O Mύθος
Κρατιούνται χέρι – χέρι καθώς θαυμάζουν το διάσημο μνημείο. Τόσο μακριά από την πατρίδα τους, τόσο εντυπωσιακές εικόνες. Δεν σταματούν να φωτογραφίζουν και να βιντεοσκοπούν. Πάντα θα θυμούνται το αυγουστιάτικο αυτό πρωινό, είτε όλα πάνε καλά και παραμείνουν μαζί μέχρι τα γεράματά τους, είτε όχι. Ζουν στιγμές προορισμένες να νοσταλγηθούν. Περπατούν, κοντοστέκονται, παρατηρούν, έχοντας συναίσθηση ότι οι στιγμές αυτές δεν ανήκουν τόσο στο παρόν τους, όσο στην μελλοντική τους νοσταλγία. Με το πέρασμα των χρόνων θα θυμούνται όσα εκείνοι είδαν ή όσα κατέγραψαν οι κάμερές τους; Πόση σημασία έχει; Σημασία έχει ότι είναι εκεί, είναι μαζί, είναι νέοι, είναι ερωτευμένοι, είναι την ώρα αυτή πλήρεις. Και πλήρης νιώθει κανείς ελάχιστες φορές στη ζωή του. Ίσως μετά από χρόνια να ξαναρθούν και να μην κρατιούνται πια χέρι – χέρι, αλλά ο καθένας τους να κρατά απ΄το χέρι κι από ένα τους παιδί. Το μόνο κακό είναι ότι ο ουρανός μάζεψε απότομα σύννεφα, αλλά σιγά το κακό. Αρχίζει να βρέχει και τρέχουν γελώντας να προφυλαχθούν. Βρίσκουν ένα πρόχειρο καταφύγιο, η καταιγίδα δυναμώνει, ευτυχώς έχουν προλάβει και έχουν απολαύσει για ώρες το μεγάλο μνημείο. Μόλις τελειώσει η καταιγίδα είναι καιρός να επιστρέψουν. Το κινητό της κοπέλας την ειδοποιεί ότι έχει μήνυμα. Το πιάνει στα χέρια της. Είναι το πρώτο μήνυμα που δέχεται από τη στιγμή που έφτασαν εδώ. Είναι κατά πάσα πιθανότητα το σήμα του κινητού αυτό που δημιουργεί το ηλεκτρικό πεδίο και προξενεί τον κεραυνό που την χτυπά στο κεφάλι.
Ο φίλος της σωριάζεται κάτω ημιλιπόθυμος. Μόλις συνέρχεται την βλέπει ξαπλωμένη δίπλα του. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έγινε. Τα πόδια του είναι μουδιασμένα. Δεν μπορεί ακόμη να σηκωθεί να την πιάσει. Η μνήμη του αρχίζει να επανέρχεται. Βλέπει το κινητό πεσμένο λίγο πιο πέρα. Η μπόρα ήδη κοπάζει. Φωνάζει στην κοπέλα αλλά δεν του αποκρίνεται. Απλώνει τα χέρια του αλλά δεν την φτάνει. Λιπόθυμη θα ‘ναι κι αυτή. Τα μάτια της είναι ανοιχτά. Γιατί; Γιατί ανοιχτά; Τα μάτια της είναι ανοιχτά αλλά δεν τον βλέπουν, προς τα πού να κοιτάνε τώρα, τι να αντικρύζουν τώρα, ήταν τα μάτια της που τον αποσυντόνισαν απ΄ την αρχή, ήταν στα μάτια της που συγχωρούσε όλα της τα λάθη, ήταν στα μάτια της που ένιωθε άντρας όμορφος και δυνατός, ήταν τα μάτια της αυτά που προσδοκούσε να τον κοιτάζουν μια ζωή, ήταν τα μάτια της που δεν θα γερνούσαν ποτέ. Είναι τα μάτια της που τον αποσυντονίζουν και πάλι τώρα. Μάτια άλλα. Μάτια ήδη αλλού. Προσπαθεί να σηκωθεί, μα δεν τα καταφέρνει. Συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτή η σκηνή; Είναι στ’ αλήθεια ξαπλωμένη δίπλα του; Η Ιουλιέτα δεν πήρε στ’ αλήθεια το φαρμάκι, η Ιουλιέτα ξύπνησε κι ανέστη, όχι, δεν θα κάνει το λάθος του Ρωμαίου αυτός, αυτός θα περιμένει υπομονετικά, θα την περιμένει να αρχίσει πάλι να κινείται, θα την περιμένει να ξυπνήσει ή ακόμη καλύτερα θα περιμένει να ξυπνήσει εκείνος από αυτό το απαίσιο παραλήρημα που τόσο