Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2012

Aγάπη. Αρκεί;

Στην πρώτη σκηνή της βραβευμένης με τον Χρυσό Φοίνικα «Αγάπης», πυροσβέστες παραβιάζουν την πόρτα ενός σπιτιού. Πιάνουν τις μύτες τους. Σε ένα σφραγισμένο δωμάτιο θα βρουν ένα πτώμα. Είναι μιας γριας γυναίκας. Τη βρίσκουν στο κρεβάτι της, με στολισμένα λουλούδια τριγύρω της. Θα παρακολουθήσουμε την υπόλοιπη ταινία σε φλας μπακ. Όπως ακριβώς δεν υπάρχει σασπένς και στη ζωή, όπως το τέλος της ιστορίας όλων μας είναι δεδομένο, έτσι και το τέλος της κινηματογραφικής ιστορίας της Αν. Η Αν (η 85χρονη Εμανουέλ Ριβά δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία) ζει μια ζωή μαζί με τον άντρα της τον Ζορζ (ο 82χρονος Ζαν Λουί Τρεντινιάν είναι μια ολότελα συγκλονιστική παρουσία). Τους πρωτοβλέπουμε μαζί σε ένα κοντσέρτο πιάνου. Μετά να γυρνούν με τη συγκοινωνία, καθισμένοι δίπλα δίπλα και συζητώντας. Μετά να μπαίνουν στο σπίτι τους. Και σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ταινίας δεν θα δούμε τίποτα που να διαδραματίζεται έξω από τα όρια του παλιού μεγάλου παριζιάνικου διαμερίσματός τους. Η μοναδική σκηνή που η κάμερα θα βγει έξω από την πόρτα (κι αυτό μόνο για να φτάσει ως τον διάδρομο) είναι σε όνειρο. Το διαμέρισμα -και όχι η Ιζαμπέλ Ιπέρ που παίζει την κόρη τους- είναι ο τρίτος βασικός συμπρωταγωνιστής. Ο περιορισμός του τόπου ως μια μεταφορά του περιορισμού του χρόνου της κάθε ανθρώπινης ζωής; Το σπίτι ως σύμβολο της απομόνωσης της τρίτης ηλικίας;
Ο Χάνεκε θα φέρει την κάμερα σταδιακά κοντά στα πρόσωπα των ηρώων του. Ξεκινά με μακρινά πλάνα (στο κοντσέρτο), συνεχίζει με μεσαία (στο τραμ και όταν μπαίνουν στο σπίτι) και καταλήγει στα πολύ κοντινά. Όταν φτάσει στα κοντινά, δεν είναι μόνο ο Τρεντινιάν και η Ριβά που υποδύονται τους ρόλους τους, είναι και τα αποτυπώματα του χρόνου στο πρόσωπό τους που δεν υποδύονται κανένα ρόλο. Η φωτογραφία του Ντάριους Κόντζι πετυχαίνει μια σπάνια χρωματική σύνθεση στις σκηνές της νύχτας: ο Τρεντινιάν βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ σκοταδιού και φωτός, στο όριο ανάμεσα στο φως που λιγοστεύει και το σκοτάδι που πλησιάζει. Κι όμως είναι διαυγής και γενναίος. Όσο για την πεντακάθαρη φωτογραφία την ημέρα, είναι συστατικό στοιχείο του τρόπου που προσεγγίζει ο Χάνεκε την ταινία του και τα όσα συμβαίνουν στους ήρωες του: ενός τρόπου μακριά από το μελόδραμα, μακριά από οτιδήποτε γλυκερό, μακριά από κάθε συναισθηματικό εκβιασμό. Όλα παρουσιάζονται με βλέμμα σχεδόν κλινικό· όπως περίπου πάντα στον Χάνεκε, θα πει κανείς. Με τη διαφορά, πως, σε αντίθεση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του, στην «Αγάπη» η αγάπη είναι πανταχού παρούσα.
Το πρωινό μετά το κοντσέρτο η Αν ξαφνικά θα σταματήσει για λίγο να επικοινωνεί με το περιβάλλον. Πρώτο εγκεφαλικό. Τους βλέπουμε να επιστρέφουν από το νοσοκομείο. Είναι πια σε καροτσάκι, έχει παραλύσει από την δεξιά της πλευρά. Ό,τι συμβεί στη συνέχεια είναι πολύ φτωχό σε «επεισόδια». Το σενάριο του Χάνεκε πολύ δύσκολα θα έβρισκε χρηματοδότηση για να γίνει ταινία στην Αμερική. Θα σκανδαλίζονταν από το πόσο λιτό είναι, πόσο στερείται ανατροπών, πόσο λίγες δραματικές κορυφώσεις έχει. Ακόμα και εσύ ως θεατής, όσο η ταινία κυλάει, αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν αυτό είναι όλο κι όλο που συμβαίνει, αν είναι υπερβολικός ο τόσος ντόρος. Θα πάψεις όμως να αναρωτιέσαι. Όχι επειδή τελικά θα συμβούν ένα - δύο αξιομνημόνευτα επεισόδια· δεν είναι αυτό το θέμα. Αλλά επειδή η ταινία αργά αλλά σταθερά σε βάζει στο κλίμα της, στην βαθιά υπαρξιακή της αλήθεια.
