Πάνω από το Εβαπορέ
---
Ευτυχώς τελείωσε το γάλα. Καφές χωρίς γάλα, είναι σαν τα πάντα χωρίς το όλα. Βγαίνω να πάρω. Το θέμα που έχω αποφασίσει να γράψω θα λέγεται -με αφορμή το ταξίδι του Ολυμπιακού στο Βιετνάμ- «Ο Αλεφοκυνηγός». Μόνο τον τίτλο έχω, τα υπόλοιπα μου λείπουν. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να έχει μέσα ρώσικη ρουλέτα. Αλέφαντος εναντίον Δούρου είναι η προφανής επιλογή. Αντί για όπλα μπορούν να έχουν κολλημένα στους κροτάφους τους κινητά. Θα αλληλοτηλεφωνούνται εναλλάξ και χαμένος θα είναι αυτός που θα πεθαίνει πρώτος από την ακτινοβολία. Αλλά καθ’ οδόν προς το γάλα με πιάνει κάτι σαν κατάθλιψη: πόσους Δούρους μπορεί να βαστάξει μια ανθρώπινη ζωή; Αίφνης το θέμα «Αλέφαντος» μού φαίνεται κατάκοπο.
Και η εξάντλησή του γίνεται σαφέστερη όταν το αντιδιαστείλεις με το «τα πάντα όλα»: όσο περνά ο καιρός γίνεται αντιληπτό και στον πλέον κακόπιστο, πως πρόκειται για φράση που κουμπώνει τόσο οργανικά στην γλώσσα μας, ώστε σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς ήταν δυνατόν να επικοινωνούσαμε και να συνδιαλεγόμαστε πριν την πανηγυρική της είσοδο στη ζωή μας. Μπροστά της το απλό «όλα» και το απλό «τα πάντα» ωχριούν, μην κατορθώνοντας να αποδώσουν παρά απειροελάχιστο κλάσμα του πανταολικού νοήματός της.
Αλλά αν αυτή η εβδομάδα φαινόταν παγιδευμένη στον Αλεφοκυνηγό, την προηγούμενη θα μπορούσα να γράψω για τον ημιτελικό του φάιναλ φορ και τον τελικό του κυπέλλου, για δυο αγώνες δηλαδή που σε γεμίζαν τόσο ως άμεσα εμπλεκόμενο (σε βαθμό να συλλαμβάνεις τον εαυτό σου σε φάσεις του ημιτελικού να απολαμβάνει τον αγώνα αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την τελική του έκβαση), όσο και ως ουδέτερο αντιολυμπιακό (σε βαθμό που η επί πάνω από τρίωρο πληθώρα των ανατροπών και γεγονότων να σε κάνει να μη στραβώνεις για μια ακόμα κούπα του Τζόλε). Αλλά αντί να γράψω για αυτά, αντί να γράψω για το μεγαλείο αγώνων που μπορούν να αναιρούν –έστω πρόσκαιρα- τον φανατισμό, αντί, έστω, να γράψω για το μεγαλείο της ομάδας μπάσκετ που συνεχίζει να πηγαίνει τη συγκίνησή μας σε άλλα επίπεδα, επέλεξα να γράψω κάτι εμπαθές, επέλεξα να θυμηθώ ότι υπήρχε κάποτε προπονητής Ιωαννίδης και να ασχοληθώ ειρωνικά μαζί του. Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Γιατί το έκανα; Ίσως επειδή οι εικόνες με τις οποίες μεγαλώνει κανείς δύσκολα βγαίνουν από το μυαλό του. Το διαπιστώσαμε και πρόσφατα, όταν μετά το θάνατο του Ευγενίου Σπαθάρη σύμπασα η χώρα έστρεψε το νοσταλγικό της βλέμμα στο Θέατρο Σκιών. Πρέπει να είμαι ένας από τους απειροελάχιστους Έλληνες που δεν θεωρούν το σταδιακό σβήσιμο της παράδοσης του Καραγκιόζη σημάδι πολιτιστικής αλλοτρίωσης, αλλά, αντίθετα, σαφές δείγμα ανόδου του πολιτιστικού μας επιπέδου. Τι σόι λαϊκός ήρωας ηταν αυτός, που ο ίδιος ο λαός με τη γλώσσα του τον απαξίωσε ως εκεί που δεν παίρνει, είναι κάτι που δυσκολεύομαι να το καταλάβω.
Με το γάλα πλέον στο χέρι περνάω έξω από το «Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες», επί της οδού Σολωμού. Δεκάδες αλλοδαποί στοιβαγμένοι έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας που το στεγάζει. Σχεδόν δίπλα τους, γωνία Σολωμού και Μπόταση, έχουν περιστασιακό στέκι μερικοί ναρκομανείς. Η αντίστιξη αυτών που έφυγαν από τον τρίτο κόσμο αναζητώντας έναν καλύτερο κόσμο εδώ, με αυτούς που γεννήθηκαν εδώ και αναζήτησαν τον καλύτερο κόσμο σε ουσίες, θα μπορούσε να είναι κεντρική ιδέα βιβλίου. Ή έστω άρθρου σε εφημερίδα.