πειστικά μιμείται την πραγματικότητα. Όσο χρειασθεί. Λεπτά, ώρες ή χρόνια. Φυσικά και δεν θα υποκύψει σ’ αυτήν την τρέλλα, φυσικά και δεν θα την αποδεχθεί, θα προσποιείται ότι πιστεύει πως όντως συνέβη το ανήκουστο μέχρι τη στιγμή που θα διαλυθεί σαν σαπουνόφουσκα η αχρεία φάρσα, που δεν είναι αχρεία αλλά εν τέλει κωμική, κωμική και γελοία μέσα στην απόλυτη αναληθοφάνειά της. Αρχίζει και γελά, γελά με την ψυχή του, αρχίζει επιτέλους και πιάνει το αστείο, φοβήθηκε προς στιγμήν πως τον είχαν καταφέρει, φοβήθηκε προς στιγμήν πως του την έφεραν. Λίγα λεπτά μετά κατορθώνει να κινήσει κάπως τα πόδια του και να συρθεί προς την κοπέλα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά ενώ περιμένει να έρθουν να την πάρουν, δεν κοιτά τα μάτια της πια, κόσμος μαζεύτηκε ολόγυρα σωρό, γιατί κλαίνε και ουρλιάζουν, σειρήνες, φορείο, νοσοκόμοι την παίρνουν, γλώσσα άγνωστη μιλούν, φάτσες μυστήριες φορούν, όλοι στο κόλπο είναι, όλοι γελοίοι είναι. Στο αεροπλάνο της επιστροφής η θέση δίπλα του είναι άδεια, οι ώρες του ταξιδιού πολλές ή ίσως και λίγες (δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά – δεν υπάρχει αυτή η διαφορά παρά μόνο στο μυαλό), η αεροσυνοδός του φέρνει φαγητό, αυτός σηκώνει το γκρι βουτυράκι και το κοιτάζει απλανώς, το κοιτάζει, οι υπόλοιποι επιβάτες έχουν ήδη φάει, η αεροσυνοδός ξανάρχεται για να μαζέψει τους δίσκους, αυτός δεν έχει αγγίξει τίποτα, μόνο κοιτάζει απλανώς το βουτυράκι.
Αύγουστος και στην πόλη, όλα της φταίνε, όλα την ενοχλούν, είναι διαρκώς εκνευρισμένη κι αφηρημένη, ξεκινάει για καφέ, όταν φτάνοντας στ’ αυτοκίνητό της θυμάται ότι έχει ξεχάσει σπίτι το κινητό. Τρεις μέρες τώρα περιμένει εναγωνίως μήνυμα από κάποιον που την φλερτάρει, αλλά αυτό μένει πεισματικά σιωπηλό. Πώς και το ξέχασε; Ίσως δεν ήταν τυχαίο, ίσως μίλησε το υποσυνείδητο της. Όπως και να ‘ναι, καλύτερα έτσι. Αποφασίζει να ελευθερωθεί για λίγο από το κινητό και την κυριαρχία του επάνω της και δεν γυρνά να το πάρει. Ώρες μετά επιστρέφει σπίτι. Βλέπει ότι έχει μήνυμα. Δεν είναι από αυτόν. Είναι η παιδική της, η πιο παλιά της φίλη. Της το είχε στείλει δυο ώρες πριν. Σχέση αγάπης και ζήλειας, τόσες φορές τσακωμένες, άλλες τόσες ξαναμονιασμένες, την λάτρευε και την φθονούσε, πάντα της φίλης της τής πήγαιναν όλα καλά, πάντα εκείνης όχι. Ήταν η φίλη της που σπούδασε αυτό που ήθελε, ήταν η φίλη της που τώρα βρήκε και καλή δουλειά, ήταν η φίλη της που θα παντρευόταν σύντομα, ήταν η φίλη της που ήταν ευτυχισμένη. Ήταν η φίλη της και δεν ήταν εκείνη. Το μήνυμα έλεγε ότι βρισκόταν σε ένα πασίγνωστο μέρος. Ένα μέρος όμως όπου εκείνη πολύ δύσκολα θα πήγαινε ποτέ της. Η ζήλεια σκίρτησε και πάλι μέσα της. Δεν μπορούσε να την χαλιναγωγήσει, λες και είχε δικιά της ζωή, λες και αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από τη θέλησή της. Και μετά πάντα την έτρωγαν οι τύψεις. Αγάπη συν ζήλεια ίσον τύψεις έλεγε στον εαυτό της κι η αλήθεια είναι ότι αν την ρωτούσες