Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2017

Aπό αλλού

Έκανε μια δουλειά για να ζησει. Όχι του πεταματού, κάθε άλλο. Αν και για να είμαστε ακριβείς, κάθε άλλο παρά του πεταματού τα παλιότερα τα χρόνια. Γιατί και προ κρίσης και πολύ περισσότερο μετά, είχε αρχίσει να γίνεται του ψιλοπεταματού κι αυτή, ειδικά αν ήσουν ένας από τους πολλούς που την έκαναν για να τα βγάλουν πέρα κι όχι ένας από τους λίγους που μπορούσαν ακόμη να βγάλουν καλά λεφτά. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι και στα παλιότερα τα χρόνια να την έκανε, πάλι με μισή καρδιά θα την έκανε. Το θέμα είναι ότι και πολλοί από αυτούς που απλά τα έβγαζαν πέρα, μπορούσαν πάντως να αναγνωρίσουν σημαντικό μέρος της ταυτότητάς τους στη δουλειά τους, μπορούσαν να αναγνωρίζουν σε αυτήν τον φυσικό χώρο του εαυτού τους, μπορούσαν να ξυπνούν κάθε μέρα γνωρίζοντας ότι θα σηκωθούν για να πάνε να κάνουν αυτό που οι ίδιοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι. Εκείνη όμως δεν ήταν.
Εκείνη κινούνταν στη δουλειά της, σαν να είναι από αλλού.
Εκείνη κινούνταν στο σπίτι της, σαν να είναι από αλλού.
Εκείνη κινούνταν στη ζωή της, σαν να είναι από αλλού.
Κι ίσως για αυτό την φοβόντουσαν τόσοι ανεξήγητα τόσο.
Κι ίσως για αυτό την φθονούσαν τόσοι ανεξήγητα τόσο.
Κι ίσως για αυτό την διέβαλλαν τόσοι ανεξήγητα τόσο.
Τι ακριβώς τους είχε κάνει;
Πώς ακριβώς τους είχε πειράξει;
Σε τι ακριβώς τους ξεβόλευε;
Γιατί μας φοβίζει τόσο το αλλού;
Γιατί πρέπει να είμαστε όλοι από εδώ;
Γιατί πρέπει να πατάμε όλοι με τα δύο πόδια στη γη; Εκείνης μπορεί και τα πόδια και τα χέρια και το μυαλό να είχαν αλυσίδες, αλυσίδες φτιαγμένες κρίκο – κρίκο από τα γνώριμα οικογενειακά υλικά με τα οποία φτιάχνονταν από καταβολής οικογενειών οι αλυσίδες, αλλά έπαιρνε τα αλυσοδεμένα της πόδια και περπατούσε στα σύννεφα.
Και δεν ήταν οι αλυσίδες που έδεναν και τα σύννεφα, αλλά τα σύννεφα που αναιρούσαν τις αλυσίδες.
Κι όσο ήταν εκεί ήταν χαρούμενη.
Κι όσο γυρνούσε εδώ ήταν λυπημένη.
Αλλά είτε χαρούμενη είτε λυπημένη, δεν γινόταν ποτέ κακή, δεν γινόταν ποτέ άσχημη.
Στις βόλτες της στα σύννεφα, ψάχνει να βρει εκείνον που θα την γεμίσει με το φως του. Αλλά οι άνθρωποι που ζουν μονίμως εκεί, είναι φτιαγμένοι και οι ίδιοι από σύννεφο και το φως το προορίζουν για τον εαυτό τους και το έργο τους, όχι για συγκεκριμένους ανθρώπους.
Στις βόλτες της στη γη, τα μάτια της κοιτώντας πεισματικά προς τα πάνω παραμένουν κλειστά.
Άνθρωποι φτιαγμένοι από γη την κοιτούν να μην τους κοιτά και προσπαθούν να καταλάβουν τι έκαναν λάθος.
Θα μπορούσαν να της σπάσουν τις αλυσίδες, αυτό το λάθος έκαναν.
Θα μπορούσαν να την κάνουν ευτυχισμένη, αυτό το λάθος έκαναν.
Και δεν την μεγάλωσαν για να είναι ευτυχισμένη.
Την μεγάλωσαν για να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Για αυτό κι εκείνη ταξιδεύει αλλού.