Το Ποίημα
Κανείς μας δεν το είδε να έρχεται. Ήμασταν άλλωστε απασχολημένοι μιλώντας μεταξύ μας. ΄Ετσι ξαφνιαστήκαμε όταν το είδαμε να στέκεται από πάνω μας και να μας συστήνεται με αυτό το απροσδόκητο όνομα. Τα λόγια του ηχούν ακόμα στα αυτιά μας, κι ας έχει περάσει πια καιρός: «Καλησπέρα, δεν με ξέρετε από κοντά, αλλά μάλλον θα έχετε ακούσει για μένα. Είμαι το Ποίημα». Μολονότι κανείς δεν μας το πίστεψε, το αφήσαμε να κάτσει. Περίσσευε άλλωστε μια καρέκλα. Σε μερικά τραπέζια περισσεύει πάντοτε μια καρέκλα. Στο δικό μας περίσσευε πλέον και η δυσπιστία. Αλλά όσο το σκεφτόμασταν -και δεν χρειαζόταν να το πούμε ο ένας στον άλλο, γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλο- η κατάσταση δεν ήταν όσο δυσοίωνη φάνηκε αρχικά. Γιατί κι η δυσπιστία μας να αποδεικνυόταν αβάσιμη, κι αλήθεια να έλεγε, και πάλι: τι οίηση! Ακόμη κι αν είχε αισθητικά δίκιο, ηθικά ήταν υπόλογο από την αρχή. Η σκέψη μάς παρηγορούσε και μας γλύκαινε σιγά σιγά, όσο και το αλκοόλ που συνέχιζε να ρέει από κανάτες σε ποτήρια, από ποτήρια σε στόματα, από στόματα σε οργανισμούς, στέλνοντας από εκεί γραμμή την οδηγία στους εγκεφάλους μας, τους μικρούς ημιταλαντούχους - ημιατάλαντους εγκεφάλους μας. Αρχίσαμε να γελάμε δυνατά, σχεδόν χωρίς λόγο, με την κάθε πιθανή κι απίθανη αφορμή. Εν τω μεταξύ δεν παραλείπαμε να το ποτίζουμε κι εκείνο. Κάθε άλλο παρά παραλείπαμε. Και πρέπει να ήταν λιγότερο συνηθισμένο από εμάς στο ποτό -ή πάντως περισσότερο ευαίσθητο- γιατί από Ποίημα έγινε τραγούδι, κι έτσι αυτός ο σωρός από στοιχισμένες πάνω στην καρέκλα λέξεις ντύθηκε ξαφνικά νότες, και η μελωδία του διαχύθηκε και στα διπλανά τραπέζια που ξαφνικά σώπασαν, και οι στίχοι του άρχισαν να ακούγονται στη νύχτα με μια καθαρότητα σχεδόν τρομακτική, με μια καθαρότητα που ολοφάνερα μας τάρασσε και την οποία όσο κι αν απεχθανόμασταν (όσο κυρίως κι αν απεχθανόμασταν την φυσικότητα με την οποία είχε προκύψει) άλλο τόσο μας έκανε να μην μας νοιάζει ο πομπός της, απελευθερώνοντάς μας από έναν εαυτό που δεν ήταν υποχρεωμένος πια να είναι ανταγωνιστικός πομπός, καθώς μετατρεπόταν σε ευεργετημένο δέκτη, δέκτη αυτού που ξετυλισσόταν στην διπλανή ή την απέναντί του καρέκλα, αναλόγως που καθόταν δηλαδή ο καθένας μας. Όλα γκρεμίστηκαν από τον ήχο του σκουπιδιάρικου που θυμήθηκε να περάσει εκείνη την ώρα. Πεταχτήκαμε αγανακτισμένοι πάνω, πήγαμε να τραμπουκίσουμε τους σκουπιδιάρηδες, θυμηθήκαμε πως είμαστε αριστεροί, επιστρέψαμε απεγνωσμένοι πίσω. Το Ποίημα είχε