Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2011

Τo μάγουλο που δεν πονά

Κινηματογράφος και βία, βία και κινηματογράφος. Ζευγάρι παλιό, ζευγάρι συχνά αμφιλεγόμενο, ζευγάρι πάντως καρμικό. Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τέχνες, οι σχέσεις που διατηρεί ο κινηματογράφος με τη βία είναι προνομιακές και στηρίζονται αφενός στη δυνατότητα που έχει να την αναπαριστά και αφετέρου στην θεαματικότητα της αναπαράστασής της. Τις περισσότερες φορές την χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη του προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές εκείνες που η βία αποτελεί το θέμα το οποίο πραγματεύεται. Το «Ίσως, Αύριο» της Σουζάνε Μπίερ, η δανέζικη ταινία που πήρε το φετινό ξενόγλωσσο όσκαρ, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, στην κατηγορία δηλαδή των ταινιών που θέλουν να μιλήσουν για τη βία. Ο τρόπος όμως με τον οποίο το κάνει είναι σεναριακά ημιτελής και σκηνοθετικά ανέμπνευστος. Ενώ η ιστορία ξεκινά από ενδιαφέρουσες ιδέες και φαίνεται ότι επιχειρεί να κάνει μερικές μεγαλόπνοες συνδέσεις, στο τέλος της δεν προκύπτει μια ολοκληρωμένη σύλληψη για το τι ακριβώς θέλησε να μας πει. Κι αν ενδεχομένως απαντήσεις σε αυτά τα θέματα δεν μπορούν να δοθούν, η ταινία δεν μας βοηθά ούτε να αναρωτηθούμε κάτι περισσότερο για τη φύση της βίας, για το τι την γεννά και τι ρόλο παίζει. Ωστόσο το σενάριο της δεν είναι το πρόβλημά της. Αντίθετα, είναι σε μεγάλο βαθμό, μαζί με τις ερμηνείες των ηθοποιών, η βασική αρετή της.

Το «Ίσως, Αύριο» χαρακτηρίζεται από ένα αισθητικό παράδοξο: πρόκειται για μια ταινία που θέλει να μιλήσει για τη βία, αλλά έχει μια εμφανή αμηχανία στον τρόπο που θα την απεικονίσει. Αμηχανία που την οδηγεί σε λύσεις άγαρμπες και μη πειστικές. Προφανώς η σκηνοθέτις ήθελε να αποφύγει τις σκηνές που θα σοκάρουν ή ήθελε να αποφύγει την παγίδα σκηνών που θα την έδειχναν συναρπαστική. Αλλά δεν είναι λύσεις κι αυτές που επέλεξε. Έχει καταδικάσει τη βία εκ των προτέρων φιλολογικά και θεωρητικά και δεν τη σχολιάζει με τα εργαλεία της, με την εικόνα. Η Μπίερ ξέρει, και εμείς ξέρουμε, ότι η βία είναι κακό πράγμα, οπότε δεν μπαίνει και στο κόπο να το τεκμηριώσει και με τις εικόνες της. Έτσι, σκηνές που θα έπρεπε να απογειώνουν την ταινία, είναι σκηνές που σκηνοθετούνται δίχως δυναμική, δίχως θάρρος, δίχως άποψη, δίχως όραμα: σινεμά γερασμένης νοοτροπίας και απρόσωπης αισθητικής.

Καταυλισμός στην Αφρική. Σουηδός γιατρός γιατρεύει Αφρικάνους. Ανάμεσα στους ασθενείς του δεσπόζουν ετοιμοθάνατες έγκυοι, που έχει ανοίξει την κοιλιά τους συμμορία τοπικού οπλαρχηγού, επειδή ο οπλαρχηγός αρέσκεται να βάζει στοιχήματα για το φύλο του εμβρύου. Αυτός είναι ο αρχίκακος μια εντελώς κακής και βίαιας κοινωνικής συνθήκης (όλοι σκοτώνουν εδώ, δικαιολογείται σε ένα σημείο). Είναι τόσο κακός (έχει και γυάλινο τρομακτικό μάτι) που ακόμη και μόλις έχει ξεψυχήσει ένα από τα θύματά του, ξεκαρδισμένος στα γέλια ζητάει από τον γιατρό να το παραχωρήσει σε ένα πρωτοπαλίκαρό του, που του αρέσουν ιδιαίτερα οι γυναίκες που δεν κουνιούνται. Αντίθετα ο γιατρός είναι ο αρχίκαλος. Όχι μόνο επειδή γιατρεύει ανθρώπους σε μια ξένη κι επικίνδυνη ήπειρο, αλλά και γιατί πίσω στη Δανία δείχνει εμπράκτως πόσο κατά της βίας είναι. Ο αρχίκαλος βέβαια μπορεί και να την φέρει στον αρχίκακο, τόσο πολύ σε αρρωσταίνει η κοινωνική συνθήκη. Πίσω στη Δανία η βία είναι σε πολύ πιο κουλ και πολιτισμένα επίπεδα. Τα παιδιά στο σχολείο πειράζουν και τρομοκρατούν το παιδί του επειδή είναι Σουηδός και όχι Δανός. Ένας άξεστος τύπος θα χαστουκίσει τον γιατρό μπροστά στα παιδιά του. Μέσα σε όλα αυτά ο γιος του κάνει ένα νέο φίλο, ένα παιδί που έχει μόλις χάσει τη μάνα του από καρκίνο, είναι τίγκα στο θυμό και δείχνει κι αυτό μια κλιμακούμενη έφεση προς τη βία. Η πολιτισμένη σκανδιναβική βία με την απολίτιστη αφρικάνικη, τα παιδάκια που τσακώνονται για την κούνια σε μια παιδική χαρά στη Δανία, τα παιδιά που παίζουν με τα ξύλινα σπαθιά στην Αφρική, ο γονιός που χαστουκίζει και ο γιατρός που γυρνά και το άλλο μάγουλο, ο οπλαρχηγός που σκίζει γυναίκες και ο γιατρός που φτάνοντάς στα όριά του αποφασίζει αντί για το μάγουλο να γυρίσει το βλέμμα.

Στην πιο ενδιαφέρουσα σκηνή της ταινίας τα παιδιά πείθουν το γιατρό να πάει να ζητήσει το λόγο από τον τύπο που τον χαστούκισε. Αυτός πάει για να τους δείξει ότι δεν είναι δειλός. Η προσπάθεια να συνδιαλλαγεί κανείς με τη βία. Ο λόγος απέναντι στη βία. Όχι η βία σαν απάντησή της. Ούτε καν το θεσμικό της υποκατάστατο: ο νόμος, το να φωνάξεις την αστυνομία, να κάνεις μήνυση. Ο λόγος. «Θέλω να ξέρω γιατί με χτύπησες», θα τον ρωτήσει. «Επειδή μπορώ». Τον χαστουκίζει ξανά. Εκείνος ξανά δεν αντιδρά. Μετά δείχνει στα παιδιά το μάγουλό του. «Νά, δεν με πόνεσε. Και δεν με κέρδισε. Έχασε επειδή έδειξε πόσο βλάκας είναι». «Δε νομίζω ότι νομίζει πως έχασε» θα πει ο φίλος του γιου του. Ίσως κέρδισαν κι οι δύο. Ο λόγος πιστεύει ότι απέδειξε το άτοπο και το βλακώδες της βίας. Η βία πιστεύει ότι του έριξε ξανά ένα χεράκι. Στο ζευγάρι πάντως «σε χαστουκίζω - δεν αντιδρώ» η ανθρώπινη αντίδραση είναι αυτού που χτυπάει. Αυτός που γυρνά το μάγουλο δεν είναι σκέτος άνθρωπος.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011

Ηλιοληπτική ικανότητα

- Μας υποβάθμισε η Standard & Poor's.
- Nαι, αλλά μας αναβάθμισε η λιακάδα.
- Έρχονται ακόμη χειρότερες μέρες, σου λέω.
- Ναι, αλλά έρχεται ακόμη περισσότερη άνοιξη, σου λέω.
- Η κρίση μεγαλώνει μέρα με την μέρα.
- Ναι, αλλά κι η μέρα μεγαλώνει μέρα με την μέρα.
- Aν το καλοσκεφτείς, όλα είναι οικονομία.
- Αν το καλονιώσεις, όλα είναι ήλιος.
- Μα δεν μπορείς μόνο να νιώθεις.
- Μα δεν μπορείς μόνο να σκέφτεσαι.
- Από την οικονομία εξαρτάται απόλυτα ο τρόπος ζωής σου.
- Από τον ήλιο όμως εξαρτάται απόλυτα η στιγμή μου.
- Λιάστηκες πάνω από τις δυνάμεις σου. Κατανάλωσες περισσότερο ήλιο απ' ό,τι δικαιολογούσε η παραγωγικότητά σου. Ζούσες με τον δανεικό ήλιο των παιδιών σου.
- Θα τον κουρέψουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι.
- Sun cut εννοείς;
- Σαν κάτι να εννοώ· τι ακριβώς, δεν ξέρω.

Κυριακή, Μαρτίου 27, 2011

Ο Βλακάν


Τα έλεγε πάντα τόσο περίπλοκα, που δεν σου ήταν εύκολο ούτε να τα καταλάβεις -αν και αρκετοί ισχυρίζονταν ότι καταλάβαιναν- ούτε όμως και να τα απορρίψεις σαν μπούρδες· εξακολουθούσε να παίζει το ενδεχόμενο να ήταν όντως βαθυστόχαστος. Αλλά σε αυτά τα θέματα αν δεν πιστοποιείται το βάθος σου με τρόπο θεσμικό κι επίσημο, η πλάστιγγα συνήθως γέρνει προς την πλευρά του χλευασμού. Έτσι τον έβγαλαν Βλακάν. Αυτός επιχείρησε να ερμηνεύσει το περιπαικτικό παρατσούκλι με μια ακόμη σειρά από δαιδαλώδεις συλλογισμούς, τους οποίους δεν σου ήταν εύκολο να καταλάβεις -αν και αρκετοί ισχυρίζονταν ότι τους κατάλαβαν- ούτε όμως και να απορρίψεις σαν μπούρδες. Ωστόσο είχε πληγωθεί αρκετά ο εγωισμός του, οπότε μόνος του, όταν και έβγαζε την δαιδαλώδη στολή που ντυνόταν ενώπιον του ακροατηρίου του, σιγοτραγουδούσε πικραμένος: «Εδώ είναι Βλακάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, ντιρετέμ λε ντιλέμ» (χωρίς να είναι όμως σίγουρος τι σήμαινε ούτε το ντιρετέμ ούτε το λε ντιλέμ). Του αρκούσε που ήταν σίγουρος για το τι σήμαινε κάθε λέξη από τους συλλογισμούς που εξέθετε ενώπιον του ακροατηρίου του. Εκείνη ακριβώς την εποχή, ένα βράδυ που τσεκάριζε τα μέιλ του πριν κοιμηθεί, είδε ότι του είχε έρθει από άγνωστο αποστολέα η ακόλουθη παράφραση:

