Δευτέρα, Μαΐου 30, 2016

Μεγάλο ειρωνικό συλλαλητήριο

Μη νομίζεις, δεν τα βάζω με το συγκεκριμένο συλλαλητήριο. Είναι μόνο η αφορμή. Γιατί μπορεί οι διοργανωτές του να το ονειρεύονται μεγάλο και ειρηνικό, πιστεύω ακράδαντα όμως πως ωρίμασαν όσο ποτέ οι συνθήκες για ένα μεγάλο ειρωνικό συλλαλητήριο. Να μαζευτούμε από την μια όσοι λέγαμε όσα λέγαμε τόσα χρόνια κι από την άλλη όσοι λέγατε όσα λέγατε τόσα χρόνια και να αρχίσουμε να ειρωνευόμαστε οι μεν τους δε, οι δε τους μεν, και όλοι μαζί τους εαυτούς μας, αντιπαραβάλλοντας αυτά που λέμε τώρα με εκείνα που λέγαμε ως τώρα. Και μετά τα δυο μας μπλόκα να ενωθούν και να πάμε να βρούμε όσους δεν έχουν αλλάξει ρούπι από τότε που γεννήθηκε ο χρόνος, παραμένοντας ακλόνητα σταθεροί στις απόψεις τους νομάτερ γουάτ. Αυτοί κι αν είναι για ειρωνεία, εκκλησία κλέβεις. Και τότε, πάνω που όλα θα πηγαίνουν καλά, να έρθουν να αμαυρώσουν το μεγάλο ειρωνικό μας συλλαλητήριο οι γνωστοί άγνωστοι που θα πετούν μολότωφ κυριολεξίας απαιτώντας ολική απελευθέρωση ανθρώπων και ζώων από τον πολιτισμό. Και κάπου εκεί θα αρχίσουν αναπόφευκτα τα επεισόδια, ενδεχομένως να δέρνουμε ο ένας τον άλλο, ενδεχομένως να αρχίσουμε να δέρνουμε εμάς τους ίδιους, πάντως όλους μαζί θα μας δέρνει η μαλακία. Ανηλεώς κι ακαταπαύστως. Και θα επέμβουν τότε τα ΜΑΤ πετώντας γελογόνα και θα γελάμε όλοι μαζί μέχρι δακρύων, σαν σε πολιτικό σκίτσο του Αρκά, σαν σε πολιτικό σχόλιο του Λαζόπουλου. Και τότε και μόνο τότε όλος ο λαός θα αφήσει τις εμφύλιες έριδε και όλος μαζί θα πάει να σηκώσει τη Βουλή στα χέρια, πετώντας την στον αέρα και ξαναπιάνοντας σαν να ήταν ο Ζιντάν και ο Ιτούδης εν μέσω όλε - όλε και παραληρήματος αποθεωτικού. Και στο τέλος θα την πάρει επ' ώμου να την τοποθετήσει αλλού, ίσως δίπλα στον Παρθενώνα, ίσως δίπλα στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ίσως δίπλα στα ερειπωμένα γραφεία του Mega. Kαι δίπλα στον Άγνωστο Στρατιώτη ο τόπος θα ονομαστεί ground zero, μέχρι στη θέση του να δούμε τι θα στήσουμε, κάτι που θα προκύψει από μειοδοτικό διαγωνισμό, κάτι ξανά κοινοβουλευτικό ή κάτι ντιπ αντικοινοβουλευτικό, γιατί καιροφυλακτούνε κι οι φασίστες από την μια και οι σταλινικοί από την άλλη, η αστική δημοκρατία μας αντέχει μόνο όσο αντέχουν οι δανειστές της να τη στηρίζουν, καθώς αυτό το ανακούκουρκουδο που μας έχει κάνει όλους ανακόλουθους και γραφικούς έχει προκύψει επειδή φύγαμε και οι μεν και οι δε από τη φυσική μας θέση, η Δεξιά είναι για να εξουσιάζει και η Αριστερά για να τα βάζει με την εξουσία, αλλάξαμε τα ρούχα μας και μπλέξαμε τα μπούτια μας κι όλα ξανάγιναν ΠΑΣΟΚ κι όλα ξανάγιναν ΠΑΣΟΚ κι όλα ξανάγιναν ΠΑΣΟΚ.