να σου πει την πρώτη λέξη που της ερχόταν στο μυαλό για την φίλη της, θα σου απαντούσε «τύψεις». Ανέκαθεν τύψεις. Προσπάθησε να απαντήσει δίχως να φανερώσει τα συναισθήματά της: «Δεν το πιστεύω ότι μου στέλνεις μήνυμα από κει !!!». Το έλεγξε, δεν της φάνηκε κακό -μια ευχάριστη έκπληξη φανέρωνε- επέλεξε το όνομα της φίλης της, πήγε να πατήσει την «αποστολή», χτύπησε το σταθερό της, μίλησε για δέκα λεπτά, έκλεισε το τηλέφωνο, θυμήθηκε ότι δεν είχε στείλει το sms, πάτησε το κουμπί και το μήνυμα άρχισε να ταξιδεύει από μια γωνιά του πλανήτη σε μιαν άλλη μακρινή. Ένα μήνυμα άρχισε να ταξιδεύει τον κόσμο, να τρέχει τα μίλια του πολύ πιο γρήγορα από τις ώρες που έκανε η φίλη της και η μικρή της συσκευή. Η τεχνολογία θριαμβεύει, το μήνυμα φτάνει ταχύτατα, η συσκευή ανταποκρίνεται, ο ήχος του ακούγεται σαν ηλεκτρονική καμπάνα, ¨Νέο Μήνυμα", "Νέο Μήνυμα", ποιός είναι, ποιός με ζητά, ποιός, ποιός, who shall I say is calling?
Την ερωτεύθηκε πριν ακόμα γεννηθεί, την ερωτεύθηκε από την ώρα που τη συνέλαβαν μια νύχτα με καταιγίδα στον Ταϋγετο. Οι γονείς της έκαναν έρωτα στην ύπαιθρο κι εκείνος θαμπώθηκε από την λάμψη των ερωτευμένων κορμιών, από την λάμψη της ένωσης και της μάχης των ερωτικών κορμιών. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο θέαμα, νόμιζε ότι εκείνος είναι το πιο εντυπωσιακό φαινόμενο στη φύση, νόμιζε ότι η εκδήλωσή του δεν έχει ταίρι. Την ώρα της εκσπερμάτωσης έπεσε δίπλα τους λέγοντάς τους στη γλώσσα του: «μια μέρα θα ‘ρθω να την πάρω, μια μέρα θα ‘ρθω να την πάρω». Έκτοτε αφιερώθηκε σ΄ αυτήν, την παραμόνευε από τον ουρανό, πίσω από τα σύννεφα, πίσω από την αιθρία, την έβλεπε να έρχεται στον κόσμο, να μπουσουλάει, να κάνει ποδήλατο. Την παρατηρούσε από ψηλά σαν στοργικός κι ανήσυχος πατέρας, σαν ερωτευμένος εραστής, σαν ζηλιάρης σύζυγος, την καμάρωνε και την ποθούσε. Πολλές φορές κρατήθηκε απ’ το να πέσει πρόωρα πάνω της, απ΄ το να μπει πρόωρα μέσα της, απ΄το να μυρίσει τις μυρωδιές της, απ’ το να τη συγκλονίσει με το δικό του ουράνιο μεγαλείο. Έμαθε να αντέχει, τον έτρεφε το πάθος του κι η εμμονοληψία του. Εκείνη μεγάλωνε, πήγε σχολείο, μετά πανεπιστήμιο, μέχρι που ξεκίνησε για το μεγάλο της ταξίδι, για την μακρινή χώρα, για το ιστορικό μνημείο, εκείνος όπως πάντα την ακολουθούσε, όταν ανέλπιστα άκουσε το κάλεσμα, άκουσε το μήνυμα, ένιωσε τη διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού να τον γεννά και κατάλαβε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα της λύτρωσής του, ότι εκεί ήταν γραπτό να ενωθούν, εκεί ήταν γραπτό να γίνουν ένα αυτός κι εκείνη, ο κεραυνός και η κοπέλα, εκεί να της διαπεράσει το κρανίο, να της φωτίσει την ύστατη στιγμή το νου και με μια υπέρλαμπρη ηλεκτρικοργασμική εκκένωση να γίνουν ένα σώμα, μια ένωση, ένα πλάσμα, ανθρώπος και φυσικό φαινόμενο μαζί, κεραυνάνθρωπος, κεραυνάνθρωπος με χρόνο ζωής ένα δεύτερο. Κι αμέσως μετά, μαζί να πεθάνουν, αλληλένδετοι, αθάνατοι, πανέμορφοι, τρομακτικοί.
