Το ακουστικό
Μερικά βράδια ξυπνάει κλαίγοντας. Πονάει στα πόδια. Είναι, λέει, επειδή ψηλώνει. Ένα ανθρώπινο σώμα που μεταμορφώνεται τα βράδια, ένα κορμί που τραβιέται σε μάκρος, ένα παιδί που μεγαλώνει, μια ιερή υλική μεταβολή, μια νυχτερινή προσθήκη σάρκας απ΄ το θαύμα του πουθενά. Από τη σύλληψη ως το θάνατο, αλλά και μετά από αυτόν, το ανθρώπινο σώμα βρίσκεται σε διαρκή αλλαγή. Ο Γκρέγκορ Σάμσα ακόμα κι αν δεν μεταμορφωνόταν σε απαίσιο ζωύφιο θα εξακολουθούσε να κατοικεί σε ένα υπό διαρκή μεταμόρφωση σκεύος.
Μερικά βράδια ξυπνάει κλαίγοντας. Κλαίει, άρα, επειδή αλλάζει. Πονάει, άρα, επειδή μεταμορφώνεται.
Τι συμβαίνει τότε όταν δεν μπορείς να κλάψεις; Μήπως δεν κλαις επειδή δεν μπορείς πια να αλλάξεις; Μήπως το κενό στη θέση του πόνου σημαίνει την αδυναμία της περαιτέρω μεταμόρφωσής σου;
«Σου». Ποιός είσαι εσύ που αναρωτιέται; Κάποιος που απλά φιλοξενείται σε ένα σώμα που αλλάζει; Ή, αντίθετα, η μαριονέτα του εγγαστρίμυθου σώματος που αλλάζει;
Περπατάς στο δρόμο και βλέπεις κάποιον που μονολογεί. Αγωνιάς μέχρι να φτάσεις δίπλα του και να δεις ότι υπάρχει κάτι μέσα στο αυτί του που τον νομιμοποιεί να μιλάει έτσι, ότι δεν μονολογεί αλλά συζητάει, πως η φωνή που ακούει έρχεται από αυτό που έχει στο αυτί του κι όχι από αυτό που έχει στο μυαλό του.
Μπαίνεις σε ένα μπλογκ και διαβάζεις κάποιον που μονολογεί. Όσο κι αν τον πλησιάσεις δεν μπορείς να δεις αν υπάρχει ακουστικό που καταλήγει σε κάποιο καλώδιο ή αν τα καλώδια του εγκεφάλου του δεν κάνουν πια καλή σύνδεση.
Αυτός που γράφει αναγκαστικά μονολογεί. Αν συζητά μαζί σου ή αν παραληρεί εξαρτάται τελικά από τον αναγνώστη και μόνο. Αυτός που γράφει είναι ένας που κατά πενήντα τοις εκατό μπορεί να τα έχει χαμένα και κατά πενήντα τοις εκατό μπορεί να έχει ανοίξει διάλογο μαζί σου. Κι εσύ απλά να μην το ξέρεις παρά μόνο τη στιγμή αυτή που τον διαβάζεις.
Η γραφή είναι το ρίσκο ενός διαλόγου που ξεκινά αυθαιρέτως και μονομερώς. Το ρίσκο του παραληρήματος. Το ρίσκο της είσπραξης σε ανταπόδοση χολής. Το ρίσκο του να σε μισούν επειδή γράφεις. Το ακόμη πιο επικίνδυνο ρίσκο του να σε αγαπούν επειδή γράφεις.
Κουρεύεσαι, έχεις βγάλει τα γυαλιά σου και καθώς κοιτάζεις τον καθρέφτη, δεν μπορείς λόγω της μυωπίας, του αστιγματισμού κι ό,τι άλλου έχεις, να διακρίνεις τις κόρες των ματιών σου. Για την ακρίβεια αυτό που βλέπεις είναι το πρόσωπό σου που στη θέση των ματιών έχει κάτι σκούρες σπηλιές. Νιώθεις προς στιγμήν κάτι ανάμεσα σε Οιδίποδα και τυφλό προφήτη. Πρέπει να υπάρχει κάποιος ειδικός όρος για το φαινόμενο να μην μπορείς να δεις τα μάτια σου επειδή τα μάτια σου δεν βλέπουν καλά, για το φαινόμενο δηλαδή που η εξασθενημένη δύναμη των ματιών σου διαστρεβλώνει το δικό τους είδωλο, μεταμορφώνοντάς το σε κάτι ντεμέκ απόκοσμο.