---
---
---
---
Δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει ο παραφραστής, αλλά ήταν που ήταν κλονισμένη η αυτοεικόνα του από το παρατσούκλι, το πήρε θεόστραβα. Απάντησε στον αποστολέα με ένα μέιλ που έγραφε απνευστί από τις δύο και δέκα ως τις τρεις παρά πέντε. Οι λέξεις ήταν τουλάχιστον δύο χιλιάδες, μπορεί και τρεις. Ανταπαντώντας ο αποστολέας τον ξεπέρασε σε χρόνο (έγραφε από τις τρεις έως τις τέσσερεις και κάτι δευτερόλεπτα), αλλά οι λέξεις του ήταν μόνο δύο, μπορεί και τρεις. Ο Βλακάν σάστισε κι έπεσε για ύπνο μπερδεμένος. Χρόνια αργότερα που μου διηγούνταν την ιστορία των μέιλ, τον ρώτησα αν είχε διαδραματιστεί το βράδυ που άλλαζε η ώρα. Ο Βλακάν με κοίταξε για ώρα διευρευνητικά και μετά, αντί άλλης απάντησης, άρχισε να μου κάνει μια διάλεξη περί της σχετικότητας του χρόνου, που δεν μου ήταν εύκολο ούτε να την καταλάβω, ούτε όμως και να την απορρίψω σαν μπούρδα. Το ρολόι μου πάντως -που έπιασα τον εαυτό μου να το κοιτάζει δύο, μπορεί και τρεις φορές- έδειχνε να επιβεβαιώνει σε ρίαλ τάιμ τους συλλογισμούς του (όσο μπορούσα εν πάση περιπτώσει να τους παρακολουθήσω), γεγονός που με εντυπωσίασε, κάνοντάς με να άρω τις αμφιβολίες μου και να καταταγώ οριστικά στους θαυμαστές του.

Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2011

Μoυβ μι

Ποιές να είναι άραγε οι δέκα πιο αγαπημένες μου ταινίες; Επειδή προφανώς μ΄αυτό το άγχος ξυπνάς και κοιμάσαι καιρό τώρα και έχεις τεράστιο ενδιαφέρον να τις πληροφορηθείς, μπορείς να το κάνεις κι αυτό στη ζωή σου και να το αφήσεις να περάσει πίσω σου, πρoχωρώντας στο επόμενο άγχος.

Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2011

Ο άνθρωπος με τις απαντήσεις

Mπήκε στο βαγόνι και άρχισε το γνωστό τροπάρι: «Συγγνώμη, να σας κάνω μια ερώτηση;». Όταν τον έβλεπαν τον απέρριπταν αμέσως, γιατί καταλάβαιναν ποιά θα ήταν η ερώτηση. Και είτε τους περίσσευαν ψιλά είτε όχι, δεν είχαν καμία διάθεση να τα δώσουν σε αυτόν. Ένας στους -πολλούς- τόσους του έδινε, αλλά και αυτός συνήθως πριν τον αφήσει καν να προχωρήσει στην ερώτηση.
Κατάλαβε τότε ότι έπρεπε να το πάρει αλλιώς. Πήγε σπίτι, ανάγκασε την μάνα του να του ανοίξει, πλύθηκε, λούστηκε, ξυρίστηκε, έβαλε καθαρά ρούχα και επέστρεψε στους σταθμούς και τα βαγόνια. «Συγγνώμη, να σας δώσω μια απάντηση;» άρχισε να ρωτά, και νά που τα αυτιά που ως τώρα ήταν κλειστά άνοιξαν, νά που η άμεση απόρριψη μετατρεπόταν σε άμεσο ενδιαφέρον.
Τα νέα κυκλοφόρησαν αστραπιαία. Κάποιος τα τουίταρε, πάμπολλοι τα ριτουίταραν, τσίμπησαν και τα υπόλοιπα μίντια, τόσο τα σόσιαλ όσο και τα σοσιαλιστικά. Ανάμεσα μας κυκλοφορούσε ένας άνθρωπος που προσέφερε απαντήσεις. Μπορούσες να του κάνεις ό,τι είδους ερώτηση ήθελες. Δεν θα υπεξέφευγε («Υπάρχει Θεός;», τον ρώτησε ένας τριαντάχρονος. «Υπήρχε παλιά και θα ξαναϋπάρξει στο μέλλον. Αλλά τώρα όχι. Δεν υπάρχει». «Γιατί έπαψε να μου τηλεφωνεί το παιδί μου;», τον ρώτησε μια εβδομηντάχρονη. «Επειδή έτσι συνδυάζει την ηδονή της ελευθερίας με την ηδονή της ενοχής». «Ποιά είναι η πιο ωραία γεύση παγωτό στον κόσμο;», τον ρώτησε ένας δεκάχρονος. «Το σορμπέ λεμόνι». «Γιατί το ουίσκι έχει τόσο διαφορετική γεύση μέσα από τα χείλια της;», τον ρώτησε ένας εικοσιπεντάχρονος. «Επειδή το ποτό πρέπει να φιλιέται και το φιλί να πίνεται». «Θα ξαναβρώ γρήγορα δουλειά;», τον ρώτησε ένας άνεργος. «Αν σου κάνει η μαύρη, ναι». «Υπάρχουν φορές που σκέφτομαι να πέσω απ' το μπαλκόνι. Θα το κάνω;», τον ρώτησε μία με φόβο στη φωνή. «Όχι. Γιατί τότε θα το κάνω κι εγώ». «Υπάρχουν φορές που επί ώρες δεν κάνω τίποτε άλλο απ' το να κοιτάω τον τοίχο του σαλονιού. Γιατί;», τον ρώτησε ένας με θλίψη στη φωνή. «Επειδή έτσι είναι η φύση σου. Ή επειδή έτσι έγινες στην πορεία. Ή επειδή αν δεν υπήρχαν ιδιοσυγκρασίες σαν τη δική σου, τους τοίχους δεν θα τους πρόσεχε ποτέ κανείς». «Θα σοβαρευτώ ποτέ;», τον ρώτησε μία με γέλια στη φωνή. «Ναι, βέβαια. Και όχι βέβαια». «Θα ευτυχήσω ποτέ;», τον ρώτησε ένας με λυγμούς στη φωνή. «Όταν πάψεις να ψάχνεις ανθρώπους που σου μοιάζουν». «Με ποιό δικαίωμα νομίζεις ότι έχεις μια απάντηση για όλα;», τον ρώτησε ένας με βάρος στη φωνή. «Με αυτό της ελαφρότητας»).
Όσο αιφνίδια ξεκίνησε, τόσο αιφνίδια σταμάτησε. Λίγες μέρες μετά, στη μέση ενός βαγονιού που πήγαινε προς αεροδρόμιο, διευκρίνισε ότι η επόμενη είναι η τελευταία ερώτηση που θα δεχθεί. Έπειτα θα ξανάμενε άπλυτος, άλουστος, αξύριστος και θα επέστρεφε στις τάξεις των ζωντανών σκουπιδιών αυτής της πόλης. («Μα γιατί;», τον ρώτησε ένας με γραβάτα στη φωνή. «Επειδή θα με αναζητήσετε»).
Και πράγματι άρχισαν σύντομα να τον αναζητούν. Πολλοί από τους κανονικούς, όταν πια έβλεπαν σκουπίδια, αντί να αποφεύγουν το βλέμμα και να επιταχύνουν το βήμα, τα πλησίαζαν και προσπαθούσαν να τους πιάσουν κουβέντα: «Συγγνώμη, να σας κάνω μια ερώτηση;». Εκείνα τους απέρριπταν αμέσως, γιατί καταλάβαιναν ποιά θα ήταν η ερώτηση. Και είτε τους περίσσευαν απαντήσεις είτε όχι, δεν είχαν καμία διάθεση να τις δώσουν σε αυτούς.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011

Η ολόιδια ημέρα της ζωής του

Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στη ζωή δύο ανθρώπων. Ο Χάρης είναι δεκαεξάχρονος σκεϊτάς που βρίσκεται συνέχεια στους δρόμους. Το σακίδιό του στην πλάτη, το σκέιτ του στα πόδια. Μοιράζει τη μέρα ανάμεσα στους φίλους του και την κοπέλα του. Τον πατέρα του τον βλέπει για λίγο αλλά προλαβαίνουν να τσακωθούν, επειδή ο Χάρης είναι ψιλοεξαφανισμένος από το σπίτι και δεν δίνει λογαριασμό. Με την μάνα του έχουν καλύτερη σχέση, αλλά κι αυτήν την επισκέπτεται στο ΚΑΤ, όπου νοσηλεύεται, μετά από απουσία ημερών. Ο Βασίλης είναι σαρανταπεντάρης δημόσιος υπάλληλος. Καταπιεσμένος, συμβιβασμένος, φοβισμένος, ένας άνθρωπος χωρίς χαρά. Το «Wasted Υouth» μας δείχνει σε παράλληλη αφήγηση πώς εξελίσσονται οι ιστορίες τους, μέχρι που οι τροχιές των δύο ηρώων θα συναντηθούν αργά τη νύχτα στην τελική σκηνή του έργου. Λίγο πριν συμβεί αυτό, ο Χάρης θα ακούσει ένα φίλο του (που είναι ακόμη πιο μικρός και ακόμη πιο μεθυσμένος από εκείνον) να του λέει πως είναι η καλύτερη ημέρα της ζωής του. «Κι εμένα», θα του απαντήσει. Του Βασίλη πάλι δεν είναι η χειρότερη. Είναι όμως μια ακόμη ολόιδια ημέρα της ζωής του, αφού μπορεί μέσα στη διάρκειά της να έχει δειλιάσει να ανοιχτεί οικονομικά για να ξεκινήσει μια παράλληλη δουλειά ή μπορεί να είναι το τρίτο σερί βράδυ που έχει βάρδια, αλλά η πρώτη ύλη του κόσμου του είναι εκεί, απαράλλακτη: γυναίκα, κόρη και μαμά μέσα στο μικρό προς μεσαίο διαμέρισμά του, με το μικρό προς μεσαίο μπαλκόνι του, φάτσα κάρτα σε άλλες πολυκατοικίες με μικρά προς μεσαία μπαλκόνια. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι δεν αγαπά την οικογένειά του, εκείνο όμως που προκύπτει είναι ότι έχει επέλθει μια απόσταση και μια παγωνιά στη σχέση του μαζί της. Μια κατάθλιψη σκιάζει τα πάντα. Το ενδιαφέρον με την εικόνα της οικογένειάς του είναι ότι δεν συμβαίνει τίποτα το ακραίο ή το δραματικό, ότι καμία λεπτομέρεια δεν ξεχειλώνεται για να καταγράψει το οικογενειακό τέλμα. Το τέλμα καταγράφεται σαν τρόπο τινά φυσικό απότοκο. Ο Βασίλης μοιάζει να είναι ένας νικημένος της ζωής, όχι επειδή η ζωή του τα έφερε με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που υπολόγιζε, αλλά μάλλον φέρνοντάς του όπως πάνω κάτω τα υπολόγιζε.