Σας βλέπουμε. Το δευτερόλεπτο που σας ανήκει είμαστε εκεί και σας βλέπουμε. Δεν αφήνουμε να μας τυφλώσουν ούτε οι νόμοι της φυσικής, ούτε οι νόμοι της στατιστικής. Ναι, οι κεραυνοί σκοτώνουν ανθρώπους, ναι, υπάρχει εξήγηση, ναι, στατιστικά όσο μικρές κι αν ήταν οι πιθανότητες, δεν έπαυαν να ήταν υπαρκτές και αν δεν ήσουν εσύ, θα ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος. Θα παρανομήσουμε όμως, οι νόμοι σας δεν μας φαίνονται σωστοί, θα τους παρακούσουμε προσπαθώντας να βγάλουμε νόημα πίσω και πέρα απ’ αυτούς. Πίσω τους κι ως το «γιατί» τους. Βοήθησέ μας να βγάλουμε νόημα μέσα απ’ τον χαμό σου. Δεν θα φύγεις με γερασμένο σώμα, δυσάρεστη μυρωδιά κι αδύναμο μυαλό, όρθια έφυγες, νέα, όμορφη και μοσχοβολιστή, δεν θα πεθάνεις από τις αρρώστιες των πολλών, απ' τα τροχαία των πολλών, εσύ πέθανες πιο αλλόκοτα απ΄ όλους, πιο ασύλληπτα απ' όλους, πιο εκκωφαντικά απ’ όλους, πιο φωτεινά απ΄όλους. Σε έκαψε ο ουρανός σαν την μητέρα του Θεού της μέθης και της έκστασης, πέθανες σαν την Σεμέλη που προκάλεσε τον Θεό να της δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Κι η Σεμέλη μια κοπέλα σαν εσένα ήτανε, γλυκιά μου. Κι όταν χτυπήθηκε από κεραυνό δεν το χώρεσε ο νους τους κι είπαν να φτιάξουν παραμύθι, είπαν να το πουν σαν μύθο κι ο μύθος γέννησε με τη σειρά του νέους μύθους, νέους Θεούς, νέους ήρωες, νέα δάκρυα, νέες σκέψεις, νέες συγκινήσεις, νέα νοήματα.
Θα σε βλέπουμε και θα παλεύουμε για λίγο νόημα, όπως πάλεψες κι εσύ. Γιατί δεν ήταν η συσκευή που τον γέννησε αλλά εσύ, ήταν ο δικός σου ηλεκτρισμός που φόρτισε την ατμόσφαιρα, ήσουν εσύ που ήθελες να κραυγάσεις ότι ο κόσμος μας είναι παράλογος, εσύ που επέλεξες να τον καλέσεις και να γίνετε μαζί φωτιά, ώστε πάντα να θυμόμαστε την παράδοξη φυγή σου και πάντα να διηγούμαστε τον δικό σου μύθο, μήπως κι απ’ αυτόν χωνέψουμε πως το βασικό νόημα του κόσμου μας και της ζωής μας είναι ο παραλογισμός τους.
