Δευτέρα, Μαΐου 05, 2014

Να καίγεσαι στην Σάμο, να πνίγεσαι στην Οδησσό.

Έξω έχει αυτή τη στιγμή μουντό ουρανό. Και σκέφτομαι ότι αν έξω αυτή τη στιγμή είχε λιακάδα, δεν θα είχαμε απλώς ένα διαφορετικό καιρικό φαινόμενο, αλλά μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ότι δηλαδή το τι ακριβώς παίζει στον ουρανό, δεν συνιστά απλώς περιβάλλον, δεν περιβάλλει απλώς την πραγματικότητά μας, αλλά σε μεγάλο βαθμό την καθορίζει. Πράγματα συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν αυτή τη στιγμή και διαθέσεις επηρεάζονται έτσι ή αλλιώς, επειδή η πραγματικότητα αυτής της στιγμής είναι η πραγματικότητα του μουντού ουρανού.
Μιλάω προφανώς για αυτή τη στιγμή κατά την οποία γράφω αυτές τις λέξεις. Η στιγμή κατά την οποία εσύ θα τις διαβάσεις θα είναι μια άλλη στιγμή, ενώ και ο ουρανός κάτω από τον οποίο εσύ βρίσκεσαι θα είναι πιθανώς ένας άλλος ουρανός. Εκτός λοιπόν από την πραγματικότητα της ηλιοφάνειας και την πραγματικότητα της έλλειψής της, υπάρχει και η πραγματικότητα της λέξης όταν γράφεται και η πραγματικότητα της λέξης όταν διαβάζεται, η πραγματικότητα του πομπού και η πραγματικότητα του δέκτη.
Αλλά ο καθένας μας λογοδοτεί μόνο για τις δικές του στιγμές, για το δικό του χρόνο και χώρο, για τις δικές του λέξεις.
Ή μήπως πάλι όχι; 
Μήπως αντί για την αντιδιαστολή της ηλιόλουστης και της συννεφιασμένης πραγματικότητας ή αντί για την αντιδιαστολή της πραγματικότητας αυτού που γράφει κάτι κι αυτού που διαβάζει το ίδιο ακριβώς κάτι (αλλά ταυτόχρονα και κάτι εντελώς διαφορετικό), να πρέπει να λογοδοτήσουμε για την αντιδιαστολή της πραγματικότητας του πολίτη του Οχυρού Ευρώπη με την πραγματικότητα των πολιτών άλλων, χειρότερων κόσμων, που θαλασσοπνίγονται έξω από την Σάμο στην προσπάθεια να προσεγγίσουν και να καταστήσουν αυτό το Οχυρό τον δικό τους τόπο, τον τόπο που θα ζήσουν και θα θελήσουν ίσως με τη σειρά τους να περιφράξουν από αυριανούς άλλους, οι οποίοι θα διεκδικήσουν μερίδιο στο δικό τους κομμάτι ζωής;
Υπάρχει πάντα η πραγματικότητα εκείνου που έχει κι εκείνου που δεν έχει. Κι αν εκείνος που ζει εκτός του Οχυρού μπορεί να ρισκάρει τη ζωή του ελπίζοντας ότι εδώ θα βρει να έχει, εκείνος που ζούσε πάντα εντός του Οχυρού και είχε συνηθίσει να βλέπει τους απ' έξω σαν κατοίκους μιας άλλης πραγματικότητας, μαθαίνει ίσως να ζει και με τα ολοένα και πιο λίγα, μαθαίνει ίσως να κατανοεί πως ακόμα κι έτσι ευλογημένος και προικισμένος είναι, ό,τι δουλειά του καθίσει και εάν του καθίσει, όσο κι αν του πουν ότι θα την πληρωθεί και εάν την πληρωθεί, πάλι καλά είναι, πάλι τυχερός είναι, οι παλιές εποχές πέρασαν, τώρα και τις Κυριακές να δουλέψουμε αν είναι, και τις νύχτες να δουλέψουμε αν είναι, και την παιδική εργασία να ξαναδούμε σιγά σιγά χωρίς ταμπού, και τους αιγιαλούς μας να χτίσουμε επιτέλους, και το νερό να ιδιωτικοποιήσουμε επιτέλους, πάντα ο κόσμος έξω από εδώ χειρότερος θα είναι, πάντα θα πνίγονται στην προσπάθεια εδώ να 'ρθουν να ζήσουν.
Κι όσο για εκείνους που πηδούν φλεγόμενοι από το κτίριο στην Οδησσό, ούτε μπας και σωθούν πηδούν, ούτε από πανικό πηδούν, ούτε από απόγνωση πηδούν, πολύ συνειδητά πηδούν, καθώς ο λόγος που πηδάει κανείς εκείνη την ώρα είναι ο ίδιος ακριβώς λόγος που καθορίζει εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό της συνειδητής και ασυνείδητης συμπεριφοράς όλων μας στην καθημερινότητά μας: δεν αντέχει να πονάει. Η απομάκρυνση από τον πόνο είναι θεμελιώδης κινητήρια δύναμη των ανθρώπων. Και ενίοτε, όταν ο πόνος είναι τόσο φρικιαστικός όσο όταν σε καίνε στην Οδησσό εκείνοι που το Οχυρό Ευρώπη κοιτάζει με συμπάθεια, όταν δηλαδή πρόκειται για έναν πόνο τόσο ριζικά σωματικό, αποδεικνύεται ότι δεν επαρκούν τα πνευματικά τεχνάσματα και οι ψυχικές καταφυγές όλων ημών που αν καιγόμαστε στην καθημερινότητά μας καιγόμαστε μόνο μεταφορικά, αποδεικνύεται ότι η ζωή και ο θάνατος συνιστούν υποδεέστερο διακύβευμα: να πάψει να πονάει θέλει ο άνθρωπος και μπροστά σε αυτή του τη βούληση όλα τα υπόλοιπα δευτερεύοντα είναι.