24. Ώρα Δέκατη.
16:00 - 17:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν φορ πι εμ εντ φάιβ πι εμ:
«Φτάσαμε. Πρέπει να σου δέσω τα μάτια».
Καθώς του τα έδενε ένιωσε το χέρι της να ακουμπά το πρόσωπό του. Ήταν ό,τι πιο μακρινό από χάδι, η επαφή ήταν στιγμιαία και σχεδόν βίαιη, ωστόσο ήταν η πρώτη επαφή της γυμνής της σάρκας με τη γυμνή του σάρκα από τότε. Η μύτη του δεν μπορούσε να επαληθεύσει το άρωμα που φορούσε, ήταν όμως διαφορετικό από το παλιό της, από το παλιό της που τις δυο φορές που το είχε ξαναμυρίσει έκτοτε (μια σε ασανσέρ και μια περιμένοντας να έρθει η σειρά του στα ΕΛΤΑ) είχε νιώσει βαθύτατα προσβεβλημένος, καθώς οι γυναίκες αυτές οικειοποιούμενες μια ξένη οσμή είχαν εισβάλλει βάναυσα σε έναν αυστηρά προσωπικό χώρο παραβιάζοντας το άβατο των αναμνήσεών του.
Τα μάτια του ήταν πλέον δεμένα αλλά αυτό δεν διαφοροποιούσε ιδιαίτερα το οπτικό του πεδίο, καθώς εξακολουθούσε να έχει μπροστά του την εικόνα της, την νέα εικόνα της, την μετέλπιστα αναστημένη εικόνα της, την εικόνα της τέσσερα και πλέον χρόνια μεγαλύτερη, τέσσερα και πλέον χρόνια διαφορετική, με διαφορετικό άρωμα, διαφορετικό χτένισμα, διαφορετικό χρώμα μαλλιών, ίδιο χρώμα ματιών, ίδια κατατομή προσώπου, ίδια φωνή, ίδια κι απαράλλακτη επίδραση στον ρυθμό του χτύπου της καρδιάς του.
Το φορτηγάκι σταμάτησε κι από μέσα του βγήκαν ο οδηγός, ο άντρας με το περίστροφο, η Νίνα κι ο Ιάκωβος (η Νίνα κι ο Ιάκωβος, ο Ιάκωβος κι η Νίνα, Νίνα+Ιάκωβος, Ιάκωβος+Νίνα, Ν+Ι, Ι+Ν). Το κινητό του Ιάκωβου χτύπησε και οι τρεις συνοδοί του άρχισαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλο που δεν του το είχαν αφαιρέσει, κλείσει και πετάξει. Η Νίνα το πήρε στα χέρια της, κοίταξε την οθόνη και απενεργοποιώντας το είπε στον Ιάκωβο «Δεν λέει να αλλάξει συνήθειες με τίποτε η μανούλα σου, ε;».
«Μερικοί άνθρωποι παραμένουν σταθεροί, Νίνα, μερικοί άλλοι δεν έχουν καμία σχέση με τη σταθερότητα».
«Έλα, αφήστε τις συζητήσεις», διέταξε μια αντρική φωνή, που πρέπει να ανήκε στον οδηγό, γιατί ο άντρας με το όπλο ήταν νεαρής ηλικίας και η φωνή σχετικά γερασμένη.
