Δευτέρα, Ιανουαρίου 31, 2011

Πίπες αδειανές

Θες να κρατηθείς από κάπου, αλλά δεν ξέρεις από που; Ψάχνεις να βρεις αισιόδοξα σημάδια, αλλά δεν σου προκύπτουν από πουθενά; Όχι ότι δεν υπάρχουν δηλαδή εκείνοι που επιμένουν να στα επισημαίνουν, εσένα ωστόσο σου μοιάζουν με διευθυντές ορχήστρας που προσπαθούν να στήσουν χορωδία μοντιπαϊθονικών σταυρωμένων, η οποία θα τραγουδά με αμείωτο κέφι το «Αlways look on the bright side of life»; Δεν παλεύεις άλλο ψυχολογικά αυτό το απέραντο γκρίζο και θες να τη δεις τη φωτεινή πλευρά της ζωής; Μήπως αντί να την ψάχνεις μακριά από την κρίση, να την βρεις μέσα σε αυτή; Μήπως αντί το αύριο να σε απελπίζει, να σε γεμίσει επιτέλους χαρά, ακριβώς ενόψει της δυσοίωνης προοπτικής του;
Μήπως ήρθε δηλαδή η ώρα να συνειδητοποιήσεις πως είναι αυτή ακριβώς η αδυναμία αισιοδοξίας που πρέπει να σε κάνει ευτυχισμένο; Γιατί ποιό είναι το βασικό γνώρισμα της αισιοδοξίας, τι είναι αυτό που κάνει ο αισιόδοξος; Ελπίζει πως το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρόν. Άρα το παρόν του είναι ελαττωματικό και δεν τον καλύπτει. Στην καλύτερη για τον αισιόδοξο εκδοχή, στην εκδοχή της εκπλήρωσης των ελπίδων του, το αύριό του αποδεικνύεται τόσο πολύ καλύτερο από το σήμερά του, άρα και το σήμερά του τόσο πολύ χειρότερο από το αύριό του.
Το δικό σου το σήμερα όμως έχει διαφύγει οριστικά αυτόν τον κίνδυνο. Όχι μόνο δεν έχει να φοβηθεί τη σύγκριση με το αύριο και το μεθαύριο, αλλά αντίθετα αύριο και μεθαύριο θα νοσταλγείς τις χρυσές μέρες του Ιανουαρίου του 11. Φαντάσου δηλαδή πώς θα είσαι τον Ιούλιο του 11. Τον Γενάρη του 12. Τον Ιούλιο του 12. Μην το προχωρήσω περισσότερο, έχει κι η φαντασία τα όριά της. Αν λοιπόν, αντί να πασχίζεις να την αποφύγεις, αγκαλιάσεις τη σκέψη πως αυτά που έρχονται είναι χειρότερα, κερδίζεις το ανεκτίμητο δώρο της συνειδητοποίησης πως σήμερα ζεις κάτι που αύριο θα σου φαίνεται μακρινό όνειρο. Ζήσ’ το λοιπόν το όνειρο. Έχεις απαλλαχθεί από όλες τις εγγενείς κατάρες της αισιοδοξίας: το καλύτερο δεν σε περιμένει κάπου στο μέλλον (αφού το βιώνεις τώρα), οι ελπίδες σου δεν παίζει να ματαιωθούν (αφού δεν ελπίζεις).
Τώρα. Αυτή τη στιγμή. Απόλαυσε αυτά που ακόμα έχεις. Πόσα από αυτά νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να έχεις; Και για πόσο; Εάν δεν σου έχουν μείνει πολλά να απολαύσεις (επειδή π.χ. είσαι ένας από τους 56.332 νέους ανέργους του Οκτωβρίου που δεν είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με επαρκείς ποσότητες λίπους), μην είσαι αχάριστος: εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι. Αναπόλησε τα χρόνια που ζούσες άφρονα πάνω από τις δυνάμεις σου, τώρα που αρχίζεις να ζεις φρόνιμος κάτω από αυτές. Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές, πού να ξοδευτήκαν τόνοι χίλιοι; Μας προσμένουν πίπες αδειανές και τελωνοφύλακες στο Τσίλι. Αναπόλησε τους χίλιους τόνους που όλοι μαζί καπνίσαμε και απόλαυσε τα τελευταία μίλια του ταξιδιού προς το Τσίλι.
(«Καθημερινή», 30.1.11)

Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2011

Υπερβολή



Επανάσταση στη γεύση, επανάσταση των αισθήσεων, επανάσταση στον τρόπο που ντυνόμαστε, επανάσταση στο έπιπλο, μουσική επανάσταση, κινηματογραφική επανάσταση, ηλεκτρονική επανάσταση, μικρές καθημερινές επαναστάσεις, επαναστατήστε ενάντια σε όσα σας αγχώνουν.
Θεωρώντας ίσως πως ό,τι κυριολεκτικές επαναστάσεις ήταν να γίνουν έγιναν, η Δύση αποφάσισε πως θα ήταν κρίμα να περιέλθει σε αχρησία μια λέξη που κρύβει τέτοιο διαφημιστικό δυναμικό μέσα της.
Μεσολάβησε δηλαδή αναγκαστικό διάλειμμα της επανάστασης για τα απαραίτητα διαφημιστικά μηνύματα, που με τη σειρά τους σποτάκι παρά σποτάκι επαναστατούσαν κατά της κυτταρίτιδας και των ορίων στον αριθμό sms που μπορούσες να στείλεις χωρίς χρέωση.
---
Επαναστατική Οργάνωση 17 Ν, επαναστάτες τραγουδοποιοί και ηθοποιοί, κόμματα που περισσότερο ή λιγότερο φωναχτά προσδοκούν να φέρουν την επανάσταση, μια διαρκής επανάσταση στα σκαριά, στα αμφιθέατρα, στις συνελεύσεις, στους δρόμους βεβαίως, πρώτα απ' όλα στους δρόμους.
Θεωρώντας ίσως πως δεν υπάρχουν και εποχές που μετά από μακρότατη και επώδυνη ιστορική γέννα οι θεσμοί αποκαθίστανται, το σύστημα -κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά πάντως εν μέρει- λειτουργεί και πως καλό είναι να στανιάρουμε, στην Ελλάδα αποφασίσαμε πως θα ήταν κρίμα να μη κάνουμε κατάχρηση της λέξης, να μην την ευτελίσουμε μέσα στον αέναο βερμπαλισμό μας, να μην την ταυτίσουμε με ένα διαρκές αίτημα ριζοσπαστισμού και ελευθερίας από κάτι, όχι ακριβώς ξεκάθαρο, πάντως ακαθόριστα ιδανικό.
Μεσολάβησε δηλαδή μηδενικός χρόνος επαναστατικής αγρανάπαυσης, καθώς η μεταπολιτευτική περίοδος ήταν μια προεπαναστατική περίοδος, μολονότι κι αυτή με τη σειρά της μια επτάχρονη επανάσταση είχε διαδεχθεί.
---
Μετά από όλα αυτά πώς να ονομάσουμε σε Δύση και Ελλάδα αυτό που συμβαίνει στην Αίγυπτο; Πάντως, όχι επανάσταση. Θα ήταν ασφαλώς υπερβολή.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2011

DOWN THE HANDS
FROM SUZAN MUBARAK

Πέμπτη, Ιανουαρίου 27, 2011

Μπήκαν στο σαλόνι μας και χέζουν

Ας τα ξεχωρίσουμε για να μην μπερδευόμαστε: υπάρχει το μεταναστευτικό πρόβλημα. Αυτό και υπαρκτό είναι και σημαντικό είναι και εύκολες λύσεις δεν έχει και επίσης το να το συζητάς, το να το αναδεικνύεις, το να σε φοβίζει, δεν σε κάνει ρατσιστή. Αντίθετα, το να αποκαλείς αυτομάτως όσους τους φοβίζει ρατσιστές, είναι και στην ουσία του λανθασμένο και πολιτικά ηλίθιο.
Πολιτικά πανηλίθια -ως απόψε τουλάχιστον, αύριο κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει και τι τροπή θα μπορούσαν θεωρητικά να πάρουν τα πράγματα- αποδεικνύεται πως ήταν και η όλη κίνηση με τους μετανάστες στη Νομική. Πανηλίθια γιατί δεν μπόρεσε να διαβλέψει τι θα ξυπνούσε. Θα μου πεις, γιατί, μπορούσες εσύ; Όχι. Και τρομάζω με αυτό που έχει ξυπνήσει.
Για να μην μπερδευόμαστε λοιπόν, υπάρχει το μεταναστευτικό πρόβλημα και υπάρχει και η αντίδραση στην ιστορία της Νομικής. Έτερον εκάτερον. Πολύ εκάτερον όμως. Είναι τόσο δυσανάλογη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά η αντίδραση αυτή, τόσο υστερική σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τόσο λυσσαλέα σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά (δυσανάλογη, υστερική και λυσσαλέα -για να σε προλάβω αν εξοργισμένος σπεύσεις να πεις «Μα ακόμα αλωνίζουν οι βρωμιάρηδες»- σε επίπεδο δημόσιου λόγου και εκδήλωσης δημόσιας ενόχλησης από ΜΜΕ και κόμματα), που νομίζω πως πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που δείχνει να είναι.
Μπορεί δηλαδή να δείχνει πως είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ένα ακόμη μανιπουλάρισμα της κοινής γνώμης, ωστόσο φοβάμαι πως αφενός πίσω από την εύκολη εξήγηση του role playing δημοσιογράφων και πολιτικών κρύβεται η αυθεντική τους απέχθεια για όσα συμβαίνουν στη Νομική και πως αφετέρου η κοινή γνώμη άλλο που δεν θέλει παρά να μπει σε αυτό το τριπάκι, άλλο που δεν θέλει παρά να πλειοδοτήσει σε λύσσα.
Το φαινόμενο είναι λιγότερο πολιτικό με τη στενή έννοια και περισσότερο κοινωνιολογικό και πολιτιστικό: είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να ζούμε με την ιδέα των αθλίων κάπου στη γειτονιά μας. Άρχισαν να πυκνώνουν. Άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερους χώρους. Άρχισαν να πλησιάζουν προς το σπίτι μας. Κατέλαβαν τις εγκαταλελειμμένες αποθήκες μας, τους παλιούς υπαίθριους καμπινέδες μας, άρχισαν να ζυγώνουν την αυλή μας. Τριγύριζαν έξω από τα παράθυρά μας σαν ζόμπι. Αρχίσαμε να φοβόμαστε πως θα μας τη σπάσουν την πόρτα και θα μας καταλάβουν το σπίτι. Και ξαφνικά τους βλέπουμε να έχουν στρογγυλοκαθήσει στο σαλόνι μας. Θέλουν να πεθάνουν μέσα στο σαλόνι μας. Τα όρια ξεπεράστηκαν. Όσο ψωμολυσσούσαν στους δρόμους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή είκοσι είκοσι σε διαμερίσματα, η κατάσταση ήταν οριακά ανεκτή. Πεθάνετε όσο θέλετε, αλλά μακριά από τα μάτια μας. Και μπροστά μας στο δρόμο να πεθαίνετε, εμείς θα στρέψουμε το βλέμμα αλλού. Όπως το στρέφουμε σε κάθε φανάρι, όταν μας χτυπάτε το παράθυρο του αυτοκινήτου. Αλλά όχι και στο σαλόνι μας. Δεν θα χέσετε στο σαλόνι μας. Δεν θα πεθάνετε στο σαλόνι μας. Να πάτε να ψοφήσετε αλλού.
Δεχόμαστε να μας απολύουν, δεχόμαστε να μας κόβουν τους μισθούς, δεχόμαστε να αλλάζει έντονα το επίπεδο ζωής μας, δεχόμαστε τις σφαλιάρες, γιατί το κάνουν οι πιο πάνω από μας, το κάνουν όσοι φορούν γραβάτα, όσοι μας εξηγούν πως έτσι γίνεται παντού, το κάνουν οι leaders, οι winners, οι ισχυροί, υποκύπτουμε στο όνομα ενός τρόπου ζωής, υποκύπτουμε για να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται από αυτόν τον τρόπο ζωής. Αλλά τώρα, σφαλιαρισμένοι από παντού, ξεφτιλισμένοι από παντού, φοβισμένοι από παντού, δεν θα ανεχτούμε να καταλάβετε το σαλόνι μας εσείς. Εσείς είστε πιο κάτω από εμάς στην τροφική αλυσίδα, όπως είμαστε κι εμείς πιο κάτω στην τροφική αλυσίδα από όσους μας εξηγούν πως το πάρτι μας τελείωσε. Έχουμε μέσα μας συσσωρευμένη τέτοια οργή και τέτοιο τρόμο που είναι φυσικό μας δικαίωμα να το ξεσπάσουμε επάνω σας. Τι θέλετε επιτέλους από εμάς; Να γίνετε σαν εμάς; Να γίνουμε σαν εσάς; Να πάτε να ψοφήσετε αλλού. Μακριά από τα μάτια μας. Δεν θέλουμε να σας βλέπουμε. Δεν θέλουμε να υπάρχετε. Να συνεχίσετε να ψοφάτε εκεί που ψοφάγατε. Όχι εδώ, όχι μπροστά μας. Σας μισούμε. Βαθιά κι αληθινά. Σας μισούμε όσο μπορεί να μισήσει άνθρωπος. Βρωμιάρηδες. Αράπηδες. Λεχρίτες. Ζώα. Γαμιέστε κι εσείς και η δυστυχία σας. Δεν σας καλέσαμε εδώ. Να σας σκοτώσουν όλους. Φύγετε από το σαλόνι μας. Φύγετε από το σαλόνι μας.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 26, 2011