Τρίτη, Μαΐου 17, 2016

Tράγοι κι Ολιγάρχες

Στον τελικό της ευρωλίγκας είδαμε το ίδιο ψυχόδραμα σε δυο διαφορετικές εκδοχές. Ο Γιαν Βέσελι εναντίον του εαυτού του και η ΤΣΣΚΑ εναντίον του εαυτού της. Ένας τόσο χαρισματικός παίκτης παθαίνει ολοκληρωτικό μπλακ άουτ μπροστά στη γραμμή των ελευθέρων βολών και χάνει εννέα βολές σερί, βάζοντας μόνο τη δέκατη. Τα ποσοστά του ήταν άθλια στις βολές φέτος, αλλά για να χάσεις εννέα βολές σερί όντας επαγγελματίας παίκτης πρώτου επιπέδου, πρέπει να μην είσαι εσύ και το καλάθι, πρέπει να είσαι εσύ εναντίον του μυαλού σου. Και να καταρρακώνεσαι. Και γενικότερα οι ελεύθερες βολές στο μπάσκετ είναι -χωρίς προφανώς να έχει μικρή αξία και η προπόνηση- κατεξοχήν θέμα ψυχολογίας. Οι δυο διαφορετικοί Πάσπαλιε στις βολές, πριν κάνει το μυαλό του το μαυρό κλικ και μετά, είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Ένας άντρας 2 μέτρα και 11 εκατοστά δίνει στην τρίτη περίοδο του αγώνα μια παράσταση κατάρρευσης, που και οπαδός της ΤΣΣΚΑ να είσαι αισθάνεσαι αμήχανα ως άσχημα να τη βλέπεις και θες να πεις σταματήστε να το κάνετε αυτό στον άνθρωπο, σταματήστε να του κάνετε φάουλ ή βγάλτε τον από το παιχνίδι, κανείς δεν πρέπει να εκτίθεται έτσι. Είναι η τρίτη περίοδος που γενικά έχει πάψει να παίζεται μπάσκετ, μετά τα εκπληκτικά πράγματα που έκανε η ΤΣΣΚΑ στο πρώτο ημίχρονο. Οι διαιτητές να σφυράνε εξακολουθητικά Φενέρ, ολιγάρχες, τρόφι γουάιφς και μπράβοι της ρωσικής και τουρκικής ελίτ να πλακώνονται μεταξύ τους, η Φενέρ να προσπαθεί να γυρίσει το ματς, αλλά η διαφορά να μένει περίπου εκεί που ήταν, έχοντας όμως καταφέρει τουλάχιστον να κάνει την ΤΣΣΚΑ να σταματήσει να παίζει.
Και να καταλαβαίνει πως αφού περνάει η ώρα είναι καιρός να αρχίσει να αντιμετωπίζει η ίδια τον δικό της εαυτό. Και εννοείται να καταρρέει όσο πανηγυρικά και ο Βέσελι. Όχι 20, 30 πόντους να ήταν μπροστά, πάλι τη διαφορά θα την έχανε. Δεν γινόταν αλλιώς. Γιατί ο αντίπαλος που είναι στο κεφάλι μας δεν αντιμετωπίζεται με μπάσκετ, ο αντίπαλος που είναι στο κεφάλι μας αντιμετωπίζεται μόνο αν τον αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο. Κι ακούγοντας τον Ιτούδη στη κοινή συνέντευξη Τύπου πριν ξεκινήσει το φάιναλ φορ να λέει πως όσα συνέβησαν τα περασμένα χρόνια δεν τους αφορούν και πως κοιτάνε μόνο μπροστά, ήξερες πως όσα συνέβησαν τα περασμένα χρόνια θα συνέβαιναν και φέτος.
Και συνέβησαν. Κι όμως η ΤΣΣΚΑ το πήρε. Όχι επειδή καθάρισε το μυαλό της. Προς θεού, όχι για αυτό. Το γιατί μόνο με πιθανολογήσεις μπορεί να απαντηθεί: Ίσως επειδή πρόλαβε να χάσει τη διαφορά στην κανονική διάρκεια και έτσι ισοφαρίζοντας εκείνη στο τέλος δεν μπήκε στην παράταση φοβούμενη την ολοκλήρωση της ανατροπής και το ακόμη χειρότερο που θα της συνέβαινε. Ίσως επειδή αφού δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα φαντάσματά της και τα έβγαλε πάλι όλα επί σκηνής, ίσως δηλαδή αφού πρώτα τα εμφάνισε και τα βίωσε, τότε και μόνο τότε μπόρεσε να αρχίσει να ξαναπαίζει. Ίσως επειδή απλά θα παραήταν άδικο και σκληρό να συμβεί το ίδιο και φέτος. Δεν συνέβη τελικά, αφού πρώτα όμως συνέβη πανηγυρικά.