Και τότε μπροστά απ’ τους πρόσφυγες, μπροστά απ΄ τους ναρκομανείς, περνά μία (γράφω την πρώτη λέξη που μου ‘ρθε στο μυαλό) μουνάρα. Ο καιρός έχει επιτέλους φτιάξει κι ο ήλιος καίει πάνω από τις γυμνές ωμοπλάτες της περαστικής, πάνω από το πρεζομένο καρμπόν βλέμμα των ναρκομανών (η πρέζα το πρώτο που σου αφαιρεί είναι το προσωπικό σου βλέμμα), πάνω από τους πρόσφυγες με τα μακρυμάνικα πουκάμισα, πάνω από το εβαπορέ στα χεριά μου.
Στο ακριβώς επόμενο τετράγωνο στέκεται απαστράπτων ο Χάρης Πασβαντίδης. Ένας εβδομηντάρης του λέει «αν είναι τόσο μαλάκας ο ελληνικός λαός, ώστε…». Προσπερνώ πριν μάθω το «ώστε».
Και η εξάντλησή του γίνεται σαφέστερη όταν το αντιδιαστείλεις με το «τα πάντα όλα»: όσο περνά ο καιρός γίνεται αντιληπτό και στον πλέον κακόπιστο, πως πρόκειται για φράση που κουμπώνει τόσο οργανικά στην γλώσσα μας, ώστε σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς ήταν δυνατόν να επικοινωνούσαμε και να συνδιαλεγόμαστε πριν την πανηγυρική της είσοδο στη ζωή μας. Μπροστά της το απλό «όλα» και το απλό «τα πάντα» ωχριούν, μην κατορθώνοντας να αποδώσουν παρά απειροελάχιστο κλάσμα του πανταολικού νοήματός της.
Αλλά αν αυτή η εβδομάδα φαινόταν παγιδευμένη στον Αλεφοκυνηγό, την προηγούμενη θα μπορούσα να γράψω για τον ημιτελικό του φάιναλ φορ και τον τελικό του κυπέλλου, για δυο αγώνες δηλαδή που σε γεμίζαν τόσο ως άμεσα εμπλεκόμενο (σε βαθμό να συλλαμβάνεις τον εαυτό σου σε φάσεις του ημιτελικού να απολαμβάνει τον αγώνα αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την τελική του έκβαση), όσο και ως ουδέτερο αντιολυμπιακό (σε βαθμό που η επί πάνω από τρίωρο πληθώρα των ανατροπών και γεγονότων να σε κάνει να μη στραβώνεις για μια ακόμα κούπα του Τζόλε). Αλλά αντί να γράψω για αυτά, αντί να γράψω για το μεγαλείο αγώνων που μπορούν να αναιρούν –έστω πρόσκαιρα- τον φανατισμό, αντί, έστω, να γράψω για το μεγαλείο της ομάδας μπάσκετ που συνεχίζει να πηγαίνει τη συγκίνησή μας σε άλλα επίπεδα, επέλεξα να γράψω κάτι εμπαθές, επέλεξα να θυμηθώ ότι υπήρχε κάποτε προπονητής Ιωαννίδης και να ασχοληθώ ειρωνικά μαζί του. Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Γιατί το έκανα; Ίσως επειδή οι εικόνες με τις οποίες μεγαλώνει κανείς δύσκολα βγαίνουν από το μυαλό του. Το διαπιστώσαμε και πρόσφατα, όταν μετά το θάνατο του Ευγενίου Σπαθάρη σύμπασα η χώρα έστρεψε το νοσταλγικό της βλέμμα στο Θέατρο Σκιών. Πρέπει να είμαι ένας από τους απειροελάχιστους Έλληνες που δεν θεωρούν το σταδιακό σβήσιμο της παράδοσης του Καραγκιόζη σημάδι πολιτιστικής αλλοτρίωσης, αλλά, αντίθετα, σαφές δείγμα ανόδου του πολιτιστικού μας επιπέδου. Τι σόι λαϊκός ήρωας ηταν αυτός, που ο ίδιος ο λαός με τη γλώσσα του τον απαξίωσε ως εκεί που δεν παίρνει, είναι κάτι που δυσκολεύομαι να το καταλάβω.
Με το γάλα πλέον στο χέρι περνάω έξω από το «Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες», επί της οδού Σολωμού. Δεκάδες αλλοδαποί στοιβαγμένοι έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας που το στεγάζει. Σχεδόν δίπλα τους, γωνία Σολωμού και Μπόταση, έχουν περιστασιακό στέκι μερικοί ναρκομανείς. Η αντίστιξη αυτών που έφυγαν από τον τρίτο κόσμο αναζητώντας έναν καλύτερο κόσμο εδώ, με αυτούς που γεννήθηκαν εδώ και αναζήτησαν τον καλύτερο κόσμο σε ουσίες, θα μπορούσε να είναι κεντρική ιδέα βιβλίου. Ή έστω άρθρου σε εφημερίδα.