Ο γιος που προτιμώ

Γιατί τόσες ταινίες για το μποξ; Κατ’ αρχάς για τεχνικούς λόγους. Επειδή μπορεί να είναι πολύ συναρπαστική κινηματογραφικά η αναπαράστασή του. Συναρπαστική αν και εν μέρει παραπλανητική. Σαν να δείχνεις τις καλύτερες φάσεις και τα γκολ από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Όποτε έχω προσπαθήσει να δω μποξ στην τηλεόραση απογοητεύομαι γρήγορα, γιατί εκεί που στο σινεμά βλέπεις ένα ρεσιτάλ γροθιών, στους αληθινούς αγώνες βλέπεις σε μεγάλο τμήμα του χρόνου δυο ανθρώπους να πάνε γύρω γύρω και να σκέφτονται πότε θα χτυπήσουν και πώς δεν θα χτυπηθούν. Έτσι νομίζω τουλάχιστον, μπορεί να κάνω λάθος. Έπειτα, επειδή το μποξ μπορεί να χρησιμεύσει για ένα σωρό προφανείς συμβολισμούς. Συμβολισμούς στους οποίους φαίνεται είναι δύσκολο να αντισταθείς, εξ ου και το κλισέ του αουτσάιντερ που χρειάζεται να υπερβεί ένα σωρό δυσκολίες εκτός ρινγκ και να δεχτεί ένα σωρό ξύλο μέσα σ΄αυτό, προτού εντελώς αναπάντεχα θριαμβεύσει.

Το κλισέ είναι και εδώ παρών, αλλά δεν σε ενοχλεί, όχι τόσο επειδή το Fighter είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, όσο γιατί το επίκεντρό του δεν είναι το μποξ (ίσως είναι η ταινία που δείχνει το συνολικά λιγότερο μποξ από τις συναφείς ταινίες), αλλά η σχέση ανάμεσα σε δυο ετεροθαλή αδέλφια, η κάθοδος του ενός και η άνοδος του ενός, η ανισοβαρής σχέση τους με την μητέρα τους, η προσήλωση στην οικογένεια ως παράγοντας βαλτώματος. Ωστόσο το ότι δεν ενοχλεί δεν σημαίνει και πως δεν έχει αρνητικές συνέπειες. Από τις ταινίες, στη μνήμη μένουν εικόνες και καταστάσεις που δεν έχουμε ξαναδεί ή εικόνες και καταστάσεις που έχουμε ξαναδεί μεν, δίνονται όμως με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξοβελίζουν όλες τις προηγούμενες. Και αφού στο Fighter δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο, στη μνήμη θα μείνει σίγουρα το γυναικομάνι της οικογένειας της Μελίσα Λίο, καθώς είναι κάτι που δεν φέρνει στο νου κάτι άλλο, ενώ επιπρόσθετα έχει απεικονιστεί απολαυστικά.

Η ταινία μόλις μάζεψε επτά δίκαιες υποψηφιότητες για όσκαρ: ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ και τρεις στους δεύτερους ρόλους, όπου ο Κρίστιαν Μπέιλ και η Μελίσα Λίο είναι φαβορί. H Έιμι Άνταμς μάλλον θα το χάσει, αλλά αν με διαβάζει αυτή τη στιγμή να ξέρει (ή αν το διαβάζει κάποιος γνωστός της ας της το μεταφέρει) πως την πιστεύω, τη στηρίζω και έχω τα θερμότερα συναισθήματα για αυτήν, είτε είναι είτε δεν είναι δικό της το κορμί που αποκαλύπτει σε μια σκηνή της ταινίας, αφού είναι δικό της αυτό το πρόσωπο που σε αναστατώνει, είτε την καλόγρια παίζει (όπως στην προηγούμενη υποψηφιότητά της στο «Doubt»), είτε (όπως εδώ) την μπαργούμαν. Τον Κρίστιαν Μπέιλ πάλι, πάντα τον αντιπαθούσα. Πάντα, από όταν μεγάλωσε δηλαδή, κι αυτός κι εγώ, γιατί όταν μικρός τον πρωτοείδα μικρό στην «Αυτοκρατορία του Ήλιου» (σε σινεμά που έχει κλείσει δεκαετίες τώρα) δεν είχα κάτι εναντίον του. Τώρα όμως πήγα προκατειλημμένος να τον δω, αφού μου φάνηκε πως αυτό «το χάνω άπειρα κιλά και καταντάω σκελετός, όπως έχω ξανακάνει στο Machinist» είναι λίγο πορνογραφικό, είναι λίγο επιδειξιομανές, είναι σαν να αντικαθιστά λίγο την ερμηνεία. Ό,τι και να λέμε όμως η ταινία δικιά του είναι (συγγνώμη Μαρκ Γουόλμπεργκ, αλλά ας μην έχτιζες κορμί, ας έχανες κορμί) και παρ’ όλες τις υπερβολές του, συνολικά η ερμηνεία του γαμεί (βάζω κακιά λέξη για να αυξήσω την αναγνωσιμότητα) ή εν πάση περιπτώσει δημιουργεί μια φιγούρα που κι αυτή θα κολλήσει στο μυαλό.

Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ σκηνοθετεί την ταινία σπιντάτα, σε ρυθμούς χαρντ ροκ, όπως είναι και όλα της τα τραγούδια. Είναι ένας σκηνοθέτης ταινιών παρατεταμένης -σαν τετρακοσάρια- ταχύτητας. Όπως συμβαίνει και στις άλλες καλές του ταινίες (το «Τhree Kings» και το «Flirting with Disaster») έτσι και εδώ, καταστάσεις δυσάρεστες ή αμήχανες σκηνοθετούνται με κέφι, μια αντίστιξη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και γόνιμη. Τους δρόμους του Λόουελ της Μασαχουσέτης τους φιλμάρει συχνά άδειους και δεν φαίνεται να επιδιώκει (και άρα κατ΄αποτέλεσμα να καταφέρνει) να δημιουργήσει την αυθεντικότητα που είχε πετύχει ο Μπεν Άφλεκ στο «Gone Baby Gone». Τις δύο ταινίες πάντως συνδέει ως ηθοποιός ένα αυθεντικό τέκνο της Πολιτείας, που συνελήφθη πρόσφατα επειδή έκλεψε μια τηλεόραση. Τι αποτέλεσμα θα είχαμε άραγε αν σκηνοθετούσε το Fighter (όπως ήταν το αρχικό σχέδιο) o Ντάρεν Αρονόφσκι; Μια ταινία πιο βαριά, πιο εσωτερική, πιο υπαρξιακή ίσως, αλλά όπως και να έχει, ο «Μαύρος Κύκνος» του έρχεται και στους αθηναϊκούς κινηματογράφους και αναμένεται με αγωνία.

Σε μια σκηνή του Fighter η μάνα βρίσκει τον μεγάλο γιο σε ψιλοάθλια κατάσταση. Μπαίνει στο αυτοκίνητό της και κλαίει. Εκείνος έρχεται, κάθεται στη θέση του συνοδηγού, ψελλίζει κάτι σαν δικαιολογία και μετά αρχίζει να τραγουδά ένα τραγούδι, που μάλλον έχουν τραγουδήσει άπειρες φορές μαζί όταν ήταν μικρός. Εκείνη δεν αργεί να μπει στο κλίμα και τον σιγοντάρει. Ακόμη και βουτηγμένος στο κρακ, ο αγαπημένος γιος παραμένει ο αγαπημένος γιος. Γιατί αν το ερωτικό βλέμμα βλέπει διαφορετικά τον άλλο όταν τον ερωτεύεται, το γονεϊκό, και ακόμη ειδικότερα το μητρικό, βλέπει παγίως διαφορετικά τον άλλο όταν τον έχει γεννήσει. Το παιδί παραμένει πάντα παιδί. Βέβαια αυτά διαφέρουν. Και όχι μόνο από μάνα σε μάνα, αλλά καμιά φορά και στην ίδια μάνα ανάμεσα σε παιδί και παιδί. Ο Γουόλμπεργκ και ο Μπέιλ είναι ετεροθαλή αδέλφια και η μάνα τους έχει μάτια μόνο για τον ένα. Ίσως γιατί τον ένα άντρα της τον είχε ερωτευτεί και τον άλλον όχι, ίσως επειδή ο ένας ήταν το πρώτο της αγόρι. Πάντως, αν στις οικογένειες των δύο παιδιών φαίνεται σκανδαλώδες το να προτιμάς το ένα, σε οικογένειες παλαιότερων γενιών με 6 ή 12 παιδιά, οι προτιμήσεις φαντάζουν σχεδόν αναπόφευκτες.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Ιανουαρίου 25, 2011

