Με ενοχλείς
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τη βάση όσων είπα στη σχετική ημερίδα που διοργάνωσε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
---
Ο ενοχλητικός λόγος
Όλοι
έχουμε μια βασική αφήγηση, μια βασική
εικόνα για τον κόσμο. Χριστιανοί ή
Μουσουλμάνοι ή ό,τι άλλο, Δεξιοί ή
Αριστεροί ή ό,τι άλλο. Αυτή την εικόνα
δεν την έχουμε για πλάκα ούτε την
παίρνουμε αψήφιστα. Ακόμη κι αν στην
πορεία κάποια στιγμή εξασθενήσει και
αντικατασταθεί από μια άλλη, όσο την
έχουμε σημαίνει κάτι για μας: είναι η
εξήγηση του κόσμου, το λεξικό βασικών
εννοιών του, το λυσάρι του, η αποκωδικοποίησή
του, οι βασικές του απαντήσεις, οι βασικοί
του κανόνες. Υπό αυτήν την έννοια είμαστε
όλοι πιστοί· των άθεων και των αγνωστικιστών
συμπεριλαμβανομένων. Και οτιδήποτε
αφορά αυτούς τους βασικούς κανόνες και
κάνει το λάθος να μη συμμορφώνεται μαζί
τους, ή ακόμη χειρότερα τους αμφισβητεί
/κριτικάρει / σατιρίζει προσπαθώντας
να τους αποκαθηλώσει, είναι κάτι που
ενοχλεί. Και η φυσική τάση του ανθρώπου
είναι να προσπαθεί να απαλλαχθεί από
αυτό που τον ενοχλεί. Παραφράζοντας τον
Βολταίρο: σπανίως απλώς
διαφωνώ
με αυτό που λες, σπανίως σκέτα
διαφωνώ
με αυτό που λες, συνήθως αφού διαφωνώ,
ενοχλούμαι κιόλας με αυτό που λες. Είναι
παρ' όλα αυτά, παρ' όλη αυτήν την ενόχληση,
το δικό μας πιστεύω, το δικό μας δόγμα,
το δόγμα του δυτικού πολιτισμού μετά
τον διαφωτισμό, το ότι σε κάθε όμως
περίπτωση, ακόμη κι αν ενοχλούμαι του
θανατά απ' αυτό που λες, θα υπερασπιστώ
μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες;
Ή μήπως προσπαθούμε να το παρακάμψουμε
παραμένοντας τυπικά πιστοί στις
διακηρύξεις της υπεράσπισης και
επικεντρώνοντας στα τριγύρω;
Ένα
πολύ πρόσφατο παράδειγμα επικέντρωσης
στα τριγύρω είναι ο σάλος που δημιουργήθηκε
με την παράσταση «Η Ισορροπία του Νας».
Αν ήταν περίπου επόμενο να περιμένεις
από το πιο οπισθοδρομικό τμήμα του
κλήρου, από παραθρησκευτικές οργανώσεις
κι από νεοναζί αντιδράσεις σαν αυτές
που οδήγησαν πριν 4 χρόνια στο κατέβασμα
της παράστασης «Corpus Christi», είναι αρκετά
ειρωνικό ότι βρεθήκαμε πρόσφατα ενώπιον
του φαινομένου να αντιδρά παρόμοια η
ιδεολογική πλευρά που ομνύει στον
διαφωτισμό και τα ευρωπαϊκά ιδεώδη και
που επιχειρεί να αυτοπροσδιορισθεί ως
και η μόνη αληθινή υπερασπιστής της
ελευθερίας του λόγου και της τέχνης.
