Pac-Man's Blues
Όταν τα μηχανήματα που τα φιλοξενούσαν βγουν οριστικά εκτός ρεύματος, πεταχθούν σε μια γωνιά κι οι οθόνες τους γεμίσουν χώμα, τα πακ-μαν μέσα τους δεν παύουν ν' αναπνέουν. Παραμένουν ζωντανά και ξαποσταίνουν απ’ όλο το μακροχρόνιο κυνηγητό τους στα ίδια και στα ίδια μέρη, απ΄ όλην την αναπόφευκτη σε κάθε παιχνίδι απώλεια και των τριών ζωών τους, απ΄όλο το αφόρητα βαρετό σουλάτσο -κάθε φορά, με κάθε νέο παιχνίδι- στις αρχικές πίστες. Κάθε μέρα τους, μια μέρα της μαρμότας, groundhog day, groundhog day, κι αυτά να ήταν υποχρεωμένα να προσποιούνται ότι συμμετέχουν με ενδιαφέρον, ότι όντως αγωνιούσαν αν θα φάνε ή αν θα φαγωθούν, λες και το τέλος δεν ήταν προδιαγεγραμμένο. Δεν ζητούσαν εκείνα κέρματα για να δώσουν την παράστασή τους (αφού είναι γνωστό πως απ' όλα τα κατασκευάσματα μόνο ο άνθρωπος νοιάζεται για το χρήμα), τα χρήματα τους ήταν αδιάφορα κι ένιωθαν ότι είναι πρόστυχο να μην δίνεις εξαρχής, αλλά απλώς να ανταποδίδεις - και μάλιστα έναντι αμοιβής. Άλλοτε αφημένα στα χέρια αδέξιων πρωτάρηδων ταλαιπωρούνταν σαν κακοδηγημένα αυτοκίνητα, άλλοτε αφημένα στα χέρια δεξιοτεχνών παικτών τινάζονταν σαν καλογαμημένες ερωμένες, καθώς με το τζόιστικ τα κινούσαν με μεθυστικές μανούβρες πάνω - κάτω, κάτω - πάνω ή από τη δεξιά πλευρά της πίστας μέσω μαγικού τούνελ στην αριστερή. Ναι, υπήρξαν κι όμορφες στιγμές, θα ήταν άδικο να μην το ομολογήσουν. Η νοσταλγία όμως καταλαμβάνει λίγο από τον χρόνο τους. Κυρίως κάθονται μέσα στο αμήχανο μηχάνημα κι αναρωτιούνται αν υπάρχει στον κόσμος άλλος ευγενέστερος από το κυνήγι του high score σκοπός, αδημονώντας για τη στιγμή που θα ελευθερωθούν από τα αποκαλωδιωμένα κουφάρια, θα ξεμυτίσουν δειλά - δειλά έξω από από τις οθόνες, θα τινάξουν απ’ τους ώμους τους το χώμα και θα αντικρύσουν επιτέλους το θαύμα του πέρα από τις πίστες κόσμου, όταν όλη η πλάση (άνθρωποι, έργα τέχνης, φυτά, συναισθήματα, ζώα, σκέψεις, θεοί και μηχανές) θα αναστηθεί και θα ζήσει έξω από τον χρόνο και μέσα στο νόημα.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη, μέσα στα εγκαταλελειμμένα μηχανήματα αλλά απόμερα, κάθονται τα τερατάκια, τα δυστυχέστερα των όντων, πλάσματα δισυπόστατα, πλάσματα ευμετάβλητα, πλάσματα που από θηράματα μετατρέπονταν σε κυνηγοί από εξωτερικές δυνάμεις, από άνωθεν προγραμματισμούς. Aκόμη και οι τραβεστί έχουν σε ένα βαθμό διαλέξει τη σύγχυση της φύσης τους, αυτά όχι, αυτά τί να προσδοκούν, αυτά τί να περιμένουν, αυτά δεν τα συμπάθησε ποτέ κανείς, μ’ αυτά δεν ταυτίστηκε ποτέ κανείς, αυτά ποτέ δεν είχαν ταυτότητα, ακόμη και η αξία τους όταν τρώγονταν δεν ήταν αυτόνομη, δεν ήξεραν τουλάχιστον ότι το ένα αξίζει για 200 πόντους, το άλλο για 400 ή για 800 ή για 1.600, όλα εξαρτώνταν από τη σειρά που θα φαγώνονταν. Ίσως ονειρεύονται να αποκτήσουν μια οριστική ταυτότητα, να είναι μόνο θύματα ή μόνο θύτες. Πίσω και απ’ τις δύο ιδιότητες υπάρχουν ζωτικά ψεύδη - και οι δύο ιδιότητες στηρίζουν ιδεολογίες ή τρόπους ζωής. Αυτό όμως το ανακάτεμα, αυτός ο μετεωρισμός, δεν αντέχεται. Είναι λύτρωση το να κατασταλάζεις, είναι λύτρωση το να καταλαβαίνεις πού τελικά ανήκεις. Την λύτρωση λοιπόν θα ονειρεύονται.