Και τότε μπροστά απ’ τους πρόσφυγες, μπροστά απ΄ τους ναρκομανείς, περνά μία (γράφω την πρώτη λέξη που μου ‘ρθε στο μυαλό) μουνάρα. Ο καιρός έχει επιτέλους φτιάξει κι ο ήλιος καίει πάνω από τις γυμνές ωμοπλάτες της περαστικής, πάνω από το πρεζομένο καρμπόν βλέμμα των ναρκομανών (η πρέζα το πρώτο που σου αφαιρεί είναι το προσωπικό σου βλέμμα), πάνω από τους πρόσφυγες με τα μακρυμάνικα πουκάμισα, πάνω από το εβαπορέ στα χεριά μου.
Στο ακριβώς επόμενο τετράγωνο στέκεται απαστράπτων ο Χάρης Πασβαντίδης. Ένας εβδομηντάρης του λέει «αν είναι τόσο μαλάκας ο ελληνικός λαός, ώστε…». Προσπερνώ πριν μάθω το «ώστε».
(Kείμενο γραμμένο για το SMS» της «SportDay»)
8 Comments:
Περίεργο, και γω έχει τύχει ν' ακούσω το "αν είναι τόσο μαλάκας ο ελληνικός λαός, ώστε..." και προσπέρασα...
:)
υγ. συγκεντρώσου στη δουλειά σου και άσε τις ωμοπλάτες της καθεμιάς που περνάει από μπροστά σου, μ' ακούς;
Eκτός κι αν δουλειά μου είναι να παρατηρώ τις ωμοπλάτες συν τα πρεζόνια συν τους μετανάστες συν τον ψηφοφόρο του Πασβαντίδη, εκτός κι αν δουλειά μου είναι να τους παρατηρώ ένα μεσημέρι Μαϊου όλους μαζί συγκεντρωμένους, εκτός κι αν δουλειά μου είναι με άλλα λόγια να παρατηρώ και να καταγράφω αυτό που τελικά είναι ένα κομμάτι ζωής: την ίδια στιγμή εκείνη λάμπει, οι άλλοι σβήνουν μέχρι να φτιαχτούν κι όταν φτιάχνονται δεν τους πιάνει κανείς, οι άλλοι ελπίζουν να νομιμοποιηθούν, ο άλλος ελπίζει να φύγει ο Καραμανλής.
Δεν μπορώ να μη συμφωνήσω. Ok, τον αναβάλλω.
Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς
Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους
επιθυμώντας μ' όλους τους πόρους
να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους
και να 'σαι ο ίδιος σου πομπός
Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς
Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα
κίτρινα λόγια με σινέ ξεφτίλα
πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα
όταν ποζάρει στο φακό
Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό
Κώστας Τριπολίτης
Έχεις σκεφτεί η συνέχεια της φράσης να ήταν :... ώστε να ακούει εσένα τόσα χρόνια, τότε..."
Αγαπητέ Old -επιτρέψτε μου.
Τα εβαπορέ κ.α. καθοδηγούν τα μυαλά μου σ' εκείνη την λευκόσαρκη μελαχροινή πρωταγωνίστρια του σόου της χώρας των γερμανών στο ευρωπαϊκό τραγουδιστικό θέαμα του περασμένου σαββάτου (όχι στους Σολ/Ιωαν/Χάρη-δες). Αυτή ενδεχομένως να φέρνει κάτι με εκείνη που σε υπερθετικό βαθμό αισθανθήκατε και εκφράσατε.\
Επιλαχών ευρώ-βο(υ)λευόμενος
Κι αν όχι(?), δεν πειράζει...
η διαφορά είναι ελάχιστη: Rybak / Rouvas, και πάντως όχι R..los
Ο/Η Σωτήρης είπε...
Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς
Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους
επιθυμώντας μ' όλους τους πόρους
να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους
και να 'σαι ο ίδιος σου πομπός
Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς
Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα
κίτρινα λόγια με σινέ ξεφτίλα
πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα
όταν ποζάρει στο φακό
Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό
Κώστας Τριπολίτης
5/18/2009 10:59:00 πμ
με κάτι τέτοιες μαλακίες τις οποίες δεν γράφουν ούτε παιδιά δημοτικού σχολείου, περιμένουν "μουσικοί" να πουλήσουν cds και να σταθούν σε συναυλιακούς χώρους με επιλεκτικό κοινό. Όχι, έκανα λάθος, περιμένουν να τους χρηματοδοτήσουν και να ανέβουν σε καμιά μπουζουκερί να τους πετάνε κορόιδα, πιάτα γεμάτα ψόφια λουλούδια.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home