Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Σιάμαλαν ο Απατεών

«There is no originality left in the world»
(ατάκα από το «Lady in the Water», την «αρλούμπα» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν).
Σημείωση πρώτη: την ατάκα την εκστομίζει στη ταινία κάποιος που υποδύεται τον κριτικό κινηματογράφου και αναφέρεται ακριβώς στην -κατά τη γνώμη του- έλλειψη πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο σινεμά.
Σημείωση δεύτερη: αρλούμπα αποκαλείται στα «ΝΕΑ» η ταινία του Σιάμαλαν από τον κριτικό κινηματογράφου Δημήτρη Δανίκα.
Σημείωση τρίτη, τελευταία και προειδοποιητική: το ποστ που ακολουθεί είναι γεμάτο spoilers, αποκαλύπτει δηλαδή το τέλος διαφόρων ταινιών.
Με την «Έκτη Αίσθηση» ο Σιάμαλαν σε ηλικία 29 ετών εκπλήσσει κοινό και κριτικούς. Τη στιγμή που ο μικρός Χάλευ Τζόελ Όσμεντ ψιθυρίζει «Ι see dead people» στο αυτί του Μπρους Ουίλις το αίμα παγώνει και οι ταινίες φαντασμάτων έχουν βρει το αριστούργημά τους. Τι συμβαίνει όμως στις επόμενες τέσσερεις ταινίες του και αναγκάζει τον Δανίκα να αποφανθεί ότι «η κατηφόρα του Σιάμαλαν δεν σταματάει πουθενά»;
Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι απατεώνα άλλον σαν τον Σιάμαλαν ίσως δεν γνώρισε ποτέ ο παγκόσμιος κινηματογράφος. Ο Σιάμαλαν γυρνάει, την μία μετά την άλλη, ταινίες μεγάλου μπάτζετ στα μεγαλύτερα στούντιο, πουλώντας τες και προμοτάροντάς τες ως ταινίες τρόμου, δημιουργώντας σκηνές ικανές να φτιάξουν ένα εξαιρετικά τρομακτικό τρέιλερ και μετά, μέσα στο πλαίσιο αυτό, μέσα στο όχημα του σινεμά του μεταφυσικού, γράφει και σκηνοθετεί τις ιστορίες που έχει στο μυαλό του, ιστορίες που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με θρίλερ. Ο Σιάμαλαν πουλάει θρίλερ και γυρνάει τις απόλυτα δικές του ταινίες, ταινίες που όσο τις παρακολουθείς τις βλέπεις να βγάζουν μία - μία τις φορεσιές του τρόμου με τις οποίες είχαν μεταμφιεστεί και να σου φανερώνουν την καλά κρυμμένη αλήθεια τους, την αρχική ιδέα που ώθησε το δημιουργό τους να τους δώσει ζωή.
Έγραφα με αφορμή έναν ποδοσφαιριστή πως το ταλέντο είναι σαν την ντρίπλα: σε κάνει να ξεφεύγεις από την εκάστοτε σύμβαση του χώρου σου παίρνοντας μια ολότελα απροσδόκητη κατεύθυνση, κατεύθυνση που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου την κατάλληλη ώρα, κι εσύ την ακολουθείς ωσάν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, επειδή όντως έρχεται σε σένα εντελώς φυσικά, καθώς πρόκειται για αναπόσπαστο τμήμα της φύσης σου.