Όταν η Αν χειροτερεύσει πολύ, θα αρχίσει να λέει μόνο “mal, mal, mal”. H μετάφραση στην οθόνη λέει «πονάει, πονάει, πονάει». “Μal” όμως σημαίνει και κακό. Μια νοσοκόμα που έχει προσλάβει ο Ζορζ, του λέει να μη δίνει σημασία σε αυτό που λέει, ότι τις περισσότερες φορές άνθρωποι στην κατάσταση της γυναίκας του επαναλαμβάνουν μια λέξη που δεν σημαίνει οπωσδήποτε κάτι. Θα μπορούσε να λέει μαμά αντί για mal. Το ξέρω, της απαντάει ο Ζορζ.
Το ξέρει, ναι, και το συνηθίζει. Πόσο όμως συνηθίζεται αυτό; Εκείνος ξυρίζεται κι εκείνη αρχίζει να λέει mal συνέχεια. Tρέχει να τη δει. Τι έχεις, γλυκιά μου; Όχι πως περιμένει απάντηση δηλαδή. Οπότε αρχίζει να της λέει τα δικά του. Της διηγείται μια ιστορία από την παιδική του ηλικία, όταν είχε πάει σε μια κατασκήνωση. Της λέει για ένα ρυζόγαλο που δεν μπορούσε να φάει, αλλά που οι υπεύθυνοι του έλεγαν να το φάει, είτε του αρέσει είτε όχι. Της λέει για ένα μυστικό κώδικα που είχε συμφωνήσει με την μαμά του, προκειμένου να ξέρει αν είναι ή δεν είναι ευτυχισμένος εκεί: αν ποτέ ζωγράφιζε αστέρια στην κάρτα που της έστελνε με τις εντυπώσεις του, θα σήμαινε ότι ήθελε να φύγει. Της τα λέει όλα αυτά, κι ενόσω της τα λέει, τα mal αρχίζουν να λέγονται με μικρότερη συχνότητα. Τελικά η μαμά του μόλις είδε την κάρτα με τα αστέρια πήγε και τον πήρε. Η ιστορία του τελειώνει, μαζί και τα mal. Την έχει πάρει ο ύπνος. Η αγάπη νίκησε το κακό ή μήπως η εξάντλησή της γυναίκας του; Κοιμήθηκε αποκαμωμένη ή παρηγορημένη από την φωνή του; Κι αν η αγάπη του ήταν που σταμάτησε το κακό, για πόσο το σταμάτησε; Ποιά η δύναμη της αγάπης, ποιά τα όριά της, μέχρι που μπορεί να φτάσει ακόμα κι όταν βρίσκεται στην πιο ιδανική μορφή της, στην ιδανική αυτή μορφή αγάπης που έφτιαξε ο Χάνεκε; Μέχρι που μπορεί να φτάσει, τι μπορεί να απαλύνει ακόμη και η ιδανική μορφή αγάπης όταν συγκρούεται με το κακό της αρρώστιας και του πόνου;
Στο κρεβάτι εκείνο, το mal που λέει και ξαναλέει η Αν δεν είναι απλά ένα δικό της mal, είναι μια κραυγή για το γενικότερο κακό, για το κακό της φθοράς, για το κακό της έκπτωσης, για το κακό της παρακμής. Φωνάζει για το κακό που βρίσκει τους ανθρώπους, ενώ πάνω από το κρεβάτι ο άνθρωπός της, ο άνθρωπος που αγαπά αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο, παλεύει να διώξει το δικό της κακό. Η αγάπη, ένα ανθρώπινο συναίσθημα που μπορεί να είναι και εγωιστικό· που μπορεί να μην χωράει άλλους εκτός από τους δύο που αγαπιούνται. Ο Ζορζ αδιαφορεί ακόμα και για το πώς αισθάνεται η κόρη του. «Έχετε τη ζωή σας, αφήστε μας στη δική μας», της λέει.
Μπροστά στο κακό των φυσικών ορίων, μπροστά στο κακό της απώλειας του εαυτού, μπροστά στο κακό του πόνου, η αγάπη στέκεται τελικά ανήμπορη; Ακόμα κι αν δεν μπορεί να υπερβεί αυτά τα όρια, ακόμη κι αν δεν μπορεί να τα ανατρέψει, δεν παύει να είναι ο πιο πειστικός τους αντίπαλος, ίσως ο μόνος ικανός να τα κοιτάξει στα μάτια, ο μόνος ικανός να πει, ναι, το παιχνίδι τελικά το έχουμε χαμένο, ναι, όλο αυτό πονάει, όλο αυτό είναι κακό, αλλά αν έχουμε αξιωθεί να αγαπηθούμε, αν έχουμε αξιωθεί να αγαπηθούμε όπως η Αν από τον Ζορζ, τότε όσο ανήμπορη κι αν είναι, μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των mal, μπορεί να περιορίσει την έκταση του κακού.
Αρκεί η αγάπη; Μπορεί να αρκεί για να σε πάρει από μια κατασκήνωση που υποφέρεις. Μπορεί να αρκεί να σε πάρει κι από οπουδήποτε αλλού είσαι και υποφέρεις. Μπορεί να σου διώξει τον πόνο. Αλλά δεν μπορεί να διώξει το κακό. Εκτός κι αν το κακό είναι η ίδια η ζωή.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)