Σύνοψις


Βλέπω αυτό το βίντεο στο Facebook, μέσω του Greek Gaylolita, που το είδε μέσω της Κομπλεξικιάς Αδερφής (απαραίτητη στο σημείο αυτό η διευκρίνηση για τους -πλην Τάλου- αρθρογράφους της «Αυγής», πως ακραίος και γραφικός τύπος συμφωνώ κι εγώ πως είμαι, αλλά ήμουν, είμαι και θα παραμείνω -εκτός απροόπτου βέβαια, άνθρωποι είμαστε και ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει η εσωτερική σου αλογόμυγα-στρέιτ) και λέω να υποκλιθώ σε αυτόν που το ανέβασε.
Πριν υποκλιθώ κοιτάω να δω τι άλλα βίντεο έχει ανεβάσει (όλα αυτά, ενώ έχω δουλειά στο μεταξύ, αλλά εντάξει, αν δεν διαχειριστείς λάθος το χρόνο σου όσο ζεις, πότε θα το κάνεις, όταν πεθάνεις;). Βλέπω ανάμεσα σε χιουμοριστικά και κάτι Πέγκες Ζήνες. Μπας και να μην υποκλιθώ; Μπας και με το βίντεο δεν θέλει να πει όσα νομίζω πως λέει, ενώνοντας δυο διαφορετικές όψεις του τρέχοντος πολιτισμού μας σε ένα ενιαίο σύνολο; Μπας και ένωσε δυο όψεις που εξίσου γουστάρει; Μπας και κανιβαλίζει τη Βίσση επειδή απλώς είναι Πεγκυζηνικός; Μπας και είδα πρόχειρα τα βίντεο και πρέπει να τα ξαναδώ καλύτερα για να βγάλω το τελικό νόημα;
Μπας και δεν έχει τόσο σημασία τι θέλει να πει; Μπας τότε δεν είχε τόσο σημασία και τι ήθελα να πω εγώ, αν πολύς κόσμος -πιθανότατα και η πλειοψηφία από όσους διάβασαν το κείμενό μου στην «Καθημερινή»- πίστεψε πως σοβαρολογώ; Μπας δηλαδή και ένα πράγμα είναι οι προθέσεις και ένα άλλο, διαφορετικό το τελικό αποτέλεσμα;
Ό,τι και να θέλει να πει αυτός που έφτιαξε το βίντεο, το τελικό του αποτέλεσμα είναι τέτοιο, που εμένα μου επιτρέπει να το διαβάσω σαν δυο Ελλάδες ενωμένες σε μία, και μάλιστα ενωμένες όχι καταγγελτικά, αλλά με κέφι και διάθεση για γέλιο. Ό,τι και να ήθελα να πω εγώ γράφοντας το κείμενο, το τελικό του αποτέλεσμα είναι τέτοιο που φαίνεται πως επιτρέπει σε πολλούς να το διαβάσουν σαν διαπίστωση πως η δημοκρατία έφτασε στα όρια της, πως στη σύγκριση με την οικονομία προέχουν οι επιταγές της δεύτερης, πως η δημοκρατία έχει λόγο ύπαρξης μόνο αν ο κόσμος αρχίσει να «συμμορφώνεται εκούσια». Αυτό όμως δεν τους το επιτρέπει μόνον ο τρόπος διατύπωσης του κειμένου, αλλά και η ίδια η εποχή (Π.χ. οι ερωτήσεις προς τον Κωστή Χατζηδάκη «Τι σημαίνει το ότι οι δράστες παραμένουν ασύλληπτοι; Λένε ότι ήταν συνδικαλιστές» και «Η Ελλάδα κυβερνάται από συνδικαλιστές;» κατά πάσα πιθανότητα δεν τέθηκαν με ειρωνική διάθεση, γεγονός που πιστοποιεί εκ νέου πως ζουμε σε καιρούς μεγάλης σύγχυσης για τα όρια μεταξύ κυριολεξίας και ειρωνείας. Για να ξεπεράσεις σε ειρωνεία τον ανεβασμένο από την κυριολεξία πήχυ, πρέπει μάλλον να αρχίσεις να λες ότι οι συνδικαλιστές έρχονται και παίρνουν τα παιδάκια που δεν τρώνε όλο το φαγητό τους για να πουλήσουν τα νεφρά τους σε λαθρέμπορους κλπ. Αν και εδώ θα βρεθούν πολλοί που πιθανότατα θα σκανδαλιστούν από την αποκάλυψη).
Αν λοιπόν εγώ γράφω μεν ένα κείμενο σκοπεύοντας να ειρωνευτώ μια συλλογιστική που τείνει να γίνει κυρίαρχη, αλλά το κείμενο εκλαμβάνεται ως ύμνος αυτής της συλλογιστικής, τότε η παρεξήγηση είναι ευπρόσδεκτη, αφού προϋποθέτει την παραδοχή ότι τραβηγμένη στα άκρα της αυτή η συλλογιστική θεωρεί τη δημοκρατία βαρίδι που πρέπει να πεταχτεί στη θάλασσα για να σωθεί το σκάφος.
Τι γίνεται όμως όταν το κείμενο παρεξηγείται από την ιδεολογική πλευρά που κι εσύ γουστάρεις; Εκεί ίσως η ειρωνεία λειτουργεί σαν αυτεπίστροφο που σκάει στα μούτρα σου, μόνο που εσύ αντί να στενοχωρηθείς, τελικά το απολαμβάνεις, αφού είναι η φτιαξιά σου τέτοια, που προτιμάς τα νοήματα να είναι μετέωρα και εκκρεμή· τα νοήματα όλων των πραγμάτων, όχι μόνο των κειμένων.
Το νόημα της ζωής της ίδιας παραμένει άλλωστε μετέωρο και εκκρεμές. Και πάνω στην εκκρεμότητά του χτίζει ο άνθρωπος θρησκείες και ιδεολογίες, σκηνοθετεί Κυνόδοντες και τραγουδά Αννούλα Βίσση.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 24, 2011

Στα καπάκια

Απεργία πείνας: μια λέξη του χθες και μια λέξη του σήμερα, μια λέξη που φεύγει και μια λέξη που έρχεται. Εν τω μεταξύ ο Κολομπανί ανησυχεί: Τι θα συμβεί με την τυνησιακή επανάσταση; Άραγε θα «γεννήσει» μια πραγματική δημοκρατία; (τα εισαγωγικά στο κείμενο είναι στο «γεννήσει», ενώ μάλλον θα έπρεπε να είναι στο «πραγματική»). Ή μήπως θα επιδεινωθεί η θέση της γυναίκας; Στο σημείο αυτό ο προβληματισμός του Κολομπανί συναντά τον καίριο προβληματισμό του φινάλε του «Sex and the City 2». Γιατί το «δημοκρατία» δεν συντάσσεται μαζί με το «ισλαμική», το «δημοκρατία» συντάσσεται μόνο με το «δυτική», η δημοκρατία συντάσσεται με την Κάρι, τη Σαμάνθα, την Μιράντα και τη Σάρλοτ. Mήπως είναι λοιπόν κοντύτερα στη δημοκρατία το καπάκι που είχε τοποθετήσει ο Μπεν Αλί στην τυνησιακή κοινωνία; Αν είναι έτσι, ίσως βιάστηκε ο ακαπάκωτος Πρωθυπουργός μας, διαγράφοντάς τον σήμερα από τις τάξεις της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, λες κι ήτανε Τσουκάτος, λες κι ήτανε Μαντέλης.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 21, 2011

Παρουσιαστής λογοτύπων

Σαν την εκδίκηση, έτσι και η ελληνική δικαιοσύνη είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο (πλην των τρομοκρατικών εξαιρέσεων, όπου σερβίρεται καυτό). Έτσι, 6 1/2 χρόνια μετά, άρχισε η δίκη του Κεντέρη και της Θάνου που -τουλάχιστον σήμερα- δεν παρέστησαν στο δικαστήριο (όπως είναι δικονομικό τους δικαίωμα βεβαίως βεβαίως, η άσκηση του οποίου πάντως είναι ενδεικτική του ασίγαστου πάθους τους να λάμψει η αλήθεια και του σεβασμού που ανταποδίδουν στους θεσμούς ενός κράτους που τους γέμισε τιμές και χρήμα και ονομάτισε και κάτι σταθμούς τραμ για πάρτη τους πριν το μοιραίο ντελαπάρισμα). Ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ κατέθεσε ότι στο ΚΑΤ ο Κεντέρης φορούσε κολάρο και είχε σκισμένα ρούχα (στο ραδιόφωνο άκουσα ότι κατέθεσε ακόμη πως το κεντέρειο παντελόνι ήταν γεμάτο λάσπες), εικόνα που φέρνει στο νου μια χαρακτηριστική σκηνή από τον, στην τελική ευθεία πριν την πεντάδα των όσκαρ, «Κυνόδοντα».

Μακάρι να βρεθεί και στην πεντάδα και ακόμη παραπέρα (αν και μοιάζει πολύ δύσκολο, αφού στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας προτιμάται σχεδόν πάντα σινεμά κλασικής αφήγησης), πάντως η χρονική σύμπτωση της αφετηρίας της δίκης με την ανακοίνωση της σχεδόν επιλογής του «Κυνόδοντα», θα μπορούσε ίσως να εκληφθεί σημειολογικά ως μετάβαση από μια παλιά πηγή εθνικής υπερηφάνειας (η εθνική υπερηφάνεια της εποχής των ντοπαρισμένων ρυθμών ανάπτυξης) σε μια καινούρια (η εθνική υπερηφάνεια της εποχής του ασφυκτικού εγκλεισμού στην ύφεση).

Αφού χρησιμοποίησα τη λέξη «σημειολογικά», είναι κρίμα να μην αναφερθώ στο χθεσινό σημειολογικό αριστούργημα, όπου ο αρχηγός της ΝΔ παρουσίασε σε ειδική εκδήλωση, ούτε τίποτα ιδέες ούτε τίποτα προτάσεις, αλλά σήμα και λογότυπο. Παρουσιαστής λογοτύπων· επιτέλους ένας ρόλος ταιριαστός για τον αρχηγό ενός κόμματος που κάποτε είχε λόγο ύπαρξης και τώρα σκέτη αμηχανία, ενός κόμματος που εξακολουθεί να υφίσταται ως κόμμα εξουσίας, μόνο και μόνο λόγω της δύναμης της αδράνειας (με τη φυσική και την πολιτική έννοια μαζί).