Το ταλέντο είναι μια ντρίπλα, είναι μια απάτη και ο Σιάμαλαν ντριπλάρει τους κολοσσούς που χρηματοδοτούν τη λόξα του, ντριπλάρει το κοινό, ντριπλάρει τους κριτικούς κινηματογράφου, ντριπλάρει τους πάντες και τα πάντα, ντριπλάρει τις συμβάσεις του χώρου του, παίζοντας με τα πιο πανάκριβα παιχνίδια και υπακούοντας μόνο στην εσωτερική φωνή του, μόνο στην ηδονή της έμπνευσής του.
Η αμέσως επόμενη της «Έκτης Αίσθησης» ταινία του, το «Unbreakable», είναι η ταινία του που προτιμώ λιγότερο, γι' αυτό την προσπερνάω για να έρθω στο «Signs» : τεράστια περίεργα σχήματα εμφανίζονται στις καλλιέργειες όλου του πλανήτη. Έρχονται οι εξωγήινοι. Σε ένα χωράφι στην μέση του αμερικάνικου πουθενά, ο Μελ Γκίμπσον, τα δυο του παιδιά κι ο αδελφός του, Γιόακιν Φίνιξ, καλούνται να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα από το διάστημα. Μόνο που οι εξωγήινοι δεν είναι παρά ένα «Μακ Γκάφιν».
Τα Μακ Γκάφιν είναι επινόηση του Χίτσκοκ. Το Μακ Γκάφιν είναι ένα πρόσχημα για να κινηθεί η πλοκή της ταινίας. Ένα πραγματικό Μακ Γκάφιν θα σε πάει εκεί που έχεις ανάγκη να πας, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να επισκιάσει αυτό που κρύβεται στο βάθος. Ένα πραγματικό Μακ Γκάφιν είναι κάτι γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλη η πλοκή, αλλά που από μόνο του δεν έχει καμία αξία. Ένα Μακ Γκάφιν δεν έχει αυτοτελή αξία, δεν έχει αξία ως βαλίτσα ουρανίου ή ως κρατικό μυστικό. Την ίδια ακριβώς ταινία θα έχουμε (π.χ. το «North by Northwest»), είτε βαλίτσα με ουράνιο κυνηγά ο Κάρυ Γκράντ είτε έναν μεταπωλητή κρατικών μυστικών. Ο Χίτσκοκ έχει την ανάγκη και την επιθυμία να μας δείξει μια ταινία με σασπένς, μια ταινία που ο ήρωας θα κινδυνεύει, μια ταινία που ο ήρωας κάτι θα κυνηγά. Κάτι. Το τί δεν έχει καμία σημασία.
Οι εξωγήινοι στο «Signs» είναι Μακ Γκάφιν γιατί, όπως διαπιστώνουμε, όλη η ταινία φτιάχτηκε για να μιλήσει για έναν άνθρωπο που ήταν ιερέας και έχασε την πίστη του όταν η γυναίκα του σκοτώθηκε σε ένα ηλίθιο τροχαίο και ξεψύχησε λέγοντάς του ακατανόητα λόγια, ανόητα λόγια, λόγια δίχως νόημα. Ο Γκίμπσον παύει να πιστεύει στο Θείο σχέδιο, παύει να πιστεύει στο νόημα του κόσμου. Μόνο στο τέλος κι αφού οι εξωγήινοι - Μακ Γκάφιν έχουν κινήσει την πλοκή, μόνο στην τελευταία σκηνή όταν ένας εξωγήινος κρατάει στα χέρια του τον γιο του Γκίμπσον, τα ακατανόητα λόγια της γυναίκας του βγάζουν αίφνης νόημα και τον οδηγούν στο τρόπο που θα σώσει τον γιο του: ο ιερέας ξαναβρίσκει την πίστη του και αν δεν υπάρχει Θείο σχέδιο στη ζωή, υπάρχει σίγουρα σκηνοθετικό και συγγραφικό σχέδιο στη ταινία, αφού ένα σωρό σημεία βρίσκουν τελικά την εξήγησή τους και την ερμηνεία τους. Κι αν δεν υπάρχει δημιουργός του κόσμου, υπάρχουν ακόμη μερικοί δημιουργοί στο σινεμά.
