Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

24. Ώρα Τέταρτη.

Πρίβιουσλι oν τουέντυ φορ: 1, 2, 3.
10:00 - 11:00
Δε φόλοουιν ιβέντς τέικ πλέις μπιτουίν τεν έι εμ εντ ιλέβεν έι εμ:
«Ζαλίσεσαι, πονάς, έχεις τάση για εμετό, πόσα δάχτυλα είναι αυτά;».
«Όχι, όχι, όχι, τρία».
«Λιποθυμάς συχνά;»
«Πρώτη φορά».
Ο γιατρός του πήρε την πίεση και την βρήκε εντάξει, του έβαλε λίγη μπενταντίν και ένα ειδικό τσιρότο, λέγοντάς του ότι αν του ξανασυμβεί θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνει καρδιολογικές εξετάσεις. Τουλάχιστον.
«Εντάξει γιατρέ, σ΄ευχαριστούμε. Πηγαίντε κι εσείς», είπε ο Διοικητής και στους δυο αξιωματικούς που φρουρούσαν τον Ιάκωβο. Έμειναν μόνοι, αυτός, εκείνος και ο Αλμέδας.
Ο Αντώνης ο Αλμέδας, τυπικά νούμερο πέντε αλλά ουσιαστικά δεξί χέρι του Διοικητή στην υπηρεσία, ήταν ο μοναδικός αληθινός φίλος που είχε κάνει ο Ιάκωβος στα δέκα πέντε χρόνια που έκανε αυτήν την δουλειά. Είχαν ξεκινήσει σχεδόν μαζί, είχαν συνυπηρετήσει για λίγα χρόνια στο Περιστέρι, μετά ο Αντώνης είχε κάνει γοργά βήματα προόδου και ήταν αυτός που είχε ζητήσει την μετάθεση του φίλου του στην αντιτρομοκρατική. Όσο χαρούμενος ήταν για την επιλογή του αυτή τους πρώτους μήνες, τόσο άρχισε σταδιακά να το σκυλομετανιώνει και να σιχτιρίζει τον εαυτό του που είχε μπλέξει τη δουλειά με τη φιλία και δεν είχε εμπιστευτεί το ένστικτό του, που του έλεγε ότι ο Ιάκωβος δεν ήταν για θέσεις τέτοιας έντασης. Αλλά ούτε και το ένστικτό του θα μπορούσε ποτέ να τον προειδοποιήσει ότι θα ερχόταν ένα πρωί που θα αντίκριζε τον φίλο του σωριασμένο στο πάτωμα και ντυμένο μασκαρά. Τώρα τον είχε απέναντί του, χωρίς να μπορεί να τον κοιτάξει στα μάτια, καθώς ο Ιάκωβος είχε σκύψει το κεφάλι προς τα κάτω. Θα ήθελε να του κάνει δεκάδες ερωτήσεις, αλλά οι μισές από αυτές δεν έπαιζαν· όχι εδώ κι όχι μ΄αυτή τη συντροφιά.
«Και καλά Μπαούρα, όλα τ' άλλα στ' αρχίδιά σου. Τον φίλο σου που έχει και βλέψεις για πολύ ψηλότερα δεν τον σκέφτηκες; Τον αντίκτυπο στη δική του την καριέρα δεν τον υπολόγισες;».
Ο Μπαούρας αποτελούσε πάντα αίνιγμα για τον Διοικητή, αλλά αν κάτι απολάμβανε ο Διοικητής ήταν να ασχολείται με τα ανθρώπινα αινίγματα. Πέντε χρόνια παρατήρησης τον είχαν οδηγήσει σε τρία βασικά συμπεράσματα (τα οποία θα έπρεπε να επανεξετάσει μετά το σημερινό σόου):
1) Ο Μπαούρας ήταν ικανότατος.
2) Ο Μπαούρας ήταν αυτοκαταστροφικός.
3) Ο Μπαούρας αγαπούσε τον Αλμέδα και δεν θα έκανε ποτέ κάτι που θα μπορούσε να τον βλάψει.
«Λέγε ρε».
Τι να έλεγε; Να έλεγε ότι τη στολή την είχε αγοράσει δυο εβδομάδες τώρα και την έπαιρνε κάθε μέρα μαζί του, αλλά την άφηνε πάντα στο αυτοκίνητο; Να έλεγε ότι ήταν σίγουρος ότι και σήμερα το ίδιο θα έκανε; Να έλεγε ότι όταν την πρωτοείδε πριν δυο εβδομάδες στη βιτρίνα, τού φάνηκε εντελώς γελοίο ότι υπήρχε στολή Ρομπέν για μεγάλους και ότι γι' αυτό ακριβώς την αγόρασε; Να έλεγε ότι την φορούσε κάθε βράδυ σπίτι του, καθόταν στον καναπέ, η τηλεόραση έπαιζε, αλλά αυτός κοιτούσε τον τοίχο; Να έλεγε ότι την έπαιρνε στο αυτοκίνητο για συντροφιά; Να έλεγε ότι εξέπληξε και τον ίδιο η ευκολία με την οποία διέσχισε τη γραμμή ανάμεσα στην ιδιωτική κατάθλιψη και τη δημόσια τρέλα; Να έλεγε ότι όταν ζεις πολλά χρόνια για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στον κόσμο του μυαλού σου έρχεται μια στιγμή που ο κόσμος αυτός παίρνει το τιμόνι και σταματάει να δίνει σημασία σε οτιδήποτε εκτός αυτού;
«Μπαούρα, δεν ξέρω τι έχεις κατά νου, δεν ξέρω αν νομίζεις ότι επειδή είδες και άκουσες πολλά μπορείς να μας έχεις στο χέρι και να σε φοβόμαστε ώστε να ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές. Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεις αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα το μάθω. Ένα μόνο σου λέω: έτσι και σου περάσει από το μυαλό η ιδέα ότι θα βγει παραέξω είτε αυτό που έκανες σήμερα, είτε πράγματα που έγιναν εδώ στο παρελθόν, θα το μετανιώσεις πάρα πολύ πικρά. Έγινα κατανοητός ή είπα κάτι που χρειάζεται περισσότερη εξήγηση;».
Ο Ιάκωβος εξακολουθούσε να έχει χαμηλωμένο το κεφάλι.
«Κύριε Διοικητά, σας εγγυώμαι εγώ ότι ο Μπαούρας ούτε την υπηρεσία ήθελε να ξεφτιλίσει ούτε θα έβγαζε ποτέ οτιδήποτε άλλο στον Τύπο. Νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να του μιλήσω μόνος».
«Έχει κανένα νόημα, Αντώνη, να μιλήσουμε μόνοι εδώ μέσα;».
«Μπα, συμμετέχεις και στο διάλογο, Μπαούρα; Και τι θες καλέ μου; Να σας στείλω να πάτε για καφέ τα δυο σας, να κλάψεις πάνω στον ώμο του φίλου σου;».
«Κύριε Διοικητά, το ξέρω ότι είναι εκτός των προβλεπόμενων, αλλά σας το ζητάω σαν προσωπική χάρη», είπε ο Αλμέδας.
Ο Διοικητής έμεινε σκεφτικός για ώρα: «Αυτό Αλμέδα, δεν είναι χάρη προς εσένα. Ας θεωρηθεί χάρη προς αυτόν τον μαλάκα, μια τελευταία χάρη που αν κάνει να μην την εκμεταλλευθεί θα τον καταστρέψω. Είναι έντεκα παρά δέκα. Φέρε του τα ρούχα του να αλλάξει και μέχρι την μία σας θέλω πίσω και τους δύο με μια εντελώς πειστική εξήγηση».
Λίγα λεπά αργότερα, βγάζοντας τη στολή του και ξαναφορώντας τα ρούχα του, ο Ιάκωβος ένιωσε γυμνός ξανά, απροστάτευτος ξανά, ξένος ξανά.