Μέχρι τη στιγμή εκείνη, μέσα στα εγκαταλελειμμένα μηχανήματα αλλά απόμερα, κάθονται τα τερατάκια, τα δυστυχέστερα των όντων, πλάσματα δισυπόστατα, πλάσματα ευμετάβλητα, πλάσματα που από θηράματα μετατρέπονταν σε κυνηγοί από εξωτερικές δυνάμεις, από άνωθεν προγραμματισμούς. Aκόμη και οι τραβεστί έχουν σε ένα βαθμό διαλέξει τη σύγχυση της φύσης τους, αυτά όχι, αυτά τί να προσδοκούν, αυτά τί να περιμένουν, αυτά δεν τα συμπάθησε ποτέ κανείς, μ’ αυτά δεν ταυτίστηκε ποτέ κανείς, αυτά ποτέ δεν είχαν ταυτότητα, ακόμη και η αξία τους όταν τρώγονταν δεν ήταν αυτόνομη, δεν ήξεραν τουλάχιστον ότι το ένα αξίζει για 200 πόντους, το άλλο για 400 ή για 800 ή για 1.600, όλα εξαρτώνταν από τη σειρά που θα φαγώνονταν. Ίσως ονειρεύονται να αποκτήσουν μια οριστική ταυτότητα, να είναι μόνο θύματα ή μόνο θύτες. Πίσω και απ’ τις δύο ιδιότητες υπάρχουν ζωτικά ψεύδη - και οι δύο ιδιότητες στηρίζουν ιδεολογίες ή τρόπους ζωής. Αυτό όμως το ανακάτεμα, αυτός ο μετεωρισμός, δεν αντέχεται. Είναι λύτρωση το να κατασταλάζεις, είναι λύτρωση το να καταλαβαίνεις πού τελικά ανήκεις. Την λύτρωση λοιπόν θα ονειρεύονται.
Μέσα στο παρατημένο ηλεκτρονικό της φωτογραφίας, πίσω απ' τη σβησμένη οθόνη, αόρατα στο γυμνό μάτι, ένα πακ-μαν και τέσσερα τερατάκια, πέντε πλαστές ψυχές, περιμένουν, ελπίζουν, προσδοκούν, με μια γνώση του σύνολου κόσμου όχι τόσο διαφορετική από την ανθρώπινη και με μιαν αισιοδοξία όχι τόσο διαφορετική από την ανθρώπινη.
5 Comments:
Αυτό που θα πω με γεμίζει ενοχές, γιατί δεν μπορώ να το δικαιολογήσω και να το υποστηρίξω απόλυτα, αλλά
αει στο διάολο, επιτέλους!
Δεν σου επιτρέπω να λύνεις μυστήρια έτσι απλά, ανάμεσα στις γραμμές ...
Sublime.but sad.
Περιμένω το έπος για το bubble bobble.
Τι κάνει ο πακ-σίσυφος όταν σταματήσει να είναι αναγκασμένος να σπρώχνει την πέτρα του; (Φοβάμαι πως αρχίζει να τη σπρώχνει πλέον με δική του πρωτοβουλία.)
Thrass, πολύ καλό.
Μαίανδρε, είμαι καθ' οδόν για κει που με 'στειλες!
Schottkey, δουλεύω πυρετωδώς το έπος για το bubble bobble, αλλά σκέφτομαι μήπως το κάνω τριλογία με το tetris και το phoenix.
Καλά ντε, μην πούμε μια κουβέντα παραπάνω... Αφού ξέρεις ότι σου έχουμε αδυναμία!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home