Η Όλγα Κρούει


Μερικά βασανιστικά ερωτήματα που θέτει το βίντεο:
1) Πιστεύεις πως εξαιτίας ανθρώπων σαν τον Κώστα Τζαβάρα, θα τους πάρουμε όλους με τις πέτρες;
2) Είτε το «όλους» αφορά γενικά τους πολιτικούς, είτε ειδικά τους βουλευτές της ΝΔ, το αποψινό μπορεί να εφαρμοσθεί και ως αναδρομική ερμηνεία για την επίθεση κατά Χατζηδάκη; Αν όχι, μπορεί τουλάχιστον να άρει αναδρομικά μέρος του τότε αποτροπιασμού της Όλγας, αφού φαίνεται πως υπάρχουν τελικά οι ακραίες εκείνες καταστάσεις (όπως το να αντιμιλήσεις στους παρουσιαστές του δελτίου) που μπορούν να εξοργίσουν τόσο το λαό ώστε να ασκήσει βία;
3) Τάσσεσαι υπέρ του (πλήρως εκτραπέντος) Κώστα Τζαβάρα (που έχει πάρει πολύ φόρα) και θεωρείς πως πρέπει να πάρουμε πρώτα τους τηλεδημοσιογράφους με τις πέτρες;
4) Θεωρείς πως η ιδεατή λύση είναι να παρθούν με τις πέτρες μεταξύ τους τηλεδημοσιογράφοι και βουλευτές και ας νικήσει ο καλύτερος;
5) ΕΣΗΕΑ, ΕΣΡ, όλα αυτά παίζουν για την Όλγα την κωδωνοκρούστρα, ή στην τσαντίλα της επάνω δικαιούται να λέει και δυο κουβέντες παραπάνω (και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω);
6) Συμφωνείς με την εκτίμηση Τζαβάρα ότι είναι ασχημότερος μεν - εξυπνότερος δε καραγκιόζης από τον Πρετεντέρη ή πιστεύεις ότι ισχύει το αντίστροφο; Ένα περισσότερο ζυγοσταθμισμένο βλέμμα του βουλευτού κρίνεις πως θα άλλαζε τα δεδομένα στον ένα τουλάχιστον από τους δύο τομείς της μεταξύ τους σύγκρισης;
7) Άσχετο ίσως, αλλά δεν ξέρω πού να το κολλήσω, και με τρώει μέρες: Δεν είναι συγκλονιστικοί (κι εδώ περίλαμπρα οπτικοποιημένοι) οι στίχοι αυτού του αληθινά μεγάλου τραγουδιού;

Ού ά, ού ά, ού ά, ού ά, ού ά,
Ού ά, ού ά, ού ά, ού ά, ού ά
Σε ξέρω από τα παιδικά μου χρόνια, Τζένγκις Χαν
Σε ξέρω πριν να φτάσουνε τα χιόνια, Τζένγκις Χαν
Για την αγάπη πάντα τραβούσες σπαθί
Το πιο όμορφο κορίτσι το είχες εσύ
Κι ήτανε δική σου όλη η γη
---
Τζέ Τζέ Τζένγκις Χαν
Σαν τη δική σου ζωή θα 'θελα να ζήσω
Τζέ Τζέ Τζένγκις Χαν
Από το κρασί που ΄χεις πιει δωσ΄ μου να μεθύσω
Κι όπου να περνάω, ουό hο ho ho
Πάντα να μετράω, ha ha ha ha
Να ΄μαι σαν κι εσένα, Τζένγκις Χαν
---
Σε ξέρω από τα χρόνια τα ωραία, Τζένγκις Χαν
Που ερχόσουν κάθε βράδυ στην παρέα, Τζένγκις Χαν
Στα χέρια σου κρατούσες εσύ τη φωτιά
Και είχες μες τα στήθια μεγάλη καρδιά
Που χωρούσαν όλα τα παιδιά.
---
8) Αν στην καρδιά του Τζένγκις χωράνε όλα τα παιδιά, γιατί να μη χωρέσουν και στη δικιά σας, Όλγα και Kώστα; Why can't we all just get along?

Τετάρτη, Ιανουαρίου 19, 2011

Η Γυναίκα του Κάφκα

Στο «Kάθε ψέμα κρύβει μια αλήθεια» του Γιαν Χρεμπεκ, ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ στην Τσεχία για ένα διακεκριμένο ψυχίατρο και αντιφρονούντα επί κομμουνιστικού καθεστώτος (είχε υπογράψει και τη «Χάρτα 77»), φέρνει στο φως κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα· μυστικά πολιτικά, οικογενειακά και ανάμικτα. Η σχετικότητα ανάμεσα στο καλό και το κακό, η λειτουργία της μνήμης και της λήθης, η σχέση ανάμεσα στην ενοχή, την ομολογία και τη συγχώρεση είναι οι κύριοι θεματικοί άξονες μιας ταινίας που κατορθώνει να αφιερώσει άφθονο χώρο σε εννέα διαφορετικούς χαρακτήρες εξετάζοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Με τι τρόπο τις εξετάζει; Ας κάνουμε copy paste τι έγραφε ο Ευγένιος Αρανίτσης, μια από τις απειροελάχιστες φορές που μια ταινία τον έκανε να γράψει· όταν έγραψε δηλαδή για μια παλαιότερη ταινία του Χρεμπεκ, το «Divided we fall» (που έχει τον ανεκδιήγητο ελληνικό τίτλο «Παιχνίδια διχασμού κι εγκυμοσύνης»): Υπάρχουν κρυμμένες εστίες ευρωπαϊκού πολιτισμού στην καθημερινή ζωή των λαών, όπου μια τρίτη απάντηση, πέρα απ' το ξερό ναι και το ωμό όχι, μοιάζει ενδεχομένως εφικτή …Η πειθώ της, απείρως συγκινητική, ασκείται με τη μαλακτική επίδραση ενός θαυμάσιου στωικού λυρισμού, ενός τόνου υποδόριας ευθυμίας και συνάμα μελαγχολικής αφοσίωσης στον άνθρωπο, ενός λεπτού τεχνάσματος υψηλής ευγένειας και ευστροφίας. Στο «Κάθε ψέμα κρύβει μια αλήθεια» βέβαια, μολονότι το σενάριο κινείται σε αυτόν ακριβώς το χώρο (κοινός άλλωστε ο σεναριογράφος και στις δύο ταινίες), πάσχει κατασκευαστικά: ήρωες με τους οποίους ασχολείται πολύ, μετά ξεχνιούνται για πολύ, οι ιστορίες δεν πλέκουν με καλό ρυθμό, ουσιαστικά αφήνουμε τη μία για να περάσουμε στην επόμενη, γεγονός που έχει αναπόφευκτα επίπτωση και στο πώς κυλάει η ταινία και στην τελική της αρτιότητα. Αλλά η αρτιότητα δεν είναι το παν.
Η ταινία υπενθυμίζει πως στα απολυταρχικά καθεστώτα δεν μπλέκεται μόνο το ψέμμα με την αλήθεια, ώστε να μην ξέρεις με σιγουριά ποιός ήταν καλός και ποιός κακός, αλλά πως ακόμα και τις φορές που γίνεται κατορθωτό να ξεχωρίσει το ψέμμα από την αλήθεια, πάλι το καλό και το κακό είναι πολύ σχετικές έννοιες. Το κακό δηλαδή παραμένει κακό, ακόμα και αν οι συνέπειες του δεν είναι τόσο επαχθείς (γιατί όπως ο δρόμος για την κόλαση είναι σπαρμένος με τις καλύτερες προθέσεις, έτσι και αντίστροφα, πηγαίνοντας να κλείσεις πόρτες σε έναν άνθρωπο μπορεί η κατάληξη να είναι ότι του άνοιξες άλλες καλύτερες), ωστόσο ο λόγος για τον οποίο το κάνεις δεν είναι και τόσο μονοσήμαντος («Σε κάνουν να δεις ότι το δίλημμα δεν αφορά πια εσένα»). Αν όμως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα οι έννοιές αυτές θολώνουν τρελά, ποιός είναι τότε ο μεγάλος κακός; Το καθεστώς; Προφανώς. Ωστόσο και αυτό στο όνομα αληθινά ευγενικών ιδανικών δεν είχε στηθεί; Υπάρχει λοιπόν κάτι που βρίσκεται πέραν της σχετικότητας; Η ταινία βρίσκει τον αναμφισβήτητο κακό της στο πρόσωπο ενός βασανιστή. Και πάλι όμως δεν τον βρίσκει σκέτα σε όσα έκανε (λειτουργώντας τόσο ως μοχλός ενός συστήματος όσο και ως αυτούσια σαδιστής), αλλά και στο ότι δεν φαίνεται να κουβαλά τύψεις, στο ότι προτιμά να ψεύδεται, λέγοντας πως στο βασανισμό κατέφευγαν μόνο οι ατάλαντοι ανακριτές, στο ότι δεν βοηθά την αποκατάσταση της συλλογικής μνήμης, λέγοντας ίσως ψέμματα και στην ατομική του. Στο ότι φαίνεται ακόμη και τώρα να το απολαμβάνει και να το ωραιοποιεί.
Υπάρχει ένα εκπληκτικό στιγμιαίο πλάνο, όπου την ώρα που ο βασανιστής δίνει συνέντευξη, η γυναίκα του κάθεται σε μια γωνίτσα κυριολεκτικά του σαλονιού τους και ρουφάει εκστασιασμένη κάθε του λέξη. Μιλά για τις τεχνικές της ανάκρισης και τον ακούει σαν να περιγράφει πώς συνέθετε το μεγάλο του ποίημα ή πώς έκανε ανδραγαθήματα στον πόλεμο. Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων για τους οποίους το πολιτικό, το κοινωνικό, το αξιακό είναι δευτερεύον. Ο κόσμος τους ορίζεται και καθορίζεται από το οικογενειακό. Αν ο άνθρωπός μου είναι φασίστας, φασίστας θα είμαι κι εγώ. Αν είναι δημοκράτης, δημοκράτης θα είμαι κι εγώ. Για να μην το πάμε ως την Τσεχία, πόσοι και πόσοι σε προηγούμενες γενιές δεν ψήφιζαν εδώ ό,τι λέει η οικογένεια;
Σε μια άλλη σκηνή ο άντρας φέρνει την ερωμένη σπίτι και εκείνη καλεί τη σύζυγο να τη συγχωρέσει, γιατί είναι κρίμα να μην το κάνει, αφού μόλις το κάνει,η σύζυγος θα νιώσει τόσο καλύτερα. Της εξηγεί ακόμα ότι όλες οι ασθένειες ξεκινάνε «από τη ψυχή και την καρδιά» δίνοντας της και ένα σχετικό βιβλίο ανατολίτικης εσωτεριστικής φιλοσοφίας. Της εξηγεί πόσο τη σεβάστηκαν, αποκρύπτοντας με τον άντρα της το διάστημα που ήταν άρρωστη τη σχέση τους, ώστε να μην επιβαρύνουν τη ψυχή της. Και να που τώρα γιατρεύτηκε. Το ζητούμενο σε τέτοιου είδους σκηνές είναι η εξεύρεση της ισορροπίας, το να μη ξεφύγει η κατάσταση προς την καρικατούρα, τη γελοιότητα, την χοντράδα. Και αυτό επιτυγχάνεται στο ακέραιο, αφού είναι αυτού του είδους το λοξό και ταυτόχρονα βαθιά τρυφερό κοίταγμα που τη διακρίνει, αυτό το υπαρξιακό χιούμορ. Σαν τη χιουμοριστική λοξάδα του σεναρίου που δίνει στον βασανιστή το επώνυμο Κάφκα (ίσως γιατί η σκιά του βασανίζει με το μέγεθός της κάθε Τσέχο -και όχι μόνο- συγγραφέα, ίσως επειδή απλά είναι αστείο το όνομά αυτό να δοθεί σε έναν ήρωα απεχθή). .
Ο χρόνος παραγράφει την οργή. Ένα λεξικό με λέξεις της αργκό. Μια λίστα με πενήντα συνώνυμα μπινελίκια. Ένας ήρωας τα απαγγέλλει σε έναν άλλο. Για χρόνια ήθελα να σε αποκαλέσω και έτσι και αλλιώς και παραλλιώς. Ήθελα αλλά τώρα πια μου έχει περάσει. Ενταγμένες σε ένα άλλο πλαίσιο, οι λέξεις λένε και ταυτόχρονα δε λένε, σημαίνουν και ταυτόχρονα δε σημαίνουν, κουβαλούν τη σημασία τους και ταυτόχρονα την υπονομεύουν.
Η τελική σκηνή της ταινίας ενώ είναι σαφέστατα μια καταγγελία, ένα κατηγορώ, δεν δίνεται ως κραυγή, δεν δίνεται ως καταγγελία. Δεν κατηγορεί δια της εικόνας. Όπως οι κακές λέξεις μέσα σε άλλο πλαίσιο αποκτούν αμφίσημη υπόσταση, έτσι και μια κατ’ αρχήν γλυκύτατη και τρυφερότατη εικόνα, μια εικόνα που ανακλαστικά γεννά θετικά συναισθήματα, αποκτά αμφίσημη υπόσταση, αφού δείχνει την έλλειψη δικαιοσύνης, την έλλειψη κάθαρσης. Αυτό, ναι, είναι Τέχνη.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2011

Μιας γενιάς

Tρίτη από αριστερά διακρίνεται η γιαγιά της Φαίης Μάγιερ, η διαβόητη ναζίστρια Εύα - Αδόλφα Μάγιερ. Όπως διαρρέεται από κύκλους της ΕΛ.ΑΣ (και αναμεταδίδεται μετά από τη συνήθη ενδελεχή διασταύρωση των πληροφοριών από τους αστυνομικούς συντάκτες), το οικογενειακό δέντρο της εικοσιεπτάχρονης καθηγήτριας κάθε άλλο παρά άμεμπτο είναι (και όσοι έσπευσαν να θριαμβολογήσουν, να δούμε τι θα πουν τώρα), απλά έγινε λάθος μιας γενιάς.