Ο κόσμος των εφήβων και ο κόσμος των σαραντάρηδων είναι το βασικό αντιστικτικό μοτίβο της ταινίας. Από την μια πλευρά η ελευθερία που ψάχνεται, η ορμή που δεν καταλαγιάζεται, τα νιάτα που ο μόνος (;) τρόπος για να τα ζήσει κανείς είναι σπαταλώντας τα και που η έννοια «σπατάλη» δεν είναι ανίθετη αλλά σύμφυτη με την έννοια «ζωή», και από την άλλη η στέρηση της ελευθερίας, το τέλος του ψαξίματος, το κλείδωμα, ο συμβιβασμός, η παραίτηση. Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος πετυχαίνει με την εσωτερική του ερμηνεία να φτιάξει το πορτρέτο ενός βαθύτατα ματαιωμένου και ριζικά θλιμμένου άνθρωπου, που ακόμη και αν δεν κάνει τίποτα το αντικειμενικά όμορφο στην ταινία, ακόμη και αν παραμένει αποξενωμένος κι από την ίδια του τη ζωή, σε κάνει να τον κοιτάζεις με στοργή. Ο Χάρης Μάρκου στηρίζει την μισή ταινία πάνω του και δεν την προδίδει σε κανένα σημείο της, αντίθετα τη μπολιάζει με αυθεντικότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς, χωρίς να πέσει στη λούμπα να υποδυθεί το ρόλο του.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και ο Γιαν Φόγκελ αποφάσισαν ότι αν ήταν να γυρίσουν αυτή την ταινία, μόνο με αυτό τον τρόπο είχε νόημα να την γύρισουν: ημιαυτοσχεδιαστικά και ημιαυτοσχέδια. Έχουμε ανάγκη ένα τέτοιο σινεμά μη αρτηριοσκληρωτικό, εύκαμπτο, διατεθειμένο να πάρει ρίσκα (αλλά φυσικά και που να ξέρει τι του γίνεται). Μολονότι δεν υπήρχε γραμμένο σενάριο, υπήρχαν μόνο σημειώσεις, η ταινία κυλά με ρυθμό εξαιρετικό, αρμονικό, δεν υπάρχουν χάσματα, δεν υπάρχουν κενά, δεν βαριέσαι, οι σκηνές κρατάνε όσο πρέπει, δεν νιώθεις ότι τραβιέται τίποτα. Δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα το περιττό, αλλά ούτε και κάτι που να περισσεύει. Η φόρμα που διαισθητικά ακολουθήθηκε τους βγαίνει και με το παραπάνω, ενώ η Αθήνα κινηματογραφείται με τρόπο συναρπαστικό.

Αν όμως στο αισθητικό σκέλος η ταινία είναι επιτυχημένη, αν είναι πράγματι σινεμά γεμάτο χυμούς (όντας ακόμη μία από τις πολλές πια καλές ελληνικές ταινίες που βλέπουμε σε αυτή την τόσο ευπρόσδεκτη κινηματογραφική άνθηση των τελευταίων ετών), αν στο γενικότερο κοινωνιολογικό της σχόλιο η ταινία παίρνει επίσης καλό βαθμό, αν σε ένα βαθμό δηλαδή καταφέρνει να βάλει το δάχτυλο σε βασικές κοινωνικές πληγές, κάνει παρά ταύτα ένα κατά τη γνώμη μου πολύ μεγάλο λάθος όταν συνδέει το γενικό σχόλιο με το ειδικό γεγονός. Υπάρχουν διάφοροι θεμιτοί και γόνιμοι τρόποι να εμπνευστείς από την πραγματικότητα, αλλά άλλο έμπνευση άλλο κοπιάρισμα. Και το πρόβλημά μου δεν είναι με αυτή καθαυτή την χρήση της πραγματικότητας, το πρόβλημά μου είναι ότι όταν υπάρχει οιονεί αντιγραφή του αληθινού γεγονότος και τοποθέτηση των πρωταγωνιστών στην καρδιά του, τότε η άσχετη με το αληθινό γεγονός μυθοπλασία δεν το ερμηνεύει καλλιτεχνικά, αλλά –άθελά της βέβαια- καταλήγει να το διαστρεβλώσει.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011

Τσιπραλβανοί, τσιπραλβανοί, πότε θα μπείτε στη στενή

Όσο πληθαίνουν τα πάσης λογής κρούσματα (από αποδοκιμασίες έως και φαινόμενα βίας) κατά πολιτικών που κυβερνούν ή κυβέρνησαν, τόσο αρχίζει να αναπτύσσεται ένας αγωνιώδης δημόσιος λόγος για τους κινδύνους που κρύβουν τέτοιου είδους πρακτικές για το πολίτευμα και για το μέλλον μας. Υπάρχουν βέβαια και αντεπιχειρήματα (για το τσουβάλιασμα π.χ. όλων των αντιδράσεων στην ίδια κατηγορία), αλλά ας δεχθώ ότι πράγματι η αγωνία που εκφράζεται είναι και ειλικρινής και ανιδιοτελής και πάνω απ' όλα βάσιμη. Όντως δηλαδή, ακόμα και αν σε αυτό το στάδιο -πλην της περίπτωσης Χατζηδάκη- τα πράγματα έχουν κρατηθεί σε ένα επίπεδο δίκαιο (σόρι, και μη βγάζεις φλύκταινες που τ΄ακούς, ε;) και αναλογικό, αυτό δεν σημαίνει πως αύριο η κατάσταση δεν θα ξεφύγει τελείως. Και αν ξεφύγει τελείως, το πιθανότερο είναι πως προς ακόμη περισσότερο αυταρχισμό και προς ακόμη λιγότερη δημοκρατία θα οδηγηθούμε, παρά το αντίστροφο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν η έκφραση της αγωνίας είναι μονομερής. Περιλαμβάνει και τις εξακολουθητικές δηλώσεις Πάγκαλου περί ΣΥΡΙΖΑ ή δεν τις περιλαμβάνει; Η δημοκρατία κινδυνεύει μόνο από την έκφραση οργής κατά πολιτικών προσώπων και όχι από τις δηλώσεις των πολιτικών προσώπων; Ό,τι μα ό,τι κι αν λένε; Μπορεί ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης να λέει αυτά που λέει και αυτά να θεωρούνται θεμιτό μέρος του δημοκρατικού γίγνεσθαι; Αν είναι έτσι, ποιόν ακριβώς καλεί ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης να ενημερώσει μαζί με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς και με ποιόν ακριβώς συνομιλεί στη Βουλή; Με εκείνον ο οποίος υποδεικνύει να σκοτώσουν τον Αντιπρόεδρό του; Τόσο λαρτζ δημοκρατία έχουμε; Εντάξει θα συνομιλούμε θεσμικά και αν βρε αδελφέ στο μεταξύ οδηγήσετε με όσα λέτε κάποιους (Αλβανούς ή γηγενείς) στη δολοφονία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, το ξαναβλέπουμε τότε το πράγμα;
Δικαιούται φυσικά κανείς να μην αγανακτεί με τις δηλώσεις Πάγκαλου. Δικαιούται να μην τρομάζει με τις συνέπειες που μπορεί να έχουν. Δικαιούται να αγανακτεί και να τρομάζει μόνο με τις συνέπειες των γιαουρτιών και των γιουχαϊσμάτων. Εκείνο που δεν δικαιούται όμως να κάνει σε αυτήν την περίπτωση, είναι να εξακολουθεί να παριστάνει ότι μιλά στο όνομα της σύνεσης, της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης, της διαφύλαξης της δημοκρατίας. Δεν δικαιούται πάνω απ' όλα να εξακολουθεί να παριστάνει ότι μιλά στο όνομα της καταδίκης των άκρων. Άκρο είναι πια κι αυτός. Όπως σιγά σιγά και όλοι μας.
Αλλά επειδή στα άκρα σιγά σιγά οδηγείται κανένας και όχι αμέσως, και επειδή είναι μια ασταμάτητη σειρά από μικρότερες και μεγαλύτερες πράξεις ή παραλείψεις που θεμελιώνουν μέσα του την πεποίθηση πως στο ένα άκρο ανήκει και πως στην μέση το παιχνίδι έχει πάψει πολύ καιρό να παίζεται (αφού κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ακριβώς θεσμούς που λειτουργούν, κυρώσεις που επιβάλλονται, μπλα μπλα μπλα), η άμεση αποπομπή του Θεόδωρου Πάγκαλου από την Κυβέρνηση θα λειτουργούσε εκτονωτικά για το γενικότερο κλίμα. Αλλά όχι. Θα παραμείνει στη θέση του, στην εξουσία του και, ατιμώρητος πολιτικά, θα συνεχίσει να λειτουργεί ως γεννήτρια διαρκούς πόλωσης.
Ωστόσο το θέμα μου είναι λιγότερο ο Πάγκαλος και περισσότερο οι δικές σου αυταπάτες ότι είσαι κατά της εκτροπής των πραγμάτων και του πολιτεύματος. Για αυτό σταμάτα να μιλάς και να ανησυχείς για λογαριασμό του πολιτεύματος. Για αυτό αν ποτέ εκτραπεί οριστικά, μην αρχίσεις να λες: «Είδατε; Εμείς προειδοποιούσαμε». Γιατί η απάντηση θα είναι πως εσύ κι όλοι εσείς, προειδοποιούσατε μονομερώς, βλέπατε μονομερώς, ανησυχούσατε μονομερώς.

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2011

Πες μου πώς γίνεται

Πώς ξεκίνησε:
Περνάμε με το αυτοκίνητο μπροστά από το μαιευτήριο.
«Εδώ είναι που είχες γεννηθεί».
«Τι είναι "που είχες γεννηθεί";».
«Ήσουν στην κοιλιά της μαμάς και βγήκες και σε πήρε αγκαλιά».
Πώς δεν συνεχίστηκε:
«Και πριν;».
«Τι πριν;».
«Την κοιλιά».
«Ε, δεν υπήρχες».
«Τι είναι "δεν υπήρχες;"».
«Δεν υπήρχες. Πριν».
«Πες μου πώς γίνεται».
«Ρασούλης ε; Πάει κι αυτός»
«Τι είναι "πάει";».
«Δεν υπάρχει. Πια».
«Τι; Αυτό που δεν υπήρχε και πριν;».
«Αυτό».
«Πες μου πώς γίνεται».

Σάββατο, Μαρτίου 19, 2011

Ο Μάζντας.