Στο «Σκοτεινό Χωριό», μια αποκομμένη ομάδα ανθρώπων, ζει μια ήσυχη αγροτική ζωή, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήσυχη μεν - μέσα στον φόβο δε. Δεν έχουν επαφή με κανέναν άλλο έξω από το χωριό τους, έξω από το χωριό τους είναι τα δάση και «Εκείνοι Για Τους Οποίους Δεν Μιλάμε», πλάσματα τρομερά που τους εμποδίζουν να φύγουν από τα όρια τους και τους πανικοβάλλουν συχνά πυκνά με απόκοσμους ήχους και νυχτερινές επισκέψεις στο χωριό. Μετά την μέση της ταινίας, όταν ένα ειδύλλιο έχει ξεδιπλωθεί κι ο ήρωας τραυματίζεται σοβαρά, η τυφλή αγαπημένη του αποφασίζει να αψηφήσει τους φόβους της και να δοκιμάσει να διασχίσει τα δάση ψάχνοντας σε άλλα μέρη για φάρμακα που θα τον θεραπεύσουν. Τότε ο πατέρας της και αρχηγός της κοινότητας του χωριού, τής ζητά να τον ακολουθήσει σε μια παράγκα. «Βάλε τα δυνατά σου για να μην ουρλιάξεις» της λέει «και πιάσε». Η τυφλή απλώνει τα χέρια της και καταλαβαίνει ότι πιάνει τα κοφτερά νύχια και δόντια «Eκείνων Για Τους Οποίους Δεν Μιλάμε». Ουρλιάζει.
«Do not be frightened. It is only farce» της εξηγεί.
Μην φοβάσαι. Όλο αυτό ήταν μια φάρσα. Ο πατέρας της μαζί με μια ομάδα τσακισμένων από τη βία της δεκαετίας του 1970 ανθρώπων, με μια ομάδα ανθρώπων που έχασαν συγγενείς τους από βίαια εγκλήματα, εγκαταλείπουν την εποχή τους και εγκαθίστανται σε ένα ερημικό μέρος, σε αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Γεννούν παιδιά στα οποία αποκρύπτουν την αλήθεια, τους λένε ότι ζουν έναν αιώνα πίσω και για να μην μπουν ποτέ στον πειρασμό να φύγουν, τα μανιπουλάρουν τρομοκρατώντας τα με ηχητικά εφέ και στολές τεράτων.
Όπως τρομοκρατούσαν και τους θεατές μέχρι εκείνο το σημείο του έργου. Μην φοβάσαι όμως κόρη μου, αυτό που πιάνεις δεν είναι παρά η στολή ενός τέρατος, μην φοβάσαι, όλο αυτό που βίωνες στη ζωή σου ήταν μια φάρσα, ήταν μια ταινία τρόμου που είχαμε σκηνοθετήσει για το καλό σας. Ο Σιάμαλαν αποδομεί τις ταινίες τρόμου μέσα σε μία ταινία τρόμου, μας δείχνει τα υλικά από τα οποία φτιάχνει τα «μπου» του, τα υλικά με τα οποία μας τρόμαξε και μας λέει να ηρεμήσουμε. Και μετά επειδή είναι πολύ μεγάλος, μας ξανατρομάζει μια τελευταία φορά με τα ίδια ακριβώς υλικά. Κι όλα αυτά χωρίς να μπει κανείς στον πειρασμό να μιλήσει για αλληγορία του πώς μπορεί να χειραγωγηθεί μια κοινωνία μέσω του σκηνοθετημένου φόβου.