Είσαι τώρα κάπου αλλού ή έφυγες για πάντα; Μας βλέπεις, μας ακούς; Μήπως κρατάς τώρα απ’ το χέρι την μητέρα του Θεού κι ανταλλάσσετε τις ιστορίες σας; Μήπως επιστρέψεις μια μέρα στη γη σαν κεραυνός; Ή έφυγες για πάντα; Κι αν έφυγες τι ήταν αυτό που ήσουν; Πού πήγε αυτό που ήσουν; Σβήσθηκε; Θα σβησθεί μια μέρα αυτό που είμαστε και μεις; Πώς δεν μας στρίβει; Σε χτυπά κεραυνός. Απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, εκεί. Επειδή είχες μήνυμα. Πώς δεν μας στρίβει; Πώς δεν μας στρίβει;
Ο φίλος της σωριάζεται κάτω ημιλιπόθυμος. Μόλις συνέρχεται την βλέπει ξαπλωμένη δίπλα του. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έγινε. Τα πόδια του είναι μουδιασμένα. Δεν μπορεί ακόμη να σηκωθεί να την πιάσει. Η μνήμη του αρχίζει να επανέρχεται. Βλέπει το κινητό πεσμένο λίγο πιο πέρα. Η μπόρα ήδη κοπάζει. Φωνάζει στην κοπέλα αλλά δεν του αποκρίνεται. Απλώνει τα χέρια του αλλά δεν την φτάνει. Λιπόθυμη θα ‘ναι κι αυτή. Τα μάτια της είναι ανοιχτά. Γιατί; Γιατί ανοιχτά; Τα μάτια της είναι ανοιχτά αλλά δεν τον βλέπουν, προς τα πού να κοιτάνε τώρα, τι να αντικρύζουν τώρα, ήταν τα μάτια της που τον αποσυντόνισαν απ΄ την αρχή, ήταν στα μάτια της που συγχωρούσε όλα της τα λάθη, ήταν στα μάτια της που ένιωθε άντρας όμορφος και δυνατός, ήταν τα μάτια της αυτά που προσδοκούσε να τον κοιτάζουν μια ζωή, ήταν τα μάτια της που δεν θα γερνούσαν ποτέ. Είναι τα μάτια της που τον αποσυντονίζουν και πάλι τώρα. Μάτια άλλα. Μάτια ήδη αλλού. Προσπαθεί να σηκωθεί, μα δεν τα καταφέρνει. Συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτή η σκηνή; Είναι στ’ αλήθεια ξαπλωμένη δίπλα του; Η Ιουλιέτα δεν πήρε στ’ αλήθεια το φαρμάκι, η Ιουλιέτα ξύπνησε κι ανέστη, όχι, δεν θα κάνει το λάθος του Ρωμαίου αυτός, αυτός θα περιμένει υπομονετικά, θα την περιμένει να αρχίσει πάλι να κινείται, θα την περιμένει να ξυπνήσει ή ακόμη καλύτερα θα περιμένει να ξυπνήσει εκείνος από αυτό το απαίσιο παραλήρημα που τόσο πειστικά μιμείται την πραγματικότητα. Όσο χρειασθεί. Λεπτά, ώρες ή χρόνια. Φυσικά και δεν θα υποκύψει σ’ αυτήν την τρέλλα, φυσικά και δεν θα την αποδεχθεί, θα προσποιείται ότι πιστεύει πως όντως συνέβη το ανήκουστο μέχρι τη στιγμή που θα διαλυθεί σαν σαπουνόφουσκα η αχρεία φάρσα, που δεν είναι αχρεία αλλά εν τέλει κωμική, κωμική και γελοία μέσα στην απόλυτη αναληθοφάνειά της. Αρχίζει και γελά, γελά με την ψυχή του, αρχίζει επιτέλους και πιάνει το αστείο, φοβήθηκε προς στιγμήν πως τον είχαν καταφέρει, φοβήθηκε προς στιγμήν πως του την έφεραν. Λίγα λεπτά μετά κατορθώνει να κινήσει κάπως τα πόδια του και να συρθεί προς την κοπέλα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά ενώ περιμένει να έρθουν να την πάρουν, δεν κοιτά τα μάτια της πια, κόσμος μαζεύτηκε ολόγυρα σωρό, γιατί κλαίνε και ουρλιάζουν, σειρήνες, φορείο, νοσοκόμοι την παίρνουν, γλώσσα άγνωστη μιλούν, φάτσες μυστήριες φορούν, όλοι στο κόλπο είναι, όλοι γελοίοι είναι. Στο αεροπλάνο της επιστροφής η θέση δίπλα του είναι άδεια, οι ώρες του ταξιδιού πολλές ή ίσως και λίγες (δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά – δεν υπάρχει αυτή η διαφορά παρά μόνο στο μυαλό), η αεροσυνοδός του φέρνει φαγητό, αυτός σηκώνει το γκρι βουτυράκι και το κοιτάζει απλανώς, το κοιτάζει, οι υπόλοιποι επιβάτες έχουν ήδη φάει, η αεροσυνοδός ξανάρχεται για να μαζέψει τους δίσκους, αυτός δεν έχει αγγίξει τίποτα, μόνο κοιτάζει απλανώς το βουτυράκι.
