Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010

Το αθέατο αξιοθέατο


Αν για τους προπονητές και τους ποδοσφαιριστές το νούμερο ένα κλισέ είναι το «Κοιτάμε κάθε παιχνίδι χωριστά», για τους ηθοποιούς και τους τραγουδιστές είναι το «Στα καμαρίνια είμαστε μια πολύ ωραία παρέα και περνάμε υπέροχα. Και αυτό βγαίνει στον κόσμο». Χωρίς να ξέρει κανείς με σιγουριά πώς πέρασαν στα γυρίσματα του «Ραντεβού στο Παρίσι» οι συντελεστές του, αυτό που «βγαίνει» είναι μια ταινία που- πέραν των αρετών που ούτως ή άλλως θα είχε- φαίνεται να γυρίστηκε και με ξεχωριστό κέφι.

Παράδειγμα πρώτο: η Όντρεϊ Χέπμπορν τηλεφωνεί στον πράκτορα Γουώλτερ Ματάου για να του πει πως κινδυνεύει και να της δώσει οδηγίες. Εκείνος, την ώρα που της δίνει τις οδηγίες, ξεκινά να κάνει -με το ακουστικό στο χέρι- «βαθιά καθίσματα». Η κάμερα ανεβοκατεβαίνει μαζί του. Αυτή είναι μια ατόφια σκηνή Μόντι Πάιθον, πριν καν οι Πάιθον σχηματιστούν. Αυτή είναι μια σκηνή αυτοσχεδιασμού που δεν πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων, δεν σκανδάλισε τον σκηνοθέτη, δεν φόβισε με την αντισυμβατικότητά της. Αυτή η σκηνή σε μια ατόφια κωμωδία θα ήταν ίσως αστεία, αλλά δεν θα έπαυε να είναι «νόμιμη», δεν θα έπαυε να είναι προβλεπόμενο κομμάτι της δομής του έργου. Εδώ είναι μια σκηνή «παράνομη», αφού εκείνη του λέει ότι έχει πληροφορίες σημαντικές και εκείνος της απαντά κάνοντας ασκήσεις γυμναστικής και μάλιστα ασκήσεις αστείες, ασκήσεις που χωρίς να παρεμποδίζουν την πλοκή του έργου είναι σαν να την υπονομεύουν αποστασιοποιημένα, την ίδια στιγμή που την εξελίσσουν.

Παράδειγμα δεύτερο: ο Kάρι Γκραντ και η Όντρεϊ Χέπμπορν περπατούν στις όχθες του Σηκουάνα. Περνάνε από έναν παγωτατζή, εκείνη θέλει παγωτό. Κατά λάθος το ρίχνει στο σακάκι του. Εκείνος πηγαίνει να το πετάξει. Και εκείνη αρχίζει να του λέει για τον Κουασιμόδο. «Εσύ θα κρεμόσουν εκεί πίσω με σκοινί για να σώσεις την αγαπημένη σου;». Τότε κοιτάζει πίσω του απορημένος. Η κάμερα μάς εμφανίζει για πρώτη φορά την Παναγία των Παρισίων. «Αυτό από που ξεφύτρωσε;», ρωτάει ο Κάρι Γκραντ. Ας δοκιμάσουμε να το φανταστούμε (κι ας το φανταζόμαστε και λάθος, δεν πειράζει, πάλι κερδισμένοι είμαστε): Αν η ταινία είχε σχεδιαστεί να γυριστεί στο Παρίσι για να έχει και τρεις ρομαντικές σκηνές, θα δέσποζε στο σχεδιασμό ανάμεσα τους η σκηνή με φόντο την Παναγία των Παρισίων. Φτάνουν εκεί για να ελέγξουν το χώρο και να στήσουν τη σκηνή. Και λένε γιατί να τη γυρίσουμε έτσι; Συμβατικά και γλυκανάλατα; Γιατί να μην εξαφανίσουμε το αξιοθέατο από τη σκηνή; Το αξιοθέατο παύει λοιπόν να δυναστεύει το βλέμμα μας, παύει να καθίσταται ψυχαναγκασμός και μετατρέπεται σε ένα παιχνιδιάρικο σχόλιο που θέλει να πει πως το βλέμμα του θεατή εξουσιάζεται από την κάμερα και προϋποθέτει το βλέμμα του σκηνοθέτη. Η Παναγιά των Παρισίων θα ξεφυτρώσει αν το θέλει ο σκηνοθέτης. Αν δεν το θέλει δεν θα τη δεις ποτέ και ας περπατάνε οι ήρωες κάτω από την επιβλητική σκιά της. Αλλά αυτό χρειάζεται έναν σκηνοθέτη σαν τον Στάνλεϊ Ντόνεν που και θέλει και μπορεί. Αν ο σκηνοθέτης εκτελεί συνταγές, τότε δεν βλέπει ούτε αυτός, τότε το βλέμμα του γίνεται τουριστικό και μαζί -αναγκαστικά- και το δικό μας.

