Tην περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι είμαι σε μια κηδεία (αν όχι μακρινής, πάντως σίγουρα απομακρυσμένης κι ακόμα πιο σίγουρα υπέργηρης συγγενούς), η νεκρώσιμος ακολουθία τελειώνει, ο παπάς παίρνει τον λόγο και αρχίζει να λέει ότι την προηγούμενη ημέρα είχαν κηδεία ενός βρέφους επτά μηνών, ότι αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι η ζωή αλλά ο θάνατος αφού με τη γέννησή μας γεννιέται και ο θάνατος, ότι η αληθινή και η αιώνια ζωή είναι μετά, συνεχίζoντας με κολάσεις και παραδείσους, με στρατιές αγγέλων από την μια και τον διάβολο και τους φοβερούς δαίμονές του από την άλλη, κι όλα εξαρτώνται από μας αρκεί να μετανοήσουμε εγκαίρως όπως ο ληστής στο σταυρό που πρώτος μπήκε στη σωστή πλευρά με το μπάζερ μπίτερ του, με ένα αφήγημα αποστερημένο και στο πιο καλοπροαίρετο αυτί από την όποια πνευματικότητα, με ένα αφήγημα αντίστοιχης αληθοφάνειας και βάθους με το Μπάτμαν εναντίον Σούπερμαν του Ζακ του Σνάιντερ, με ένα αφήγημα πολύ κοντά στο συγκλονιστικό
πρόσφατο παραλήρημα του Πέτρου Γαϊτάνου, που αν μη τι άλλο είπε ευθέως ο άνθρωπος πως δεν είναι ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία, αλλά πως ο άνθρωπος
είναι η αμαρτία, πως ο άνθρωπος και η ζωή είναι το λάθος, κάνοντας σε να θες να γραφτείς στον ISIS τώρα, άμεσα, χωρίς χρονοτριβή, μπας και καταφέρεις και επιβληθείς και σβήσεις από το χάρτη τόσο πολύ απάλευτο σκοταδισμό, τόσο πολλή απάλευτη άρνηση, φόβο και μίσος για ό,τι μας συνιστά ως ζωντανούς ανθρώπους.
Μια Παρασκευή πιο πριν, την Μεγάλη, ήμουν στο χωριό της γυναίκας μου στην Ήπειρο. Όταν είναι να αρχίσουν τα Εγκώμια (γκούγκλαρα να δω πώς τα λένε, όπως ο Δραγασάκης την αλήθεια), γυναίκες έρχονται και πιάνουν πόστο, όχι μεγάλης ηλικίας γυναίκες, γυναίκες που και αυτές αλλού ζουν και έχουν έρθει στο χωριό για Πάσχα. Τραγουδούν ίσως όσο πιο παράφωνα και παράτονα έχω ακούσει ποτέ μου, όχι μόνο το «Ω γλυκύ μου έαρ» αλλά και οποιοήποτε άλλο τραγούδι, ωστόσο αυτή η συμμετοχικότητά τους και το γεγονός πως κάτι στον λάθος τόνο τους θυμίζει δημοτικά τραγούδια του τόπου, καθιστά την όλη εμπειρία με έναν υπόγειο τρόπο συγκινητική και πάντως επιδραστική, υπενθυμίζοντας τι θα μπορούσε στην ιδεατή του μορφή να σημαίνουν οι λέξεις εκκλησία και παράδοση. Όσο ψέλνουν, ο πότης παπάς έχει γείρει πάνω στον Επιτάφιο και τις ακούει χαμογελώντας, με ένα χαμόγελο που μόνο το πρόσωπο των ανθρώπων που δεν θεώρησαν τη ζωή αμαρτία, αλλά αγάπησαν κι αγκάλιασαν τη ζωή και τις αμαρτίες της σαν ολόδικές τους, μπορεί να στολίσει.