Περπατώντας βιαστικά κι αφηρημένα κόντεψε να πέσει πάνω στο φορτηγό. Όταν συνειδητοποίησε τι έβλεπε, του κόπηκαν τα πόδια από τη συγκίνηση. Το ήξερε, πάντα το ήξερε, ότι αυτή είναι η φυσική κατάληξη κάθε ντοσιέ, κάθε φακέλλου, κάθε αρχειοθέτησης, κάθε ταξινόμησης. Εκεί ρε μουνάκια. Στην καρότσα ενός παλιού μάζντα. Πεταμένα όπως να 'ναι. Κι εσείς κι η σημασία σας. Πού είναι τώρα η σπουδαιότητά σας; Πού είναι τώρα το βάρος σας; Πού είναι τώρα οι αριθμοί πρωτοκόλλου σας; Τι απέγινε τώρα η διεκπεραίωσή σας; Σε εσάς δεν στηριζόταν ο κόσμος; Η ομαλή του λειτουργία; Τι έγινε, έπαψε πια να λειτουργεί; Ή τον φτιάξατε και πάτε σαν απόμαχοι να ξεκουραστείτε; Πήρατε μορφή ηλεκτρονική μήπως και δεσπόζετε πλέον από εκεί;
Παραληρούσε, ήταν ξεκάθαρο. Άρχισε να τραγουδά και να ταρακουνά το μάζντα σαν κάγκελα σε ποδοσφαιρική εξέδρα: «Ό,τι με γλιτώνει και μου δίνει την αιτία, είναι που την έκανα απ' τη γραφειοκρατία». Το κινητό του χτυπούσε εκείνη την ώρα, αλλά δεν το άκουγε. Ήταν επίμονοι. Ξαναπήραν. Το άκουσε. Τον έπαιρναν να του πουν για κάποια υπόθεση, που ήταν καταχωρημένη σε κάποιο φάκελλο, μέσα στον οποίο υπήρχαν κάποια έγγραφα που κάτι αποδείκνυαν. Τα είχε συμπεριλάβει στο φάκελλο; Ναι, ναι, ναι, έλεγε, και μην ανησυχείτε. Όλα είναι υπό έλεγχο. Έκλεισε, πέταξε το κινητό στην καρότσα και προχώρησε τραγουδώντας.
Όταν τον έκλεισαν στο ίδρυμα, η εισαγωγή του σημειώθηκε με αριθμούς πρωτοκόλλου και χρονολογίες, φάκελλος ειδικός ανοίχτηκε στο όνομά του και έκτοτε ό,τι αφορούσε την υπόθεσή του το καταχωρούσαν εκεί. Εκείνος γελούσε τρανταχτά γιατί ήξερε πια που θα κατέληγε κάποτε και ο δικός του φάκελλος και όλων των άλλων δίπλα του. Τους απομόνωνε έναν έναν και τους αποκάλυπτε το μυστικό. Το προσωπικό, ακόμη κι οι γιατροί, άρχισαν να τον αποκαλούν ο Μάζντας. Μετά από καιρό το είχαν συνηθίσει τόσο που του απευθύνονταν και έτσι. Αυτό τον έκανε ακόμη πιο ευτυχισμένο: τα βράδια έβλεπε στον ύπνο του ότι η πλάτη του άνοιγε σαν καρότσα και εξευτελισμένα έπεφταν μέσα της ντοσιέ και έγγραφα.

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2011

Η ασημένια ώρα

Ο κουρέας άλλαζε ξυράφι. Λίγο από συνήθεια, λίγο από αφηρημάδα, ο πελάτης κοίταξε τις κομμένες τρίχες πάνω σε αυτό το πράγμα που σου περνάνε γύρω από το λαιμό όταν κουρεύεσαι. Κάπως θα το λένε, αλλά δεν ήξερε πώς. Και δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι οι τρίχες ήταν ασημί. Ο πελάτης θορυβήθηκε. Σήκωσε το βλέμμα να δει αν κούρευαν κανέναν ακριβώς από πάνω του. Όχι. Τότε τι; Ερχόταν χρόνια εδώ και τους εμπιστευόταν. Δεν θα κούρευαν άλλον και θα του έλεγαν μετά ότι κούρεψαν εκείνον. Θα ήταν ακραίο. Άλλωστε τι θα κέρδιζαν από μια τέτοια απάτη; Κάτι άλλο πρέπει να συνέβαινε. Για το υπόλοιπο του κουρέματος αποφάσισε να ενεργοποιήσει την προσοχή του. Κοιτούσε καχύποπτα δεξιά κι αριστερά. Τίποτα περίεργο (εκτός ίσως από τις επίμονες παρακλήσεις του κουρέα να σταματήσει να κουνάει το κεφάλι του). Το κούρεμα τελείωσε. Ξανακοίταξε με τρόπο τις τρίχες. Μεγαλύτερο πλήθος από πριν, ίδιο χρώμα. Έβγαλε αυτό το αγνώστου ονόματος πράγμα από το λαιμό του και άρχισε να βρίζει. Να κουρευτεί είχε έρθει, όχι να μεγαλώσει. Απολογήθηκαν αμήχανα. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσαν να κάνουν, ευχαρίστως να το έκαναν. Εκείνος ζήτησε τα χρόνια του πίσω. Μα γιατί, του είπαν. Δεν τα ζήσατε; Τα έζησα, απάντησε. Ε τότε, τι ακριβώς σας χαλάει; Θύμωσε περισσότερο. Με ποιό δικαίωμα ανακατεύεστε στη ζωή μου, ρώτησε. Και τι ακριβώς παριστάνετε εδώ πέρα; Τους κουρείς ή τους φθορείς; Μα δεν σας φθείραμε εμείς, κύριε, διαμαρτυρήθηκαν. Αλλά μπορεί και να μην τους άκουσε, γιατί ήδη έβγαινε χτυπώντας την πόρτα, η οποία όμως ως συρόμενη δεν χτύπησε, γεγονός που τον ματαίωσε διπλά. Συνειδητοποίησε ότι και οι εναπομείνασες στην κεφαλή του τρίχες παρόμοιο με τις κομμένες χρώμα θα είχαν. Ένιωσε τα βλέμματα των περαστικών να τον καρφώνουν. Τα νέα του γκριζαρίσματός του θα κυκλοφορούσαν ραγδαίως. Αποφάσισε να πουλήσει την ψυχή του στον Μεφιστοφελή, να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται. Αλλά θα έβρισκε μεφιστοφελείο ανοικτό; Το πρώτο που βρήκε ήταν κλειστό. Κοίταξε τα διανυκτερεύοντα. Ήταν όλα σχετικά μακριά. Δεν είχε κουράγιο να τρέχει. Είχε μεγαλώσει. Αποφάσισε να συμφιλιωθεί με την ηλικία του. Εκείνη όμως είχε μια αξιοπρέπεια και βλέποντας όλο αυτό το προηγηθέν εις βάρος της σόου, αρνήθηκε. Έτσι τράβηξαν χωριστούς δρόμους, η ηλικία του από τη μια μεριά, εκείνος από την άλλη. Όσο για τις γκρίζες τρίχες του, αφού τινάχθηκαν στο πάτωμα, τις πήρε η σκούπα του κουρέα. Στο διάβα τους ανακατεύτηκαν με άλλες τρίχες αλλωνών και δεν αποτελούσαν πια ένδειξη κανενός πράγματος, ούτε του περάσματος του χρόνου ούτε τίποτα, αποτελούσαν μόνο σκουπίδια, που κατέληξαν σε μια σακκούλα μαζί με ακαθαρσίες κι έμειναν να αναρωτιούνται πως σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έκαναν τη διαδρομή «υπαρξιακό ξυπνητήρι - ένα με τα κωλόχαρτα». Ασόβαρο ον ο άνθρωπος, κατέληξαν στο συμπέρασμα λίγες ώρες μετά, καθώς η σκουπιδιάρα αναποδογύριζε για να ρίξει στα σπλάχνα της το περιεχόμενο του -ίδιου χρώματος με αυτές- κάδου.

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2011

H Παναγιά στα Καλάσνικοφ

Το «Μέσα από τις Φλόγες» σε γραπώνει από την εναρκτήρια σκηνή του. Βλέπεις το ξερό μεσανατολίτικο τοπίο και αμέσως μετά η κάμερα μπαίνει από ένα παράθυρο μέσα σε ένα ρημαγμένο κτίριο στην καρδιά αυτού του τοπίου, όπου κάτι συμβαίνει (ίσως περίεργο, ίσως όχι), με υπόκρουση ένα τραγούδι των Radiohead. Θα μπορούσες να παρακολουθείς και ένα ψαγμένο βίντεο κλιπ του τραγουδιού. Η σκηνή σε κερδίζει με την έντασή της, το στυλ της, τον ηλεκτρισμό της. Σου μεταδίδει τη φόρτισή της, αλλά την ίδια ώρα δεν ξέρεις αυτή η τόσο φορτισμένη σκηνή τι θέλει να σου πει. Όταν σταδιακά θα καταλάβεις πότε ακριβώς διαδραματίζεται και τι ακριβώς σηματοδοτεί, η σκηνή αρχίζει να ξαναπαίζεται στο μυαλό σου και να σε πηγαίνει πολύ πιο πέρα από ό,τι θα μπορούσε να σε πάει ποτέ ένα βίντεο κλιπ: στο σινεμά οι εικόνες κουβαλούν κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους, κουβαλούν κι ένα νόημα, ακόμα και όταν αυτό έρχεται αναδρομικά να τις φωτίσει.

Πριν ακόμα τελειώσει το τραγούδι, μεταφερόμαστε σε έναν συμβολαιογράφο που τακτοποιεί φακέλους στο αρχείο του, σε ένα κτίριο που κάθε άλλο παρά ρημαγμένο φαίνεται. Η μουσική σταματά. Η περίσταση απαιτεί σοβαρότητα. Είμαστε στον Καναδά και είναι ώρα να ανοίξει μια διαθήκη. Απέναντι στο συμβολαιογράφο κάθεται μια νέα γυναίκα κι ένας νέος άντρας. Είναι δίδυμα αδέλφια κι η διαθήκη είναι της μητέρας τους. «Να με θάψετε γυμνή και μπρούμυτα στο χώμα. Χωρίς φέρετρο. Δεν θέλω να υπάρχει το όνομά μου στην ταφόπλακα. Σας αφήνω από ένα φάκελλο στον καθένα, για να τους παραδώσετε, η μία στον πατέρα σας και ο άλλος στον αδελφό σας. Όταν βρείτε τον αδελφό και τον πατέρα σας και τους παραδώσετε τους φακέλλους, τότε μια υπόσχεση θα έχει τηρηθεί και η σιωπή θα έχει λυθεί. Τότε πια μπορείτε και να γράψετε το όνομά μου στην ταφόπλακα». Η ταινία θα μοιραστεί στη συνέχεια ανάμεσα στο σήμερα και την προσπάθεια των παιδιών να ανακαλύψουν τους συγγενείς που σοκαρισμένοι και δύσπιστοι ακούνε ότι έχουν (αγνοούσαν εντελώς την ύπαρξη αδελφού, ενώ ο πατέρας τους, που ποτέ δεν γνώρισαν, ήξεραν ότι είχε πεθάνει στον πόλεμο του Λιβάνου) και στο χθες, που παρακολουθούμε το παρελθόν της μητέρας τους, ένα παρελθόν εξαιρετικά πιο ταραχώδες από τη ζωή που έζησε μαζί τους στον Καναδά, ως γραμματέας του συμβολαιογράφου.