Χωρίς να θέλω να ισχυριστώ ότι η ένταση
των αντιδράσεων ήταν στις δύο περιπτώσεις
η ίδια, δεν παύει να ισχύει ότι υπήρξε
μια αντίδραση που δεν αποτελούσε απλά
αρνητική κριτική για την παράσταση,
αλλά που τελικά αμφισβητούσε το δικαίωμα
της ανόδου της. Μένοντας λοιπόν τυπικά
πιστός στην υπεράσπιση της ελευθερίας
της έκφρασης και της τέχνης, αλλά
προσπαθώντας να την παρακάμψεις με όλα
τα τριγύρω:
Ναι,
φυσικά οι παραστάσεις δικαιούνται να
ανεβαίνουν, αλλά στο Εθνικό κιόλας; Με
τα λεφτά του φορολογούμενου; Για αυτό
πληρώνουμε φόρους, για να βλέπουμε επί
σκηνής τα λόγια του Ξηρού; Και τι ακριβώς
σκοπό εξυπηρετούσε να μπει ο Ξηρός δίπλα
στον Καμύ; Τι είδους τέχνη εντός
εισαγωγικών είναι αυτή;
Ενίοτε
δε, όπως συνέβη και προ διετίας με το
βιβλίο του Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17
Νοέμβρη», πετάμε και τον Βολταίρο τελείως
στην άκρη και το λέμε φόρα παρτίδα, όπως
έγινε με το εμβληματικό φιλελεύθερο
βιβλιοπωλείο “Free Thinking Zone”, το οποίο
ανάρτησε στη βιτρίνα του ένα σημείωμα
που έγραφε: «Αφιερώνουμε
αυτό το σημείο προβολής στα βιβλία που
θα έγραφαν τα θύματα του Δ. Κουφοντίνα.
Δικαίωμα στην ελευθερία χωρίς δικαίωμα
στη ζωή δεν μπορεί να υπάρξει».
Επιστρέφοντας στα τριγύρω, ο Πέτρος
Τατσόπουλος έλεγε
τότε.
«Αυτό
που αναρωτιέμαι είναι γιατί εμείς
αγοράζουμε τέτοια βιβλία. Πίσω από αυτό
και από πολλά άλλα παρόμοια υπάρχει ένα
νοσηρό, ανομολόγητο τρίγωνο: ο συγγραφέας,
ο εκδότης και ο αναγνώστης. Και οι τρεις
κάνουν μια φαουστική συμφωνία με τον
διάβολο. Ο μεν συγγραφέας (το ίδιο ισχύει
και για τους συγγραφείς των προκηρύξεων)
λέει: Δολοφονώ για να με δημοσιεύσετε.
Η πραγματική αξία δεν ενυπάρχει στα
γραπτά του, αλλά στην επένδυσή του με
τις δολοφονίες. Είναι σαν να λέει: Αν
δεν δολοφονούσα, δεν θα με δημοσιεύατε,
θα κερδίσω την προσοχή σας με το να
σκοτώνω. Ο εκδότης αποδέχεται αυτήν τη
σύμβαση: Σε δημοσιεύω επειδή σκότωσες.
Η ελευθερία του Τύπου και η ενημέρωση
της κοινής γνώμης είναι προφάσεις εν
αμαρτίαις: το δέλεαρ ήταν ότι σκότωσες
και ότι αυτό θα έχει εμπορικό αντίκρισμα».
Για να αντιστρέψω λοπόν ένα λεκτικό
σχήμα που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε
τα προηγούμενα χρόνια σε σχέση με την
καταδίκη της βίας: αναγνωρίζεις το
δικαίωμα στην ελευθερία της τέχνης, το
δικαίωμα να ανεβάζει ο άλλος θεατρικές
παραστάσεις και να εκδίδει βιβλία, χωρίς
τέτοιου είδους ιδεολογικούς αστερίσκους
και υποσημειώσεις; Μολονότι προσπαθώ
να εντοπίσω αντιφάσεις και ψευδοεπιχειρήματα,
δεν θέλω τελικά να πω ότι η από εδώ
ιδεολογική πλευρά θα είχε οπωσδήποτε
διαφορετικές αντιδράσεις επί παράστασης
ή βιβλίου που θα σχετιζόταν με αντίστοιχο
τρόπο με τον Ρουπακιά, τον Κασιδιάρη ή
τον Μιχαλολιάκο. Το πολύ πιθανότερο
είναι ότι δυστυχώς θα υπερασπιζόμασταν
στα λόγια την ελευθερία της τέχνης,
προσπαθώντας να την υπονομεύσουμε μέσω
των τριγύρω
.
.