Αν υπάρχει και σε αυτήν την εικόνα μια παραβολή για τη γραφή, δεν έχω κάποια εύκαιρη. Ίσως αυτή της ψευδής αυτοεικόνας εκείνου που γράφει, όπως προκύπτει από το είδωλο που βλέπει στον καθρέφτη των γραπτών του, λόγω της παραμορφωτικά υποκειμενικής ματιάς του; Ποιός ξέρει. Αν έχει φτάσει ως εδώ θα έχεις καταλάβει κι ότι δεν έχει σημασία, ότι δεν είναι στα αλήθεια ημιτελές τηλεφώνημα αυτό το ποστ. Άρα;
Άρα, όσο κι αν ο Καμίνης προσπάθησε να τον αψηφίσει πάνω στη δική του αλλαγή, δεν μπορείς στα αλήθεια να αψηφίσεις τον χρόνο. Όπως κι αν τον μετρήσεις, αυτός θα κυλά με το δικό του ρυθμό και καθώς κυλά θα αλλάζει τόσο το έξω μας όσο και το μέσα μας. Οπότε, αν δεν νιώθεις πόνο, δεν είναι επειδή ό,τι είχες να αλλάξεις το άλλαξες. Είναι επειδή στην τρέχουσά σου μεταμόρφωση είσαι αυτός που τον χτίζει μέσα σε τοίχους αφασίας.
Μερικά βράδια ξυπνάει κλαίγοντας. Κλαίει, άρα, επειδή αλλάζει. Πονάει, άρα, επειδή μεταμορφώνεται.
Τι συμβαίνει τότε όταν δεν μπορείς να κλάψεις; Μήπως δεν κλαις επειδή δεν μπορείς πια να αλλάξεις; Μήπως το κενό στη θέση του πόνου σημαίνει την αδυναμία της περαιτέρω μεταμόρφωσής σου;
«Σου». Ποιός είσαι εσύ που αναρωτιέται; Κάποιος που απλά φιλοξενείται σε ένα σώμα που αλλάζει; Ή, αντίθετα, η μαριονέτα του εγγαστρίμυθου σώματος που αλλάζει;
Περπατάς στο δρόμο και βλέπεις κάποιον που μονολογεί. Αγωνιάς μέχρι να φτάσεις δίπλα του και να δεις ότι υπάρχει κάτι μέσα στο αυτί του που τον νομιμοποιεί να μιλάει έτσι, ότι δεν μονολογεί αλλά συζητάει, πως η φωνή που ακούει έρχεται από αυτό που έχει στο αυτί του κι όχι από αυτό που έχει στο μυαλό του.
Μπαίνεις σε ένα μπλογκ και διαβάζεις κάποιον που μονολογεί. Όσο κι αν τον πλησιάσεις δεν μπορείς να δεις αν υπάρχει ακουστικό που καταλήγει σε κάποιο καλώδιο ή αν τα καλώδια του εγκεφάλου του δεν κάνουν πια καλή σύνδεση.
Αυτός που γράφει αναγκαστικά μονολογεί. Αν συζητά μαζί σου ή αν παραληρεί εξαρτάται τελικά από τον αναγνώστη και μόνο. Αυτός που γράφει είναι ένας που κατά πενήντα τοις εκατό μπορεί να τα έχει χαμένα και κατά πενήντα τοις εκατό μπορεί να έχει ανοίξει διάλογο μαζί σου. Κι εσύ απλά να μην το ξέρεις παρά μόνο τη στιγμή αυτή που τον διαβάζεις.
Η γραφή είναι το ρίσκο ενός διαλόγου που ξεκινά αυθαιρέτως και μονομερώς. Το ρίσκο του παραληρήματος. Το ρίσκο της είσπραξης σε ανταπόδοση χολής. Το ρίσκο του να σε μισούν επειδή γράφεις. Το ακόμη πιο επικίνδυνο ρίσκο του να σε αγαπούν επειδή γράφεις.
