Γιούνκερ Θεέ, πάρε τις ΠΑΕ
Στον
μαινόμενο πόλεμο Μαρινάκη – Μελισσανίδη,
υποθέτω πως λίγοι φανατικοί οπαδοί
παίρνουν ευθέως το μέρος του ενός ή του
άλλου και πως οι περισσότεροι δεν
παίρνουν το μέρος κανενός, είτε νιώθοντας
έκπληξη και ανακατωσούρα στο στομάχι,
είτε πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα τον
μιθριδατισμό τους και τον κυνική θεώρηση
των πραγμάτων, χαρακτηριστικά στα οποία
το ίδιο το σύστημα του ελληνικού
ποδοσφαίρου τους εκπαίδευσε. Νομίζω
όμως πως εν προκειμένω η προσφορότερη
στάση είναι να πάρουμε το μέρος και των
δύο, είναι αυτή την φορά να δώσουμε όσο
περισσότερο δίκιο και στους δύο, λέγοντας
«Να αγιάσει το στόμα σου, Βαγγέλη», «Να
αγιάσει το στόμα σου, Δημήτρη», μόνο τα
δικά σας αγιασμένα στόματα μπορούν να
πιάσουν το όνομα του άλλου. Αν
δεν μπορεί να μιλήσει κανένας άλλος για
τον Μελισσανίδη με αυτόν τον τρόπο, ας
μιλήσει τουλάχιστον ο Μαρινάκης. Κι αν
δεν μπορεί να μιλήσει κανένας άλλος για
τον Μαρινάκη με αυτόν τον τρόπο, ας
μιλήσει τουλάχιστον ο Μελισσανίδης. Ας
γίνει μια τίμια μάχη μεταξύ αυτών των
επιφανών εκπροσώπων της οικονομικής
εξουσίας και ας κερδίσει ο καλύτερος.
Ή ας γίνει μια άτιμη μάχη και ας κερδίσει
ο χειρότερος. Κι όλες οι υπόλοιπες
εξουσίες ας κάνουμε χάζι και εξέδρα. Η
δικαστική να παρακολουθεί διακριτικά
και με κατανόηση, η νομοθετική να είναι
σε ετοιμότητα να βάλει καμιά άσχετη
υπέρ τους τροπολογία, η εκτελεστική να
συναγελάζεται και να απονέμει πλακέτες,
ο Τύπος να σφυρίζει κλέφτικα (ή έστω
επιχειρηματικά) κι όσο για τον κυρίαρχο
ελληνικό λαό (που ψήφισε άλλωστε
σαρωτικά Θρύλο στον Πειραιά και Μπέο
στο Βόλο) πάντα θα θέλει για την ομάδα
της καρδιάς του έναν Τίγρη ή έναν
Μαρινάκη, έναν Κόκκαλη ή έναν Δημητράκη
Γιαννακόπουλο, να την προστατεύουν και
να την ισχυροποιούν.
Τις
τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό
ποδόσφαιρο έχει
λειτουργήσει ως ένας τεράστιος διαφθορέας
συνειδήσεων, έχει νομιμοποιήσει
συνειδησιακά ένα κλίμα «Σε κλέβω άρα
είμαι μάγκας - Σε κλέβω άρα είσαι μαλάκας
- Σε κλέβω και εσύ είσαι αυτός που πρέπει
να ντρέπεται». Πόση
ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς
μπορούμε όμως να διαγνώσουμε σε αυτήν
την παθογένεια; Όχι και τόση, ε; Κι έτσι,
επειδή εδώ δεν υπάρχει χώρος για την
καθεστωτική σπέκουλα, δεν θα ασχοληθούμε
και πολύ. Για αυτή την ιδιαιτερότητα
της μη κανονικής μας χώρας δεν θα
επιμείνει κανένας διαφωτιστής και
κανένας μεταρρυθμιστής. Είναι κρίμα
γιατί όταν βγαίνει τόσο πολύ το σκατό
στην επιφάνεια, αυτές οι τακτικές
μεξικανικών καρτέλ και σικελικής μαφίας,
θα μπορούσαν να κολλήσουν γάντι στα
περί ιδιαιτεροτήτων και μη κανονικής
χώρας, αλλά νά που παραδόξως αυτά δεν
ενοχλούν, το πόσο προνεωτερική είναι η
κοινωνία μας έρχεται ως επιχείρημα μόνο
αν είναι να κοπούν μισθοί, συντάξεις κι
εργατικά δικαιώματα
Κι
επίσης, στην καταδίκη της βίας από
οπουδήποτε κι αν προέρχεται, δεν υπάρχει
μόνο ο αστερίσκος της εξαίρεσης της
κρατικής βίας. Όλη αυτή η επιχειρηματολογία
για το μονοπώλιό της, για το πόσο
απαραίτητο είναι, για το πόσο προφυλάσσει
τη δημοκρατία μας, για το πόσο έχουμε
συνεννοηθεί ότι τη βία την ασκεί μόνο
το κράτος, πηγαίνει αν όχι περίπατο,
πάντως σε ένα πολύ διακριτικό μέρος
όταν οι ψίθυροι και οι υποψίες αφορούν
μεγαλοεπιχειρηματίες: τότε η βία
δεν συγκινεί, δεν προκαλεί ανατριχίλα
ή διάρρηξη ιματίων. Και αν έχουν χτυπηθεί
τόσες πολλές φορές και δημοσιογράφοι
του αθλητικού Τύπου, σιγά. Δεν έγινε και
τίποτα. Δεν είναι δηλαδή όπως στην
περίπτωστη της Athens Voice που
το χτύπημα έγινε από εχθρούς της
ελευθερίας της έκφρασης. Κακώς λοιπόν
νομίζαμε πως μόνο η στολή ηδονίζει τον
κάθε καθεστωτικό δημοσιολογούντα. Η
στολή τον ηδονίζει ως έκφραση της
εξουσίας. Και η μη ένστολη βία μια χαρά
μπορεί να μείνει ασχολίαστη και
ακαταδίκαστη από τον ίδιο, όταν από πίσω
της υπάρχει οικονομική εξουσία.