Τα
οπαδικά γυαλιά
Μου
αρέσει να χρησιμοποιώ μια αντιστοιχία
από το ποδόσφαιρο. Αν μπούμε λίγο στον
τρόπο σκέψης ενός οπαδού ποδοσφαιρικής
ομάδας, θα δούμε ότι αν έχουμε ένα
καταφανέστατο πέναλτι ή ένα κραυγαλέο
οφσάιντ, ακόμη και ο πιο φανατικός οπαδός
δεν θα βγει να πουλήσει τρέλα και να πει
ότι δεν είναι. Την εντελώς συγκεκριμένη
αδικία άρα δεν θα την αρνηθεί. Θα σπεύσει
όμως αμέσως να συμψηφίσει με άλλες
φάσεις από το ίδιο ή και από άλλα
παιχνίδια, ή θα σπεύσει να χρησιμοποιήσει
άλλα επιχειρήματα, με τελικό σκοπό να
δείξει ότι στην μεγάλη εικόνα δεν υπάρχει
καμία αδικία. Τουναντίον· είτε η ομάδα
του είναι η πιο αδικημένη, είτε το
επιχείρημα της αδικίας είναι βολική
δικαιολογία που αδικεί το γεγονός ότι
η ομάδα του είναι η γενικά καλύτερη. Σε
οποιαδήποτε δε μη κραυγαλέα φάση, σε
οποιαδήποτε φάση κινείται στη σφαίρα
του συζητήσιμου, πάλι δεν θα πουλήσει
τρέλα. Ακόμη και αν η ίδια ακριβώς φάση
κρίνεται πέναλτι ή όχι αναλόγως του
χρώματος της φανέλας του παίκτη που θα
πέσει στην περιοχή, δεν θα έχει πει
ψέμματα, θα έχει όντως δει έτσι τη φάση
μέσα από τα οπαδικά γυαλιά.
Έτσι
και στην ενασχόληση με την πολιτική και
ειδικότερα στην μέσω των σόσιαλ μίντια
ενασχόληση, αν πρόκειται για παράβαση
κάποιου από την αντίπαλη ιδεολογική
ομάδα θα κραυγάσουμε, ενώ αν είναι
κάποιου από την δική μας ή θα το
αποσιωπήσουμε ή θα σπεύσουμε ακριβώς
να το δούμε συμψηφιστικά. αν μας πετάξουν
στα μούτρα ένα συγκεκριμένο κραυγαλέο
γεγονός πώς θα το κρίνουμε. Τα δύο μέτρα
και τα δύο σταθμά έγκεινται περισσότερο
όχι στο πώς θα κρίνουμε ένα δεδομένο
φάουλ των «δικών μας», αλλά στο τι
επιλέγουμε να σχολιάσουμε, με τι
επιλέγουμε να ασχοληθούμε, με τι
επιλέγουμε να ενοχληθούμε. Και πολλές
φορές είναι πιθανό να μην το πάρουμε
καν χαμπάρι ένα δεδομένο φάουλ, ακριβώς
γιατί στη διαδικτυακή γειτονιά που
συχνάζουμε δεν θα αναδειχθεί.
Διαδικτυακές Γειτονιές
Αλλά για ποια διαδικτυακή γειτονιά μιλάω; Από τη δική μου εμπειρία στα ελληνικά σόσιαλ μίντια, μπορώ να διακρίνω τις εξής φάσεις. Το 2005 που έφτιαξα το μπλογκ και υπήρξε η πρώτη έκρηξη, μπορεί τα πράγματα να ήταν ελαφρά πιο πολιτικοποιημένα από τον μέσο επικοιωνιακό όρο εκτός μπλογκ, η ατμόσφαιρα όμως σε αντιστοιχία με το γενικότερο κλίμα ήταν εντελώς μη φορτισμένη. Διαφωνίες και καυγάδες υπήρχαν αλλά πιο προσωπικές. Και όσες ήταν πολιτικές δεν έδιναν τον τόνο. Μια δεύτερη φάση αρχίζουμε ίσως να έχουμε το καλοκαίρι του 2007, όταν γίνονται κάποιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίες για τις πυρκαγιές. Δεν υπήρχε κάποια αξιοπαρατήρητη πολιτικά ατζέντα -ποιός είναι άραγε υπέρ των πυρκαγιών;- αλλά το ενδιαφέρον στοιχείο που αναδείχθηκε τότε ήταν η συνειδητοποίηση μιας δυνατότητας αυτοοργάνωσης και πραγματοποήσης κινητοποίησεων