Η ατμόσφαιρα δεν μύριζε καυσαέριο, οι ήχοι της πόλης δεν ακούγονταν, πρέπει να ήταν χώμα αυτό που περπατούσαν, αυτά ήταν σίγουρα κλειδιά που ξεκλείδωναν μια πόρτα, αυτή ήταν σίγουρα μια πόρτα που πρώτα άνοιξε και μετά έκλεισε, αυτή ήταν σίγουρα μια καρέκλα στην οποία τον κάθισαν, αυτό ήταν σίγουρα σχοινί γύρω από τα χέρια του, αυτά ακόμη πιο σίγουρα δεν ήταν τα χέρια της Νίνας στο πρόσωπό του, τώρα έβλεπε ξανά, ήταν σαν μεγάλη αποθήκη ο χώρος, σαν την αποθήκη από το «Reservoir Dogs» κι αυτός δεμένος σε μια καρέκλα σαν τον συνάδελφό του στην ταινία, αλλά δεν πίστευε ότι θα του έκοβαν κι εκείνου το αυτί, όχι, η δική του ιστορία δεν ήταν τέτοιου είδους, κι εν πάση περιπτώσει το αυτί ας του το έκοβαν, τα μάτια να άφηναν στη θέση τους κι εκείνη απέναντί τους, αλλά κι αυτά να του έβγαζαν είχε πια να θυμάται, είχε να ανατροφοδοτεί για μπόλικο ακόμα καιρό το υπαρξιακό του κενό με την ψευδαίσθηση του έρωτά του, είχε να γεμίζει το κενό αυτό, την πλήξη αυτή, την παραίτηση αυτή με τα άρλεκιν οράματά του, ένας τριανταοχτάρης αρλεκίνος, ένας ήρωας μιας δυσλειτουργικής ιστορίας, ενός δυσλειτουργικού εικοσιτετραώρου, μιας δυσλειτουργικής ζωής.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε.
6 Comments:
τρεις μπράβοι, τρεις φυλακισμένοι....άρλεκιν οράματα....χμ....δυσλειτουργία...
χμ...πυροβολισμός....χμ
τι καλούμε, Ασκητή, Δρ.Ρούθ,Όπρα, τον Πολύδωρα....λεπτά τα ζητήματα....θέλει σκέψη indeed!
KALO RE PALIOPAIDO!EXEIS ASXOLITHEI MESYGRAFI COMICS I KATI TETOIO?
Κύριε old-boy, Καλημέρα.
Εισγγελέας εδώ. Δεν έρχεστε από το γραφείο, σήμερα κατά της 12 να πιούμε ένα καφεδάκι ;
- Σα να το βλέπω μπροστά μου.
gs
Υ.Γ. : Ωραία εποχή βρήκες ρε μεγάλε. Τώρα που τα έχει πάρει ο Πολύδωρας στο κρανίο.
Nomizw oti o anwnymos pou mila gia comics exei dikio kai den to leei me tin kaki ennoia-pragmati mia tetoia istoria me enan kalo eikonografo tha mporouse na ginei ena comic (oxi kwmiko) yperoxo. H tha mporouse na einai apo kinimatografiko script.
Pantws ayto pou m aresei sta keimena sou einai i entoni eyaisthisia sou-sto exw xanapei.
Σε παρακαλώ, μη μου στερήσεις την απόλαυση, δεν γίνεται να μη γράψεις για τα συναισθήματα σου παρακολουθώντας τον τελικό κυπέλλου-στο ποδόσφαιρο, να μην παρεξηγούμαι. Σε ικετεύω old-boy, ως συνεπής και πιστός αναγνώστης, ως «πελάτης» αυτού του ιστολογίου, γράψε τις σκέψεις σου για τον Τζίγκερ, τον Ιβανσιτς και τον Μάντζιο...
Η μπάλα τον πούλησε τον Βαγγέλη τον Μάντζιο στο 94. Πήγε σιγά σιγά μπροστά στο πόδι του η καριόλα. Αν είχε τελειώσει η φάση νωρίτερα δεν θα είχε χρειαστεί να εκτεθεί κι αυτός. Έχει ωραίο κοντρόλ όμως. Και ντρίμπλα. Και μοιράζει και παιχνίδι καλά. Γκολ δεν βάζει. Αλλά σιγά πια με τα γκολ. Υπερτιμημένα είναι. Όσο για τον Τζίγκερ, καλά το πάει το πράγμα. Του χρόνου με Βέλιτς γενικό κουμανταδόρο ευελπιστώ να μην ξαναβγούμε τρίτοι για τρίτη σερί χρονιά. Κι ο τέταρτος ουέφα βγαίνει. Κι ο πέμπτος. Ο έκτος θα εξαρτηθεί από το αν θα παίζουμε εμείς τελικό με ομάδα της ζώνης του υποβιβασμού. ΄
Πάω τώρα να γράψω ένα δυσλειτουργικό κόμικ για να το παρουσιάσω στον εισαγγελέα. Ομπράντοβιτς, πάραμ παράμ παμ πέρομ περόμ, πάραμ παράμ παμ παμ.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home