Κουρεύεσαι, έχεις βγάλει τα γυαλιά σου και καθώς κοιτάζεις τον καθρέφτη, δεν μπορείς λόγω της μυωπίας, του αστιγματισμού κι ό,τι άλλου έχεις, να διακρίνεις τις κόρες των ματιών σου. Για την ακρίβεια αυτό που βλέπεις είναι το πρόσωπό σου που στη θέση των ματιών έχει κάτι σκούρες σπηλιές. Νιώθεις προς στιγμήν κάτι ανάμεσα σε Οιδίποδα και τυφλό προφήτη. Πρέπει να υπάρχει κάποιος ειδικός όρος για το φαινόμενο να μην μπορείς να δεις τα μάτια σου επειδή τα μάτια σου δεν βλέπουν καλά, για το φαινόμενο δηλαδή που η εξασθενημένη δύναμη των ματιών σου διαστρεβλώνει το δικό τους είδωλο, μεταμορφώνοντάς το σε κάτι ντεμέκ απόκοσμο.
Αν υπάρχει και σε αυτήν την εικόνα μια παραβολή για τη γραφή, δεν έχω κάποια εύκαιρη. Ίσως αυτή της ψευδής αυτοεικόνας εκείνου που γράφει, όπως προκύπτει από το είδωλο που βλέπει στον καθρέφτη των γραπτών του, λόγω της παραμορφωτικά υποκειμενικής ματιάς του; Ποιός ξέρει. Αν έχει φτάσει ως εδώ θα έχεις καταλάβει κι ότι δεν έχει σημασία, ότι δεν είναι στα αλήθεια ημιτελές τηλεφώνημα αυτό το ποστ. Άρα;
Άρα, όσο κι αν ο Καμίνης προσπάθησε να τον αψηφίσει πάνω στη δική του αλλαγή, δεν μπορείς στα αλήθεια να αψηφίσεις τον χρόνο. Όπως κι αν τον μετρήσεις, αυτός θα κυλά με το δικό του ρυθμό και καθώς κυλά θα αλλάζει τόσο το έξω μας όσο και το μέσα μας. Οπότε, αν δεν νιώθεις πόνο, δεν είναι επειδή ό,τι είχες να αλλάξεις το άλλαξες. Είναι επειδή στην τρέχουσά σου μεταμόρφωση είσαι αυτός που τον χτίζει μέσα σε τοίχους αφασίας.
3 Comments:
Δεν με νοιάζει γιατί γράφεις, αυτά τα ωραία που γράφεις.
Μου αρέσουν. Σαν βάλσαμο απαλύνουν τον πόνο που νοιώθω,
γιατί ψήφισα αυτόν τον Συριζα στις εκλογές.
@old-boy
"Οπότε, αν δεν νιώθεις πόνο, δεν είναι επειδή ό,τι είχες να αλλάξεις το άλλαξες. Είναι επειδή στην τρέχουσά σου μεταμόρφωση είσαι αυτός που τον χτίζει μέσα σε τοίχους αφασίας."
Ώπα, δεν κατάλαβα, δηλαδή από τη μια παραδέχεσαι ότι είσαι αφασικός κι από την άλλη "βρίζεις" τους αναγνώστες σου και τους βγάζεις τρελούς; Δε πας καλά μου φαίνεται…
@Σωτήρη
Εσύ τώρα να υποθέσω ότι δεν είσαι ο old-boy…
Μηπως ειναι λιγο ρομαντικο να συνδεουμε την αλλαγη με τον πονο? Η αλλαγη που ερχεται με τον ερωτα ? Θα μου πειτε "μιλαω για μονιμες αλλαγες". Ναι. Δεν περιοριζει ομως η "μονιμοτητα" το μεγαλειο της αλλαγης? Και το τυχαιο? Ο Καφκα (και ο Ovid) αυτη τη σχεση εξεταζουν: τυχαιο-αλλαγη. Ο Γκρεγκορ απλα ξυπναει κατσαριδα. Το ιδιο και οι ηρωες της Οβιδικης «Μεταμορφωσης» απλα αλλαζουν. Δεν υπαρχει σχεση «αιτιας και αιτιατου» στις ιστοριες τους. Η αλλαγη απλα «συμβαινει», oπως η ζωη. Οχι?
Δημοσίευση σχολίου
<< Home