από τα κάτω και χωρίς κεντρικό καπέλωμα. Το μέσο άρχιζε να ανακαλύπτει τη δυναμική του. Μια τρίτη φάση έχουμε με τον Δεκέμβρη του 08, όταν περάσαμε για πρώτη φορά σε πολωτικό κλίμα και σε μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση από τα καθεστωτικά ΜΜΕ και από τα σόσιαλ μίντια των όσων συνέβαιναν και όσων σήμαινε ο Δεκέμβρης. H τέταρτη όταν από την Άνοιξη του 2010 η μεταπολίτευση έδωσε τη θέση της στην εποχή των μνημονίων, όταν η πόλωση παγιώθηκε και εντάθηκε. Θέλω να αναφέρω το παράδειγμα του συναθροιστή Βuzz. Δημιουργήθηκε, αν δεν κάνω λάθος, στις αρχές του 2007 και αρχικά δεν λειτουργούσε μόνο ως ένας «τόπος» που συγκεντρώνονταν και αναδεικνύονταν ποστ ή άρθρα, αλλά κι επίσης ως ένας τόπος συζητήσεων και γόνιμων διαφωνιών. Όσο περνούσε ο καιρός αυτός ο τόπος άρχιζε να μην μοιάζει τόσο κοινός, τόσο πρόσφορος για τις συζητήσεις και τις διαφωνίες. Εκεί γύρω στο 2011-2012, καταλάβαινες ότι τα πράγματα είχαν πολωθεί τόσο, φτάνοντας σε ένα στάδιο όπου δεν είχε πια νόημα να το προσπαθείς. Δεν ήταν καν η διαφορά ότι εσύ τα βλέπεις μαύρα και ο άλλος άσπρα. Tο ρήγμα είχε φτάσει στο ότι δεν μπορούσες να συμφωνήσεις ούτε για το ότι το άσπρο και το μαύρο είναι χρώματα και όχι ας πούμε είδος πορτοκαλιών, την ίδια ακριβώς περίοδο που -όπως εύστοχα είχε γράψει ένας φίλος- διαιτητή στο δρόμο για τις μεταξύ μας θεωρητικές διαφωνίες είχαμε τα ΜΑΤ.
Και
φάνουμε έτσι στο πέμπτο στάδιο που είναι
οι ιδεολογικές γειτονιές του φέισμπουκ
(με το τουίτερ δεν ασχολήθηκα ποτέ και
δεν ξέρω τα των δικών του ιδιαιτεροτήτων).
Σ’ αυτές τα λέμε μεταξύ μας, φτιαχνόμαστε
μεταξύ μας, πορωνόμαστε μεταξύ μας,
κανιβαλίζουμε συχνά - πυκνά τους απέναντι.
Φτιάχνονται περιρρέουσες ατμόσφαιρες
που σε κάνουν να θες να πλειοδοτήσεις,
να πλειοδοτήσεις και να πλειοδοτήσεις.
Φτιάχνεται μια περιχαράκωση που ακόμη
και τις φορές ίσως εκείνες που θα
μπορούσες με βάση τη βασική σου αφήγηση
και βασική σου εικόνα για τον κόσμο να
αντιδράσεις διαφορετικά σε κάτι, σε
παρασέρνει το κλίμα. Μια περιχαράκωση
που όταν κάποιος σου κάνει σχόλια ενώ
ανήκει στην απέναντι γειτονιά, σε κάνει
να αναρωτιέσαι: μα τι θέλει αυτός εδώ;
Αφού απέναντι πρέπει να τα λέει με τους
δικούς του. Εδώ τα λέμε εμείς με τους
δικούς μας. Το φέισμπουκ μπορεί να
μην έχει χάσταγκ σαν το τουίτερ, αλλά
τελικά καταλήγει να έχει. Βασικότατη
λειτουργία του είναι το να πω κι εγώ
οπωσδήποτε κάτι για το θέμα που είναι
στην επικαιρότητα αυτό το εξάωρο. Από
το rip ως το να κράξω κάτι. Το ζητούμενο
στα σόσιαλ μίντια είναι να μιλάμε όλοι
ανα εξάωρο για το ίδιο θέμα. Ακόμη κι αν
το θέμα είναι μια κάποια Έλλη Παπαγγελή,
δεν υπάρχει τίποτα που να μη μας φανεί
αρκετά ελκυστικό για σχολιασμό. Αφού
δες, όλοι για αυτό μιλάνε. Κι εγώ τότε.
Κι εγώ.