Πάρα πολλά θα μπορούσε να πει κανείς ακόμα για τον τελικό και για τη φετινή ευρωλίγκα, αλλά θα μείνω στην αντίστιξη δύο σκηνών: χθες βράδυ τα όρια μεταξύ παικτών και θεατών παραβιάστηκαν επειδή ο ολιγάρχης που καθόταν στην πολυθρόνα την πριβέ δίπλα στον αγωνιστικό χώρο έσπρωξε έναν παίκτη, πριν λίγο καιρό τα όρια μεταξύ παικτών και θεατών παραβιάστηκαν επειδή ο άνθρωπος που μάλλον θα παίρνει τρεις κι εξήντα κάνοντας την μασκότ της Λαμποράλ ντυμένος τράγος τρελάθηκε στο νικητήριο τρίποντο και μπήκε να πανηγυρίσει την ώρα που η Ρεάλ εκδήλωνε την τελευταία επίθεσή της. Σκηνές αντιστικτικές αλλά μαζί και ίδιες. Όσο φτιαχτική κι αν είναι η σκηνή με τη μασκώτ κι όσο απωθητική κι αν είναι με τον ολιγάρχη, με όσο διαφορετική νοοτροπία κι αν γίνεται η παρέμβασή τους στα δρώμενα και όσο ολότελα διαφορετικές ζωές κι αν ζουν οι δυο τους όταν το παιχνίδι τελειώνει, την ώρα που το παιχνίδι διαρκεί υπάρχει κι αυτό που τους ενώνει, αυτό απέναντι στο οποίο είναι εξίσου ανίσχυροι, εξίσου παραμυθιασμένοι, εξίσου ίσοι, γιατί ανεξάρτητα από το πώς λειτουργούν και το τι εκμετάλλευσης τυγχάνουν τα θεάματα, τα θεάματα δεν ήταν ποτέ μόνο για τις μάζες, τα θεάματα και δη τα αθλητικά μοιράζουν συγκινήσεις και στις ελίτ, με ένα τρόπο οιονεί κομμουνιστικό που οι άρτοι ποτέ δεν θα αξιωθούν.
Κι όσο για σένα, την επόμενη φορά που θα προσπαθήσεις να κατορθώσεις κάτι, μην ξεχνάς την ΤΣΣΚΑ, μην ξεχνάς πως είμαστε όσο καλοί μας επιτρέπει η αυτοκαταστροφικότητά μας, πως είμαστε όσο καλοί μας επιτρέπουν τα σκατά στο μυαλό μας, πως δεν έχει σημασία μόνο πόσο ικανοί είμαστε για κάτι και πόσο έχουμε δουλέψει για αυτό, σημασία έχει επίσης να μην ορθώνει ο εαυτός μας εμπόδια στην πραγματοποίησή του. Όσο φοβόμαστε πως θα καθηλωθούμε, καθηλωνόμαστε επειδή το φοβηθήκαμε. Και η διαφορά θα μειώνεται. Και ο εφιάλτης θα ξανάρχεται. Και οι προφητείες θα αυτοεκπληρώνονται. Φοβόμαστε. Να. Δίκιο είχαμε. Οι φόβοι μας γίνονται πραγματικότητα. Πάλι.