Κυριακή, Ιανουαρίου 16, 2011

H τελευταία ελπίδα της δημοκρατίας

Οταν η δημόσια συζήτηση κατασταλάζει σε ορισμένα συμπεράσματα, χρήσιμο είναι να προχωράει στα αμέσως επόμενα λογικά βήματα. Και όσο πιο ενοχλητικά ακουστούν αυτά στα αυτιά, τόσο περισσότερες είναι και οι πιθανότητες να λένε κάτι που πρέπει επιτέλους να ακουστεί, κάτι που είχε επιμελώς αποσιωπηθεί για να μη χαλά τις κεκτημένες ιδεοληψίες μας. Εχουμε, για παράδειγμα, καταλήξει στο ότι ένας βασικός λόγος που στήθηκε λάθος το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα ήταν το πολιτικό κόστος, η δειλία των κυβερνήσεων να προβούν εγκαίρως -και όχι κατόπιν μνημονιακής εορτής- στις απαραίτητες διαρθρωτικές τομές; Εχουμε. Πότε το ένα, πότε το άλλο, τα δύο κόμματα ευθύνης που κυβέρνησαν τον τόπο, προσπάθησαν να κάνουν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά συνάντησαν λυσσαλέες αντιδράσεις. Σάστισαν, τρόμαξαν, έκαναν πίσω. Μήπως ήρθε λοιπόν η -πράγματι επώδυνη- ώρα να παραδεχτούμε πως η βασική παθογένεια βρίσκεται στην ίδια τη καρδιά του πολιτεύματος και όχι σε κάποιον δήθεν διαστρεβλωμένο τρόπο εφαρμογής του; Ο τρόπος που τα κόμματα πολιτεύονται και νομοθετούν εν όψει των λαϊκών αντιδράσεων, της λαϊκής θέλησης, της λαϊκής επιταγής: σας ακούγεται άραγε σαν απόκλιση ή σαν η ίδια η φύση της δημοκρατίας;
Και ποιος κλήθηκε να πληρώσει το πολιτικό κόστος, το κόστος δηλαδή της πολιτικής; Η ελληνική οικονομία. Ο Τσόρτσιλ σωστά έλεγε πως η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρεθούν όλα τα υπόλοιπα, όλα τα υπόλοιπα πολιτεύματα όμως. Σε σχέση με την αυτορρυθμιζόμενη οικονομία, σε σχέση με τη βάση προαιώνιων, απολιτίκ, φυσικών νόμων κινούμενη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η δημοκρατία είναι σκέτα κακή. Στοιχειώδες, αγαπητέ Ουίνστον.
Ας το γράψουμε πάνω σε όλα τα πακέτα δημοκρατίας που κυκλοφορούν: η δημοκρατία βλάπτει σοβαρά την οικονομία. Ας την απαγορεύσουμε στους ανοιχτούς χώρους. Ακριβώς σαν τον ενεργητικό καπνιστή που δεν βλάπτει μόνο τη δική του υγεία (η οποία δεν είναι μόνο η δική του υγεία βέβαια, είναι πρωτίστως ένα οικονομικό μέγεθος, είναι φάρμακα, περίθαλψη, έλλειμμα, χρέος, σπρεντς, αποκλεισμός απ’ τις αγορές), ο ενεργητικός δημοκράτης βλάπτει την οικονομική υγεία των διπλανών του: διαδηλώνοντας, απεργώντας, τσινώντας στις μεταρρυθμίσεις ή ψηφίζοντας κόμματα του στείρου λαϊκισμού. Η πολιτική έριξε στην ξέρα το καράβι και ήρθε να αναλάβει το πηδάλιο η οικονομία. Η δημοκρατία έχει νόημα σαν πολίτευμα, όταν έχει νόημα και η πολιτική. Οταν φτάνει η πολιτική στα όριά της, τότε αναπόφευκτα φτάνει και η δημοκρατία στα δικά της.
Αναπόφευκτα; Οχι. Υπάρχει μια τελευταία ελπίδα. Η δημοκρατία μπορεί να διασωθεί εφόσον οι άνθρωποι αρχίσουν επιτέλους να σκέφτονται σωστά, να αντιδρούν στις αλλαγές σωστά, να ψηφίζουν σωστά. Μια δημοκρατία ορθώς σκεπτόμενων ανθρώπων, ανθρώπων δηλαδή διατεθειμένων να αποδεχθούν τον -αυτονόητο- τρόπο λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας, ανθρώπων διατεθειμένων να συμμορφωθούν εκούσια, έχει ακόμα λόγο ύπαρξης. Στην παλιά, στη δημοκρατία που έβαζε άλλες προτεραιότητες πάνω από την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, δόθηκε άφθονος χώρος, άφθονος χρόνος και πάνω απ’ όλα άφθονο χρήμα. Το κατανάλωσε, το σπατάλησε, δεν μπορεί να το αποπληρώσει. Τέλος.
(«Καθημερινή», 16.1.11)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011

56.332 φωτογραφίες

Δόθηκαν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες των πέντε κατηγορουμένων για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
Δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες των πενήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων τριάντα δύο ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους μέσα στον Οκτώβριο.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 13, 2011

Φλάουερθ

Παρατήρησες μήπως ποτέ τη χαώδη απόσταση που υπάρχει στα βίντεο του you tube, ανάμεσα στην αισθητική των τραγουδιών και το κιτς των εικόνων με τα οποία τα συνοδεύουν οι χρήστες που τα ανεβάζουν; Λοιπόν, το έψαξα το θέμα και καταλήγω πως ο αλγόριθμος είναι «Κυριολεξία & Ωραιότης»: στους μεν στίχους οι χρήστες επιλέγουν την απαρέγκλιτη αντιστοίχηση λέξης και εικόνας (αηδόνια λέει ο στίχος - αηδόνια θα δεις, λύρες λέει ο στίχος - λύρες θα δεις, φιλιά λέει ο στίχος - φιλιά θα δεις), στη δε μουσική εικόνες γενικά παραδεκτού κάλλους (ολάνθιστα λιβάδια, μαγευτικές ακτές, έναστροι ουρανοί κ.ο.κ).
Ειρωνεύομαι λοιπόν τους άγνωστους γιουτουμπίστες που ανεβάζουν τραγούδια; Και ναι και όχι. Και τους ειρωνεύομαι και τους αγαπώ και με κάνουν να αναρωτιέμαι. Αν ενδιαφέρεσαι για το σκέλος «ειρωνεύομαι» ξαναανέβα στην πρώτη παράγραφο, αν ενδιαφέρεσαι για το σκέλος «αναρωτιέμαι» κατέβα στην τέταρτη, αν ενδιαφέρεσαι για το σκέλος «αγαπώ» κατέβα στην τρίτη, γιατί σε αυτήν ακολουθεί παρέκβαση περί της γενικότερης φύσης του «αγαπώ»: σκέφτομαι ότι, πού θα πάει, οι μελετητές κι οι λόγιοι θα φτάσουν κάποτε στο συμπέρασμα πως τίποτα δεν έχει κάνει μεγαλύτερο κακό στο ρήμα από το βάρος με το οποίο το έχουμε φορτώσει (το «αγαπώ» πρέπει να είναι πάντοτε βαρύ και στιβαρό, να εκφέρεται απόλυτα σίγουρο για τον εαυτό του και απαλλαγμένο από αμφιβολίες, ο κόσμος να αρχίζει και να τελειώνει μαζί του). Σε όλα τα πράγματα το βάρος και η σοβαρότητα φέρνουν συνήθως μαζί τους και την ενοχή σαν βδέλλα. Έτσι το «αγαπώ» καταντά ενοχικό (να το πεις ή όχι, το εννοείς ή όχι, πόσο το εννοείς, πώς ακριβώς το εννοείς, τι σημαίνει πρακτικά αυτό για να μην είναι μια εύκολη φράση του αέρα κλπ κλπ). Αντίθετα ένα λιγότερο βαρυσήμαντο «αγαπώ» είναι κι ένα «αγαπώ» περισσότερο αυθόρμητο: παρά τα φαινόμενα, αποτελεί όχι μια περισσότερο επιπόλαια, αλλά μάλλον μια περισσότερο ειλικρινή έκφραση αγάπης.
Πέρας γενικού, επιστροφή στο ειδικό: γιατί αγαπώ τους γιουτουμπίστες που ταυτόχρονα ειρωνεύομαι; Επειδή φαντάζομαι το μεράκι τους, τον κόπο τους, την καύλα της προσπάθειάς τους και την βαθιά τους ικανοποίηση όταν το βίντεο που έφτιαξαν είναι έτοιμο. Αγαπώ το πάθος τους για την ομορφιά και την διάθεσή τους να παντρέψουν τραγούδια που τους συγκινούν με εικόνες που τους συγκινούν. Τους φαντάζομαι να τα βλέπουν συνεχώς στον υπολογιστή τους συγκινούμενοι με τη διπλή συγκίνηση: εκείνη που ένιωθαν ούτως ή άλλως με το τραγούδι και εκείνη που νιώθουν τώρα μετά τη δική τους παρέμβαση πάνω του, μετά τη δική τους δημιουργία πάνω στη δημιουργία, μετά την προσθήκη της δικής τους ομορφιάς πάνω στην προϋπάρχουσα.
Εκείνο για το οποίο με κάνουν να αναρωτιέμαι είναι τα όρια της αισθητικής. Πώς γίνεται άνθρωποι που ανεβάζουν «τα σωστά» τραγούδια (κι ας μην μπούμε στην κουβέντα για την υποκειμενικότητα της αισθητικής, ας την προσπεράσουμε ως αυτονόητη), πώς γίνεται άνθρωποι που οι επιλογές τους δείχνουν πως ως λήπτες έχουν αισθητική, όταν μετατρέπονται σε πομποί, αυτή πηγαίνει έναν κιτς περίπατο; Θα μου πεις ότι είναι σαν να πας να τραγουδήσεις ένα «σωστό» τραγούδι: ακόμη και να έχεις εισπράξει ως τα βάθη της την ευαισθησία του τραγουδιού, ακόμη και αν τη νιώθεις όσο άλλος κανείς, αν είσαι παράφωνος παράφωνο θα είναι και αυτό που ακουστεί από το στόμα σου. Ναι, αλλά εκεί το καταλαβαίνεις και ο ίδιος, έτσι δεν είναι;
Είδα πριν λίγες εβδομάδες στην Ταινιοθήκη ένα ντοκιμαντέρ του Ζίζεκ για το σινεμά. Σε μια σκηνή βρίσκεται σε ένα κήπο και αρχίζει -στο ξεκάρφωτο σε σχέση με το θέμα του ντοκιμαντέρ- να λέει: «Φλάουερθ! Άι χέιτ φλάουερθ». Μισεί τα λουλούδια επειδή μαζεύουν έντομα και δεν θυμάμαι για ποιόν άλλο λόγο. Μάλλον δεν έχει τόσο σημασία ο ειδικός λόγος όσο η ανάγκη διατύπωσης της παραδοξολογίας, πάντως απορεί πώς είναι δυνατόν να μην τα μισεί όλος ο κόσμος. Αν το δει κανείς αντίστροφα, ενδεχομένως ο χρήστης του you tube είναι ένας ορθοδοξολόγος της ομορφιάς, που θεωρεί δεδομένο πως μια εικόνα γενικά παραδεκτού κάλλους (όπως ένας κήπος με λουλούδια) εκπέμπει ομορφιά σε οποιοδήποτε αισθητικό περιβάλλον και αν ενσωματωθεί, προσθέτει ομορφιά όπου και αν την κολλήσεις. Θυμάμαι μια σκηνή με τον Τζόι στα «Φιλαράκια», όπου δοκιμάζει ένα παρασκεύασμα της Ρέιτσελ, που όλοι οι άλλοι φτύνουν, αλλά εκείνου του αρέσει, γιατί τι έχει που να μην του αρέσει: η κρέμα είναι νόστιμη, η μαρμελάδα είναι νόστιμη, το κρέας είναι νόστιμο. Ίσως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το κιτς: καλή κι η μαρμελάδα, καλό και το κρέας, αλλά η ανάμιξή τους το πιθανότερο είναι πως θα έχει γεύση ποδιών.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 12, 2011