Η ιστορία ξεδιπλώνεται σιγά σιγά μπροστά στα μάτια μας. Άλλοτε έχουμε εμείς περισσότερες πληροφορίες από τα παιδιά (με αποτέλεσμα εκτός των άλλων μια εξαιρετική σκηνή τραγικής ειρωνείας που το ένα παιδί τηλεφωνεί στο άλλο, σκηνή η οποία ενώ κινηματογραφείται από τη σκοπιά των παιδιών, δηλαδή αποδραματοποιημένα, με βάση όσα εκείνα ξέρουν, καθίσταται υπογείως σπαρακτική, με βάση όσα εμείς ήδη ξέρουμε) και άλλοτε τα παιδιά περισσότερες πληροφορίες από εμάς (την αποκάλυψη του τελικού μυστικού θα την μάθουμε μετά από το ένα παιδί, όταν αυτό θα την ανακοινώσει στο άλλο). Βλέποντας στην ταινία οδοιπορικά προσφύγων, μπρος πίσω στον χρόνο, σκηνές πολέμου, βλέποντας στην ταινία να παίζει οργανικό ρόλο η Μέση Ανατολή ως τόπος, ζορίζεσαι πολύ να πιστέψεις ότι ο Ντενί Βιλνέβ βάσισε το σενάριό του σε ένα θεατρικό έργο (του λιβανέζικης καταγωγής Καναδού συγγραφέα Wajdi Mouawad, που αναγκάστηκε να φύγει από το Λίβανο σε ηλικία 8 ετών λόγω του εμφυλίου). Η μεταμόρφωση αυτή είναι ένα ακόμη δείγμα της μαεστρίας του. Ο Βιλνέβ μοιάζει να είναι δημιουργός από τους λίγους, παραδίδοντας ένα έργο μεγάλης πνοής. Σεναριακά ξέρει πότε να αποκαλύψει ποιά πληροφορία, σκηνοθετικά ξέρει πώς να κάνει ξεχωριστή σχεδόν την κάθε σκηνή του. Σκηνές ανθολογίας, όπως η σκηνή με το λεωφορείο, δύσκολα θα ξεχαστούν. Εκτελεστές με αυτοκόλλητο της Παναγίας στο καλάσνικόφ τους. Όταν τα παιδιά μάθουν για το ένα από τα δύο πρόσωπα που αναζητούν, τον πατέρα τους, στο επόμενο πλάνο θα σκάσουν στην πισίνα σε εμβρυακή μορφή: επιστρέφουν στην μήτρα τους.

Κι όπως κάθε μεγάλη ταινία, όταν τελειώσει σου γεννά λαχτάρα να αρχίσεις να τη συζητάς. Χριστιανός ή Μουσουλμάνος / Θύμα ή θύτης/ Καλός ή κακός/ Γεννιέσαι ή γίνεσαι; Η ταυτότητά μας είναι ρευστή. Ενίοτε μπορεί να είναι και εναλασσόμενη, Η ταυτότητα η πολιτισμική. Η ταυτότητα η ηθική. Είναι προτιμότερο να γεννηθείς από φρίκη και να μεγαλώσεις με αγάπη, παρά να γεννηθείς με αγάπη και να μεγαλώσεις στη φρίκη. Την ταυτότητά σου δεν στη δίνει η φύση σου, το αίμα σου, η γενιά σου, η φυλή σου, την ταυτότητά σου στη δίνει ο τρόπος με τον οποίον ανατρέφεσαι, οι συνθήκες στις οποίες μεγαλώνεις, το ευρύτερο και το στενότερο περιβάλλον σου.

Μην μπορώντας να επεκτείνω τις σκέψεις πάνω στο εντελώς γόνιμο έδαφος που αφήνει η ταινία, αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει ανοικτή συζήτηση πάνω στα μυστικά της, εκείνο που μου απομένει να κάνω είναι αφενός να ψάξω να δω τις προηγούμενες ταινίες του Βιλνέβ, «Polytechnique» και «Maelström», και αφετέρου να συστήσω, στεντορεία τη φωνή, το «Μέσα από τις Φλόγες», το οποίο είναι ένα έργο που δυσκολεύομαι να σκεφτώ ποιά κατηγορία θεατών θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011

Η αποτύπωση

Τη μεγαλύτερη πτώση τους στους τελευταίους 8 μήνες σημειώνουν τα ομόλογα φυσικών καταστροφών (τίτλοι που έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν προστασία στους επενδυτές από φυσικές καταστροφές), καθώς ο μεγάλος σεισμός που έπληξε την Ιαπωνία, και το καταστροφικό τσουνάμι που ακολούθησε, έχουν εκτοξεύσει στα ύψη το κόστος δανεισμού ... Οι αποδόσεις «που προσφέρονται στους επενδυτές ομολόγων φυσικών καταστροφών ενδέχεται να αυξηθούν», δήλωσε αρμόδιος ανάλυσης κινδύνου της Solidum Partners AG, ενός κερδοσκοπικού επενδυτικού ταμείου που ειδικεύεται σε τίτλους που σχετίζονται με την ασφάλιση. Ο ίδιος αναλυτής ανέφερε ότι «απομένει να δούμε αν ο σεισμός αυτός θα στοιχίσει τόσο ακριβά ώστε να αντιστρέψει εντελώς το κλίμα στην αγορά ή απλώς θα επηρεάσει τις τιμές στην περιοχή».
Εν τω μεταξύ ο Ανδρέας Λοβέρδος δίνει ένα μικρό ρεσιτάλ λαϊκισμού διαβεβαιώνοντας Άδωνι και Πλεύρη ότι θα τον στείλει τον λογαριασμό των 100.000 ευρώ, που κόστισε η νοσηλεία των απεργών πείνας. Φυσικά και να τον στείλει, ας ξεκινήσει πρώτα κατάσχωντας από τους ίδιους ό,τι κουβέρτες, σλίπιν μπαγκ, αλλαξιές κλπ έχουν στην κατοχή τους, και εν συνεχεία ας χρεώσει τους αλληλέγυους αλληλλεγύως και εις ολόκληρον. Εδώ πάντως ας αναγνωρίσουμε με ανακούφιση ότι η επί μέρες προβαλλόμενη ως προκλητική άρνηση των απεργών να διακομιστούν μαζικά σε νοσοκομεία γλίτωσε αρκετά χρήματα από το μαγαζί του καλού νοικοκύρη Ανδρέα. Επίσης στις κατηγορίες που βαρύνουν τους συνοδούς και τις συνοδούς ότι εμπόδιζαν τους γιατρούς να δώσουν τροφή στους απεργούς, ας ληφθεί υπόψη το σχετικό ποσό που εξοικονόμησε το ΕΣΥ: ενδέχεται οι συνοδοί να αρνούνταν τη χορήγηση τροφής για δημοσιονομικούς λόγους.
Αφού πρώτα η κυβέρνηση κατάφερε να μην της πεθάνουν οι απεργοί στα χέρια, με μια σειρά δηλώσεις των κορυφαίων υπουργών της δεν έχασε την ευκαιρία να δείξει πως το έκανε με βαρύτατη καρδιά, δεν έχασε την ευκαιρία να δείξει πως δεν τους άφησε να πεθάνουν μεν, τους σιχαίνεται εξίσου με την συντριπτική πλειοψηφία του φιλόξενου ελληνικού λαού δε.
Νομίζω ότι η απεργία πείνας έγινε ακριβώς σε μια χρονική περίοδο, που το περίφημο «η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι αδιαπραγμάτευτη» πνέει τα λοίσθια. Συντηρείται ως ρητό από τη δύναμη της αδράνειας και μόνο. Στην ουσία έχει μετατραπεί σε ήχο που κουβαλά ένα νόημα που κάθε άλλο παρά αυτονόητο μας φαίνεται. Όλα είναι διαπραγματεύσιμα. Και όλα τελικά ανάγονται σε κόστος νοσηλείας, κόστος συντήρησης, όλα τελικά βρίσκουν την αποτύπωσή τους σε κάποιο χρηματοοικονομικό προϊόν όπως τα ομόλογα φυσικών καταστροφών (που δεν αμφιβάλλω, 29 κατασκευαστές πραγματικότητας θα μου εξηγήσουν πως είναι ένα προϊόν που βοηθά τον κόσμο να λειτουργεί περισσότερο αδιατάρακτα· αλλά και πάλι κάποιοι τζογάρουν σε αυτά, όπως και στις τροφές, όπως και παντού, και αυτό αντί να κριθεί υβριστικό κρίνεται θεάρεστο). Δεν πρόκειται για την τελική αποτύπωση της πραγματικότητας σε αριθμούς και οικονομικούς δείκτες. Μετατρέπεται στη συνείδησή μας σε αρχική αποτύπωση. Η ουρά της οικονομίας κινεί τους ανθρώπους σκυλιά.
Θυμάμαι πόσο μας έκαναν και μας κάνουν εντύπωση οι αφηγήσεις από την κατοχή για ανθρώπους σωριασμένους στο δρόμο. Περπατάς καθημερινά στην Αθήνα και βλέπεις τους σωριασμένους κάτω και τους προσπερνάς σαν να μην τρέχει τίποτα. Σύμφωνοι, από την πρέζα είναι σωριασμένοι. Και οι της πείνας απλώς ζητιανεύουν ανά τριάντα μέτρα. Αλλά σημασία έχει πως αν ήταν στα αλήθεια αδιαπραγμάτευτη η ανθρώπινη ζωή, δεν θα προσπερνούσαμε και τους μεν και τους δε τόσο μηχανικά.
Το μόνο αδιαπραγμάτευτο είναι η ζωή ενός εκάστου· άντε και της οικογένειάς του. Όλοι οι υπόλοιποι σωριαστείτε, ζητιανέψτε, κάντε ό,τι τραβάει η όρεξή σας.
Η πείνα είναι κάτι σαν τη ραδιενέργεια: μακριά μας να 'ναι και όλα τα άλλα τα βρίσκουμε.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2011