Δευτέρα, Μαΐου 09, 2016

Αυταπάτες

Tην περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι είμαι σε μια κηδεία (αν όχι μακρινής, πάντως σίγουρα απομακρυσμένης κι ακόμα πιο σίγουρα υπέργηρης συγγενούς), η νεκρώσιμος ακολουθία τελειώνει, ο παπάς παίρνει τον λόγο και αρχίζει να λέει ότι την προηγούμενη ημέρα είχαν κηδεία ενός βρέφους επτά μηνών, ότι αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι η ζωή αλλά ο θάνατος αφού με τη γέννησή μας γεννιέται και ο θάνατος, ότι η αληθινή και η αιώνια ζωή είναι μετά, συνεχίζoντας με κολάσεις και παραδείσους, με στρατιές αγγέλων από την μια και τον διάβολο και τους φοβερούς δαίμονές του από την άλλη, κι όλα εξαρτώνται από μας αρκεί να μετανοήσουμε εγκαίρως όπως ο ληστής στο σταυρό που πρώτος μπήκε στη σωστή πλευρά με το μπάζερ μπίτερ του, με ένα αφήγημα αποστερημένο και στο πιο καλοπροαίρετο αυτί από την όποια πνευματικότητα, με ένα αφήγημα αντίστοιχης αληθοφάνειας και βάθους με το Μπάτμαν εναντίον Σούπερμαν του Ζακ του Σνάιντερ, με ένα αφήγημα πολύ κοντά στο συγκλονιστικό πρόσφατο παραλήρημα του Πέτρου Γαϊτάνου, που αν μη τι άλλο είπε ευθέως ο άνθρωπος πως δεν είναι ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία, αλλά πως ο άνθρωπος είναι η αμαρτία, πως ο άνθρωπος και η ζωή είναι το λάθος, κάνοντας σε να θες να γραφτείς στον ISIS τώρα, άμεσα, χωρίς χρονοτριβή, μπας και καταφέρεις και επιβληθείς και σβήσεις από το χάρτη τόσο πολύ απάλευτο σκοταδισμό, τόσο πολλή απάλευτη άρνηση, φόβο και μίσος για ό,τι μας συνιστά ως ζωντανούς ανθρώπους. 
Μια Παρασκευή πιο πριν, την Μεγάλη, ήμουν στο χωριό της γυναίκας μου στην Ήπειρο. Όταν είναι να αρχίσουν τα Εγκώμια (γκούγκλαρα να δω πώς τα λένε, όπως ο Δραγασάκης την αλήθεια), γυναίκες έρχονται και πιάνουν πόστο, όχι μεγάλης ηλικίας γυναίκες, γυναίκες που και αυτές αλλού ζουν και έχουν έρθει στο χωριό για Πάσχα. Τραγουδούν ίσως όσο πιο παράφωνα και παράτονα έχω ακούσει ποτέ μου, όχι μόνο το «Ω γλυκύ μου έαρ» αλλά και οποιοήποτε άλλο τραγούδι, ωστόσο αυτή η συμμετοχικότητά τους και το γεγονός πως κάτι στον λάθος τόνο τους θυμίζει δημοτικά τραγούδια του τόπου, καθιστά την όλη εμπειρία με έναν υπόγειο τρόπο συγκινητική και πάντως επιδραστική, υπενθυμίζοντας τι θα μπορούσε στην ιδεατή του μορφή να σημαίνουν οι λέξεις εκκλησία και παράδοση. Όσο ψέλνουν, ο πότης παπάς έχει γείρει πάνω στον Επιτάφιο και τις ακούει χαμογελώντας, με ένα χαμόγελο που μόνο το πρόσωπο των ανθρώπων που δεν θεώρησαν τη ζωή αμαρτία, αλλά αγάπησαν κι αγκάλιασαν τη ζωή και τις αμαρτίες της σαν ολόδικές τους, μπορεί να στολίσει. 
Την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα ετοιμάζομαι να πάω με τον γιο μου πρώτη φορά στο γήπεδο. Ένας φίλος μού δείχνει στο φέισμπουκ ότι κάποιος περίεργος έχει ανεβάσει το περιβόητο τουίτ του Πιτσιρίκου για την Μαρφίν, έχοντας κοτσάρει μια φωτογραφία μου από πάνω, ωσάν να είμαι εγώ ο Πιτσιρίκος. Η φώτο μου ως Πιτσιρίκος που χλευάζει τους νεκρούς της Μαρφίν (γιατί αν ήθελε να γράψει κανείς για ένα κατεξοχήν πρόβλημα του δημόσιου λόγου τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει από το πόσο εντελώς παρερμηνεύτηκε ως χλευαστικό το συγκεκριμένο τουίτ) αναπαράγεται σωρηδόν σε τριψήφιο αριθμό τοίχων, με σχόλια που κινούνται ανάμεσα στο πόσο άθλια είναι η φάτσα μου και σε απειλοκατάρες. Το πανηγύρι είχε