Και φτάνουμε στην αρλούμπα του «Lady in the Water». O Σιάμαλαν ως κατεξοχήν σκηνοθέτης ταινιών - παζλ που χρειάζονται παρακολούθηση για δεύτερη φορά, ώστε να επιβεβαιώσουμε την μαεστρία με την οποία τοποθετούσε σε όλη τη διάρκεια του έργου τα κομμάτια του παζλ, μέχρι την τελική αποκάλυψη που μας δείχνει την συνολική εικόνα που σχηματιζόταν μπροστά στα μάτια μας κι όμως απαρατήρητη από αυτά, αποφασίζει να παίξει και με αυτό ακόμη το σήμα του κατατεθέν, αποφασίζει να ντριπλάρει ακόμη και τη δική του σύμβαση. Ξέρει ότι πολλοί θεατές του θα είναι πια πιο υποψιασμένοι, ξέρει ότι θα παρακολουθούν από την πρώτη φορά με ανοιχτά τα μάτια για να ανακαλύψουν εγκαίρως την κρυφή σημασία κάθε χαρακτήρα. Βάζει λοιπόν έναν κριτικό κινηματογράφου μέσα στο έργο, έναν σνομπ κριτικό κινηματογράφου να κάτσει να του ερμηνεύσει μέσα στην ταινία του την ίδια την ταινία του: ο πρωταγωνιστής ρωτά τον κριτικό να του ερμηνεύσει ποιός από τους χαρακτήρες θα έχει ποιόν ρόλο στο παραμύθι τρόμου που παρακολουθούμε. Φυσικά ο κριτικός τα κάνει θάλασσα και η σκηνή που τον καταβροχθίζει το τέρας, παρά την απόλυτη σιγουριά του ότι δεν πρόκειται να τον καταβροχθίσει (γιατί κάτι τέτοιο θα αντέβαινε σε όλα τα στερεότυπα των ταινιών είδους), είναι απολαυστική. Η στερεοτυπική σκέψη σε σκοτώνει.
Εμ εδώ δεν είναι ταινία είδους, κύριε κριτικέ, εμ δεν μπορείς να την κρίνεις με βάση τα στερεότυπά σου, κύριε κριτικέ, εμ η ταινία είδους είναι το όχημα της παραξενιάς μου, το όχημα της ιδιοφυίας μου, το όχημα του παιχνιδιού μου. Γιατί παίζω, γιατί γουστάρω, γιατί το ταλέντο μου με απελευθερώνει, με απελευθερώνει τόσο ώστε να πάρω ένα παραμύθι που λέω στις κόρες μου, να το πουλήσω ως μεταφυσικό τρόμο και να γυρίσω ένα μεταμοντέρνο βγάλσιμο της γλώσσας σε κάθε λογής κλισαρισμένη σκέψη και αντίληψη για το σινεμά.
Η Story βγαίνει απ΄το νερό κι όταν βρει τον εκλεκτό της που είναι συγγραφέας, όταν η ιστορία βρει τον συγγραφέα της και ο συγγραφέας την ιστορία της, τότε ο συγγραφέας (που τον παίζει ο ίδιος ο Σιάμαλαν) θα δει το μυαλό του να καθαρίζει και τις σκέψεις του να ξεδιαλύνονται και θα γράψει ένα βιβλίο που σε τριάντα χρόνια θα φέρει μεγάλες πολιτικές αλλαγές σε αυτήν την χώρα. Και αυτή η χώρα που χρειάζεται τις σωτήριες ιδεολογικές αλλαγές είναι οι ΗΠΑ. Και οι τηλεοράσεις στο βάθος των δωματίων στην ταινία δείχνουν συνέχεια Ιράκ και Φαλούτζα. Και ο νούμερο ένα στρατευμένος αντιϊμπεριαλιστής κριτικός κινηματογράφου γράφει κατά λέξη στην κριτική του: «Όλα συμβολικά, χριστιανικά και πατριωτικά». Πατριωτικά. Προσοχή στο τέρας μόνο. Έτσι που παίζει ο Σιάμαλαν, δεν θέλει πολύ να το ξαμολήσει έξω απ' την οθόνη.