Το εύφλεκτο σώμα της Ιστορίας

Κι όμως. Όλη αυτή η φωτιά που καίει πανίσχυρα καθεστώτα (και άγνωστο τι είδους γενικότερες ανακατατάξεις θα προκαλέσει τελικά στο πέρασμά της) πυροδοτήθηκε από έναν κανένα: πρωτοξέσπασε πάνω στο ταπεινότατο σώμα του εικοσιεξάχρονου μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι. 17 Δεκεμβρίου 2010, στο παγκοσμίως άγνωστο Σίντι Μπουζίντ της Τυνησίας, ένας άνθρωπος που νιώθει αδικημένος και εξευτελισμένος, αποφασίζει, όχι προμελετημένα, αλλά πάνω στην απελπισία της στιγμής, να αυτοπυρποληθεί. Η κατάσχεση των εμπορευμάτων του και της ζυγαριάς του, ένα χαστούκι από την δημοτική αστυνόμο όταν προσπαθεί να αντιδράσει, και η άρνηση στη συνέχεια των τοπικών αρχών να δεχθούν να ακούσουν την διαμαρτυρία του, φαίνεται πως είναι αρκετά. Τίποτα πιο εμπρηστικό από την αδικία και μάλιστα την αδικία που συμβαίνει από εκπροσώπους της εξουσίας, την αδικία την οπλισμένη με τη δύναμη της έννομης τάξης. Λούζεται με εύφλεκτο υγρό και καίγεται μπροστά στο κτίριο που δεν δέχτηκαν να τον ακούσουν. Μέρες αργότερα θα υποκύψει στα τραύματά του. Η φωτιά παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις.
Η Ιστορία αρχίζει να γράφεται όχι με αφορμή έναν ηρωισμό, αλλά με αφορμή μια συντριβή. Δεν είναι μάρτυρας συνειδητός. Δεν το κάνει για να αλλάξει τον κόσμο. Το κάνει γιατί δεν αντέχει τον κόσμο που ζει. Δεν είναι ένας επαναστάτης πολιτικός. Αν είναι κάτι, είναι υπαρξιακός επαναστάτης. Δεν αντιστέκομαι σε σας που με αδικείτε. Αντιστέκομαι στο άδικό σας. Αυτό δεν αντέχω. Αυτό δεν μπορώ. Και για αυτό καίγομαι. Δεν καίγομαι κοιτάζοντας την Ιστορία. Κοιτάζω με απόγνωση την προσωπική μου ιστορία. Καίγεται για να δείξει σε αυτούς που τον αδίκησαν πόσο τον αδίκησαν. Και το δικό του διάβημα θυμίζει ξαφνικά σε λαούς ολόκληρους πόσο τους αδικούν. Πόσο τους καταπιέζουν. Κι έτσι, η έσχατη αδυναμία του ενός μετατρέπεται σε υπέρτατη δύναμη των πολλών, η οποία ανατρέπει εξουσιαστές δεκαετιών. Ο ανήμπορος φλεγόμενος ένας μετατρέπεται σε γεμάτους δύναμη φλεγόμενους λαούς. Το επί δεκαετίες αδιανόητο, φαντάζει ακαριαία επιτακτικό. Και σύντομα -τόσο σύντομα- νομοτελειακό. Ακριβώς επειδή έπαψε να είναι αδιανόητο. Ακριβώς επειδή οι πολλοί τόλμησαν να διανοηθούν πως αυτό που ποθούν να γίνει, μπορεί να γίνει. Η κανονικότητα του φόβου, της αδράνειας, της αποδοχής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων μετατρέπεται σε χρόνο διαφορετικής υφής, σε χρόνο ανατρεπτικό, σε χρόνο επαναστατημένο, σε χρόνο που γράφει την Ιστορία.
Το κάθε καθεστώς μπορεί να σταθεί μόνο εφόσον το επιτρέπουν οι πολίτες του. Και αυτοί το επιτρέπουν είτε επειδή το νομιμοποιούν είτε επειδή το τρέμουν. Στην ευρύτερη περιοχή, η νομιμοποίηση είχε εξαφανιστεί και το μόνο που έμενε να συντηρεί τα καθεστώτα ήταν ο φόβος. Αλλά έτσι και φύγει ο φόβος, έφυγε. Γι΄αυτό το παιχνίδι παίζεται πάντα στην πρόληψη του ξεσπάσματος και της εξάπλωσης της φωτιάς. Άπαξ και εξαπλωθεί, ο γυρισμός φαίνεται αδύνατος.
Και κάπως έτσι συνεχίζει να γράφεται η ανθρώπινη Ιστορία: έτοιμη να μπει σε καινούρια της κεφάλαια κάθε φορά που έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, εξαρτώντας όμως την εκκίνηση του κάθε κεφαλαίου από γεγονότα τυχαία, απρόβλεπτα, εν τέλει χαώδη, χαώδη όσο ο ψυχισμός ενός μικροπωλητή που ένα πρωί τον κέρδισε η απόγνωση.
(«Καθημερινή», 13.3.11)

Κυριακή, Μαρτίου 13, 2011

Κι όλοι πως γίνονται εγώ

Παρασκευή, Μαρτίου 11, 2011

Έξη· χρόνια μετά.

Κοντεύει έξη·
ας πούμε αυτή τη λέξη
που 'χει έξι χρόνια μπλέξει
και δεν τολμά να βγει.
Τι κοντεύει δηλαδή; Κόντεψε/ έφτασε/ είναι/ πάντα ήταν. Μα πώς πάντα, αφού είναι μόνο έξι; Ε, πριν, με την μορφή του κενού. Μια μεγάλη υπαρξιακή ανακάλυψη που θα μοιραστώ τώρα μαζί σου, είναι πως το να έχεις μια κλίση δεν σημαίνει πως το ξέρεις κιόλας. Παίζει και τα χρόνια να περνούν και να περνούν και να περνούν χωρίς να το ξέρεις. Να ξέρεις μόνο πως κάτι σου λείπει. Κι όταν το βρίσκεις; Εκπλήρωση δεν είναι τότε; Είναι, ναι. Αλλά είναι λίγο και παγίδα. Είναι λίγο και επανάπαυση. Είναι λίγο και η ευκολία του οικείου τρόπου μέσα σε ένα οικείο περιβάλλον. Ό,τι δεν σε αλλάζει, σε κάνει πιο μαλθακό. Η πληρότητα δεν μπορεί να διαρκεί για πάντα. Γιατί τότε μετατρέπεται σε βάλτωμα. Να μισείς το λίγο σου. Να ψάχνεις το αλλιώς σου. Υπάρχει το αλλιώς. Υπάρχουν λέξεις αλλού. Να νιώθεις το κενό της μη αναζήτησής τους, της μη ένωσής τους, της μη ανεύρεσης του δικού τους ύφους, της δικής τους πρότασης, της δικής τους επιρροής. Δεν κερδίζεις. Χάνεις.

Στο ακατάρατο

Υπάρχουν πράγματι και εκείνες οι περιπτώσεις όπου η φύση «μας εκδικείται» για όσα της έχουμε κάνει. Πάρα πολλές φορές όμως η φύση μας εξοντώνει σε γιγάντιους αριθμούς απλά επειδή μας έχει γραμμένους στα παπάρια της, απλά επειδή δεν είναι το αγαθοποιό οικολογικό υποκείμενο, που αν εμείς του φερθούμε με διαθέσεις στοργικές και αειφόρες, θα μας φερθεί κι αυτό με τη σειρά του κιμπάρικα. Έχω ξαναγράψει παρόμοια ποστ, απλά θέλω να προσθέσω πως ενώ διαχρονικά με τους διάφορους Θεούς πολλοί τα έχουν βάλει και πολλοί τον έχουν καταραστεί, η φύση εξακολουθεί να παραμένει στο απυρόβλητο, στο ακατάρατο. Ενώ για περιπτώσεις σαν τη σημερινή ας πούμε, της πρέπουν όλες οι διαθέσιμες κατάρες. Ή εν πάση περιπτώσει της πρέπει έκπτωση από το μονοδιάστατο θρόνο του παράδεισου που μολύνουμε και καταστρέφουμε. Κι εκείνη μας καταστρέφει plenty.

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2011

You are so beautiful to me

Τελειώνει χθες βράδυ το ματς της Τότεναμ και η κάμερα, ανάμεσα στον κόσμο που πανηγυρίζει, εντοπίζει, στο πάνω μάλιστα διάζωμα, μια γριούλα με πορτοκαλί σκουφάκι, γύρω στα εβδομήντα, ίσως και πάνω από αυτά, που κοιτάζει συγκινημένη στο κενό. Πρόκειται για το είδος της συγκίνησης που μπορεί να προκληθεί μόνο αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια αποτυχία, μακροχρόνια στέρηση, μακροχρόνια ανέλπιστη ελπίδα. Να ήσουν σχεδόν νια και να γέρασες, προσδοκώντας την επιστροφή στιγμών σαν αυτή.
Στον αντίποδα των φίλων της Τότεναμ, ο φίλος του Ολυμπιακού δεν χρειάζεται να γεράσει για να ζήσει θριάμβους. Είναι συνεχείς και ακατάπαυστοι. Σήμερα οι εφημερίδες του Ολυμπιακού, σαν συνεννοημένες, σχολιάζουν τις καταγγελίες που εμπλέκουν το όνομα του Βαγγέλη Μαρινάκη σε απόπειρα δωροδοκίας διαιτητή σε ευρωπαϊκό αγώνα, με επίκληση του 38ου Πρωταθλήματος (και 13oυ στα 15), που πονάει πολύ. Ο ίδιος ο Μαρινάκης μέχρι στιγμής δεν έχει αντιδράσει με άλλο τρόπο εκτός από ένα εξώδικο σε σάιτ και μπλογκ, όπου οι δικηγόροι του γνωστοποιούν πως «η δημοσίευση, αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, αναμετάδοση και φιλοξενία προσβλητικών χαρακτηρισμών και σχολίων σε βάρος του προσώπου του κ. Ευάγγελου Μαρινάκη, τελούμενη είτε από διαχειριστή και συντάκτη είτε από φιλοξενούμενο σχολιαστή θα συνεπάγεται τη λήψη των αναγκαίων δικαστικών μέτρων. Η μη συμμόρφωση στην, διά της παρούσης ηλεκτρονικής εξωδίκου δηλώσεως, πρόσκλησή μας, συνιστά απόπειρα εξαναγκασμού σε ανοχή της προσβολής η οποία τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα».
Γιατί προφανώς υπάρχουν προσβολές που ο Βαγγέλης Μαρινάκης μπορεί να ανεχτεί (όπως το να τον ανακατεύουν σε απόπειρες δωροδοκίας) και προσβολές που δεν μπορεί να ανεχτεί (όπως ας πούμε το να τον πω εγώ ή εσύ, με βάση την ήδη επιδειχθείσα ανωτέρω ανοχή του, ηθικό παχύδερμο που δεν μπαίνει στον κόπο να βγει να σκίσει τα ρούχα του για την αθωότητά του και να προβεί σε μηνύσεις εναντίον όσους λερώνουν το όνομά του). Απειλεί αντίθετα με μηνύσεις όσους σχολιάσουν τις καταγγελίες για τον λεκέ.
O Αχιλλέας Μπέος κι ο Μάκης Ψωμιάδης. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης κι ο Νικόλας Πατέρας. Ο Μιχάλης Κουντούρης κι ο Μιχάλης Φιλόπουλος. Ο Θωμάς Μητρόπουλος κι ο Σωκράτης Κόκκαλης. Ο Βασίλης Γκαγκάτσης και ο Σοφοκλής Πιλάβιος. Ο Κώστας Νικολακόπουλος κι ο Κώστας Γκόντζος. Μια εβδομηντάχρονη οπαδός της Τότεναμ κι αυτό που γεμίζει το βλέμμα της ένα βράδυ Μαρτίου τoυ 2011.

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2011

Λίγη αναστολή ακόμη

Δύο άντρες σε ένα έρημο νησί στην Αρκτική. Διενεργούν τυποποιημένες μετρήσεις σε ραδιενεργά στοιχεία και τις μεταδίδουν μέσω ασυρμάτου. Ο ένας είναι σαρανταπεντάρης. Κάνει χρόνια αυτήν την μονότονη δουλειά. Την κάνει με επιμέλεια και της δίνει σημασία. Το νησί έχει γίνει ένας τόπος που αγαπά. Το έχει συνδέσει άλλωστε και με αναμνήσεις οικογενειακής ευτυχίας. Ο άλλος έχει τα μισά του χρόνια. Έχει πάει εκεί προσωρινά. Για την εργασιακή και την γενικότερη εμπειρία. Ο μεγάλος τον κατηγορεί πως αντιμετωπίζει το μέρος σαν τουρίστας. Σαν τουρίστας που θα γράψει διήγημα για το πώς τελείωσε αυτό το καλοκαίρι. Η χημεία μεταξύ τους είναι προβληματική. Όλα θα πάνε στραβά.