Του ψαριού η βρώμα
Επιστρέφοντας
στα προαναφερθέντα παραδείγματα, δεν
είναι καθόλου τυχαίο ότι δημιουργήθηκε
θέμα όταν είχαμε να κάνουμε με τον Ξηρό
και τον Κουφοντίνα. Η 17Ν και γενικά η
αντιτρομοκρατική ρητορική διατηρούν
εξέχουσα θέση στον λόγο της από εκεί
ιδεολογικής πλευράς. Γιατί όμως αυτή η
διαρκής πηγή εντάσεων για τη 17Ν; Για τις
δολοφονίες της; Ποιός δεν τις έχει
καταδικάσει ξανά και ξανά και ξανά;
Μήπως τελικά δεν ηττήθηκαν πολιτικά;
Ηττήθηκαν. Τότε τι; Νομίζω πως αυτή η εμμονή εξυπηρετεί δυο στόχους. Αφενός την
εμπέδωση του ότι οι εσωτερικοί εχθροί
της δημοκρατίας πρέπει να ηττώνται
ολοκληρωτικά· όχι μόνο να φυλακίζονται,
όχι μόνο να τους επιβάλλονται οι συνέπειες
του νόμου· να αντιμετωπίζονται πλήρως
ως εσωτερικοί εχθροί· με αποτέλεσμα να
είναι εξωφρενικό να θέλει ένας καλλιτέχνης
να ασχοληθεί μαζί τους ή να βγάζει
μεγάλος εκδοτικός οίκος βιβλίο με την
αφήγηση ενός εκ των πρωταγωνιστών της,
για την δική του εκδοχή των ιστορικών
γεγονότων. Αφετέρου στην πέραν, της
πολιτικής ήττας της 17Ν, πλήρη
αποϊστορικοποίηση της προέλευσής της,
στην τοποθέτησή της σε ένα ανιστορικό
πλαίσιο στο οποίο ήταν μια ομάδα δολοφόνων
που ξεφύτρωσε περίπου από το πουθενά
και συνεπώς οποιαδήποτε προσπάθεια
ερμηνείας του πώς γεννήθηκε και γιατί
τα πρώτα χρόνια οι ενέργειές της δεν
είχαν ακριβώς κατακραυγή είναι εξοβελιστέα
και επικίνδυνη. Ένα κοινό νήμα συνδέει
την αντιτρομοκρατική υστερία, με την
ρητορική για τον Δεκέμβρη και τέλος με
το αφήγημα περί λαϊκισμού ή εθνολαϊκισμού
που έφερε δήθεν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία,
παράλληλα με το άλλο αφήγημα ότι μιζάρισε
στο μίσος και με την αρχική προσπάθεια
εκτοπισμού του στο απέναντι της Χρυσής
Αυγής αντιδημοκρατικό άκρο. Σε μια
παραλλαγή της αφήγησης του Φουκουγιάμα
για το τέλος της Ιστορίας, η αφήγηση εδώ
είναι ότι από την πρώτη μεταπολιτευτική
στιγμή τελείωσε πλήρως και η πολιτιειακή
ιστορία της χώρας, τελείωσε το πολίτευμα,
με την έννοια ότι κατέστη τέλειο και
αψεγάδιαστο: τα πάντα σε θεσμικό
τουλάχιστον επίπεδο ρυθμίστηκαν άρτια
και για οποιοδήποτε τυχόν υπάρχον
πρόβλημα υπήρχε η πρέπουσα θεσμική
αντιμετώπιση, γιατί αυτό είναι η
δημοκρατία και οτιδήποτε άλλο είναι
εχθρός της. Σαπίλα μπορεί να υπάρχει
μόνο στα βασίλεια της Δανιμαρκίας, ενώ
στις δημοκρατίες είναι περίπου αδύνατο,
πολύ περισσότερο στις ευρωπαϊκές
δημοκρατίες, οι οποίες βρίσκονται στην
κορυφή του πολιτειακού ιδεώδους. Τον
Δεκέμβρη του οκτώ, με κοινό τους κείμενο
ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Απόστολος
Δοξιάδης και ο Πέτρος Μάρκαρης
επεσήμαναν με αξιοθαύμαστη παρρησία,
ότι
απειλούνται οι αρχές της κοινής μας
ζωής
(καθώς
εκτός των άλλων είχε «αμφισβητηθεί
ανενδοίαστα η ουσία της ίδιας της
δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά
της, που είναι η ελευθερία της σκέψης,
του λόγου και της έκφρασης, που
αντιπροσωπεύει η τέχνη»).