εξαφανιστεί. Θα πήγε να κατουρήσει, είπε ο πιο αισιόδοξος από εμάς, κι έτρεξε στην τουαλέτα. Δεν ήταν εκεί. Βγήκαμε στο δρόμο και αρχίσαμε να φωνάζουμε: «Ποίημα! Ποίημα! Γύρνα πίσω». Πουθενά. Ένας από εμάς έφτιαχνε σκιτσάκια, του είπαμε να το ζωγραφίσει. Ανεβάσαμε την εικόνα του στο διαδίκτυο, φτιάξαμε γκρουπ στο facebook που ζητούσαμε στοιχεία του, μετά τυπώσαμε σχετικές αφίσες, γέμισε η πόλη, θα τις είχες δει μάλλον κι εσύ τότε. Όταν χάσαμε κάθε ελπίδα, στραφήκαμε στην τελευταία: πηγαίναμε κάθε Σάββατο βράδυ στο ίδιο μαγαζί, στο ίδιο τραπέζι και περιμέναμε. Η καρέκλα του πάντοτε περίσσευε. Το ίδιο και η ματαίωση που ολοένα και περισσότερο μας κυρίευε, καθώς δεν παύαμε να φτιάχνουμε κι εμείς τα δικά μας πράγματα, δεν παύαμε να προχωράμε κι εμείς τα δικά μας πρότζεκτ. Τουλάχιστον αισθανόμασταν ασφαλείς στην αλληλοεξουδετέρωσή μας. Μέχρι που το μαγαζί έκλεισε λόγω κρίσης. Ο καθένας μας πήγε τότε μυστικά από τους άλλους στον μαγαζάτορα ζητώντας του μια περίεργη χάρη: να πάρει μια καρέκλα σπίτι του. Πήραμε έτσι όλοι μας μία, ελπίζοντας πως πήραμε τη σωστή, πως πήραμε εκείνη που είχε ένα βράδυ κάτσει το Ποίημα. Στα σπίτια μας περίσσευε έκτοτε πάντοτε μια καρέκλα στα κρυφά. Μπορεί και το κουδούνι να χτυπούσε κάποτε. Μπορεί να ερχόταν να ξανακάτσει κοντά μας, να μας αποκαλυφθεί με λέξεις, να μας αποκαλυφθεί με μελωδίες. Μπορεί να ερχόταν να μας κάνει να νιώσουμε πάλι για λίγο πανίσχυροι κι ανήμποροι, ένοχοι και πανέμορφοι, μικροί και πελώριοι, σίγουροι και εκκρεμείς, με μια λέξη ζωντανοί, ζωντανοί ρε μαλάκα, ζωντανοί.
7 Comments:
η ομορφιά μόνο μπορεί να σώσει τον κόσμο
το είπε πρώτα ο ντοστογιεφσκις μετα ο νικος ο σπηλιάς και μετά ο γιάννης ο μετρητοίς μελοποιησε τραγούδια του νικόλα του σπηλιά του διάσημου
now it s gonna be the beauty that s gonna save the world
Νομίζω πως ένα σχόλιο του sunCoater σε προηγούμενο ποστ τα λέει όλα.
“Δεν είναι blog αυτό. Είναι blogοτεχνία!”
Να προσθέσω, πως το σημερινό ποστ μου θύμισε κι αυτό,
“Γράφω που και που ποιήματα
μερικά απ' τα πολλά που ονειρεύομαι
και βάζω μέσα σ' αυτά δικά μου και δικά σας όνειρα
για τα οποία εσείς και ντρέπεστε και υποφέρετε.
Φοβάστε και σιγά σιγά πεθαίνετε... “
Να είσαι καλά.
Είσαι ωραίος ό,τι κι αν πιάνεις.
Σε 3 χρόνια, λέει, θα γυριστεί και το Νο2, όπου το α' πρόσωπο θα είναι το Ποίημα. Κι ανάλογα με την επιτυχία τού sequel στα συρτάρια περιμένει και προσχέδιο για την ιστορία του μαγαζάτορα. Όχι, για τις καρέκλες ή τον σκουπιδιάρη δεν ακούστηκε τίποτα.