Το «Πώς τελείωσε αυτό το καλοκαίρι» σε ψήνει να το δεις προσδοκώντας πως θα παρακολουθήσεις κάτι το εξαιρετικό. Βλέποντάς το δεν σου προκύπτει. Αντίθετα δεν είναι και τόσο λίγες οι στιγμές που βαριέσαι, με σκηνές που τραβάνε αδικαιολόγητα πολύ. Καθώς η ιστορία παίρνει τα πάνω της και εξελίσσεται, αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι τελικά θέλει να πει, ποιος είναι ο γενεσιουργός της λόγος. Τελειώνοντας δεν είσαι και σίγουρος πως έβγαλες συμπέρασμα. Μερικές μέρες μετά όμως, η εμπειρία μοιάζει στο μυαλό σου αρκετά καλύτερη από ό,τι ήταν όσο την έβλεπες. Η εικαστική ομορφιά της ταινίας αφήνει ένα αποτύπωμα στο μυαλό σου, ο ξεχωριστός της χώρος καταφέρνει να σου δημιουργήσει μια τελικά θετική αίσθηση. Ίσως όχι τόσο θετική ώστε να κερδίσει την πλήρη αποδοχή σου, πάντως τόσο θετική ώστε να κερδίσει την αμφιθυμία σου.

Και τώρα επίκειται εν μέρει σπόιλερ, για αυτό αν προτιμάς την ταινία αμόλυντη, σταμάτα να διαβάζεις, μολονότι κατά βάση αμπελοφιλοσοφίες πρόκειται να ακολουθήσουν. Ένας λοιπόν από τους δύο ήρωες της ταινίας μαθαίνει κάποια στιγμή τραγικές ειδήσεις που αφορούν τον άλλον. Πώς να του τις μεταφέρει; Δεν θέλει να του τις μεταφέρει. Kανείς δεν θέλει να είναι άγγελος κακών ειδήσεων. Πόσω μάλλον τραγικών. Τι γίνεται λοιπόν όταν κλείνεις τα μάτια σε κάτι που σε δυσκολεύει; Το αναστέλλεις. Και η μια αναστολή φέρνει την επόμενη. Όταν έχεις αναστείλει κάτι, έχεις ήδη εκπέσει από το αρχικό σου καθήκον. Οι επόμενες αναστολές δεν διαφέρουν και τόσο πολύ ποιοτικά. Εκείνος που έχει τη φωλιά του βρεγμένη, την περαιτέρω βροχή πάνω στη φωλιά του δεν τη φοβάται. Μακριά από μένα το ποτήρι αυτό. Και πιο μακριά και πιο μακριά. Αντί για μένα ας καθαρίσει η ίδια η ζωή. Να μην αντιμετωπίσω κατάματα το κακό. Του οποίου πια δεν είμαι μόνο άγγελος, αλλά με τη σιωπή μου έχω γίνει μέρος του. Γιατί προφανώς όσο απωθείς τα προβλήματά σου τόσο αυτά αντί να φεύγουν θα επανέρχονται μεγεθυνμένα.

Σου έρχεται έτσι να πιάσεις τον ήρωα και να του φωνάξεις: «Μα σύνελθε, άνθρωπέ μου. Γιατί φέρεσαι σαν μαλάκας; Γιατί δυσκολεύεις τόσο τη ζωή σου; Γιατί κρύβεσαι από την πραγματικότητα;». Αλλά μετά κάθεσαι και μετράς τις φορές που έχεις κρυφτεί εσύ. Και τις βρίσκεις πολλές. Οπότε το ανεξήγητο της συμπεριφοράς του ήρωα δεν την μετατρέπει εξ ορισμού και σε αναληθοφανή. Γιατί τελικά η ίδια η πραγματικότητα είναι αναληθοφανής. Το λέει με άλλα λόγια και ο με εννιαετείς σπουδές ψυχολογίας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι: στις «σωστές» ταινίες όλα πρέπει να είναι πολύ ξεκάθαρα: ο τάδε ήρωας να φέρεται με αυτόν τον τρόπο επειδή είχε ένα ψυχικό τραύμα που εξηγεί τη συμπεριφορά του. Στη ζωή ποτέ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και στο έργο μου προσπαθώ να ξεφύγω από αυτήν την «κινηματογραφική ψυχολογία».

Πόσο κακό κάνει όμως στον άλλο ήρωα ότι δεν μαθαίνει αμέσως τα κακά μαντάτα; Δεν του κάνει καλό να μείνει μερικές μέρες ακόμα στην κοσμάρα του; Γιατί είναι τόσο υπερτιμημένη η αλήθεια; Γιατί δήθεν όλοι θέλουμε να ξέρουμε πάση θυσία την αλήθεια; Υπάρχει μεγαλύτερο ψέμμα από το ότι η αλήθεια είναι πάντα προτιμότερη από το ψέμμα; Βάσει δηλαδή ποιάς εξιδανικευτικής θεώρησης της ανθρώπινης φύσης, οι άνθρωποι προτιμούν πάντοτε να ξέρουν την αλήθεια; Αν μας ρωτούσαν και αν ήμασταν ειλικρινείς, εννιά φορές στις δέκα θα προτιμούσαμε να ζούμε μέσα στο καθεστώς εκείνο όπου θα είμαστε πιο ευτυχισμένοι ή λιγότερο δυστυχισμένοι ή πιο γαλήνιοι, εν πάση περιπτώσει στο καθεστώς εκείνο που θα είμαστε συγκριτικά καλύτερα. Έτσι το κλείσιμο των ματιών του ενός ήρωα, η άρνησή του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που του επέβαλε η πραγματικότητα, μπορεί και να ειδωθεί ως κατά λάθος δημιουργός μιας εναλλακτικής και πολύ πιο ευχάριστης πραγματικότητας για τον άλλο. Υπ’ αυτή την έννοια δεν τον εξαπάτησε. Τον ευεργέτησε. Του ανέστειλε για λίγο τη δυστυχία. Του ανέστειλε για λίγο τη φρίκη. Του επέτρεψε να ψαρεύει πέστροφες ευτυχισμένος.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2011

Ο θάνατός σου, το μήνυμά μου.

Φαντάσου τώρα ένα ερώτημα σε γκάλοπ, που να πηγαίνει κάπως έτσι:
«Αν υποτεθεί πως όλα τα υπόλοιπα μέσα δεν φέρουν αποτέλεσμα, πως οι απεργοί πείνας δεν δεχτούν άλλη πρόταση και πως η ελληνική κυβέρνηση έχει να επιλέξει μόνο ανάμεσα στα εξής δύο, τότε τι πρέπει να κάνει:
α) Να δώσει άδεια παραμονής στους συγκεκριμένους απεργούς πείνας, προκειμένου να μην πεθάνουν;
ή
β) Να αρνηθεί να δώσει άδεια παραμονής στους συγκεκριμένους απεργούς πείνας, με αποτέλεσμα αυτοί να πεθάνουν;».
Φαντάσου αν θες και τα ποσοστά των απαντήσεων στο δίλημμα «Νομιμοποίηση ή Θάνατος», μόνο να μην μου πεις τι φαντάζεσαι. Προτιμώ να μην το ξέρω.
Και θα λαϊκίσω ξανά -δεν έχω πια άλλο τρόπο-
και θα μιλήσω κούφια ξανά -δεν έχω πια άλλο τρόπο-
άλλωστε -μην αγχώνεσαι- ξερνάει η εποχή αυτό το λόγο,
άλλωστε -το χώνεψες πια καλά- πως αυτού του είδους η ρητορεία μας έφερε ως εδώ,
αλλά ένα πράγμα είναι η πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους
και ένα διαφορετικό πράγμα είναι η απώλεια της ψυχής των πολιτών του.
Αλήθεια ή μύθος, στο φαντασιακό του ο Έλληνας αυτοπροσδιοριζόταν ως κατά βάθος ψυχούλα: οκ, γαμούσε και το κράτος και τις υποχρεώσεις του και τους νόμους και τους θεσμούς, αλλά διατηρούσε, υποτίθεται, σε εφεδρεία την ανθρωπιά του.
Αν λοιπόν στο δίλημμα τύπος ή ουσία, γίναμε αίφνης λάτρεις του τύπου, αν στο δίλημμα ανθρωπιά ή νομιμότητα, γίναμε αίφνης λάτρεις της νομιμότητας, ας πάει και το παλιάμπελο: είναι όσο ειρωνικό πρέπει πως θα είναι ξένοι εκείνοι που θα θυσιασθούν στο όνομά της (και τους οποίους με μια υπέροχη ντρίμπλα βαφτίσαμε εκβιαστές μας). Εκείνοι που αν πεθάνουν θα πεθάνουν, όχι επειδή η Ελλάδα δεν μπορεί να ικανοποιήσει αντικειμενικά το αίτημά τους, αλλά επειδή δεν θέλει να δώσει το λάθος μήνυμα. Αλλά όπως ξανάγραψα: εφόσον το να υποκύψουμε στον «εκβιασμό» τους αποτελεί το λάθος μήνυμα, όταν πεθάνουν θα έχουμε δώσει το σωστό μήνυμα.

Σάββατο, Μαρτίου 05, 2011

Οέο (UPDATED)

Φαίνεται ότι η παρέμβαση της Κατερίνας Ακριβοπούλου στο δελτίο ειδήσεων του Σκάι της Παρασκευής κρίθηκε ήπια, κρίθηκε απλά επιπέδου ασέλωτου Άδωνι με δίχως χαλινάρι,
οπότε στο δελτίο ειδήσεων του Σαββάτου ανεβήκαμε πίστα με την παρέμβαση του Νίκου Υποφάντη, για να φτάσουμε σε επίπεδο λόγου Μιχαλολιάκου Νίκου.
Για να μη νιώθει ο Σκάι μοναξιά, ο Γιώργος Παπαχρήστος από τα Νέα, αφού πρώτα ρωτάει με το κέφι και το στυλ που επιβάλλουν οι συνθήκες «πόσοι ήταν οι απεργοί οέο;», περνάει λίγο μετά στο τερατολογικό ψητό: «Σε κάποια φάση µάλιστα, η κυβερνηση έτρεµε ότι µπορούσε να της προκύψει από το πουθενά... ένας νεκρός, χωρίς να είναι από τους έγκλειστους. Αυτό µου εξοµολογήθηκε την Τετάρτη ένας υπουργός (συναρµόδιος µάλιστα): «τρέµω στην ιδέα ότι µια µέρα θα βρεθεί κάποιος εκεί µέσα νεκρός. Και όχι κατ’ ανάγκην από τους ίδιους τους λαθροµετανάστες». Αλλά, τον ρώτησα, «µεταφερόµενος»; «Γιατί, το αποκλείεις; υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν στον δρόµο, δεν υπάρχουν;» µου ανταπάντησε. «Εντυπώσεις θέλουν, γιατί να µην τις επιδιώξουν; ο σκοπός αγιάζει τα µέσα». Ανατρίχιασα. Αλήθεια...».
Δεν την παλεύουμε.
---
UPDATE: Το δεύτερο λινκ (του δελτίου ειδήσεων του Σαββάτου) δεν δούλευε τις τελευταίες μέρες, αλλά βρέθηκε άλλο στη θέση του και τώρα πια λειτουργεί.