Την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα ετοιμάζομαι να πάω με τον γιο μου πρώτη φορά στο γήπεδο. Ένας φίλος μού δείχνει στο φέισμπουκ ότι κάποιος περίεργος έχει ανεβάσει το περιβόητο τουίτ του Πιτσιρίκου για την Μαρφίν, έχοντας κοτσάρει μια φωτογραφία μου από πάνω, ωσάν να είμαι εγώ ο Πιτσιρίκος. Η φώτο μου ως Πιτσιρίκος που χλευάζει τους νεκρούς της Μαρφίν (γιατί αν ήθελε να γράψει κανείς για ένα κατεξοχήν πρόβλημα του δημόσιου λόγου τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει από το πόσο εντελώς παρερμηνεύτηκε ως χλευαστικό το συγκεκριμένο τουίτ) αναπαράγεται σωρηδόν σε τριψήφιο αριθμό τοίχων, με σχόλια που κινούνται ανάμεσα στο πόσο άθλια είναι η φάτσα μου και σε απειλοκατάρες. Το πανηγύρι είχε ξεκινήσει μια μέρα πριν, όταν αντί της δικής μου φάτσας, ο αντιπρόεδρος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της χώρας είχε ανεβάσει το τουίτ με φωτογραφία του τραγουδιστή Σπύρου Γραμμένου ως Πιτσιρίκου. Περισσότερο ή λιγότερο συμπτωματικά, μια μέρα μετά, ο ίδιος ο Πιτσιρίκος ανακοινώνει ότι σταματάει να γράφει στο μπλογκ του. Γυρνώντας από το γήπεδο με τον μικρό, βλέπω να μου λένε και να μου ξαναλένε να κυνηγήσω δικαστικά τον τύπο που όχι μόνο ανέβασε τη φωτογραφία μου ως χλευαστή νεκρών που του αξίζουν τα χειρότερα, καθώς «τέτοιου είδους βαριά ύβρις προς τους νεκρούς ποτέ δεν έμεινε ατιμώρητη», αλλά και ενώ του επεσήμανε ένα σωρό κόσμος ότι η φώτο είναι λάθος, εκείνος επέμενε ότι το έχει διασταυρώσει με αστυνομικές πηγές, σβήνοντας τα σχόλια που του έλεγαν ότι είναι λάθος και ενίοτε χρησιμοποιώντας σκαιές εκφράσεις απέναντι σε όσους τολμούσαν να του το επισημάνουν. Πάρα πολύ μετά και αφού του έχω πει ότι η φώτο είναι δική μου, «επανορθώνει» εξηγώντας ότι είμαι συνάδελφος και «ιδεολογικός ομογάλακτος» του Πιτσιρίκου, άρα εκεί οφειλόταν το λάθος κι όλα καλά όλα ωραία και δεν τρέχει τίποτα και αν τον πάω στα δικαστήρια θα είναι κουλ και άνετος και δεν θα έχει επίπτωση καμιά. Επειδή όμως όταν κυκλοφορήσει κάτι στο ίντερνετ κυκλοφόρησε, το επόμενο βράδυ παλιός φίλος από την κανονική ζωή μού στέλνει σκασμένος στα γέλια μήνυμα ότι είδε στο τουίτερ τη φώτο μου ως Πιτσιρίκου.
Την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα δεν ξέρω πόσες κατάρες συγκεντρώνονταν κάτω από τη φωτογραφία μου, ξέρω όμως ότι ζούσα το δικό μου μύθο σε ένα γήπεδο μπάσκετ, φωτογραφίζοντας το γιο μου με το καπέλο και το κασκόλ που είχαμε μόλις αγοράσει. Δέχομαι και προσυπογράφω ότι είναι λάθος να προσπαθούμε να κάνουμε τα παιδιά μας αντίτυπά μας. Αλλά εκτός από λάθος είναι και αδύνατο. Όσο αδύνατο είναι από την άλλη να μην τα επηρεάσουμε καθοριστικά, έτσι ή αλλιώς. Και όχι, αν ήταν αντίτυπό μου, θα ασχολούνταν ήδη με τα ποδοσφαιρομπασκετικά που ως σήμερα τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Και όχι, αν ήταν αντίτυπό μου, δεν θα ήθελε τόσο πολύ να πάμε κοντά σε αυτούς που τραγουδούν με τα τύμπανα. Θα φοβόταν, δεν θα το λαχταρούσε. Το σύνθημα που τραγουδούσαν έλεγε: «
Και βάλτε το καλά μες το μυαλό - έτσι όπως μας θέλετε εσείς - ποτέ μας δεν θα γίνουμε εμείς». Έτσι όπως θέλουμε τα παιδιά μας εμείς, ποτέ τους δεν θα γίνουνε αυτά. Όλα τα άλλα είναι αυταπάτες που θα έλεγε και ο Πρόεδρος Αλέξης. Αλλά το να πηγαίνεις με το γιο σου για πρώτη φορά γήπεδο και να τον φωτογραφίζεις με καπέλο και κασκόλ, είναι μια εμπειρία που όταν τη ζεις λες χαλάλι η δική μου φωτογραφία, ας κυκλοφορήσει, ας κανιβαλιστεί, ας συγκεντρώσει όσο μίσος θέλει. Όσο κι αν συγκεντρώσει, έχω και κοιτάζω μια άλλη, με μια αγάπη που το ξεπερνά. Μια αγάπη για αυτόν που παριστάνει εμένα μόνο στη φώτο, με το καπέλο του και το κασκόλ του, για αυτόν που κατά τ' άλλα είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας άνθρωπος, ένα λάθος δηλαδή και μια αμαρτία κατά Γαϊτάνο, ένας άνθρωπος που η ζωή του εύχομαι να είναι γεμάτη ιστορίες, αμαρτίες και μεγάλα λάθη, εκτός κι αν αυτό είναι μια ακόμα προσπάθεια αντιτυποποίησης, οπότε του εύχομαι απλώς να διαλέξει το δικό του δρόμο, ακόμη κι αν είναι αυτός του Γαϊτάνου, ακόμη κι αν είναι αυτός του Άδωνη.