Κυριακή, Μαΐου 27, 2007

Oι Δυο Πίνακες

Όταν κατάλαβε ότι ήταν ζωγράφος, κατάλαβε επίσης ότι δεν μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ζωγράφος και πίστεψε ότι οτιδήποτε άλλο δεν είχε παρά δευτερεύουσα εν τέλει σημασία. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα βόλεψε οικονομικά και κατόρθωσε να μην είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ζωγράφος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα βόλεψε συναισθηματικά και κατόρθωσε να βάλει κάθε τι άλλο στο περιθώριο της σκέψης του: αργά αλλά σταθερά αποξενώθηκε από τους ανθρώπους και αφοσιώθηκε στους πίνακές του και μόνο. Στις ολοένα και με μικρότερη συχνότητα επισκέψεις της συνείδησής του, που τον εγκαλούσε για την αδιαφορία του για τους ανθρώπους, απαντούσε πως ήταν υπόλογος μόνο απέναντι στην αλήθεια του έργου του· και πράγματι, κανείς δεν μπορούσε να πει ότι το έργο του ήταν ψεύτικο. Απαρτιζόταν στη συντριπτική του πλειοψηφία από αυτοπροσωπογραφίες, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία τον παρουσίαζαν με διαστρεβλωμένα χαρακτηριστικά, τα οποία τον έκαναν αποκρουστικό έως απόκοσμο.
Ένα βράδυ που περπατούσε για να ξεκουραστεί και να καθαρίσει το μυαλό του, έπεσε σε στέκι ναρκομανών και το θέαμα που είδε τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως ήταν καιρός το έργο του να βγει από τον εαυτό του. Από τότε άρχισε να γυρνά στην πόλη μανιωδώς, συγκεντρώνοντας στο μυαλό του παρόμοιες εικόνες, σκιτσάροντάς τες πρόχειρα σε ένα μπλοκ και αποφασίζοντας μετά στο ατελιέ του ποιές θα μετέτρεπε σε πίνακες.
Η μικρή φήμη που είχε αποκτήσει μεταξύ των ειδικών με τις αυτοπροσωπογραφίες του, μετατράπηκε σε ευρεία απήχηση όταν έκανε την πρώτη του έκθεση με τους πίνακες των ναρκομανών. Τώρα τα ΜΜΕ μιλούσαν για αυτόν και μάλιστα όχι τόσο όσο θα ήθελε για την τέχνη του, αλλά περισσότερο για την σπάνια ευαισθησία κι ανθρωπιά του.
Η φήμη έχει και τις επιπλοκές της κι έτσι κάποια ξημερώματα χτύπησε το κουδούνι του. Από το ματάκι είδε ότι ήταν ένα πρεζόνι. Τον ρώτησε τι θέλει. Του απάντησε λίγα λεφτά. Του είπε πως δεν έχει. Τον παρακάλεσε. Δεν του απάντησε. Τότε λιποθύμησε και σωριάστηκε έξω από την πόρτα του. Έμεινε να τον κοιτάει για ώρα, αλλά δεν άνοιξε. Έπεσε για ύπνο ελπίζοντας ότι το πρωί δεν θα τον έβλεπε εκεί. Άργησε πολύ να κοιμηθεί. Όταν ξύπνησε κατευθύνθηκε τρέμοντας προς το ματάκι. Είχε φύγει.
Πήγε στο ατελιέ του κι άρχισε να ζωγραφίζει εκείνον όπως τον είχε δει παραμορφωμένο μέσα από το ματάκι και ταυτόχρονα μια ακόμη αυτοπροσωπογραφία του, την πιο παραμορφωμένη από όλες τις άλλες, τις παλιές: ήταν το πρόσωπό του αλλά και το πρόσωπο ενός τέρατος, ήταν τα σύνορα δύο προσώπων ζωγραφισμένα σε ένα. Από ένα σημείο και ύστερα δεν ήταν σίγουρος αν ζωγραφίζει ένα πρόσωπο ή δύο, δύο πίνακες ή έναν.
Παρασύρθηκε τόσο που ξέχασε ότι εκείνη την μέρα είχε να δώσει συνέντευξη στην τηλεόραση.
Όταν το θυμήθηκε, δεν τον πολυένοιαξε· ζωγράφιζε κάτι καλό, κάτι δυνατό, κάτι αληθινό, ήταν, με τον τρόπο του, ευτυχισμένος.

3 Comments:

At 5/27/2007 11:09:00 π.μ., Blogger μια αντανάκλαση said...

Δεν ξέρω πόσο παραμορφωτικό είναι το ματάκι της δικιάς μου πόρτας, αλλά μου φαίνεται ότι αυτό που βλέπω μέσα από αυτό είναι ο ορισμός της «ευτυχίας» του blogger που έσβησε τις ενοχές του με ένα post αφιερωμένο στην Αμαλία Καλυβίνου. Συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου.

 
At 5/28/2007 02:07:00 π.μ., Blogger Κώστας said...

Εγώ προσωπικά δεν έσβησα τίποτα. Πάλι ο χρόνος θα με κάνει να ξεχαστώ και να ξεχάσω.

Το κείμενο πολύ καλό.

 
At 5/28/2007 03:55:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Αντανάκλαση, αυτό θα σήμαινε ότι θα θεωρούσα υποκριτική την στάση των μπλόγκερ που τους άγγιξε το θέμα. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τον εαυτό μου θεωρώ υποκριτή.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home