Τρίτη, Μαρτίου 15, 2005

Γκριζόλευκα πρόσωπα.


Ανάμεσα στα εκθέματα στη συλλογή - μικρό μουσείο, ή μάλλον πάνω απ' αυτά, έξω απ' τις προθήκες, σχεδόν απαρατήρητη και μια σημαία. Πανί χωρίς κοντάρι. Μοιάζει με την ελληνική, εκείνη την παλιότερη που έχει μόνο τον μεγάλο σταυρό στην μέση. Μοιάζει, γιατί ο σταυρός της είναι λευκός, αλλά το φόντο της δεν είναι γαλανό. Τα τέσσερα τετράγωνα στις τέσσερις γωνίες της είναι γκρίζα. Ρωτάμε και μας πληροφορούν ότι πρόκειται για σημαία από την εποχή των βαλκανικών πολέμων. Με το πέρασμα των χρόνων, μέρα με την μέρα, ανεπαίσθητα, αργά αλλά σταθερά το χρώμα έφευγε, το γαλάζιο υποχωρούσε μέχρι να εξαφανιστεί εντελώς και να δώσει τη θέση του στο γκρίζο.
Την επόμενη μέρα χρειάζεται να σκύψουμε για να μπορέσουμε να μπούμε στο ναϊσκο της μονής στην άκρη του βράχου. Παρατηρούμε τις αγιογραφίες στον τοίχο. Ο ναός χτίστηκε το 1412, οι αγιογραφίες ίσως να έγιναν τότε, ίσως και πολύ αργότερα. Την προσοχή αποσπά ο Άγιος Θεόδωρος. Η αναγραφή του ονόματός του διακρίνεται ακόμη. Το ίδιο και το φωτοστέφανο, τα μαλλιά του, το περίγραμμα του προσώπου του. Το πρόσωπό του όμως, τα μάτια του, το στόμα του, η μύτη του, το κατ΄εικόναν και καθ' ομοίωσίν του δηλαδή, έχουν ηττηθεί σαν το γαλάζιο της σημαίας από τον χρόνο, τα χρώματα έχουν συναιρεθεί μεταξύ τους, η μορφή του είναι συγκεχυμένη, θολή, ασχημάτιστη, μεταπτωθείσα στο προ της δημιουργίας στάδιο, δεν καθρεφτίζει, δεν θυμίζει, δεν παρηγορεί.
Το γαλανό της σημαίας και το πρόσωπο του Αγίου, σύμβολα ικανά να οδηγήσουν ανθρώπους στο να σκοτώσουν ή να θυσιασθούν, σύμβολα που απευθύνονται στο Πνεύμα και το καλούν να αψηφίσει την Ύλη, σύμβολα ικανά να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξη, αλλά ταυτόχρονα και σύμβολα που χαράζουν διαχωριστικές γραμμές με τις άλλες υπάρξεις που δεν τα ασπάζονται. Σύμβολα ανάτασης, μα δυνάμει και σύμβολα εχθρότητας, κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού.
Δάκρυα και προσευχές στο πρόσωπο του Αγίου, συγχώρα με Άγιε μου Θεόδωρε και δώσε μου δύναμη.
Δάκρυα και προσευχές στη γαλανόλευκη, να δώσουμε το αίμα μας και να πάρουμε το αίμα των άλλων, για να λευτερώσουμε την πατρίδα και να υψώσουμε το σύμβολό της στα καμπαναριά μας.
Το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού παραμένει, το γαλάζιο της σημαίας χάθηκε, γιατί ο πανδαμάτωρ σαρώνει κάθε τι το ανθρώπινο, κι εμάς τους ίδιους, που με το πέρασμα των χρόνων, μέρα με την μέρα, αργά αλλά σταθερά, ανεπαίσθητα αλλάζουμε, ξεθωριάζουμε, μέχρι την μέρα που το πρόσωπό μας θα σβηστεί εντελώς από προσώπου γης.
Τότε θα φύγουμε από δω και θα αντικρίσουμε όλα όσα έχουν χαθεί, το πρόσωπο του Αη Θόδωρου και το ηττημένο όμορφο χρώμα και θα ανοίξουμε τα τεφτέρια μας και θα κάνουμε το λογαριασμό μας, για να δούμε, αν όσο ζήσαμε προτού μας σβήσουν, εμπνεύσαμε δάκρυα και προσευχές ή, αντίθετα, είμαστε γκρίζοι εξ'αρχής και το πρόσωπό μας δεν το κοίταξε ποτέ κανείς στ' αλήθεια.