Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

Τι υψηλόν;

«Φοβούμαι ότι δεν ημπορείς να εννοήσης την θέσιν μου εκείνη, όπως και αν σου την περιγράψω. Φαντάσου έναν έρωτα θερμόν ωσάν τον ήλιον, φωτεινόν ωσάν τον ήλιον, άπλετον ωσάν τον ήλιον - τον ήλιον της πρώτης, της παρθένου Δημιουργίας. Ε! ο ήλιος αυτός δεν ανέτελλεν επί παρθένου γης, ανυπομόνου και σφριγώσης, όπως αναδώση τον πρώτον πλούτον της βλαστήσεως αυτής ανάλογον και ισοδύναμον προς την ευεργετική επιρροήν του φωτός και της θερμότητος ην εδέχετο.
Η καρδία, εφ' ης ο έρως της Κλάρας ηκτινοβόλει, ήτο χώρα λεηλατημένη, διηρπασμένη, ηρημωμένη δια παντός. Εθερμαίνετο, ναι. Αλλά ούτως, ώστε να διαισθάνεται μετά βαθείας καυστηράς θλίψεως ότι, εάν δεν είχε δενροτομηθή, δεν είχεν αποξηρανθή, θα ήκμαζε τώρα ως ο μάλλον ευώδης, ο μάλλον ανθηρός παράδεισος αισθημάτων. Εφωτίζετο, ναι. Αλλά -και τούτο ήτο το χειρότερον- μόνον και μόνον, όπως βλέπη και παραβάλη την γυμνότητα, την ασχημίαν και τον εξευτελισμόν της, προς το πλούτον και το κάλλος και το μεγαλείον της καρδίας της Κλάρας!
Ω! διατί εστάθην τόσον τρελλός! Τόσον ανόητος! Διατί ν' ασωτεύσω και εξευτελίσω τους θησαυρούς της νεαράς καρδίας μου! Τι καρδία! Τόσον ευαίσθητος! Τόσον πλουσία! Αλλά και τόσον άπειρος! Τόσον απρονόητος! Δεν διεχειρίσθη περιεσκεμμένως την δαψίλειαν των αισθημάτων, δι 'ων ο Θεός την επροίκισεν! Η υπερβολή της εν αυτή αγάπης την επίεζεν· η πλημμύρα την εστενοχώρει! Είχεν ανάγκην να εκχειλίση, να ελαφρυνθή. Και όταν προήλθε ενώπιόν της η πρόστυχος εκείνη κόρη, δεν ηρώτησε, δεν εσκέφθη να κάμη οικονομίαν. Οικονομίαν! Και ήτο δυνατόν; Επίστευεν ότι ηγαπάτο. Όσω περισσότερα έδιδε, τόσο περισσότερα θα ελάμβανεν. Και μετήγγισα λοιπόν όλους τους θησαρούς των αισθημάτων εις την ευτελή της καρδίαν, εις το ανάξιον, το ρυπαρόν εκείνο σκεύος, δια να λάβω ... ατιμίαν, εξουθένωσιν. Εθεοποίησα την ταπείνωσιν, ελάτρευσα την ασχημίαν! Τώρα τι υψηλόν να σκεφθώ πλέον δια την Κλάραν, το οποίον να μη εξηυτέλισα προσκεφθείς δι΄εκείνην; Τι ωραίον, το οποίον να μη προησχημίσθη συγχρωτισθέν μετ' εκείνης; Ουδέν, ουδέν μοι υπελείφθη πλέον ή ιερόν, ή όσιον, το οποίον να μη εβεβηλώθη προαφιερωθέν εις εκείνην! ... Την δε Κλάραν την ηγάπων. - Ω, την ηγάπων; Την ελάτρευον, όπως τον Θεόν μου! Και διά τούτο ίσα-ίσα δεν ημπορούσα να ασεβήσω προς αυτήν, να την προσβάλω. Ουδ΄εις τον απώτερον φίλον του δεν προσφέρει κανείς άνθη πεταλορροήσαντα και ποδοπατηθέντα. Εις τους θεούς όμως, εις τους θεούς προσφέρουσι μόνον τας απαρχάς, τας τελείας, μόνον τα εκλεκτά και ανέπαφα. Πώς ημπορούσα λοιπόν εγώ να προσφέρω εις την Κλάραν καρδίαν μεταχειρισμένην, αισθήματα τετριμμένα; Να δεχθώ αγάπη ομοίαν με την ευλογίαν του Θεού και να προσφέρω ως αντάλλαγμα τ' αποφάγια, τα αποπλύματά της...».

2 Comments:

At 5/22/2006 10:11:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Επειδή είμαι θιασώτης του Βυζηϊνού, το κάνεις επίτηδες για να μη γκρινιάζω για τους πακιστανούς, έτσι ;
Βασικά, προτιμώ «Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον».
GeorgeS.

 
At 7/19/2006 05:33:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Hi! Just want to say what a nice site. Bye, see you soon.
»

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home