Υπάρχει
δημοκρατία. Υπάρχουν θεσμοί. Υπάρχουν
κανόνες. Όποιος έχει στοιχεία να πάει
στον εισαγγελέα. Τέλος. Οτιδήποτε άλλο
είναι λαϊκισμός και εχθροπάθεια. Η
αριστερά είναι παλαβή. Το πρόβλημα
δεν ήταν το πώς κυβερνήθηκε η χώρα, αλλά
το πόσο κακόμαθε και καλοπέρασε ο λαός
της, διαφθείροντας ενίοτε και τους
κυβερνήτες του, που όταν πήγαν να κάνουν
μεταρρυθμίσεις σαν αυτές του Γιαννίτση
ο κόσμος ξεσηκώθηκε με αποτέλεσμα αυτά
να μας φέρουν ως εδώ. Η μια ιδεολογική
πλευρά, επικέντρωσε την σχεδόν
πανθομολογούμενη βρώμα του εγχώριου
ψαριού στο κεφάλι του και η άλλη στο
σώμα του. Μια μάχη ιδεολογικής ηγεμονίας
διεξαγόταν και διεξάγεται για το ποιά
αφήγηση για τον κόσμο θα επικρατήσει.
Ποιά
τέχνη; Προσχήματα είναι αυτά
Το επίδικο εδώ όμως είναι το εξής. Καλά για τον σκέτο λόγο, καλά για την πολιτική έκφραση. Δεν θα έπρεπε η τέχνη να είναι εξ ορισμού έξω από αυτές τις ιδεολογικές συγκρούσεις; Θα έπρεπε. Αλλά η ιδεολογία κυριαρχεί. Για να μιλήσω με κλισέ, αν η ιδεολογική αφήγηση και εικόνα προσφέρει απαντήσεις και βεβαιότητες, η τέχνη οφείλει να προσπαθεί να αναρωτιέται και δη βασανιστικά. Ωστόσο παρότι θεωρητικά ο πολιτισμός μας αποδίδει στην τέχνη ένα υψηλό στάτους, ίσως κατά βάθος λέμε ψέμματα στον εαυτό μας, ίσως οποτεδήποτε ένα έργο τέχνης αγγίζει θέματα ιδεολογικά φορτισμένα, η ιδεολογία παίρνει το πάνω χέρι και αντιμετωπίζουμε το καλλιτεχνικό προϊόν ως πρόσχημα, ως καμουφλάζ ή πάντως ως δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στο σημαντικό. Ψάχνουμε να βρούμε τι θέλει να πει ο ποιητής. Ίσως δηλαδή όποτε υπάρχει μια τέτοιου είδους εμπλοκή στο βάθος σκεφτόμαστε «έλα, άσε τώρα τις σαχλαμάρες, πες καθαρά τι εννοείς και που το πας, πες καθαρά αν είσαι με εκείνους ή με εμάς, πες καθαρά τι εξυπηρετεί αυτό που κάνεις». Ο πυρήνας της ελευθερίας σου ως καλλιτέχνη έχει αμφισβητηθεί ήδη.
Το σπεύδω να συμμορφωθώ
Από εκεί και πέρα οφείλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στις επιθέσεις απέναντι σε ένα έργο τέχνης και στην ευθύνη εκείνου που ανέβασε το έργο να μην το κατεβάσει, ειδικά όταν βρίσκεται ενώπιον επίθεσης. Και τόσο στην περίπτωση της «Ισορροπίας του Νας», όσο και στην περσινή περίπτωση του εικαστικού έργου «Stills» του Κρις Φερντόνκ, που κατέβηκε επειδή ένας διερχόμενος από την πλατεία Κλαυθμώνος παπάς θίχθηκε κι έκανε μήνυση, τα έργα κατέβηκαν από εκείνους που το είχαν ανεβάσει και οι οποίοι θα έπρεπε θεωρώ να είχαν αποφασίσει να υπερασπιστούν με περισότερη επιμονή και σθένος τα συγκεκριμένα έργα και την ελευθερία της τέχνης, ακριβώς γιατί αυτή διακυβεύθηκε εμπράκτως εκείνες τις στιγμές και γιατί οι πολέμιοί της πέτυχαν τελικά τον σκοπό τους.