Αναζητείται ποίημα αδιάτρητο στις δολοπλοκίες των προθέσεων με εθελόντριες λέξεις για το στρατό της άρνησης. Ζητείται ποίημα-ασπίδα στα διστακτικά "αν" και στα συμβιβασμένα "ναι". Ποίημα -επίγονος ανάστροφης εικόνας. Αντίδοτο στις πλαστοπροσωπίες των λέξεων που αναζητούν κομμάτια από τη ζωή μας. Αναζητείται ποίημα πολυσήμαντο, αφετηρία των αισθημάτων, τριγωνική ασπίδα. Καταζητείται ποίημα... Είναι επικίνδυνο, πρέπει να θανατωθεί πριν ξυπνήσει την ζωή από τη λήθη της.
ωραίο. πολύ πολύ ωραίο.
Λίγο αισιόδοξο σου βγήκε ή μου φάνηκε;
Ζωντανός για σένα σήμαινε και σημαίνει να γράφεις ψευδώνυμα στη μπλογκόσφαιρα σχολιάζοντας την επικαιρότητα, ιδίως τότε που ήταν νέο φρούτο και ήταν στα φόρτε της και κάποιοι μιλούσαν για την κοινότητα των μπλόγκερς;
Σόρρυ, αλλά οι κοινότητες βγαίνουν πάντα σε extra small και η μπλογκόσφαιρα πέθανε όπως σωστά έγραψε πολύ καιρό πριν και ο Sraosa. Ήταν μόνο μια φούσκα και έσκασε, αυτών που πίστευαν ότι το να κάνεις κάτι, οτιδήποτε, είναι από μόνο του πολύ σημαντικό, ειδικά επειδή μπορούσαν απλά να κάθονται χωρίς να κάνουν τίποτα. Ένα εποικοδόμημα, κάτι απολίτικο, υπερφύαλο, επιφανειακό, εικονικό που ανατράπηκε απο τις διαρκείς κοινωνικές ζυμώσεις, όταν εξαφανίστηκαν οι συνθήκες που την εξέθρεψαν. Ένα πρόσκαιρο φαινόμενο της εποχής μας που απλώς κατάντησε (άλλο ένα) θορυβώδες εργαλείο προπαγάνδας των παραπολιτικών μαγαζιών. Ήταν ένα όνειρο και τα όνειρα τελειώνουν το πρωί μόλις βγουν οι σκουπιδιαραίοι για μαζέψουν τα σκουπίδια από τα ξενύχτια, τους καφέδες, τα τσιγάρα και τα ποτά...
Τέσπα, σόρρυ κιολάς γιατί δεν καταλαβαίνω και πολλά από τα υπονοούμενα που γράφετε. Εδώ μέσα γράφουν ή καλύτερα ασχημονούν οι ίδιοι και οι ίδιοι με άλλα ονόματα και απλώς ανακυκλώνουν τον εαυτό τους σαν τις τηλεπερσόνες στα πλατό που τρώνε τις σάρκες τους, οπότε δικαιωματικά αυτή η (κακο)ποίηση σας ανήκει πνευματικά με κοπυράιτ στο τέλος κάθε λέξης, ώστε να είναι (ακόμα και ανορθόγραφα) κατοχειρωμένη.
Και όχι, δεν είναι blogοτεχνία αυτό. Είναι αυταπάτη. Δεν είναι ποίηση, είναι στοχοποίηση της ζωής σε οθόνη πλαστική. Η ζωή δεν ξυπνάει μέσα από τα ποιήματα, τα ποιήματα ξυπνάνε μέσα από τη ζωή!
"Προσεχώς στο ΕΛculture η ταινία της χρονιάς που σάρωσε: "Εγώ η Ποίηση" σε σκηνοθεσία Σκήνου Θέτη, βασισμένη στο ομώνυμο, ευπώλητο μυθιστόρημα αχαλίνωτης, εικονικής πραγματικότητας της πασίγνωστης λογοτέχνιδας, σύζυγος του Λαλιώτη."
Δημοσίευση σχολίου
<< Home