαν δει παλιά γουέστερν
για ξεροκεφάλους μοναχικούς λύκους που αρνούνταν να απαλλοτριώσουν και
να απαλλοτριωθούν, όποιος πάντως και να ήταν ο λόγος οι ράγες του
σιδηροδρόμου της ανάπτυξης δεν πέρασαν ποτέ από τα οικόπεδα τους,
κάνοντας ζιγκ ζαγκ γύρω τους.
(Είναι αυτές ακριβώς οι μονοκατοικίες
που σε κάθε Εθνική Εορτή, ενίοτε κι ανεξάρτητα από αυτές, θα πνιγούν
στις γαλανόλευκες, τις οποίες θα δεις πολύ πιο αραιά σε πολυκατοικίες
και μεζονέτες).
Είναι κάτι πουλιά που τις ηλιόλουστες μέρες της αργίας θα κελαηδούν και
θα κελαηδούν και θα κελαηδούν και θα λες «Ω, η άνοιξη!», «Ω, τι γαλήνη,
τι αρμονία και τι φυσικό ζεν!» (μέχρι να αρχίσεις να τα παρατηρείς και
να διαπιστώσεις ότι πετάνε διαρκώς από κλαδί σε σύρμα κι από σύρμα σε
κλαδί, μέσα σε μια διαρκή τσίτα, μέσα σε ένα διαρκές τριπάκι,
αδυνατώντας να κάτσουν τον μικροσκοπικό πουλίσιο τους κώλο για λίγα
δευτερόλεπτα κάτω, αδυνατώντας να κάτσουν να θαυμάσουν κι αυτά την
πολυθρύλητη γαλήνη, αρμονία και το ζεν της άνοιξης, πετώντας και
πετώντας και πετώντας από εδώ κι από εκεί και μετά πιο πέρα, σαν να μην
τα ικανοποιεί απολύτως τίποτα, σαν να μην μπορούν να βρουν μισή γωνιά να
στανιάρουν, σαν να τα κατατρώει ένα άγχος από το οποίο δεν θα
απαλλαγούν ποτέ, ένα άγχος που δεν θα καταλάβουμε με τη σειρά μας εμείς
ποτέ, κοιτώντας τα σαν χαχόλοι που λέμε ω, κελαηδούν, ω, τι αρμονία).
Είναι, τέλος, δυο εξηνταπεντάρηδες πλας που πίνουν μεσημεριάτικα τις
άμστελ τους στο τραπεζάκι του φούρνου, ήρθαν στον φούρνο της γειτονιάς
να πιουν τις μπύρες τους πάνω σε πλαστικά σκαμπώ, μην έχοντας καν να
ακουμπήσουν την αξιοσημείωτης ηλικίας πλάτη τους, ακουμπώντας προφανώς
στις εορταστικές μπύρες (και τους φωτογραφίζεις από μια σχετική απόσταση
σκεφτόμενος μήπως τους ανεβάσεις γυρνώντας από το τρέξιμο, αλλά
γυρνώντας από το τρέξιμο υπάρχει αυτή η εικόνα που μπορείς να
φωτογραφίσεις από κοντά, χωρίς τον φόβο μην σε δουν, χωρίς το άγχος
καταπάτησης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, χωρίς να υπάρχει εκεί
τίποτα άλλο παρά μπουκάλια αρραγή και μπουκάλια σπασμένα, χωρίς να
υπάρχει εκεί σταλιά μπύρα που να μην αξιοποιήθηκε, σε ένα αμοιβαία
επωφελές δούναι και λαβείν, καθώς εσύ δίνεις στη μπύρα την αφοσίωσή σου
κι αυτή σου φτιάχνει μετά το κεφάλι, τόσο ώστε να κελαηδούν μέσα σου
πουλιά που δεν χρειάζεται να πετάνε νον στοπ, τόσο ώστε να ανεμίζουν
μέσα σου σημαίες εορτών που μόνο εσύ ξέρεις τι ακριβώς γιορτάζουν,
ποιους αγώνες συμβολίζουν, ποια ιδανικά, ποιες θυσίες, ποια νοήματα).