10 Comments:

At 10/30/2006 04:23:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Κατ'αρχάς σε ευχαριστώ για το φινάλε του 'Signs' γιατί ήταν από τις λίγες ταινίες που κατάφεραν να με κοιμήσουν κυριολεκτικά!
Το σκηνοθετικό πλάνο του Σιάμαλαν φαντάζει εξαιρετικό στο χαρτί, όμως στη πράξη πιστέυω πως δε δουλεύει, όπως και πολλές άλλες μεταμοντέρνες διανοητικές απόπειρες ξαναδιαβάσματος του μοντερνισμού. Είναι σαν να παίρνεις το πλήρως λειτουργικό σύμπαν του Χίτσκοκ (που πολύ εύστοχα αναφέρεις) και να κάνεις ένα ακαδημαϊκό κομμάτι εννοιολογικής τέχνης.
Είμαστε αδιαμφισβήτητα υπέρ ενός genre bending σινεμά, αυτού που χλευάζει τις προθέσεις του κάθε κριτικού. Ωστόσο, αυτή η ειρωνία πάνω στις συμβάσεις του είδους δεν είναι αρκετή από μόνη της.

Πάντως το κείμενο σου μου άρεσε πολύ, κι έτσι θα δώσω στον κ. Σιάμαλαν μια τέταρτη ευκαιρία...

 
At 10/30/2006 09:14:00 π.μ., Blogger Lex_Luthor06 said...

Θα το δω κι εγώ. Ο τύπος΄κάνει το αναπόδο. αντι να προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατη με αυτά που δείχνει το προκαλεί με αυτά που δεν δείχνει.

 
At 10/30/2006 05:49:00 μ.μ., Blogger Fight Back said...

Καταπληκτικο κειμενο. Μου εφτιαξες την αποψη που ειχα για τον τυπο. Θελω να δω ολες τις ταινιες του.. (παρασυρομαι ως κλασικο θυμα)

 
At 10/30/2006 06:13:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

«Κατ'αρχάς σε ευχαριστώ για το φινάλε του 'Signs' γιατί ήταν από τις λίγες ταινίες που κατάφεραν να με κοιμήσουν κυριολεκτικά!»
Δεν το είχα σκεφτεί ότι τα spoilers μπορεί να έχουν και ευεργετική διάσταση ;)
Όσο για την ένστασή σου, αγαπητέ Raresteak, είναι εύλογη και σε ένα βαθμό βάσιμη, πιστεύω όμως ότι ισχύει περισσότερο για σκηνοθέτες όπως οι αδελφοί Κοέν ή ο Πωλ Τόμας Άντερσον (στο «Punch Drunk Love»). Η ερμηνεία που δίνω στις μεταμοντέρνες αυτές απόπειρες είναι η εξής: οι πιο προικισμένοι δημιουργοί φτάνουν σχετικά σύντομα σε ένα τέτοιο επίπεδο αρτιότητας, υπογράφοντας αριστουργήματα όπως την «Έκτη Αίσθηση», το «Barton Fink» ή το «Μagnolia», που στη συνέχεια διασθητικά φοβούνται να επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο, γιατί πιστεύουν ότι δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τον εαυτό του. Όντας δε ανήσυχα πνεύματα, στρέφονται προς τον πειραματισμό, προς το παιχνίδι με τα είδη, προς μια ματιά λοξή, ειρωνική, αφ’ υψηλού. Τα πειράματα όμως αυτά είναι δύσκολα και η λοξή ματιά είναι πάντα πιο επίφοβη από την ευθεία, καθώς –καλώς ή κακώς- οι ταινίες ειδών με τους γνωστούς τους κώδικες λειτουργούν καλύτερα στον θεατή. Πιστεύω ότι εκείνο που σώζει τον Σιάμαλαν είναι ότι το δικό του παιχνίδι παραμένει κρυμμένο μέσα στο εξωτερικό περίβλημα της ταινίας τρόμου. Ο Σιάμαλαν δεν διαλαλεί ότι παίζει, κάνει το ακριβώς αντίθετο, το κρύβει για να μπορεί να συνεχίσει να υπηρετεί την ευφορία του. Παραδέχομαι ωστόσο ότι η «Έκτη Αίσθηση» είναι δυο σκαλιά πάνω από τις μετέπειτα «πειραγμένες» ταινίες του, παραδέχομαι ακόμα ότι όποιος πάει να δει το «Signs», το «Σκοτεινό Χωριό» ή το «Lady in the Water» ως ατόφιες ταινίες τρόμου μπορεί κάλλιστα να μείνει ανικανοποίητος.
Lex, λες «Ο τύπος΄κάνει το αναπόδο. αντι να προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατη με αυτά που δείχνει το προκαλεί με αυτά που δεν δείχνει» και συμφωνώ απόλυτα. Να προσθέσω ότι κατέχει τόσο καλά τα μυστικά του τρόμου που στο «Signs» αντί να μας τρομάζει με τους εξωγήινους προτιμά να μας τρομάξει με το γάβγισμα ενός σκυλιού ή στο «Lady in the Water» με το νερό μιας ποτιστικής μηχανής.
Fight Back, χαίρομαι αν σε έπεισα να τον παρακολουθήσεις. Άσε που δεν αποκάλυψα και το τέλος της «Έκτης Αίσθησης» και του «Unbreakable» :)