5 Comments:

At 2/26/2007 09:32:00 π.μ., Blogger adaeus said...

"...διέσχισε τη γραμμή ανάμεσα στην ιδιωτική κατάθλιψη και τη δημόσια τρέλα...". Πόσο κοντά και πόσο μακρυά είμαστε όλοι σ'αυτή τη γραμμή, ποτέ δεν το συνειδητοποιούμε.

 
At 2/26/2007 12:27:00 μ.μ., Blogger οι σκιές μιλάν said...

Σαν να μου φαίνεται οτι πρέπει να σταματήσω την ανάγνωση κάθε χωριστής συνέχειας και να περιμένω την ολοκλήρωσή της ιστορίας για να την διαβάσω μια κι έξω.

Έχει αρχίσει, βλέπεις, και μ' αρέσει πολύ ο Μπαούρας και η αντίστιξή του εδώ με τον Αλμέδα υπόσχεται πολλά γι' αργότερα.

Αναμένω με ενδιαφέρον τις συνέχειες.

 
At 2/26/2007 05:06:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Ρε ποιόν μου θυμίζει ; Ποιόν μου θυμίζει ;

 
At 2/28/2007 01:54:00 μ.μ., Blogger tria said...

Αρχίζει να μου αρέσει αυτό που διαβάζω. Ελπίζω να το ολοκληρώσεις

 
At 2/28/2007 05:57:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Kι εγώ το ελπίζω :)

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home