Ογδόντα ενός

«Η Ζωή Μετά» (επιτέλους μια πετυχημένη και με το δικό της πρόσθετο νόημα απόδοση ξένου τίτλου) ξεκινάει με μια καταπληκτική αναπαράσταση σκηνής από το τσουνάμι του 2004. Μια σκηνή που -δεν νομίζω πως το ρήμα είναι ανακριβές- απολαμβάνεις να βλέπεις. Και είναι αυτό το μεγάλο παράδοξο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο συστηματικά αξιοποιεί το Χόλιγουντ: οι μεγάλες καταστροφές αποτελούν ένα συναρπαστικό για τα μάτια μας θέαμα. Αποκρουστικό θα ήταν αν τις παρακολουθούσες τη στιγμή που συνέβαιναν, σαν πιθανό τους θύμα. Αποκρουστικό θα ήταν αν τις παρακολουθούσες σαν θεατής δελτίου ειδήσεων. Θα το έκανε αποκρουστικό ο τρόμος στην μία περίπτωση και η οδύνη για την τραγωδία στην άλλη. Στο σινεμά όμως, όταν ξέρεις ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι αληθινό αλλά αναπαράσταση, μπορείς να κάτσεις αναπαυτικά στην πολυθρόνα σου και να καταναλώσεις δίχως ενοχές τις σκηνές καταστροφής. Έχει σχεδόν ισχύ φυσικού νόμου: αναπαράσταση της καταστροφής που παρακολουθείς με σοκ σήμερα στην τηλεοπτική σου οθόνη, θα παρακολουθήσεις μερικά χρόνια αργότερα με δέος και στην κινηματογραφική.

Βλέποντας πώς ξεκινά η ταινία, αν δεν ξέρεις ποιός τη σκηνοθετεί και πρέπει να μαντέψεις, στην ποιά προσπάθειά σου άραγε θα βρεις τον Κλιντ Ίστγουντ; Στην ογδοηκοστή; Ίσως ούτε σε αυτή. Κι όμως στα ογδόντα του είπε πως θέλησε να δοκιμάσει να γυρίσει κάτι διαφορετικό. Eίναι τόσο σπάνιο φαινόμενο η δημιουργική ακμή σε αυτήν την ηλικία. Σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Με κάτι λιγότερο από τα μισά του χρόνια είναι φορές που σκέφτομαι πως έχω μεγαλώσει πολύ. Όταν τελειώσουν οι σκηνές του τσουνάμι θα μεταφερθούμε στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Ματ Ντέιμον ήταν κάποτε υπερεπιτυχημένο μέντιουμ. Ωστόσο τα παράτησε και κάνει τον εργάτη σε βιομηχανία, επειδή τον κατέβαλε ψυχικά αυτό το καθημερινό πάρε - δώσε με τους νεκρούς. Γιατί, μη γελιέσαι, μιλά αληθινά μαζί τους. Αρκεί να πιάσει γερά το χέρι ενός ζωντανού και έχει την πιο γρήγορη σύνδεση του κόσμου με το επέκεινα. Μπαμ μπαμ. Βλέποντάς το αυτό ξέρεις πως ακόμα και αν σου αρέσει η ταινία, θα έχεις εντονότατο ιδεολογικό πρόβλημα μαζί της. Κι όμως.

Μετά αρχίζουμε και βλέπουμε την ιστορία δυο δωδεκάχρονων δίδυμων και της ναρκομανούς κι αλκοολικής μητέρας τους στο Λονδίνο. Κάτι αρχίζει να σε κερδίζει. Μα τι είδους ταινία είναι τελικά; Γιατί καταλαμβάνουν τόσο χώρο αυτοί σε μια ταινία που πρωταγωνιστεί ο Ματ Ντέιμον; Και δεν παρακολουθούμε μια ταινία με βάση το μεταφυσικό; Όχι. Ακόμα κι αν σύμφωνα με τις σελίδες του σεναρίου υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αυτός ελάχιστα φαίνεται να ενδιαφέρει τον Ίστγουντ. Αντίθετα τον ενδιαφέρει πολύ ο εδώ κόσμος και αυτόν κινηματογραφεί. Στις λίγες σκηνές που ο Ντέιμον μιλά με τους νεκρούς, βλέπουμε μόνο εκείνον και τον άνθρωπο τον οποίο «διαβάζει». Ένας άνθρωπος αυτού του κόσμου μιλά στο ημίφως σε έναν άλλον άνθρωπο αυτού του κόσμου. Δεν μου αρέσει αυτό που κάνει ο σεναριογράφος Πίτερ Μόργκαν, παίρνοντας ζωές βασιλιάδων, πρωθυπουργών και λοιπών σελέμπριτι και τις δραματοποιώντας τες. Ακόμα κι εδώ που έγραψε καθαρή μυθοπλασία ξιπάζεται χρησιμοποιώντας σαν πρώτη ύλη αληθινές τραγωδίες. Όταν προς την μέση της ταινίας συμβεί το δεύτερο αληθινό γεγονός καταστροφής, η αναπαράστασή του είναι, σε αντίθεση με τη σκηνή του τσουνάμι, υποτυπώδης. Οι εκρήξεις δεν ενδιαφέρουν τον Ίστγουντ. Ο Μόργκαν λέει ότι γράφοντας το σενάριο φανταζόταν τα δυο γεγονότα να καταλαμβάνουν ίσο χώρο. Όπως όμως η συνομιλία με τους νεκρούς, έτσι και η φαντασμαγορία των καταστροφών δεν είναι το αληθινό θέμα της ταινίας που γύρισε ο Ίστγουντ.

Όταν είχα δει το καστ του «Social Network» είχα αναρωτηθεί γιατί τους δίδυμους αδελφούς Γουίνκλεβος τους υποδυόταν ένας ηθοποιός. Πιθανώς ο Φίντσερ να προτιμούσε για καλλιτεχνικούς λόγους να χρησιμοποιήσει έναν ηθοποιό που του άρεσε. Βλέποντας στην «Ζωή Μετά» τα δίδυμα αδέλφια δίπλα δίπλα, σκέφτηκα ότι και εδώ μάλλον ένα αγόρι θα τα παίζει. Με χαρά είδα ότι ήταν αληθινοί δίδυμοι. Πιθανώς εδώ λόγω της ηλικίας των αδελφιών και των συνεπακόλουθων περιορισμών στα ωράρια, να βόλευε τον Ίστγουντ να τους έχει και τους δύο διαθέσιμους για να κάνουν τα γυρίσματα. Ωστόσο δεν μπορώ παρά να το δω και σαν μια διαφορά αντίληψης. Σαν ο Φίντσερ να μην ήθελε να πάει χαμένη μια ακόμη χρήση των κινηματογραφικών κόλπων. Σαν κακομαθημένο παιδί που ήθελε να παίξει με όλα του τα παιχνίδια. Αφού μπορούμε να το κάνουμε με έναν ηθοποιό, γιατί να το κάνουμε με αληθινούς δίδυμους; Ο Ίστγουντ είναι σαν να λέει, αφού μπορώ να το κάνω με αληθινούς δίδυμους, ποιό το νόημα να το γυρίσω με ένα παιδί μόνο; Και είναι αυτή την εντός εισαγωγικών ξιπασιά του Μόργκαν και του Φίντσερ, που δεν έχει ο Ίστγουντ, επιμένοντας σε ένα πιο ταπεινό, πιο γειωμένο και πιο φυσικό σινεμά.

Ποιό είναι λοιπόν το αληθινό θέμα της «Ζωής Μετά»; Τι είναι αυτό που κάνει ο Ίστγουντ και κατορθώνει να σκηνοθετήσει μια ακόμη προσωπική ταινία: το καληνύχτισμα δυο αδελφών, πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν και άνθρωποι που ζουν μόνοι τους, η απεικόνιση της φυσικής οικογένειας του Ματ Ντέιμον που δεν φαίνεται να διαφέρει και τόσο πολύ από την απεικόνιση της φυσικής οικογένειας του «Million Dollar Baby» και του «Gran Torino», ο Ματ Ντέιμον να τρώει μόνος του, η δική του μοναξιά, η μοναξιά του ενός δίδυμου αδελφού, η μοναξιά της Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, το ρομάντζο που χτίζεται ανάμεσα στο Ντέιμον και τη Χάουαρντ, οι σκηνές τους στα μαθήματα μαγειρικής, οι σκηνές τους στο σπίτι, μια τελετή αποτέφρωσης που πρέπει να τελειώσει αμέσως για να μπουν οι επόμενοι, το βλέμμα του ιερέα προς τους επόμενους, ήττες και απώλειες διαχειριζόμενες διακριτικά, όχι κραυγαλέα, με υπομονή, με χώρο, με τρυφερότητα, μέχρι το τέλος όπου η υπομονή μπορεί και να αμειφθεί και το χέρι μπορεί να πιάσει το άλλο χέρι όπως του πρέπει να πιαστεί.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2011

Αλλαγή αφήγησης· η παλιά δεν μας βγαίνει πια.