 
At 10/30/2006 07:31:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

exw tin ais8isi oti se olwn tvn eidwn tis tainies h mageia krybetai s ayta pou d e n deixnontai...8a tolmousa na pw, se o,ti paramoneyei eksw ap to kadro ;)

 
At 10/31/2006 06:10:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Deadend Mind, γενικότερα νομίζω ότι κάθε ταινία την κρίνουμε πάντα με βάση τις προσδοκίες μας. Όταν προσδοκούμε 10 και εισπράττουμε 8 απογοητευόμαστε, ενώ όταν περιμένουμε 3 και εισπράττουμε 6 ενθουσιαζόμαστε.

 
At 11/05/2006 01:45:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Έχω μια διαφορετική άποψη για τις ταινίες του Σιαμαλαν, χωρίς να ταυτίζομαι με τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς νοητικώς μειονεκτούντων κριτικών του ημερισίου τύπου.
Από τις ταινίες του που έχω δει, αυτή που μου άρεσε περισσότερο και πιστεύω ότι ολοκλήρωνε καλύτερα του στόχους του ήταν το Unbreakable. Μια χαμηλών τόνων διερεύνηση του θέματος του ηρωισμού και της συνειδητοποίησης των ενδιαθέτων κλίσεων του ατόμου, αλλά και των συνεπακόλουθων ευθυνών αυτής (αυτή η ιδέα υπήρχε και στο Spiderman 2).
Αυτό που μου άρεσε λιγότερο ήταν το Sixth Sense, μια ταινία που φαίνεται να αναιρείται άμα αφαιρέσεις το twist στο τέλος της, καθώς δεν κατέφερε να δημιουργήσει ένα αρκούντως δραματουργικά ισχυρό παράλληλο πλαίσιο που να προσδίδει κάποιο επιπλέον νόημα στην ταινία, όπως γινόταν στο έξοχο " Τhe Others" που λειτουργούσε σε διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης.

Το Village, η τελευταία ταινία του που έχω δει, βρισκόταν κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δύο. Ως άσκηση ύφους απέναντι στο τρόμο ειναι άκρως επιτυχημένη, αλλά σχεδόν καταρρέει προς το τέλος στην υπερπροσπάθεια του σκηνοθέτη να γίνει υπεραναλυτικός αντί να αφήσει και ένα τμήμα του έργου στη φαντασία του θεατή (Υπάρχει και ενα λογικό κενό: Μόνο όσοι γεννήθηκαν στο χωριό δεν θα μπορούσαν να ξέρουν το μυστικό του (ηλικία <30), άρα όλοι οι υπόλοιποι το ήξεραν και όχι μόνο οι λιγοστοί elders που δείχνει η ταινία.)

Ο Σιάμαλαν ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και να παίζει με τους κώδικες του είδους, όμως φαίνεται να δημιουργεί ερήμην του θεατή, μην δίνοντας του άλλα διέξοδα από αυτά που έχει επιμελημένα προσδιορίσει ο ίδιος. Δεν είναι τυχαίος σκηνοθέτης και είμαι περίεργος να δω την εξέλιξη του, αν δεν αλωθεί και αυτός από την μηχανή του Hollywood...