Προφανώς η ταινία δεν έχει αντέξει στο χρόνο ούτε εξαιτίας των βαθιών καθισμάτων του Ματάου ούτε της κρυμμένης Παναγίας των Παρισίων. Αν αυτά είναι οι διαφορετικές πινελιές που κάνουν το έργο ακόμη απολαυστικότερο, η βασική πηγή της απόλαυσης είναι αυτός καθαυτός ο πίνακας: μια ταινία γεμάτη χάρη και φινέτσα. Η εναρκτήρια σκηνή της δίνει τον τόνο. Οι πνευματώδεις διάλογοι, οι ατάκες, ο ρυθμός και το ύφος του Κάρι Γκραντ όταν τις πυροβολεί, το κούρδισμά του με την Όντρεϊ Χέπμπορν, η ίδια η Όντρεϊ Χέπμπορν, το φλερτ τους (με αντιστροφή μάλιστα των ρόλων -των ρόλων του 1963 τουλάχιστον- με εκείνη κυνηγό κι εκείνον «αμυνόμενο»). Γιατί το «Ραντεβού στο Παρίσι» μπορεί να είναι μια ιστορία μυστηρίου για το που τελικά βρίσκονται 250.000 δολάρια, μπορεί να είναι μια ιστορία εμπιστοσύνης και εξαπάτησης, μια ιστορία πολλών ταυτοτήτων και πολλών ονομάτων, αλλά πρώτα απʼ όλα είναι μια ιστορία ενός φλερτ.

Το φλερτ είναι σαν ένα παιχνίδι με πορτοκάλι. Προσπάθησε να της το πάρεις από το λαιμό χωρίς να βάλεις τα χέρια σου. Το φλερτ κινείται στην κόψη του ξυραφιού. Το φλερτ δεν είναι διακήρυξη, είναι υπαινιγμός. Το φλερτ αμφιταλαντεύεται μεταξύ ασφάλειας και έκθεσης. Το φλερτ είναι το βασίλειο της αμφισημίας. Το φλερτ λέει χωρίς να πει και δείχνει χωρίς να δείξει. Κρούση, υπαναχώρηση, επιστροφή, ξανά υπαναχώρηση, ξανά επιστροφή. Το φλερτ είναι ένας καρπός ανάμεσα σε δυο κορμιά. Ελάτε σε απόσταση ανάσας και ματιάς, αλλά όχι χέρια, παρακαλώ. Μην αγγίζετε. Γιατί όταν αρχίσεις να αγγίζεις, το φλερτ δικαιωμένο καταλύεται.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

3 Comments:

At 7/07/2010 06:36:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

" Γιατί όταν αρχίσεις να αγγίζεις, το φλερτ δικαιωμένο καταλύεται."


.. :)

 
At 7/08/2010 12:24:00 μ.μ., Blogger John Streckfous said...

.... η αρχή της ταινίας σε ετοιμάζει για όλα όσο πρόκειται να ακολουθήσουν...και τα καθίσματα του Ματάου και το βλέμμα της όταν σταματάει για μία στιγμή προτού συνεχίσει την προσπάθεια ... να πάρει το πορτοκάλι.... μα τι φοβερή ταινία όμως;

 
At 7/08/2010 03:35:00 μ.μ., Blogger apologia pro sua vita said...

ας πούμε για το φλερτ λοιπόν.
όχι ας πούμε για τον παθιασμένο έρωτα. Το ξέρω καλύτερα αυτό το θέμα. Στο άλλο παίρνω 6άρια γιατί γράφω βιαστικά. Θέλω να προχωρήσω στην διακήρυξη.
Μου αρέσουν οι διακηρύξεις. Ιδίως αυτές που αφήνουν τον άλλον με το στόμα ανοιχτό. Οι διακηρύξεις που σκλαβώνουν για πάντα και που κάποιες φορές συναντούν την απόρριψη. Το φλερτ δεν κινδυνεύει από τέτοια. Ζει στην αιώνια α(να)σφάλεια της μη έκθεσης αλλά και της άγνοιας. Ενώ ο παθιασμένος έρωτας ξέρει. Είτε γίνεται δεκτός είτε όχι. Κουβαλά την δυστυχία ή την ευτυχία της γνώσης.
Μου αρέσουν τα πράγματα που αφήνουν σημάδια, τελικά.

*ωραίο κείμενο, πολύ το χάρηκα.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home