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2011

Ψυχάσνικοφ

Διαβάζω εκατέρωθεν σιχαμένα (έως ευθέως παραληρηματικά) κείμενα για τη δολοφονία των δύο αστυνομικών και σκέφτομαι ότι τουλάχιστον οι εγκληματίες, χρησιμοποιώντας τα καλάσνικοφ, εκτονώνονται. Το επίπεδο όμως του μίσους που παίζει πλέον στον δημόσιο λόγο αγγίζει πρωτόγνωρες κορυφές. Μην μπορώντας φαίνεται να εκτονωθεί αλλιώς, μετατρέπει όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι υποτίθεται επιχειρηματολογούντες, σε ένα διαρκές υποκατάστατο του «σας μισώ». Δεν την παλεύουμε.

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2011

«Ποτέ μη ζητάς αυτό που θα έπρεπε να σου προσφέρουν»

Δύσκολα θα βρεις κάποιον να συμφωνεί με την μετατροπή σε δεκάδα της πεντάδας των υποψηφίων για όσκαρ καλύτερης ταινίας. Η δεκάδα σε ξενερώνει, δυσκολεύεσαι να θυμηθείς την φετινή δεκάδα, πόσω μάλλον την περσινή. Ωστόσο βρίσκει νόημα και λόγο ύπαρξης, αν είναι να χωράνε μέσα της ταινίες σαν το «Στην καρδιά του Χειμώνα». Ταινίες που σχεδόν σίγουρα δεν θα χωρούσαν στην πεντάδα. Ταινίες που συνάντησαν δυσκολίες και στο να γυριστούν, γιατί όπως λέει η σκηνοθέτις Ντέμπρα Γκράνικ: «Αυτοί που χρηματοδοτούν τις ταινίες, δεν θεωρούν τη βία κάτι σκοτεινό, τη θεωρούν συναρπαστική ή παράγοντα κάθαρσης. Αλλά η φτώχεια ή η ζωή στην Αμερική υπό ψυχολογικό εκφοβισμό θεωρούνται θέματα εντελώς μη ελκυστικά. Και είχα την αίσθηση ότι όταν διάβαζαν το σενάριο και το απέρριπταν, θα έγραφαν πάνω πάνω με μεγάλα γράμματα «ΦΤΩΧΟΙ». Οι ήρωες είναι φτωχοί. Ζουν στην ύπαιθρο κι είναι φτωχοί».

Βρισκόμαστε στα Όζαρκς, κάπου στο Άρκανσας. Κακοτράχαλο ορεινό περιβάλλον. Η δεκαεπτάχρονη Ρι έχει αναλάβει ρόλο γονιών για τα δυο μικρότερα αδέλφια της, ένα αγόρι δώδεκα χρονών κι ένα κορίτσι έξι. Έχει αναλάβει ρόλο γονιών γιατί ο πατέρας της σπανίως βρισκόταν σπίτι και τώρα πια έχει εξαφανιστεί για τα καλά. Η μητέρα της βρήκε την εύκολη λύση ή ίσως ήταν πολύ αδύναμη για να αντέξει τη δύσκολη λύση της αντιμετώπισης μιας πραγματικότητας ζοφερής: το μυαλό της έφυγε για πιο ευχάριστα μέρη απ’ την πραγματικότητα και έτσι είναι μόνο σωματικά παρούσα στο σπίτι. Οπότε εκτός από τα αδέλφια της η Ρι έχει να φροντίσει και τη μαμά της. Ο πατέρας της έχει συλληφθεί για παρασκευή ναρκωτικών. Είναι ελεύθερος με εγγύηση μέχρι να γίνει η δίκη. Για εγγύηση όμως έβαλε τη γη τους και το σπίτι τους. Αν δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο θα τα χάσουν Και έτσι, είναι που είναι τώρα στα όρια του «τρώω δεν τρώω», θα βρεθούν και στο δρόμο. Ή στα δάση. Η Ρι πρέπει να τον βρει. Ζωντανό ή νεκρό. Αν είναι ζωντανός για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο κι αν είναι νεκρός για να αποδείξει ότι δεν μπορούσε να παρουσιαστεί. Κι έτσι να μην καταπέσει η εγγύηση και να σώσει το σπίτι.

Ένα από τα βασικά προτερήματα της ταινίας είναι ότι μολονότι απόλυτα ενταγμένη στο περιβάλλον της, μολονότι αντλεί τελικά την σημασία της από το περιβάλλον που απεικονίζει, δεν ξεχνά από την αρχή ως το τέλος της ότι αφηγείται μια ιστορία. Η ιστορία δηλαδή δεν είναι κάποιου είδους πρόσχημα. Έχει τη δική της αξία και παράλληλα γίνεται το όχημα μέσα από το οποίο βλέπουμε να σχηματίζεται ανάγλυφο όχι απλά το περιβάλλον, αλλά και ο τρόπος ζωής και ο ιδιότυπος κώδικας αξιών των ανθρώπων που ζουν εκεί. Σου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο τρόπος ζωής τους καθορίζεται κυριαρχικά από τον τόπο τους. Πως ανεξάρτητα από το οικονομικό σύστημα σε αυτά τα άγρια βουνά με παραπλήσιο τρόπο θα ζούσανε. Πως μάλλον θα ήταν πάντοτε βασικά φτωχοί. Η αγριάδα δίνει και παίρνει. Οι τρόποι είναι θα έλεγε κανείς φωτοτυπία του βουνού. Αλλά η μάλλον πιο βάρβαρη πράξη του έργου γίνεται για καλό σκοπό. Είναι μια πράξη που δύσκολα θα άντεχαν τα αστικά στομάχια μας, αλλά σε ένα περιβάλλον κακοτράχαλο, σε ένα περιβάλλον που η Ρι μαθαίνει στα αδελφάκια της να μη σιχαίνονται να γδέρνουν τους σκίουρους που σκότωσαν για να τραφούν, η βαρβαρότητά της σχετικοποιείται, εντασσόμενη στην γενικότερη τραχύτητα του τοπίου.

Το «Στην Καρδιά του Χειμώνα» είναι μια ταινία που κανονικά έπρεπε να την πεις αξιόλογη κι όλα τα σχετικά, να την επαινέσεις για τις αρετές της και να το εννοείς, κι όμως μετά να την ξεχάσεις σε μια άκρη του νου. Κάτι ας πούμε σαν το συγγενικής θεματολογίας προπέρσινο «Frozen River». Νομίζω όμως πως θα αποδειχθεί κάτι περισσότερο από αυτό, θα αποδειχθεί μια ταινία που θα μνημονεύεται και στο μέλλον. Ξεφεύγει από την χρυσή μετριότητα των καλών προθέσεων και ακόμα και αν δεν καταφέρνει ενδεχομένως να φτάσει στα ύψη μιας μεγάλης ταινίας, κερδίζει το δικαίωμα να την εκτιμάς, όχι απλά επειδή απεικονίζει ένα κόσμο που ο αμερικάνικος κινηματογράφος αποφεύγει να δείχνει, αλλά και επειδή δείχνει τον κόσμο αυτό πέρα από το μελό, πέρα την ηθικολογία, ακόμα και πέρα από την μιζέρια. Η Ρι λέει στον αδελφό της ότι δεν πρέπει ποτέ να ζητά αυτό που θα έπρεπε να του προσφέρουν. Έτσι κι η ταινία δεν καταφεύγει σε ευκολίες για να ζητήσει την προσοχή μας. Αλλά της αξίζει πέρα ως πέρα να της την προσφέρουμε.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2011

Στη ψυγεία

Στο προηγούμενο ποστ ένας φίλος κάνει λόγο για συνθηματολογία και επικοινωνιολογία. Σκέφτομαι πως σε ό,τι με αφορά έχει δίκιο. Πως όταν φεύγουμε από το επίπεδο των αρχών και πηγαίνουμε στο επίπεδο των πρακτικών λύσεων σπανίως έως ποτέ έχω να προτείνω κάτι συγκεκριμένο. Οπότε ειδικά στο θέμα των απεργών πείνας, μην με ρωτάς το κάτι συγκεκριμένο. Δεν έχω να σου προσφέρω τη λύση που όλα θα τα λύσει. Δεν έχω λοιπόν λύσεις. Μόνο ένα σύνθημα (πώς αλλιώς;) και δυο διαπιστώσεις. Ξεκινάω με το σύνθημα: Είτε τα φάγαμε είτε όχι όλοι μαζί, δεν πεινάμε πάντως όλοι μαζί, αφού η βασική διαφορά πρέπει να εντοπιστεί ανάμεσα στα δύο «μαζί». Το πρώτο το νιώθεις ως «μαζί», το δεύτερο όχι. Θέλω να πω, είτε παραδέχεσαι είτε απεχθάνεσαι τον Πάγκαλο, έχεις μάθει πάντως να σκέφτεσαι ότι με αυτόν γεννηθήκατε ίδιοι, ενώ με αυτούς που κάνουν απεργία πείνας έχεις μάθει να σκέφτεσαι ότι είστε κάτι το διαφορετικό.
Συνεχίζω με τις διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι -το ομολογώ- αυθαίρετη κι αναπόδεικτη: στην πυγμή του ανυποχώρητου Iron Man Ραγκούση ακουμπάς λίγη από την χαμένη σου υπερηφάνεια και βρίσκεις λίγη από τη χαμένη σου αξιοπρέπεια. Η δεύτερη όμως δεν είναι καθόλου αυθαίρετη, απλά δεν θες να την ακούσεις: αν βρίσκεις πολιτικά ολέθρια την αποδοχή του αιτήματος των απεργών και αν πιστεύεις πως διακυβεύεται εδώ μια μεγαλύτερη εικόνα, τότε πρέπει αναπόφευκτα να αποδεχτείς πως υπάρχουν μόνο τρία ενδεχόμενα:
1) Να κοτέψουν οι απεργοί την ύστατη στιγμή και να φάνε για να μην πεθάνουν.
2) Να τους ταϊσει δια της βίας μια νεοσύστατη επίλεκτη μονάδα καταστολής απεργιών πείνας, αφού πρώτα η απεργία θα έχει κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική.
3) Να πεθάνουν για καλό σκοπό: το μήνυμα πως η Ελλάδα δεν είναι πια σκορπιοχώρι, αλλά δεν κωλώνει να σκοτώνει, θα αποτρέψει τμήμα των μελλοντικών ορδών.