Αύγουστος και στην πόλη, όλα της φταίνε, όλα την ενοχλούν, είναι διαρκώς εκνευρισμένη κι αφηρημένη, ξεκινάει για καφέ, όταν φτάνοντας στ’ αυτοκίνητό της θυμάται ότι έχει ξεχάσει σπίτι το κινητό. Τρεις μέρες τώρα περιμένει εναγωνίως μήνυμα από κάποιον που την φλερτάρει, αλλά αυτό μένει πεισματικά σιωπηλό. Πώς και το ξέχασε; Ίσως δεν ήταν τυχαίο, ίσως μίλησε το υποσυνείδητο της. Όπως και να ‘ναι, καλύτερα έτσι. Αποφασίζει να ελευθερωθεί για λίγο από το κινητό και την κυριαρχία του επάνω της και δεν γυρνά να το πάρει. Ώρες μετά επιστρέφει σπίτι. Βλέπει ότι έχει μήνυμα. Δεν είναι από αυτόν. Είναι η παιδική της, η πιο παλιά της φίλη. Της το είχε στείλει δυο ώρες πριν. Σχέση αγάπης και ζήλειας, τόσες φορές τσακωμένες, άλλες τόσες ξαναμονιασμένες, την λάτρευε και την φθονούσε, πάντα της φίλης της τής πήγαιναν όλα καλά, πάντα εκείνης όχι. Ήταν η φίλη της που σπούδασε αυτό που ήθελε, ήταν η φίλη της που τώρα βρήκε και καλή δουλειά, ήταν η φίλη της που θα παντρευόταν σύντομα, ήταν η φίλη της που ήταν ευτυχισμένη. Ήταν η φίλη της και δεν ήταν εκείνη. Το μήνυμα έλεγε ότι βρισκόταν σε ένα πασίγνωστο μέρος. Ένα μέρος όμως όπου εκείνη πολύ δύσκολα θα πήγαινε ποτέ της. Η ζήλεια σκίρτησε και πάλι μέσα της. Δεν μπορούσε να την χαλιναγωγήσει, λες και είχε δικιά της ζωή, λες και αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από τη θέλησή της. Και μετά πάντα την έτρωγαν οι τύψεις. Αγάπη συν ζήλεια ίσον τύψεις έλεγε στον εαυτό της κι η αλήθεια είναι ότι αν την ρωτούσες να σου πει την πρώτη λέξη που της ερχόταν στο μυαλό για την φίλη της, θα σου απαντούσε «τύψεις». Ανέκαθεν τύψεις. Προσπάθησε να απαντήσει δίχως να φανερώσει τα συναισθήματά της: «Δεν το πιστεύω ότι μου στέλνεις μήνυμα από κει !!!». Το έλεγξε, δεν της φάνηκε κακό -μια ευχάριστη έκπληξη φανέρωνε- επέλεξε το όνομα της φίλης της, πήγε να πατήσει την «αποστολή», χτύπησε το σταθερό της, μίλησε για δέκα λεπτά, έκλεισε το τηλέφωνο, θυμήθηκε ότι δεν είχε στείλει το sms, πάτησε το κουμπί και το μήνυμα άρχισε να ταξιδεύει από μια γωνιά του πλανήτη σε μιαν άλλη μακρινή. Ένα μήνυμα άρχισε να ταξιδεύει τον κόσμο, να τρέχει τα μίλια του πολύ πιο γρήγορα από τις ώρες που έκανε η φίλη της και η μικρή της συσκευή. Η τεχνολογία θριαμβεύει, το μήνυμα φτάνει ταχύτατα, η συσκευή ανταποκρίνεται, ο ήχος του ακούγεται σαν ηλεκτρονική καμπάνα, ¨Νέο Μήνυμα", "Νέο Μήνυμα", ποιός είναι, ποιός με ζητά, ποιός, ποιός, who shall I say is calling?