 
At 11/06/2006 12:15:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Ως προς το λογικό κενό του «Village» συμφωνώ. Συμφωνώ και για αυτά που λες για το «Unbreakable», απλά δεν την προτιμώ γιατί είχε λιγότερα πράγματα κρυμμένα μέσα της απ' ότι οι υπόλοιπες ταινίες του.
Για την «Έκτη Αίσθηση» διαφωνώ εντελώς. Η τελική αποκάλυψη δεν είναι μια λεπτομέρεια εντυπωσιασμού, αλλά ο θεμέλιος λίθος της ταινίας. Το «Οthers» όμως με το παραπλήσιο μυστικό του όμως δέχομαι ότι πραγματικά αδικήθηκε από τη χρονική συγκυρία στην οποία βγήκε.
Ως προς την τελική παρατήρηση ότι ο Σιάμαλαν δημιουργεί ερήμην του θεατή, εν μέρει την δέχομαι. Αλλά είναι πρωτότυπος όσο κανείς στο είδος του και όσο λίγοι στο σινεμά και το πρόβλημα του σύγχρονου σινεμά είναι ακριβώς αυτή η υπερστόχευση σε (υποθετικές) ανάγκες του θεατή που οδηγεί σε εντελώς αναμενόμενες φόρμες και περιεχόμενα.

 
At 11/11/2006 11:09:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Νομίζω ότι η θεμελιώδης διαφορά της 6ης αίσθησης, απέναντι στούς άλλους, είναι ότι ενώ σε παραπλανά έντεχνα ότι πρόκειται για ταινία τρόμου ή παραψυχολογική ή μεταφυσική, η αλήθεια -που αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος είναι εντελώς φυσιολογική και φυσική. Δηλαδή πρόκειται για μια παραισθησιακή κατάσταση που δημιουργείται με καθόλου υπερφυσικό τρόπο στο διάστημα πρίν το θάνατο, που ο εγκέφαλος υφίσταται ανοξαιμία. Σε ελεγμένα ιατρικά πειράματα, έχει αποδειχθεί ότι οι περίφημες πολυδιαφημισμένες εμπειρίες από τον "άλλο κόσμο", όπως περιγράφηκαν από άτομα που "πέθαναν" και "ξαναγύρισαν στη ζωή" είναι καθαρό προιόν της μεταβατικής αυτής κατάστασης του εγκεφάλου.
Αντίθετα, στους "άλλους", η ιστορία και είναι εξίσου -ή και περισσότερο- αριστουργηματικά στημένη, αλλά η λύση με την ανατροπή στο φινάλε, διατηρεί την υπόθεση στο μεταφυσικό. Καθαρά φανταστικός κινηματογράφος δηλαδή.
Ανάλογη περίπτωση παιχνιδιού με την υπαινισσόμενη (ψευδ)-αίσθηση του μεταφυσικού, που καταλήγει στο φινάλε σε ανατροπή με πλήρως ορθολογική και ρεαλιστική ερμηνεία των συμβάντων, υπάρχει στην εξίσου αριστουργηματική "Maholand drive"

Γ. Λαγουδιανάκης

 
At 11/13/2006 12:45:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν κατάλαβα το τέλος της «Έκτης Αίσθησης» με τον τρόπο που περιγράφεις, αγαπητέ Γιώργο. Προκύπτει από κάπου ότι δεν έχει πεθάνει ο Μπρους Ουίλις, ότι δεν είναι φάντασμα και ότι όλα αυτά τα παραισθάνεται;
Συμφωνώ απόλυτα όμως με όσα λες για το «Μullholand Drive». Στην αρχή βλέποντάς το είχα εντυπωσιαστεί αλλά είχα και πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Όταν διάβασα κάπου μια πιθανή εξήγηση τα κομμάτια του παζλ πράγματι μπήκαν σε μεγάλο βαθμό στη θέση τους.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home