Αλλά
ας αφήσουμε την μπρουτάλ εκδοχή του
ελληνικού καπιταλισμού. Για την Wind
δεν έχει ακουστεί κάτι
για πρακτικές της νύχτας, ο Λάτσης δεν
απειλεί τηλεφωνικά με τσιμεντώματα,
ούτε το όνομα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου
φέρεται αναμεμιγμένο σε οποιαδήποτε
εγκληματική οργάνωση. Στην υπόθεση Lux
Leaks συναντάμε
την εξευγενισμένη
εκδοχή του καπιταλισμού. Καμία
ιδιαιτερότητα, καμία παθογένεια, αντίθετα
ο τρόπος
ακριβώς που λειτουργεί παγκοσμίως το
παιχνίδι, ο τρόπος ακριβώς που είναι
δομημένο το σύστημα. Σε
αυτή την κανονική καινούρια χώρα που επαγγέλλονται οι μεταρρυθμιστές, τι
συμβαίνει με το φορολογικό καθεστώς;
Ένα μόνο τέρας υπάρχει στη δημόσια
ρητορική, το «τέρας της φοροδιαφυγής».
Η φοροαποφυγή δεν συνιστά κανένα τέρας,
η φοροαποφυγή θα μένει στα σκοτάδια της
εγχώριας δημόσιας συζήτησης, ακόμα και
όταν έρχεται με μια διεθνή δημοσιογραφική
έρευνα στο φως.
Eίναι
ο ίδιος ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ που μας
ανακοίνωνε την Άνοιξη του 2010 ότι το
πάρτι τελείωσε, το πάρτι του να έχουμε
αυτόν τον εγχώριο νοσηρό καπιταλισμό
που παρήγαγε ολοένα και μεγαλύτερα
ελλείμματα. Στο σωστό το πάρτι, το της
εξωχώριας χώρας του ή των όποιων άλλων
φορολογικών παραδείσων, στο σωστό
παγκόσμιο πάρτι τρώνε όσο το δυνατόν
λιγότεροι, υπάρχει όσο το δυνατόν
μικρότερη διάχυση του πλούτου, στο σωστό
το πάρτι η αναδιανομή γίνεται συνεχώς
προς όφελος του κεφαλαίου. Όσο περισσότερο
ψηλά στην τροφική αλυσίδα είσαι, τόσο
περισσότερα θα είναι αυτά που θα πάρεις
μαύρα (είναι προφανώς π.χ οι μεγαλοδικηγόροι ή μεγαλοοτιδήποτε
εκείνοι που μεγαλοφοροδιαφεύγουν) και
όταν φτάνεις στην κορυφή της η
φοροδιαφυγή καθίσταται περιττή, δεν
χρειάζεται πια να παραβείς κανέναν
νόμο, το μόνο που χρειάζεται είναι να
θέσεις στην υπηρεσία σου τους νόμους,
το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις
πως παιδιά εγώ το κεφάλαιό μου δεν το
έχω για να το δίνω σε φόρους, το κεφάλαιό
μου το έχω για να το προστατεύω, για να
το προφυλάσσω, για να το αυγατίζω. Πλήρωνε
εσύ τους φόρους σου, όσο ισοπεδωτικοί
κι αν είναι, μέχρι να ισοπεδωθείς εντελώς
κι όσο για μένα μην τυχόν και με απειλήσεις,
γιατί τότε θα πάρω τα καράβια μου και τα
κεφάλαιά μου και θα τα πάω αλλού. Έλα να
με βρεις να με φορολογήσεις. Είναι αυτό
ακριβώς που ως «παγκοσμιοποιημένη
οικονομία» έρχεται να περιγράψει ένα
σύστημα δήθεν αυτοματοποιημένο και
φυσικό, ένα σύστημα εκτός ελέγχου. Κι
αυτός ο τρόπος λειτουργίας είναι απόλυτα
κρίσμο να παραμένει εκτός εκλογών ή
δημοψηφισμάτων. Είναι
ο τρόπος ελιγμού και προστασίας του
κεφαλαίου που ξέφευγε και θα ξεφεύγει
από τη λαϊκή βούληση. Αυτά τα θέματα που
όντως μας αφορούν και πονάνε, θα βρίσκονται
πάντα σε επίπεδα ανομιμοποίητα, ακριβώς
γιατί είναι τόσο τερατωδώς άδικα και δυσανάλογα, που ποτέ και κανένας λαός δεν θα τα
νομιμοποιούσε. Για το πάρτι που δεν θα
τελειώσει ποτέ, δεν χρειάζεται λοιπόν να
παρανομήσεις. Μπορείς απλά να νομοθετήσεις παραθυράκια.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home