ξεκινήσει μια μέρα πριν, όταν αντί της δικής μου φάτσας, ο αντιπρόεδρος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της χώρας είχε ανεβάσει το τουίτ με φωτογραφία του τραγουδιστή Σπύρου Γραμμένου ως Πιτσιρίκου. Περισσότερο ή λιγότερο συμπτωματικά, μια μέρα μετά, ο ίδιος ο Πιτσιρίκος ανακοινώνει ότι σταματάει να γράφει στο μπλογκ του. Γυρνώντας από το γήπεδο με τον μικρό, βλέπω να μου λένε και να μου ξαναλένε να κυνηγήσω δικαστικά τον τύπο που όχι μόνο ανέβασε τη φωτογραφία μου ως χλευαστή νεκρών που του αξίζουν τα χειρότερα, καθώς «τέτοιου είδους βαριά ύβρις προς τους νεκρούς ποτέ δεν έμεινε ατιμώρητη», αλλά και ενώ του επεσήμανε ένα σωρό κόσμος ότι η φώτο είναι λάθος, εκείνος επέμενε ότι το έχει διασταυρώσει με αστυνομικές πηγές, σβήνοντας τα σχόλια που του έλεγαν ότι είναι λάθος και ενίοτε χρησιμοποιώντας σκαιές εκφράσεις απέναντι σε όσους τολμούσαν να του το επισημάνουν. Πάρα πολύ μετά και αφού του έχω πει ότι η φώτο είναι δική μου, «επανορθώνει» εξηγώντας ότι είμαι συνάδελφος και «ιδεολογικός ομογάλακτος» του Πιτσιρίκου, άρα εκεί οφειλόταν το λάθος κι όλα καλά όλα ωραία και δεν τρέχει τίποτα και αν τον πάω στα δικαστήρια θα είναι κουλ και άνετος και δεν θα έχει επίπτωση καμιά. Επειδή όμως όταν κυκλοφορήσει κάτι στο ίντερνετ κυκλοφόρησε, το επόμενο βράδυ παλιός φίλος από την κανονική ζωή μού στέλνει σκασμένος στα γέλια μήνυμα ότι είδε στο τουίτερ τη φώτο μου ως Πιτσιρίκου. 
Την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα δεν ξέρω πόσες κατάρες συγκεντρώνονταν κάτω από τη φωτογραφία μου, ξέρω όμως ότι ζούσα το δικό μου μύθο σε ένα γήπεδο μπάσκετ, φωτογραφίζοντας το γιο μου με το καπέλο και το κασκόλ που είχαμε μόλις αγοράσει. Δέχομαι και προσυπογράφω ότι είναι λάθος να προσπαθούμε να κάνουμε τα παιδιά μας αντίτυπά μας. Αλλά εκτός από λάθος είναι και αδύνατο. Όσο αδύνατο είναι από την άλλη να μην τα επηρεάσουμε καθοριστικά, έτσι ή αλλιώς. Και όχι, αν ήταν αντίτυπό μου, θα ασχολούνταν ήδη με τα ποδοσφαιρομπασκετικά που ως σήμερα τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Και όχι, αν ήταν αντίτυπό μου, δεν θα ήθελε τόσο πολύ να πάμε κοντά σε αυτούς που τραγουδούν με τα τύμπανα. Θα φοβόταν, δεν θα το λαχταρούσε. Το σύνθημα που τραγουδούσαν έλεγε: «Και βάλτε το καλά μες το μυαλό - έτσι όπως μας θέλετε εσείς - ποτέ μας δεν θα γίνουμε εμείς». Έτσι όπως θέλουμε τα παιδιά μας εμείς, ποτέ τους δεν θα γίνουνε αυτά. Όλα τα άλλα είναι αυταπάτες που θα έλεγε και ο Πρόεδρος Αλέξης. Αλλά το να πηγαίνεις με το γιο σου για πρώτη φορά γήπεδο και να τον φωτογραφίζεις με καπέλο και κασκόλ, είναι μια εμπειρία που όταν τη ζεις λες χαλάλι η δική μου φωτογραφία, ας κυκλοφορήσει, ας κανιβαλιστεί, ας συγκεντρώσει όσο μίσος θέλει. Όσο κι αν συγκεντρώσει, έχω και κοιτάζω μια άλλη, με μια αγάπη που το ξεπερνά. Μια αγάπη για αυτόν που παριστάνει εμένα μόνο στη φώτο, με το καπέλο του και το κασκόλ του, για αυτόν που κατά τ' άλλα είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας άνθρωπος, ένα λάθος δηλαδή και μια αμαρτία κατά Γαϊτάνο, ένας άνθρωπος που η ζωή του εύχομαι να είναι γεμάτη ιστορίες, αμαρτίες και μεγάλα λάθη, εκτός κι αν αυτό είναι μια ακόμα προσπάθεια αντιτυποποίησης, οπότε του εύχομαι απλώς να διαλέξει το δικό του δρόμο, ακόμη κι αν είναι αυτός του Γαϊτάνου, ακόμη κι αν είναι αυτός του Άδωνη.