Οπότε το μόνο που απομένει τώρα είναι να βρούμε τους συστημικούς Ευρωπαίους Καραμανλήδες κι Αλογοσκούφηδες, τους συστημικούς Ευρωπαίους φορτηγατζήδες, τους συστημικούς Ευρωπαίους κοπρίτες, τη συστημική Ευρωπαϊκή κουλτούρα βίας κι ανομίας, το συστημικό όλοι μαζί οι Ευρωπαίοι τα φάγαμε σε μια πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος.
---
Ουραγοί βγήκαμε στην κούρσα, κι αυτό είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη, όσο και αν αντικειμενικά το μέγεθος της χώρας δεν επέτρεπε και φιλοδοξίες για κορυφή. Nα βρισκόμαστε μερικές θέσεις παραπάνω, ναι, φυσικά και το επέτρεπε.
Από εκεί και πέρα είναι η ίδια η κούρσα που έχει προφανέστατα εκτροχιαστεί. Και όσοι ένα χρόνο τώρα επιμένουν να αφήσουμε τα άλλοθι της γενικής εικόνας και να κοιτάζουμε μόνο τα του οίκου μας -λες και ο οίκος μας δεν λειτουργούσε μέσα σε ένα συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον- είναι είτε εκτροχιασμένα βλάκες, είτε συνένοχοι του περαιτέρω εκτροχιασμού της κούρσας, που συντελείται με την εφαρμογή του «Δόγματος του Σοκ» στο ένα μετά το άλλο τα δημοσιονομικά εκτροχιασμένα κράτη.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 10, 2011

Μολονότι

Ξαναπερνάω την Παρασκευή το βράδυ από την οδό Σουλτάνη, από το σημείο με το σύνθημα που σχολίασα δυο ποστ πιο κάτω. Κάποιος κοιμάται εκεί ακριβώς, σκεπασμένος με κουβέρτα. Σκέφτομαι να τον φωτογραφίσω με φόντο το σύνθημα. Θα κάνει γαμάτο σημειολογικό κοντράστ με το προηγούμενο ποστ. Ευτυχώς ντρέπομαι εγκαίρως και δεν τον φωτογραφίζω. Κεντρική ιδέα της σύγκρουσης των δύο εικόνων θα ήταν κάτι σαν αυτό: μην μας εμπνεύσει τίποτα όμορφο αυτή η πόλη, έχει τον τρόπο της αμέσως μετά να μας καταρρακώσει. Περιφερειακή της ιδέα ότι μπορούμε να διαφωνούμε όσο θέλουμε για το αν τα συνθήματα στους τοίχους ομορφαίνουν ή ασχημαίνουν μια πόλη, αλλά όταν πολλαπλασιάζονται όσοι κοιμούνται στους δρόμους της, η ομορφιά και η ασχήμια μπαίνουν σε άλλη διάσταση.
Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη μέσα στις γιορτές και ένα βράδυ που την περπάτησα λίγο η εντύπωση που μου προξένησε ήταν μεγάλη: μου φαινόταν σαν μια πόλη σε αισθητή διαφορά φάσης από την Αθήνα. Και σκουπίδια είχε δηλαδή και απ' όλα, αλλά η όλη ατμόσφαιρα εξέπεμπε κάτι το αισιόδοξο, κάτι το ανεπηρέαστο, κάτι το -ναι- γιορτινό, κάτι που σε αναζωογονούσε από την αθηναϊκή καταθλιψίλα. Να ήταν το εξιδανικευμένο βλέμμα του ανθρώπου που δεν μένει εκεί; Και να είναι το βλέμμα μου στην Αθήνα το βλέμμα ενός ανθρώπου που έχει μπει στο τριπάκι να διεκτραγωδεί πράγματα και καταστάσεις, εν μέρει εξαιτίας όσων βιώνει, εν μέρει εξαιτίας όσων διαβάζει;
Ό,τι και να 'ναι, το κέντρο της Αθήνας μού φαίνεται ολοένα και περισσότερο σαν μια περιοχή που τετράγωνο παρά τετράγωνο σε παραμονεύουν ζόμπι, απέθαντοι, ζωντανοί νεκροί ή ό,τι άλλο συνώνυμο υπάρχει. Στρατιές εξαθλιωμένων που περιμένουν να ολοκληρωθεί η μετάλλαξη επαρκούς τμήματος του πληθυσμού, ώστε να γίνουν πλειοψηφία και να πάψουν να παραμονεύουν, περνώντας στην επίθεση. Δεν ξέρω τι ποσοστό της εξαθλίωσης είναι κρίση, τι ποσοστό μετανάστευση, τι ποσοστό πρέζα. Ξέρω μόνο πως η γενική μουνταμάρα της ατμόσφαιρας τρομάζει.
Η γενική μουνταμάρα της ατμόσφαιρας. Μήπως αυτή αντιμετωπίζεται -όχι βέβαια απόλυτα, αλλά τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό- με την αλλαγή της ψυχικής διάθεσης του καθενός; Σε εμένα πάντως το πράγμα λειτουργεί αντίστροφα: γράφω δηλαδή σε αυτό το ύφος, μολονότι εγώ νιώθω καλά.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 07, 2011

Έρρικα

---
---
Την φώναζαν Έρρικα. Ήταν επτά χρονών. Σε πολύ λίγα χρόνια θα ήταν κανονική γυναίκα. Ίσως σε πολύ λίγα χρόνια να γινόταν και μάνα. Είχε βγει να πει τα κάλαντα. Πέρυσι είχε ξεκινήσει το σχολείο. Αλλά το παράτησε. Θα την βάφτιζαν ίσως Αφροδίτη. Παντού τρέχουν παιδιά. Ένα από αυτά μπορεί να έχει και το τρίγωνό της. Θα τα πει του χρόνου. Που η Έρρικα θα ήταν οκτώ. Σήμερα τα Φώτα κι ο Φωτισμός. Αλλά άλλες οι βουλές του Διός. Σήμερα Σκοτάδι κι ο Σκοτωμός.
---
Σα ο Ρόμα, μπάμπο μπάμπο
Σα ο Ρόμα, ο νταγιέ
Σα ο Ρόμα, μπάμπο μπάμπο
Ε, εντερλέζι
Eντερλέζι
Σα ο Ρόμα, ντάγιε.
---
Η Έρρικα λέει τα κάλαντα σε ένα μεγαλύτερο της αγόρι. Εκείνο ψάχνει σε ένα κάδο σκουπιδιών. Πόσων χρονών είσαι, το ρωτάει. Δέκα πέντε, εσύ; Εφτά. Είναι και το αγόρι μελαμψό, αλλά μιλάει παράξενα. Το ρωτάει από πού είναι. Απαντάει με μια πολύ μεγάλη λέξη κι η Έρρικα μπερδεύεται και την επαναλαμβάνει λάθος. Το αγόρι γελάει. Το ίδιο κι εκείνη. Γελάνε δυνατά χωρίς κίνδυνο να ακουστούν και να μας ενοχλήσουν (να μας ενοχλήσουν άλλο), αφού τη χώρα της αυτόματης λήθης, όπου αντηχούν τώρα τα γέλια τους, τη χωρίζουν από τη δική μας πολλά περισσότερα από φράχτες, τείχη και καταυλισμούς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 06, 2011

Δευτέρα το καταλαβαίνει

Από τα λίγα πράγματα που δεν συμβάδισαν με το κυρίαρχο ρεύμα πολιτισμού των τελευταίων δύο - δυόμισι δεκαετιών ήταν τα συνθήματα στους τοίχους. Καμία υπογραφή -έστω και ψευδώνυμη- δεν τα συνόδευε, δωρεάν προσφέρονταν, τίποτα σε αντάλλαγμα δεν ζητούσαν, πάνω στο ταπεινότερο και στο πιο αντιλάιφστάιλ μέσο γράφονταν (και για την ακρίβεια ήταν η δική τους εγγραφή που αλλοίωνε τη φύση ενός τοίχου μετατρέποντάς τον σε μέσο επικοινωνίας), στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούσαν κραυγές αυθορμητισμού, διαβήματα που συνδύαζαν το απονενοημένο της στιγμής με πόνους διαρκείας: άλλοτε πολιτικά, άλλοτε κοινωνιολογικά, άλλοτε ερωτικά, συχνά ανάμικτα, υπήρξαν τεκμήρια αυθεντικής επικοινωνίας σε ένα περιβάλλον που είχε μετατραπεί ολόκληρο σε επικοινωνιακό (με την «επικοινωνία» της πραγματικότητας να υποκαθιστά την ίδια την πραγματικότητα) και αποτέλεσαν διάσπαρτα αποτυπώματα του είναι σε ένα περιβάλλον κατακλυσμένο από το φαίνεσθαι.
Όντας εκτός του πολιτιστικού και οικονομικού μοντέλου που οδήγησε στην κρίση, είναι και αυτά που δεν πρόκειται να πληγούν από την κρίση. Όσα μέσα και αν κλείσουν επειδή δεν βγαίνουν οικονομικά ή επειδή τα αφεντικά τους δεν έχουν πλέον παράπλευρα οφέλη, τα συνθήματα δεν μπορούν να κλείσουν γιατί ουδέποτε έβγαιναν, δεν μπορούν να κλείσουν γιατί αυτοί που τα έγραφαν τα μόνα παράπλευρα οφέλη που είχαν ήταν ψυχικά, δεν μπορούν να κλείσουν για οικονομικούς λόγους γιατί κείτονταν εξαρχής εκτός οικονομικών λόγων και εκτός οικονομικής λογικής. Εκτός βέβαια και αν τα εντάξουμε και αυτά στην κουλτούρα της ανομίας, θεωρώντας τα και αυτά μέρος του προβλήματος και τα κυνηγήσουμε να τα εξαφανίσουμε.
Όπως και να ΄χει, βλέποντας αυτό το σύνθημα σήμερα το πρωί και φωτογραφίζοντάς το, δεν είχα αμφιβολία ότι θα το ποστάρω. Η μόνη μου αμφιβολία μου ήταν πώς θα το ποστάρω. Θεωρητικολόγησα χρησιμοποιώντας περικοκλάδες. Δες σε αντίστιξη πόσο πιο καίριο, πόσο πιο επιδραστικό, πόσο πιο επιτακτικό είναι το ερώτημα του συνθήματος: Δευτέρα το καταλαβαίνω. Αλλά Σάββατο; Γίνεται να μην μ΄αγαπάς Σάββατο;
Τι ακροβασία νοήματος, τι ακροβασία ανάμεσα στο πονεμένο και το παιγνιώδες. Δεν μπορώ με σιγουριά να κρίνω αν αυτός που το έγραψε υποφέρει και σαρκάζει την ίδια ώρα, αν περισσότερο υποφέρει ή περισσότερο σαρκάζει. Εκείνο που μπορώ να κάνω είναι να ενώσω τη φωνή μου με τη δική του και να την παρακαλέσω: Αγάπα τον τουλάχιστον τα Σάββατα.

Τρίτη, Ιανουαρίου 04, 2011

Συνάντησες

Όπως έχω ξαναγράψει, όταν πρωτοβλέπουμε μια ταινία δεν τη συγκρίνουμε τόσο με το γενικό μας γούστο και τη γενική μας αισθητική, όσο με τις συγκεκριμένες μας προσδοκίες από αυτή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί -για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του οικονομικοπολιτικού συρμού- στρεβλώσεις στην αρχική μας εκτίμηση: τοποθετώντας ψηλά τον πήχη των προσδοκιών η ταινία έχει αυξημένες πιθανότητες να περάσει από κάτω του, τοποθετώντας τον χαμηλά αυξημένες πιθανότητες να περάσει από πάνω του, με το παράδοξο αποτέλεσμα να μας ικανοποιούν περισσότερο τη στιγμή που τις βλέπουμε οι ταινίες που τον ξεπερνούν από εκείνες που δεν τον ξεπερνούν, ενώ αυτοτελώς οι δεύτερες μας αρέσουν πολύ περισσότερο. Έτσι, είχα επιλέξει να μη δω το «Θα συναντήσεις ένα ψηλό μελαχρινό άντρα», καθώς από το τρέιλερ και τις κριτικές φαινόταν πως αυτή τη φορά η ανακύκλωση των αιώνιων θεματικών του Γούντι Άλεν είχε να προσφέρει ένα λιγότερο ευρηματικό τελικό σύνολο. Και πράγματι αντικειμενικά έτσι είναι, ωστόσο βλέποντας την με ελάχιστες προσδοκίες στις αποσκευές μου, όχι μόνο δεν απογοητεύτηκα, αλλά τη βρήκα και συμπαθητική. Ίσως γιατί και στις πιο αδύναμες στιγμές του ο Άλεν ξαναμαγειρεύει τα υλικά του με τόση μαστοριά, που είναι αδύνατο να πέσει κάτω από ένα επίπεδο. Εκείνο που αυτοτελώς με ικανοποίησε είναι ότι στο τέλος επιφυλάσσει ένα ανοικτό τέλος σε μερικούς από τους ήρωές του, αφήνοντάς τους αληθινά μετέωρους.