Την ερωτεύθηκε πριν ακόμα γεννηθεί, την ερωτεύθηκε από την ώρα που τη συνέλαβαν μια νύχτα με καταιγίδα στον Ταϋγετο. Οι γονείς της έκαναν έρωτα στην ύπαιθρο κι εκείνος θαμπώθηκε από την λάμψη των ερωτευμένων κορμιών, από την λάμψη της ένωσης και της μάχης των ερωτικών κορμιών. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο θέαμα, νόμιζε ότι εκείνος είναι το πιο εντυπωσιακό φαινόμενο στη φύση, νόμιζε ότι η εκδήλωσή του δεν έχει ταίρι. Την ώρα της εκσπερμάτωσης έπεσε δίπλα τους λέγοντάς τους στη γλώσσα του: «μια μέρα θα ‘ρθω να την πάρω, μια μέρα θα ‘ρθω να την πάρω». Έκτοτε αφιερώθηκε σ΄ αυτήν, την παραμόνευε από τον ουρανό, πίσω από τα σύννεφα, πίσω από την αιθρία, την έβλεπε να έρχεται στον κόσμο, να μπουσουλάει, να κάνει ποδήλατο. Την παρατηρούσε από ψηλά σαν στοργικός κι ανήσυχος πατέρας, σαν ερωτευμένος εραστής, σαν ζηλιάρης σύζυγος, την καμάρωνε και την ποθούσε. Πολλές φορές κρατήθηκε απ’ το να πέσει πρόωρα πάνω της, απ΄ το να μπει πρόωρα μέσα της, απ΄το να μυρίσει τις μυρωδιές της, απ’ το να τη συγκλονίσει με το δικό του ουράνιο μεγαλείο. Έμαθε να αντέχει, τον έτρεφε το πάθος του κι η εμμονοληψία του. Εκείνη μεγάλωνε, πήγε σχολείο, μετά πανεπιστήμιο, μέχρι που ξεκίνησε για το μεγάλο της ταξίδι, για την μακρινή χώρα, για το ιστορικό μνημείο, εκείνος όπως πάντα την ακολουθούσε, όταν ανέλπιστα άκουσε το κάλεσμα, άκουσε το μήνυμα, ένιωσε τη διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού να τον γεννά και κατάλαβε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα της λύτρωσής του, ότι εκεί ήταν γραπτό να ενωθούν, εκεί ήταν γραπτό να γίνουν ένα αυτός κι εκείνη, ο κεραυνός και η κοπέλα, εκεί να της διαπεράσει το κρανίο, να της φωτίσει την ύστατη στιγμή το νου και με μια υπέρλαμπρη ηλεκτρικοργασμική εκκένωση να γίνουν ένα σώμα, μια ένωση, ένα πλάσμα, ανθρώπος και φυσικό φαινόμενο μαζί, κεραυνάνθρωπος, κεραυνάνθρωπος με χρόνο ζωής ένα δεύτερο. Κι αμέσως μετά, μαζί να πεθάνουν, αλληλένδετοι, αθάνατοι, πανέμορφοι, τρομακτικοί.
Σας βλέπουμε. Το δευτερόλεπτο που σας ανήκει είμαστε εκεί και σας βλέπουμε. Δεν αφήνουμε να μας τυφλώσουν ούτε οι νόμοι της φυσικής, ούτε οι νόμοι της στατιστικής. Ναι, οι κεραυνοί σκοτώνουν ανθρώπους, ναι, υπάρχει εξήγηση, ναι, στατιστικά όσο μικρές κι αν ήταν οι πιθανότητες, δεν έπαυαν να ήταν υπαρκτές και αν δεν ήσουν εσύ, θα ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος. Θα παρανομήσουμε όμως, οι νόμοι σας δεν μας φαίνονται σωστοί, θα τους παρακούσουμε προσπαθώντας να βγάλουμε νόημα πίσω και πέρα απ’ αυτούς. Πίσω τους κι ως το «γιατί» τους. Βοήθησέ μας να βγάλουμε νόημα μέσα απ’ τον χαμό σου. Δεν θα φύγεις με γερασμένο σώμα, δυσάρεστη μυρωδιά κι αδύναμο μυαλό, όρθια έφυγες, νέα, όμορφη και μοσχοβολιστή, δεν θα πεθάνεις από τις αρρώστιες των πολλών, απ' τα τροχαία των πολλών, εσύ πέθανες πιο αλλόκοτα απ΄ όλους, πιο ασύλληπτα απ' όλους, πιο εκκωφαντικά απ’ όλους, πιο φωτεινά απ΄όλους. Σε έκαψε ο ουρανός σαν την μητέρα του Θεού της μέθης και της έκστασης, πέθανες σαν την Σεμέλη που προκάλεσε τον Θεό να της δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Κι η Σεμέλη μια κοπέλα σαν εσένα ήτανε, γλυκιά μου. Κι όταν χτυπήθηκε από κεραυνό δεν το χώρεσε ο νους τους κι είπαν να φτιάξουν παραμύθι, είπαν να το πουν σαν μύθο κι ο μύθος γέννησε με τη σειρά του νέους μύθους, νέους Θεούς, νέους ήρωες, νέα δάκρυα, νέες σκέψεις, νέες συγκινήσεις, νέα νοήματα.
Θα σε βλέπουμε και θα παλεύουμε για λίγο νόημα, όπως πάλεψες κι εσύ. Γιατί δεν ήταν η συσκευή που τον γέννησε αλλά εσύ, ήταν ο δικός σου ηλεκτρισμός που φόρτισε την ατμόσφαιρα, ήσουν εσύ που ήθελες να κραυγάσεις ότι ο κόσμος μας είναι παράλογος, εσύ που επέλεξες να τον καλέσεις και να γίνετε μαζί φωτιά, ώστε πάντα να θυμόμαστε την παράδοξη φυγή σου και πάντα να διηγούμαστε τον δικό σου μύθο, μήπως κι απ’ αυτόν χωνέψουμε πως το βασικό νόημα του κόσμου μας και της ζωής μας είναι ο παραλογισμός τους.
Είσαι τώρα κάπου αλλού ή έφυγες για πάντα; Μας βλέπεις, μας ακούς; Μήπως κρατάς τώρα απ’ το χέρι την μητέρα του Θεού κι ανταλλάσσετε τις ιστορίες σας; Μήπως επιστρέψεις μια μέρα στη γη σαν κεραυνός; Ή έφυγες για πάντα; Κι αν έφυγες τι ήταν αυτό που ήσουν; Πού πήγε αυτό που ήσουν; Σβήσθηκε; Θα σβησθεί μια μέρα αυτό που είμαστε και μεις; Πώς δεν μας στρίβει; Σε χτυπά κεραυνός. Απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, εκεί. Επειδή είχες μήνυμα. Πώς δεν μας στρίβει; Πώς δεν μας στρίβει;
7 Comments:
Δεν θα βρεις κανένα νόημα.Καλύτερα να ακουμπήσουμε σε μύθους.
"Στιγμές προορισμένες να νοσταλγηθούν"... Αυτό κι αν ήταν κεραυνός...
Ωραίο.Πολύ.
"Τα μάτια της... προς τα πού να κοιτάνε τώρα, τι να αντικρύζουν τώρα, ήταν τα μάτια της που τον αποσυντόνισαν....., ήταν στα μάτια της που συγχωρούσε όλα της τα λάθη,....που ένιωθε... ήταν τα μάτια της αυτά που προσδοκούσε να τον κοιτάζουν μια ζωή, ήταν τα μάτια της που δεν θα γερνούσαν ποτέ. Είναι τα μάτια της που τον αποσυντονίζουν και πάλι τώρα."
Αυτά τα μάτια αποσυντονίζουν τη σκέψη καθώς τα κοιτάζει κανείς,ζωντανά πια,μέσα από τη δύναμη των λέξεων.
Είναι Ιανουάριος. Μόλις διάβασα, και ανατρίχιασα.
Δεν αρμενίζουμε εμείς στραβά. Στραβός είναι ο κόσμος... Το πιστεύω ακράδαντα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να μπειθς σετην λογική "αν δεν" και αν και αν. Ο κεραυνός χτυπάει οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Εσενα σε χτύπησε πρόστυχα, σε ό,τι αγαπόυσες πιό πολύ.
Εγώ έχασα μια κοπέλα που αγαπούσα τόσο όσο περιγράφεις, και μας αναγνώρισα στην περιγραφή σου πριν.. εγώ την έχασα ζωντανή. Τι είναι χειρότερο; Δεν μπορώ να πω. Αν διαβάσεις αυτό, να είσαι καλά, φίλε.
Ξαναπερνώ, για να αφήσω ένα λευκό ρόδο.
Αν είναι να πεθάνω μέσα στο ΄φως τ'ουρανού ας πεθάνω τώρα...
kalh fash,kalh fash...poly wraio,thanks!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home