Το ζευγάρι των ηλικιωμένων: Ο Άντονι Χόπκινς αρνείται να γεράσει. Παρατάει τη γυναίκα του, τη Τζέμα Τζόουνς, μετά από 40 χρόνια κοινού βίου. Εκείνη σοκάρεται και του κάνει ρελάνς αρνούμενη όχι το γήρας, αλλά το θάνατο τον ίδιο. Για την ακρίβεια τη μοναδικότητα της ζωής. Έζησε και προηγούμενες ζωές, θα ζήσει και επόμενες. Το μαύρισμα του δέρματος, η λεύκανση των δοντιών, το ξέφρενο γυμναστήριο του Χόπκινς αποτελούν ορθολογικές αρνήσεις των γηρατειών, τα μέντιουμ και οι πνευματίστριες της Τζόουνς, ανορθολογικές μεν, πόσο περισσότερο παράλογες όμως, αρνήσεις της ζωής; Εκείνος καταφεύγει σε νεαρή πόρνη πολυτελείας που θέλει να την κάνει γυναίκα του, εκείνη σε χαρτορίχτρα. Και η πόρνη και η χαρτορίχτρα ανταποκρίνονται σε μια θεμελιώδη ανάγκη τους: η χαρτορίχτρα της λέει ό,τι θέλει να ακούσει, η νέα γυναίκα δίπλα του τού προσφέρει την εικόνα στην οποία θέλει να βλέπει τον εαυτό του. Και η απορία είναι βέβαια: πόσο προτιμότερη είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα από τις ψευδαισθήσεις, από την πεποίθηση ότι αυτή ήταν κάποτε η Ζαν ντʼ Αρκ, από την εικόνα του να σε έχει παντρευτεί μια νέα γυναίκα με εκρηκτικό κορμί; Δηλαδή ο συμβιβασμός με την πραγματικότητα τι ακριβώς σου προσφέρει σε αντίδωρο; Τη σοφία πως είσαι γέρος, τη γνώση πως θα πεθάνεις; Μήπως η συμφιλίωση με την ηλικία και τη φύση είναι ένας συμβιβασμός; Μήπως είναι προτιμότερη η αποκοτιά, ακόμη και αν στο τέλος της ενδέχεται να φέρει τη γελοιοποίηση και η ταπείνωση;

Το ζευγάρι των παιδιών τους: Η Ναόμι Γουοτς είναι η κόρη του Χόπκινς και της Τζόουνς. Είναι παντρεμένη με τον Τζος Μπρολίν που επαγγέλλεται (τι άλλο θα μπορούσε;) συγγραφέας. Είναι χρόνια παντρεμένοι, αλλά δεν έχουν παιδί, όχι επειδή δεν μπορούν, ούτε επειδή δεν θέλουν. Επειδή δεν θέλει εκείνος. Νά μια ακόμα όψη της άρνησης της ζωής, αυτή τη φορά όχι της φθοράς της ή του τέλους της, αλλά της ίδιας της της εκκίνησης, της δημιουργίας της, της γέννησής της. Και αν οι προηγούμενες αρνήσεις του ζεύγους των ηλικιωμένων έχουν αιτίες που μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε, η ταινία δεν μπαίνει καθόλου στα χωράφια του «γιατί» της συγκεκριμένης άρνησης. Ίσως ο Μπρολίν απλά δεν θέλει παιδί, ίσως δεν θέλει να κάνει μαζί της. Στην πορεία άλλωστε θα ποθήσουν και οι δύο άλλους: ο Μπρολίν τη γυναίκα του διπλανού παραθύρου (το διπλανό παράθυρο ως κάδρο και μέσα του ο άλλος, αυτός που δεν έχουμε, αυτός που μένει στο δίπλα σπίτι, ο ξένος που μπορεί να κατακτηθεί, το αφροδισιακό της ετερότητας, του δίπολου εγγύτητα - απόσταση, της κατάλυσης της απόστασης, της ενσωμάτωσής μας στο κάδρο, από όπου πια βλέπουμε το ως τώρα σπίτι μας ως κάδρο και την ως τώρα γυναίκα μας ως ποθητή ξένη), η Γουοτς το αφεντικό της (το αιώνιο αφροδισιακό της εξουσίας, της επιτυχίας, της κατάλυσης της ιεραρχίας). Ένας από του δύο τους θα βρεθεί προς το τέλος αντιμέτωπος με το αντικείμενο του πόθου του, σε μια έξοχη σκηνή αμηχανίας: μια σκηνή που θρυμματίζει εκτός από την πραγματικότητα (αυτό που δεν συνέβη μεταξύ τους) και τη φαντασίωσή της, το ενδεχόμενο μιας εναλλακτικής πραγματικότητας (αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί μεταξύ τους). Στη σκηνή αυτή δεν θρυμματίζεται μόνο η ελπίδα για ένα κοινό μέλλον αλλά και το «what if». Οπότε, αντίστοιχα με τον παραπάνω προβληματισμό περί της χρησιμότητας της αληθείας, μήπως θα ήταν καλύτερα ο φαντασιωσοθραύστης να είχε πει ένα ευγενικό ψέμμα; Να είχε απαντήσει: «Ναι, πράγματι, αν είχαν έρθει αλλιώς τα πράγματα, τότε θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί»; Όχι, γιατί τότε θα βασάνιζε τον διαψευδόμενο μάλλον περισσότερο. Πιο επώδυνη μεν τη στιγμή εκείνη η κρυάδα, σε βάθος χρόνου όμως σωτήρια.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 03, 2011

Σάββατο, Ιανουαρίου 01, 2011

8 1/2

Ξέρω, το βάζεις κάτω το έντεκα και φοβάσαι δέκα κι ελπίζεις μία (κι αυτή για το καλό των ημερών). Ξέρω, έτσι βγαίνουν τα νούμερα και όχι αλλιώς. Ξέρω, δυσκολεύεσαι να φανταστείς πώς θα ξεκινήσει, πώς θα εξελιχθεί, πώς θα τελειώσει. Ξέρω, είσαι ακόμα υπό την επήρεια του σοκ του δέκα: συγχυσμένος, αποπροσανατολισμένος και πάνω απ' όλα τρομαγμένος.

Ξέρω όμως και κάτι ακόμα, το οποίο θα σου το εκμυστηρευτώ τώρα γιατί είμαι πολύ κιμπάρης τύπος: καμία μα καμία νομοτέλεια δεν ορίζει εκ των προτέρων τη χρονιά που μόλις μπήκε, τις χρονιές που την ακολουθούν, το χρόνο γενικά. Νομοτέλειες ορίζουν μόνο τη θέση των ανθρώπων μέσα στο χρόνο. Οι άνθρωποι, ναι, με την εξαίρεση του Μπέντζαμιν Μπάτον (ίσως και της Νόνικας Γαληνέα) δεν γίνονται νεότεροι με το πέρασμα των ετών. Η θέση των κοινωνιών όμως στο χρόνο δεν είναι νομοτελειακή, δεν ορίζεται από σιδερένιους νόμους. Οι κοινωνίες μπορεί να πηγαίνουν προς τα εμπρός ή προς τα πίσω, προς τα δεξιά ή τα αριστερά. Προφανώς το διαρκώς εκκρεμές ζήτημα είναι η σχέση του εμπρός και του πίσω με το δεξιά και το αριστερά. Ωστόσο για μια εικοσαετία είχε μπει στο ψυγείο η εκκρεμότητά του. Κατ΄άλλους δεν ήταν πια εκκρεμότητα. Οπότε νά ήδη αντεστραμμένη η διαφορετικότητα της σημερινής Πρωτοχρονιάς: προηγήθηκαν τόσες πολλές Πρωτοχρονιές που η ελπίδα δέσποζε μεν έναντι του φόβου, αλλά ήταν μια ελπίδα που λειτουργούσε είτε ως μηχανισμός απώθησης της πραγματικότητας («ζορίζομαι τώρα, αλλά πού θα πάει, θα την πιάσω την καλή») είτε ως μηχανισμός περαιτέρω εκχυδαϊσμού της πραγματικότητας (καταναλωτικού, πολιτισμικού, αξιακού). Το σοκ από την διαφαινόμενη κατάρρευση ενός μοντέλου κοινωνίας, ας μην μας κάνει να ξεχνάμε ότι αυτό το μοντέλο και στα καλύτερά του μύριζε. Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει πως πρόκειται για λυτρωτική κατάρρευση: αντίθετα ίσως είναι και πιο τραγική, γιατί διαφορετικό είναι να ήσουν φτωχός εξήντα χρόνια πριν όταν όλοι φτωχοί ήταν και η φτώχεια δεν ήταν ντροπή και διαφορετικό να είσαι ξαφνικά φτωχός σε μια κοινωνία που έμαθε να είναι άκρως ατομικιστική και άκρως καταναλωτική.

Ωστόσο ίσως από την ελπίδα σε συνθήκες φούσκας της συνείδησης, να είναι προτιμότερος ο φόβος σε συνθήκες αφύπνισης της συνείδησης. Εντός του εγκεφάλου μας, εντός της συνείδησής μας, εκεί παίζεται το σημαντικότερο παιχνίδι, εκεί κρίνονται οι νομοτέλειες, εκεί αναιρούνται οι πάσης φύσης νομοτέλειες. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι μας έφερε ως εδώ, τι μας φταίει, και αν τυχόν το βρούμε, να μη θεωρήσουμε μάταια ή καταδικασμένη την προσπάθεια να το αλλάξουμε. Θα μου πεις, ενδέχεται αυτό ακριβώς να είναι που κάνει και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Ενδέχεται, ναι. Η γονιμότερη σκέψη είναι αυτή που ξεκινά από την παραδοχή πως δεν είναι αδιανόητο να εκπροσωπεί την πλευρά της ελπίδας εκείνος που στα μάτια σου εκπροσωπεί τους παραγωγούς του φόβου. Και η γονιμότερη πράξη εκείνη που είναι αποτέλεσμα σκέψης βασανισμένης με αμφιβολίες και σφυρηλατημένης με απαντήσεις.

Πέραν από όλα αυτά όμως (ή μαζί με όλα αυτά) η βασική παγίδα κάθε Πρωτοχρονιάς κρύβεται στο ότι ενώ μας φέρνει αντιμέτωπους με το χρόνο, την ίδια στιγμή τον θεωρητικοποιεί και τον αντιμετωπίζει περισσότερο ως οργανόγραμμα, παρά ως αυτό που πραγματικά είναι: παρόν. Και το παρόν δεν προγραμματίζεται ούτε αναστέλλεται: βιώνεται. Τώρα.